Χριστοφίδου-Παταπίου Νατάσα ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και Άλλης (2002) 4 ΑΑΔ 306

(2002) 4 ΑΑΔ 306

[*306]3 Απριλίου, 2002

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝΑΤΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

1. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟY ΙΔΡYΜΑΤΟΣ ΚYΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΟΥΣΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΧΕΣΕΩΝ

    ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΜΑΤΩΝ Ρ.Ι.Κ.,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 978/2000)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς βεβαιωτική απόφαση ― Το στοιχείο της μεσολάβησης νέας έρευνας ― Περιστάσεις του βεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης στην κριθείσα περίπτωση.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Συντάξεις ― Αίτημα για σύνταξη χηρείας απορρίφθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Η προσφυγή δεν στρεφόταν κατά της εκτελεστής απόρριψης του αιτήματος αλλά κατά μεταγενέστερης βεβαιωτικής απόφασης.

Η αιτήτρια προσέβαλε επιστολή των καθ’ων η αίτηση με την οποία ενέμεναν σε προηγηθείσα απόφασή τους να μην της χορηγήσουν σύνταξη χηρείας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακύρωσης. Μια απόφαση θεωρείται ως βεβαιωτική προγενέστερης εκτελεστής πράξης όταν:

(1) εκδίδεται από την ίδια αρχή,

(2) αφορά το ίδιο πρόσωπο,

(3) αποσκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης,

[*307](4) βασίζεται πάνω στην ίδια βάση με την προγενέστερη πράξη· και

(5) παράγει το ίδιο νομικό αποτέλεσμα.

Μια διοικητική πράξη θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης αν δεν έχει διεξαχθεί νέα έρευνα και αν δεν έχουν μεσολαβήσει νέα στοιχεία.

Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται καθαρά ότι τα νέα στοιχεία που κατά τους ισχυρισμούς των δικηγόρων της αιτήτριας προβλήθηκαν στις 19/4/2000 βρίσκονταν αρχειοθετημένα στον προσωπικό φάκελο του αποβιώσαντος και είχαν αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η πρώτη απορριπτική απάντηση των καθ’ων η αίτηση της 10/4/2000. Οι καθ’ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε νέα έρευνα ή επανεξέταση του αιτήματος της αιτήτριας και η επίδικη επιστολή τους της 8/5/2000 δεν αποτελεί παρά βεβαιωτική εκείνης της 10/4/2000.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Pieri v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Larkos v. Republic (1987) 3(C) C.L.R. 2189.

Προσφυγή.

Χρ. Χριστοφίδης για Λ. Παπαφιλίππου, για την Αιτήτρια.

Π. Πολυβίου, για τους Καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Ο Ανδρέας Χριστοφίδης, πρώην Γενικός Διευθυντής του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, αφυπηρέτησε από το Ιδρυμα στις 22/7/83 ως αποτέλεσμα υποβολής παραίτησης για να αναλάβει καθήκοντα Κυβερνητικού Εκπροσώπου. Ο Ανδρέας Χριστοφίδης αφού παντρεύτηκε στις 16/2/86 με τη Νατάσα Παταπίου (αιτήτρια) απεβίωσε στις 22/6/98. Δύο περίπου χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 7/4/2000, η αιτήτρια υπέβαλε μέσω των δικηγόρων [*308]της αίτηση στους καθ’ ων η αίτηση για την καταβολή σύνταξης χηρείας από τις 20/6/98. Ο Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής Σχεδίων Συντάξεων και Χορηγημάτων Ρ.Ι.Κ. με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 10/4/2000 απάντησε ότι είχαν καταβληθεί στον αποβιώσαντα ευθύς αμέσως μετά την παραίτηση του τα ωφελήματα σύνταξης τα οποία εδικαιούτο και ότι δεν μπορούσε να καταβληθεί στη σύζυγο του σύνταξη χηρείας, αφού σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 27 των σχετικών Κανονισμών ο γάμος είχε τελεσθεί μετά την αφυπηρέτησή του. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής:

“Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερ. 7.4.2000 και επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι δεν είναι δυνατό να παραχωρηθεί σύνταξη χηρείας στη σύζυγο του αποβιώσαντος Ανδρέα Χριστοφίδη, καθότι βάσει των Κανονισμών του Σχεδίου Συντάξεων, του οποίου ο αποβιώσας ήταν μέλος, (Κ.Δ.Π. 205/87) Μέρος ΙΙΙ - Συντάξεις εις χήρας και τέκνα/Άρθρο 27) “δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν γάμος του αποθανόντος μέλους, τελεσθείς μετά την αφυπηρέτησίν του”.

Ο αποβιώσας Ανδρέας Χριστοφίδης υπέβαλε παραίτηση από το Ρ.Ι.Κ. στις 22/7/83 όταν διορίστηκε Κυβερνητικός Εκπρόσωπος αφού του καταβλήθηκαν τα ωφελήματα σύνταξης που δικαιούτο. Στις 16/2/86 συνήψε γάμο ο οποίος σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν.

Επισυνάπτεται το σχετικό άρθρο των Κανονισμών.”

Το σχετικό άρθρο 27 των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Σχέδιο Συντάξεων και Χορηγημάτων εις Υπαλλήλους του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και εξαρτωμένους αυτών) Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π. 205/87) πάνω στο οποίο βασίστηκε η πιο πάνω απορριπτική απάντηση των καθ’ων η αίτηση προνοεί ότι,

“27. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, επί τω θανάτω άρρενος μέλους (εν τοις εφεξής αναφερομένου ως «ο αποθανών») χορηγείται διά την υπηρεσίαν αυτού:-

(α)   όταν κατελείπη χήραν, σύνταξισ εις την χήραν (εν τοις εφεξής αναφερομένης ως «σύνταξις χήρας»)· και

(β)   όταν είχε σύζυγον καθ’ οιονδήποτε χρόνον κατόπιν της 1/1/1982, ημερομηνίας ιδρύσεως του Σχεδίου, (είτε ο γάμος παρέμεινεν εν ισχύϊ μέχρι του θανάτου του είτε όχι και είτε [*309]σύνταξις χήρας χορηγείται ή δυνατόν να χορηγηθή είτε όχι), σύνταξις προς όφελος των εκ του γάμου τέκνων του και, εις ωρισμένας περιπτώσεις άλλων τέκνων αυτού ή αυτής (εν τοις εφεξής αναφερομένη ως «σύνταξις τέκνων»):

Νοείται ότι, διά τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν γάμος του αποθανόντος μέλους, τελεσθείς μετά την αφυπηρέτησίν του, πάσα δε εις τον παρόντα Κανονισμόν αναφορά εις γάμον, σύζυγον, την χήραν ή τα τέκνα του αποθανόντος ερμηνεύεται αναλόγως.”

Η αιτήτρια με νέα επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 19/4/2000 ζήτησε την επανεξέταση του αιτήματος της παραθέτοντας τα πιο κάτω συγκεκριμένα στοιχεία:

1.  Ο αποβιώσας υπέβαλε παραίτηση στις 22/7/83.

2.  Στις 16/2/86 συνήψε γάμο με την αιτήτρια.

3.  Στις 13/11/96 ζήτησε να εξετασθεί το θέμα της σύνταξης του παραθέτοντας τη γνώμη του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας ότι εδικαιούτο.

4.  Στις 29/11/96 η Διοικούσα Επιτροπή του Σχεδίου Συντάξεων αποφάσισε ότι έστω και εκπρόθεσμα, εδικαιούτο επιλογής.

5.  Στις 10/2/97 ο Νομικός Σύμβουλος του Ρ.Ι.Κ. γνωμοδότησε ότι ο αποβιώσας εδικαιούτο ευκαιρίας επιλογής.

6.  Στις 11/2/97 επέλεξε εγγράφως τη μεταπήδηση του στο Σχέδιο Σύνταξης.

7.  Στις 20/2/97 εκδήλωσε εγγράφως την επιθυμία του να κάμει εισφορές για τη μεταβίβαση της σύνταξης στη χήρα και τα τέκνα του για την περίοδο μετά την 11/1/1982.

Οι καθ’ων η αίτηση απέρριψαν εκ νέου την αίτηση της αιτήτριας για τους ίδιους λόγους που πρόβαλαν στην επιστολή τους της 10/4/2000. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το κείμενο της νέας απορριπτικής απάντησης.

“Αναφέρομαι στο τηλεφωτομήνυμα σας αρ. 2214/2000 ημερ. 19.4.2000 και επιθυμώ να επαναλάβω ότι σύμφωνα με τους κα[*310]νονισμούς του Σχεδίου Συντάξεων του οποίου ο αείμνηστος Ανδρέας Χριστοφίδης ήταν μέλος, είναι αδύνατον να παραχωρηθεί σύνταξη χηρείας στη σύζυγο του.

Τα στοιχεία που αναφέρετε στο μήνυμα σας είναι πράγματι ορθά, ευρίσκονται αρχειοθετημένα στον προσωπικό του φάκελο κανένα όμως από αυτά δεν στοιχειοθετεί το δικαίωμα σύνταξης χηρείας στην πελάτιδα σας.

Όσον αφορά τη δήλωση του να κάμει εισφορές για μεταβίβαση της σύνταξης του στην χήρα και τα τέκνα, σας αναφέρω ότι βάσει των κανονισμών του Σχεδίου Συντάξεων, οι εισφορές αυτές (περιοδικές εισφορές) είναι υποχρεωτικές από 1.1.82 εφόσον ήταν παντρεμένος μέχρι την ημερομηνία παραίτησης/αφυπηρέτησης του δηλαδή στις 22.7.83.

Το διαζύγιο και ο νέος γάμος συνέβησαν μετά την παραίτηση/αφυπηρέτηση και οι κανονισμοί είναι σαφείς για τις περιπτώσεις αυτές.”

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης των καθ’ων η αίτηση της 8/5/2000. Οι καθ’ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η πιο πάνω απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική εκείνης της 10/4/2000. Αντίθετα οι δικηγόροι της αιτήτριας ισχυρίζονται ότι με την επιστολή τους της 19/4/2000 έθεσαν υπόψη των καθ’ ων η αίτηση νέα στοιχεία που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην προηγούμενη αίτηση τους της 7/4/2000 και κατ’ επέκταση η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση της 8/5/2000 αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

(β) Η νομική πλευρά

Έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακύρωσης. Μια απόφαση θεωρείται ως βεβαιωτική προγενέστερης εκτελεστής πράξης όταν

(1)   Εκδίδεται από την ίδια αρχή,

(2)   Αφορά το ίδιο πρόσωπο,

(3)   Αποσκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης,

(4)   Βασίζεται πάνω στην ίδια βάση με την προγενέστερη πράξη  και

(5)   Παράγει το ίδιο νομικό αποτέλεσμα. (Ίδε Pieri v. Republic [*311](1983) 3 C.L.R. 1054, Larkos v. Republic (1987) 3(C) C.L.R. 2189).

Μια διοικητική πράξη θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης αν δεν έχει διεξαχθεί νέα έρευνα και αν δεν έχουν μεσολαβήσει νέα στοιχεία. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα “Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών” του Μ. Στασινόπουλου (Τέταρτη έκδοση, σελ. 176),

“Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν.  Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ’ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ’ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ’ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ’ ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ’ όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ’ όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.”

Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται καθαρά ότι τα νέα στοιχεία που κατά τους ισχυρισμούς των δικηγόρων της αιτήτριας προβλήθηκαν στις 19/4/2000 βρίσκονταν αρχειοθετημένα στον προσωπικό φάκελο του αποβιώσαντος και είχαν αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η πρώτη απορριπτική απάντηση των καθ’ων η αίτηση της 10/4/2000. Οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε νέα έρευνα ή επανεξέταση του αιτήματος της αιτήτριας και η επίδικη επιστολή τους της 8/5/2000 δεν αποτελεί παρά βεβαιωτική εκείνης της 10/4/2000.

Κάτω από τις περιστάσεις η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο