Θεοφάνους Φάνος ν. Συμβουλίου Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (2002) 4 ΑΑΔ 429

(2002) 4 ΑΑΔ 429

[*429]13 Μαΐου, 2002

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΦAΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,

Αιτητής,

v.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 652/2001)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστότητα ― Περιστάσεις εκτελεστότητας των εκδιδομένων βάσει του Καν. 20(2) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 αποφάσεων.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Παρουσία πρακτικογράφου σε συνεδρία του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου ― Άρθρο 14(7) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 1998 και Άρθρο 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).

Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος ― Κατά πόσο και με ποιο τρόπο δύνανται να υποβληθούν σε περιορισμούς τα κατοχυρωμένα δικαιώματα ― Επιβολή περιορισμών εκτός του συνταγματικού πλαισίου από τον Καν. 20(2) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση του καθ’ου η αίτηση Συμβουλίου να επιβάλει σε βάρος του την κύρωση που προβλέπεται στον Καν. 20(2) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, [*430]αποφάσισε ότι:

1.  Καθ’ όσον η απόφαση επηρεάζει τη δυνατότητα του Αιτητή να συναλλάσσεται με τα μέλη του Χρηματιστηρίου στα θεσμικά πλαίσια του Χρηματιστηρίου, δημιουργεί έννομα αποτελέσματα ώστε να καθίσταται εκτελεστή διοικητική πράξη. Ο Κανονισμός 20(2) αναθέτει στο συμβούλιο του Χρηματιστηρίου την εξουσία να παρέχει ή όχι την έγκρισή του για αποδοχή από τα μέλη του εντολών από επενδυτές και έτσι διαμορφώνει ανάλογη κατάσταση πραγμάτων.

2.  Η παρουσία της κας Φράγκου για τήρηση των πρακτικών ήταν νόμιμη με βάση το Άρθρο 14(7) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 1998. Το ίδιο το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου είχε αποφασίσει την τήρηση των πρακτικών από την κα Φράγκου, η δε παρουσία της για το σκοπό εκείνο ενομιμοποιείτο βάσει του Άρθρου 14(7) αλλά και βάσει του Άρθρου 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99).

3.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για περιορισμό που τέθηκε με νόμο ο δε κανονισμός δεν αφορά μόνο την περαιτέρω διεκπεραίωση του υπό του νόμου τεθέντος περιορισμού, αλλά για περιορισμό που τέθηκε απ’ ευθείας και μόνο από τον κανονισμό.  Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ο Κανονισμός 20(2) είναι εκτός των πλαισίων των Άρθρων 23 και 25 του Συντάγματος.

     Εξάλλου, και ως προς το Άρθρο 26 τα πράγματα είναι καθαρά.  Το Άρθρο 26 δεν αναφέρεται σε περιορισμούς που μπορούν να τεθούν με νόμο. Αναφέρεται σε περιορισμούς που μπορούν να τεθούν μόνο βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων, και έτσι δεν αφορά τη διάκριση μεταξύ νόμου και κανονισμών αλλά τις ίδιες τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Και είναι σαφές ότι ο περιορισμός τον οποίο ο Κανονισμός 20(2) επιδιώκει να επιβάλει στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι δεν ανάγεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε γενική αρχή του δικαίου των συμβάσεων. Ο Κανονισμός 20(2) λοιπόν σαφώς παραβιάζει το Άρθρο 26 του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Police v. Hondrou a.o. [1962] 3 R.S.C.C. 87.

[*431]Προσφυγή.

Ν. Χαραλάμπους με Μ. Ο. Ιωαννίδη για Lica Law Partners Orphanides, για τον Αιτητή.

Ι. Νικολάου, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με επιστολή ημερομηνίας 16.5.2001, οι δικηγόροι του Αιτητή ζήτησαν από το Καθ’ ου η Αίτηση Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου όπως αφαιρεθεί το όνομα του Αιτητή από κατάλογο απαγόρευσης συναλλαγών στον οποίο ο Αιτητής είχε προηγουμένως πληροφορηθεί ότι είχε τοποθετηθεί από τα μέλη του Χρηματιστηρίου κατ’ επίκληση του Κανονισμού 20 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 κατόπιν επιστολής χρηματιστηριακής εταιρείας μέλους του Χρηματιστηρίου Αξιών ημερομηνίας 13.11.2000 προς όλα τα χρηματιστηριακά γραφεία μέλη του Χρηματιστηρίου σε σχέση με ισχυριζόμενες οφειλές εκ συναλλαγών του Αιτητή προς την εν λόγω χρηματιστηριακή εταιρεία.  Στην επιστολή ημερομηνίας 16.5.2001 αναφέρετο ότι η περίληψη του Αιτητή στον εν λόγω κατάλογο ήταν παράνομη και καταχρηστική για το λόγο ότι οι ισχυριζόμενες οφειλές του Αιτητή προς την εν λόγω χρηματιστηριακή εταιρεία αμφισβητούντο και μάλιστα η εν λόγω χρηματιστηριακή εταιρεία είχε καταχωρήσει σχετική αγωγή εναντίον του Αιτητή την οποία αυτός υπερασπίζετο. Το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου απευθύνθηκε στην εν λόγω χρηματιστηριακή εταιρεία η οποία το προμήθευσε με λεπτομέρειες για τα ακριβή ποσά που όπως ισχυρίζετο της όφειλε ο Αιτητής. Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου απεφάσισε ότι δεν δικαιολογείτο να επιτρέπει στα χρηματιστηριακά γραφεία μέλη του να αποδέχονται εντολές από τον Αιτητή, και πληροφόρησε ανάλογα τον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 18.6.2001. Με την προσφυγή προσβάλλεται η εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου.  Για να συμπληρωθεί η εικόνα, παραθέτω τον προαναφερθέντα Κανονισμό 20:

“20.-(1) Στις μεταξύ τους σχέσεις τα Μέλη οφείλουν να επιδεικνύουν πνεύμα αβρότητας, αλληλεγγύης και καλής συμπεριφοράς.

(2) Δεν επιτρέπεται στα Μέλη, χωρίς τη ρητή έγκριση του Συμβουλίου, να αποδέχονται εντολές από έναν εντολέα, αν [*432]τους πληροφόρησε άλλο Μέλος ότι ο εντολέας αυτός έχει εκκρεμείς υποχρεώσεις έναντί του.

(3) Τα μέλη οφείλουν να γνωστοποιούν στο Συμβούλιο τα ονόματα των εντολέων που δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, το ύψος και τη φύση των υποχρεώσεων όπως και τυχόν διευθέτησή τους.”

Το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου εγείρει κατ’ αρχήν προδικαστική ένσταση συνιστάμενη στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά διοικητικό μέτρο εσωτερικής φύσης που αφορά την ομαλή λειτουργία του Χρηματιστηρίου και δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Αιτητή. Ο Κανονισμός 20(2), εισηγείται συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου, συνιστά κανόνα δεοντολογίας μεταξύ των μελών του Χρηματιστηρίου και δεν προσφέρει το υπόβαθρο για διοικητική πράξη.

Δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε νομολογία που να υποστηρίζει την προδικαστική ένσταση και δεν πιστεύω ότι θα μπορούσα να την αποδεχθώ με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα. Συμφωνώ με τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον Αιτητή ότι, καθ’ όσον η απόφαση επηρεάζει τη δυνατότητα του Αιτητή να συναλλάσσεται με τα μέλη του Χρηματιστηρίου στα θεσμικά πλαίσια του Χρηματιστηρίου, δημιουργεί έννομα αποτελέσματα ώστε να καθίσταται εκτελεστή διοικητική πράξη. Ο Κανονισμός 20(2) αναθέτει στο συμβούλιο του Χρηματιστηρίου την εξουσία να παρέχει ή όχι την έγκριση του για αποδοχή από τα μέλη του εντολών από επενδυτές και έτσι διαμορφώνει ανάλογη κατάσταση πραγμάτων.

Επί της ουσίας, είναι κατ’ αρχήν εισήγηση του κ. Χαραλάμπους ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθ’ όσον κατά τη λήψη της το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου λειτούργησε με κακή σύνθεση. Συγκεκριμένα, ότι μετείχε στη συνεδρία η λειτουργός του κα Φράγκου προς το σκοπό τήρησης των πρακτικών. Ο κ. Νικολάου απαντά λέγοντας ότι η παρουσία της κας Φράγκου για τήρηση των πρακτικών ήταν νόμιμη με βάση το άρθρο 14(7) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 1998, το οποίο προνοεί:

“14.-(7) Τα πρακτικά των συνεδριάσεων τηρούνται κατά τον οριζόμενο από το Συμβούλιο τρόπο ..... ”

Καθ’ όσον, λέγει ο κ. Νικολάου, το ίδιο το Συμβούλιο του Χρη[*433]ματιστηρίου είχε αποφασίσει την τήρηση των πρακτικών από την κα Φράγκου, η παρουσία της για το σκοπό εκείνο ενομιμοποιείτο βάσει του άρθρου 14(7) αλλά και βάσει του άρθρου 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) το οποίο προνοεί:

“21.-(1) Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στη ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών.”

Συμφωνώ με τη θέση αυτή και δεν διαπιστώνω έρεισμα στην εισήγηση για κακή σύνθεση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η βασική εισήγηση του κ. Χαραλάμπους είναι ότι ο Κανονισμός 20(2), δυνάμει του οποίου ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάζει τα Άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν αντίστοιχα το δικαίωμα κτήσης και διάθεσης περιουσίας, το δικαίωμα επίδοσης σε εμπόριο, και το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι. Συγκεκριμένα, λέγει ο κ. Χαραλάμπους, οι περιορισμοί που μπορούν να τεθούν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα Άρθρα 23 και 25 του Συντάγματος μόνο με νόμο, όπως ρητά προβλέπεται σε αυτά, μπορούν να τεθούν και όχι με κανονισμούς, οι δε περιορισμοί που μπορούν να τεθούν στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 26 του Συντάγματος μόνο βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων, όπως επίσης ρητά προβλέπεται σε αυτό, μπορούν να τεθούν.

Η απάντηση του κ. Νικολάου σε αυτή την εισήγηση είναι ότι η αναφορά που γίνεται στα Άρθρα 23 και 25 σε περιορισμούς που μπορούν να τεθούν μόνο “δια νόμου” ή “υπό του νόμου” περιλαμβάνει στον όρο “νόμος” και κανονισμούς, παραπέμποντας προς τούτο σε ελληνική βιβλιογραφία.

Η εισήγηση του κ. Χαραλάμπους με βρίσκει σύμφωνο. Η σχετική αρχή διατυπώθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση Police ν. Hondrou a.o. [1962] 3 R.S.C.C. 87. Όπως το έθεσε ο Forsthoff, Π., στη σε. 86:

“It is only the people of a country themselves, through their elected legislators, who can decide to what extent its fundamental [*434]rights and liberties, as safeguarded by the Constitution, should be restricted or limited and this principle is inherently contained in all constitutions, such as ours, which expressly safeguard the fundamental rights and liberties and adopt the doctrine of the separation of powers.

In the opinion of the Court, therefore, the expression “imposed by law” in paragraph 3 of Article 23, the expression “prescribed by law” in paragraph 2 of Article 25 and like expressions in other Articles of Part II of the Constitution mean, in so far as laying down and defining the extent and framework of the particular restriction or limitation is concerned, a law of the House of Representatives. This does not however, prevent the House of Representatives from delegating its power to legislate in respect of prescribing the form and manner of, and the making of other detailed provisions for, the carrying into effect and applying the particular restriction or limitation within the framework as laid down by such law, e.g. the addition of further items or instances falling within the restriction or limitation in question.  Such a course is presumed to be included in the will of the people as expressed through the particular law of its elected representatives.”

Στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για περιορισμό που τέθηκε με νόμο ο δε κανονισμός να αφορά μόνο την περαιτέρω διεκπεραίωση του υπό του νόμου τεθέντος περιορισμού, αλλά για περιορισμό που τέθηκε απ’ ευθείας και μόνο από τον κανονισμό. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ο Κανονισμός 20(2) είναι εκτός των πλαισίων των Άρθρων 23 και 25 του Συντάγματος.

Εξάλλου, και ως προς το Άρθρο 26 τα πράγματα είναι καθαρά. Ο κ. Νικολάου δεν σχολιάζει την εισήγηση του κ. Χαραλάμπους ως προς το Άρθρο 26, περιοριζόμενος στα αφορώντα την έννοια του όρου “νόμος” στα πλαίσια των Άρθρων 23 και 25. Το Άρθρο 26 όμως δεν αναφέρεται σε περιορισμούς που μπορούν να τεθούν με νόμο. Αναφέρεται σε περιορισμούς που μπορούν να τεθούν μόνο βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων, και έτσι δεν αφορά τη διάκριση μεταξύ νόμου και κανονισμών αλλά τις ίδιες τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Και είναι σαφές ότι ο περιορισμός τον οποίο ο Κανονισμός 20(2) επιδιώκει να επιβάλει στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι δεν ανάγεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε γενική αρχή του δικαίου των συμβάσεων. Ο Κανονισμός 20(2) λοιπόν σαφώς παραβιάζει το Άρθρο 26 του Συντάγματος.

[*435]Ενόψει της κατάληξής μου, δεν θα ασχοληθώ με το άλλο θέμα που εγείρει ο κ. Χαραλάμπους, ότι ο Κανονισμός 20(2) είναι ultra vires του άρθρου 71(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμων.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με £400 έξοδα υπέρ του Αιτητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο