Νικολαΐδης Μάριος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 549

(2002) 4 ΑΑΔ 549

[*549]31 Μαΐου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 882/1998)

1. ΜΑΡΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

2. ΚΩΣΤΑΣ ΑΤΤΑΣ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 903/1998)

MΑΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΓΑΒΡΙΗΛ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 997/1998)

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΧΑΣΑΠΗ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

[*550]ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 998/1998)

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1112/1998)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1113/1998)

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

[*551](Υπόθεση Αρ. 1119/1998)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΜΗ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις Αρ. 882/1998, 903/1998, 997/1998, 998/1998 1112/1998, 1113/1998, 1119/1998)

 

Διοικητική Πράξη ― Αναδρομικότητα ― Θεωρία και νομολογία ― Η περίπτωση της αναδρομικής ισχύος πράξεως η οποία εκδίδεται κατ’ επανεξέταση, προς συμμόρφωση με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Διοικητικό Δίκαιο ― Επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής πράξης ― Έκταση του ακυρωτικού αποτελέσματος ― Διατήρηση της εγκυρότητας προπαρασκευαστικών πράξεων, οι οποίες δεν εθίγησαν από την ακυρωτική απόφαση.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Το προσόν της πολύ καλής γνώσης ξένης γλώσσας ― Δέουσα έρευνα ― Νομολογιακά πορίσματα ― Δεν διενεργήθηκε η απαραίτητη διερεύνηση της κατοχής του προσόντος στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Ν.78(Ι)/95 ― Αποφασίστηκαν στη Δημητριάδης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 91, η οποία και εφαρμόστηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Έλεγχος της συνταγματικότητας της διαδικασίας ψήφισης νόμου ― Θεωρία και νομολογία ― Η περίπτωση της ψήφισης του Ν.78(Ι)/95 σε χρονική στιγμή κατά την οποία η Βουλή των Αντιπροσώπων ήταν αντισυνταγματικά συγκροτημένη.

[*552]Διοικητικό Δίκαιο ― Επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής πράξης ― Κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της αρχικής απόφασης ― Εξαιρέσεις ― Δεν συνέτρεχε περίπτωση εξαίρεσης στην κριθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Η θέσπιση του προσωρινού νόμου Ν. 78(Ι)/95 και οι επιπτώσεις του μετά και την κρίση του ως συνταγματικού από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Μη προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας πρόσθετα προσόντα, βαρύτητα των συνεντεύξεων, αιτιολογία της απόφασης περί κατοχής των προσόντων ― Περιστάσεις ακυρότητας πτυχών της επίδικης απόφασης στην κριθείσα περίπτωση.

Έννομο Συμφέρον ― Εκπαιδευτικού λειτουργού να διεκδικήσει δικαστικώς θέση ισόβαθμη και στην ίδια μισθοδοτική κλίμακα με αυτήν που ο ίδιος κατέχει.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών για πλήρωση των επίδικων θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Η επανεξέταση εν προκειμένω διενεργήθηκε με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς, που ίσχυε όταν λήφθηκε η προηγούμενη απόφαση στις 5/2/96. Επομένως, για αποκατάσταση της νομιμότητας ήταν αναπόφευκτο να δοθεί αναδρομική δύναμη στην εκκαλούμενη πράξη.

2.  Οι συνεντεύξεις έγιναν από την Ε.Ε.Υ.  Κατά την επανεξέταση είχε ανασυσταθεί η Σ.Ε. Η σύνθεση της Ε.Ε.Υ. ήταν η ίδια με εκείνη που διενήργησε την προφορική εξέταση. Η ακυρωτική απόφαση δεν πραγματεύθηκε την ουσία. Οι άλλες προπαρασκευαστικές πράξεις, στις οποίες συγκαταλέγεται η προφορική εξέταση της Ε.Ε.Υ. έμειναν άθικτες.

     Η νομιμότητα της προφορικής εξέτασης δεν καλύπτεται εδώ από την ακυρωτική απόφαση. Με την τελευταία δεν εξετάστηκε ούτε επιλύθηκε οποιοδήποτε άλλο θέμα πλην της νομιμότητας της σύνθεσης της Σ.Ε. Επομένως οι συνεντεύξεις νόμιμα [*553]συσταθμίστηκαν από την Ε.Ε.Υ. με τους άλλους παράγοντες.

3.  Η διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας στα δημοτικά δε δημιουργεί απαραίτητα και τεκμήριο πολύ καλής γνώσης.  Ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο ως προς το τι απαιτείται. Ούτε η αρχή της καλής πίστης, όπως εφαρμόζεται στο διοικητικό δίκαιο, μπορεί να υπεισέλθει στη συζήτηση ενός τέτοιου θέματος.  Υπάρχουν ασφαλέστεροι τρόποι, που συνιστά η νομολογία - και η κοινή λογική - για την εξακρίβωση της κατοχής γλωσσικού προσόντος. Όπου υπάρχουν αμφιβολίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της εξέτασης τόσο στο γραπτό όσο και τον προφορικό λόγο.

     Δεν έχει διεξαχθεί, στην προκείμενη περίπτωση, είτε από την Ε.Ε.Υ. είτε από τη Σ.Ε., οποιαδήποτε έρευνα ή περαιτέρω έρευνα αναφορικά με τα ενδεικτικά γνώσης στα οποία στηρίχθηκαν.  Γι’ αυτό και η προαγωγή των Ε.Μ. Σ. Γεωργιάδη, Γ. Μούσκου και Α. Παπαντωνίου είναι ακυρωτέα για έλλειψη δέουσας έρευνας.

4.  Προβλήθηκε επιχείρημα αντισυνταγματικότητας που αφορά τις διατάξεις του Άρθρου 5 του Ν.78(Ι)/95.

     Tα ίδια ή παρόμοια επιχειρήματα για την αντισυνταγματικότητα του Νόμου προβλήθηκαν στη Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 91. Δεν έγιναν όμως αποδεκτά.

5.  Η αντισυνταγματικότητα του νόμου του 1995 έχει εγερθεί από τον κ. Κωνσταντίνου από μία άλλη, ολότελα διαφορετική, οπτική γωνία. Υποβάλλει, επικαλούμενος τη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315, ότι η αντισυνταγματικότητα της επίμαχης νομοθεσίας έγκειται στο ότι, όταν ψηφίστηκε, η Βουλή ήταν αντισυνταγματικά συγκροτημένη.  Μέλη της ήταν ο Χρ. Κατσαμπάς (άγνωστο αν μετείχε της Ολομελείας που ψήφισε το νόμο) και άλλα πρόσωπα (των οποίων όμως η εκλογή δεν προσβλήθηκε). Όλοι αυτοί κατέλαβαν κενωθείσα έδρα στη Βουλή ως “επιλαχόντες” κατά τις διατάξεις της προϊσχύσασας νομοθεσίας (Ν. 95/86). Ο νόμος όμως εκείνος κρίθηκε αντισυνταγματικός από την πλειοψηφία της πλήρους Ολομέλειας στην Μαυρογένης. Με την αιτιολογία ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 66.2 που απαιτούσε (προτού τροποποιηθεί) τη διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής για την κατάληψη κενωθείσας έδρας.

     Από καμιά συνταγματική ή άλλη διάταξη δεν προκύπτει ότι η [*554]ακύρωση της εκλογής ενός βουλευτή η οποία, κατά το δίκαιό μας, όπως διαπλάστηκε από τη Μαυρογένης, ενεργεί ex tunc, καθιστά τον ψηφισθέντα νόμο ανυπόστατο. Ούτε προκύπτει ως λογική ή νομική συνέπεια η εκμηδένιση ολόκληρης της νομοθετικής παραγωγής της Βουλής στην οποία μετείχε. Εξάλλου κατά το Άρθρο 77 του Συντάγματος, η Βουλή βρίσκεται σε απαρτία  “εφόσον παρίσταται τουλάχιστον το εν τρίτον του συνολικού αριθμού των βουλευτών”, ενώ με βάση το Άρθρο 78 οι νόμοι ψηφίζονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών. Δεν είναι καν γνωστόν, αν ο κ. Χρ. Κατσαμπάς ήταν μεταξύ των παρόντων που ψήφισαν. Πέραν τούτου, δεν επιβάλλεται αν εξετασθεί το θέμα, αφού, από απόψεως εξωτερικών στοιχείων, δεν φαίνεται οτιδήποτε μεμπτό.  Ο νόμος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του Συντάγματος.

6.  Είναι πάγια νομολογημένο ότι, κατά την επανεξέταση απόφασης που ακυρώθηκε, η Διοίκηση προβαίνει σε νέα κρίση υπό το φάσμα του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η αρχική απόφαση.

     Η υπόθεση Ηλιάδης κ.ά ν. Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ. 25, καθιστά σαφές ότι μόνο “κατ’ εξαίρεση .............. είναι εφαρμοστέο το ισχύον νομικό καθεστώς όταν το νεώτερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων”.

     Αυτό δε συμβαίνει εδώ.  Στην προκείμενη περίπτωση ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της αρχικής απόφασης ήταν ο Ν. 78(Ι)/95.

7.  Ένα πρόσθετο επιχείρημα ήταν ότι ο νόμος του 1995 συνιστούσε επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της εκτελεστικής κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.

     Ο νόμος όμως αυτός κρίθηκε από την Ολομέλεια συνταγματικός.  Προκύπτει δε από τις πρόνοιές του ότι ισχύει και για τους επιθεωρητές.

8.  Όπου συνέβαινε εν προκειμένω να υπάρχει πρόσθετο προσόν αιτητή έναντι προαχθέντος, τούτο δεν αποτελούσε, με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, πλεονέκτημα. Επομένως, σύμφωνα με την πάγια νομολογιακή αρχή, τέτοιο προσόν μόνο περιθωριακή αξία μπορούσε να έχει.

[*555]9.      Εκείνο που προκαλεί έντονο προβληματισμό ενόψει της ουσιαστικής ισοδυναμίας στον τομέα της αξίας και των προσόντων είναι η σημασία που έχει προσλάβει η προσωπική συνέντευξη. Η νομολογία θεωρεί ότι το μέσο αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία σε θέσεις, όπως εδώ, πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Είναι όμως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, όπως το θεώρησε η Επιτροπή και όπως προβλέπει ο νόμος του 1995 και δεν έχει αναχθεί σε αυτοτελές κριτήριο που μπορεί να αποτελέσει το δείκτη επιλογής.  Ιδίως όταν παραγνωρίζεται αρχαιότητα, που σε μερικές περιπτώσεις, όπως φαίνεται από τους πίνακες φτάνει μέχρι 7 χρόνια χωρίς να παρέχεται δικαιολογία.  Έστω, και αν η μισθολογική κατάταξη είναι η υπ’ αρ. 12-13 (συνδυασμένες κλίμακες), που μπορεί η θέση να χαρακτηρισθεί ως υψηλόβαθμη.

     Έχει ήδη αποφασιστεί ότι η προαγωγή των Ε.Μ. Γ. Μούσκου, Σ. Γεωργιάδη και Α. Παπαντωνίου ακυρώνεται για έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με το επίπεδο γνώσης της αγγλικής με βάση τα κατεχόμενα πιστοποιητικά. Πέραν τούτου ακυρώνεται, με την εξαίρεση της Αν. Πετρίδου, που έχει μεγάλη αρχαιότητα έναντι πάντων, και η προαγωγή των Γ. Γεωργίου, Α. Μακρή, Π. Νικολάου, Κ. Πρωτοπαπά και Α. Μυτιληναίου.  Στην περίπτωσή τους είναι κατάδηλο πως είχε ειδικό βάρος το αποτέλεσμα της συνέντευξης.  Διαμόρφωσε αποφαστικά την κρίση της Επιτροπής, έξω από το πνεύμα της νομολογίας.

10.  Ένα άλλο ζήτημα που έχει εγερθεί στην 882/98 είναι κατά πόσον το Ε.Μ. Σάββας Γεωργιάδης διπλωματούχος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, είχε το ζητούμενο προσόν.  Το Υπουργείο Παιδείας θεώρησε ότι δεν το κατείχε, αλλά ύστερα από ένστασή του, η Επιτροπή έγραψε στο Ε.Μ. απλώς ότι “κατέχει τα προσόντα”. Δεν έδωσε όμως οποιαδήποτε δικαιολογία ούτε φαίνεται να έκαμε την παραμικρή έρευνα αν το πτυχίο Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης είναι συναφές με τα απαιτούμενα.  Αυτό αποτελεί πρόσθετο λόγο ακύρωσης. 

11.  Το τελευταίο είναι η αιτιολογία που δόθηκε για την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τον αιτητή Α. Πολυδώρου.

     Εφόσον ο αιτητής βρισκόταν στην ίδια μισθοδοτική κλίμακα και κατείχε ισοβάθμια θέση, δεν είχε έννομο συμφέρον να διεκδικήσει την επίδικη θέση. Το ζήτημα δεν έχει τεθεί από τη Δημοκρατία, αλλά σαφώς μπορεί να εξετασθεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Γι’ αυτό και δε βρίσκω να υπάρχει οτιδήποτε τρωτό στην αιτιολογία της απόφασης που τον αφορά.  Η προσφυγή του απορρίπτεται.

[*556]12.    Αναφορικά με την αιτιολογία που δόθηκε για την προαχθείσα Α. Πετρίδου, αυτή ήταν ικανοποιητική και συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων.

13.  Ακυρώνονται, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, οι προαγωγές όλων των Ενδιαφερόμενων Μερών, πλην της Α. Πετρίδου. Υπό τις συνθήκες δε, εκδίδεται διάταγμα εξόδων.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας  (1995) 4 Α.Α.Δ. 504,

Βανέζης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2522,

Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,

Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,

Παπαδάμου v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2674,

Θεοφίλου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181,

Συμεωνίδου κ.ά. v Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Χριστοδουλίδου v. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 1,

Δημητριάδης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 91,

Πρωτοπαπά v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 951,

Κωνσταντινίδου v. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 148,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315,

Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,

Σωτηριάδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 56,

ΣτΕ 902/1981 και 903/1981,

Κεπεγιάννη v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1263,

[*557]Βανέζης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2522,

Ηλιάδης κ.ά. v. Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ. 25,

Δημοκρατία v. Κεπεγιάννη (2000) 3 Α.Α.Δ. 68,

Μυτίδης v. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 808,

Στυλιανού κ.ά. v. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387,

Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Σολωμού v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 881.

Προσφυγή.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Υπόθ. Αρ. 882/98.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις Υποθ. Αρ. 903/98, 997/98 και 998/98.

Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές στις Υπόθ. Αρ. 1112/98 και 1113/98.

Δ. Χ"Νέστωρος, για τον Αιτητή στην Υπόθ. Αρ. 1119/98.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Τ. Παπαδόπουλος, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Σ. Γεωργιάδη και Γ. Μούσκο.

Ι. Τυπογράφος, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Γ. Γεωργίου, Α. Πετρίδου και Κ. Πρωτοπαπά.

Α. Δράκος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Α. Μακρή.

Γ. Παπαντωνίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Α. Παπαντωνίου.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Με τις παραπάνω επτά συνεκδικασθείσες προσφυγές επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ. ή Επιτροπή) ημερ. 3/7/98, που [*558]δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25/9/98. Η απόφαση αφορά την αναδρομική πλήρωση από 5/2/96 δέκα θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Προηγήθηκε επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αριθμό προσφυγών γιατί η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.) ήταν παράνομη.

Τα κύρια σημεία του ιστορικού και οι παράμετροι του θα διευκολύνουν, εκτός από την οφειλόμενη γενική κατατόπιση, και την ανάδειξη της επιχειρηματολογίας. Στις 16/2/98 η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ως αρμόδια αρχή να ορίσει Σ.Ε. Αυτό υπαγορεύθηκε από τη δικαστική ετυμηγορία και μετά τη συμβουλή που έλαβε από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Στις 27/4/98 ο Πρόεδρος της Σ.Ε., που συγκροτήθηκε νόμιμα στο μεταξύ, διαβίβασε την έκθεση της μαζί με τον κατάλογο υποψηφίων. Ας σημειωθεί ότι η Σ.Ε. πρότεινε για προαγωγή και τους αιτητές σε όλες τις προσφυγές.

Αφού εξέτασε και αποφάσισε τις ενστάσεις (3/6/98), η Επιτροπή προχώρησε κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της, της 3/7/98, και αξιολόγησε την απόδοση κάθε υποψηφίου στην προφορική εξέταση, που υπέβαλε τον καθένα από αυτούς, κατά την προηγούμενη διαδικασία. Και αφού συστάθμισε τους παράγοντες που καταγράφονται στο πρακτικό (κυρίως την έκθεση της Σ.Ε., τους φακέλους, το τρίπτυχο των νομοθετημένων κριτηρίων και την απόδοση στη συνέντευξη) επέλεξε για τις δέκα θέσεις τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε.Μ.), που είναι οι: Σάββας Γεωργιάδης, Γεώργιος Γεωργίου, Ανδρέας Μακρής, Γεώργιος Μούσκος, Ανδρέας Μυτιληναίος, Πέτρος Νικολάου, Αντώνιος Παπαντωνίου, Ανδρούλα Πετρίδου, Κώστας Πρωτοπαπάς και Ανδρέας Τσούντας. Με την επίδικη απόφαση διαφώνησε ένα μέλος της Επιτροπής για τους λόγους που εξήγησε.

Οι προαγωγές αυτές έγιναν στο πλαίσιο του περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (αρ. 78(Ι)/95). Θεσπίστηκε ως προσωρινό μέτρο και ίσχυσε για την περίοδο από 14/7/95 μέχρι 31/12/96. Η ψήφιση του θεωρήθηκε αναγκαία μετά την απόφαση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 504. Κρίθηκε εκεί ότι η αριθμητική βαθμολογία στις ειδικές εκθέσεις των δασκάλων με ανώτατο συνολικό βαθμό τον αριθμό 36, όπως αποφάσισαν οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης το 1978, ήταν παράνομη, αφού στους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρηση και Αξιολόγηση) Κανονισμούς του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76) προβλέφθηκε [*559]ο αριθμός 40 ως ανώτατος συνολικός βαθμός (Καν. 27 και 28).

Στην προκείμενη περίπτωση η Σ.Ε. και η Ε.Ε.Υ, κατ’ εφαρμογήν των προνοιών του παραπάνω νόμου, αγνόησαν τις εκθέσεις των ετών 1977-78 μέχρι 1992-93 καθώς και την αριθμητική βαθμολογία των ιδίων ετών, αλλά μελέτησαν και στηρίχθηκαν στα υπόλοιπα στοιχεία των φακέλων.

Οι προσφυγές προσβάλλουν την προαγωγή διαφορετικών Ε.Μ.  Δε θα αναφέρω τα ονόματα τους σε κάθε προσφυγή. Σημασία έχει ότι προσβάλλεται η προαγωγή όλων.  Διευκρινίζεται ωστόσο ότι οι προσφυγές εναντίον του Α. Τσούντα αποσύρθηκαν και έχουν απορριφθεί. Η δε προαγωγή του επικυρώθηκε. Επίσης απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτητή αρ. 2 Κ. Αττά στην υπ’ αρ. 882/98, αφού την απέσυρε. Επίσης στην Προσφ. Αρ. 998/98 ο κ. Αγγελίδης απέσυρε την προσφυγή του Α. Πολυδώρου κατά του Α. Παπαντωνίου με το ίδιο αποτέλεσμα. Όμως ο τελευταίος παρέμεινε ως Ε.Μ. σε άλλες προσφυγές.

Είναι πιο βολικό να συνεξεταστούν πρώτα οι Προσφυγές Αρ. 1112/98 και 1113/98. Προβάλλουν ένα κοινό λόγο ακύρωσης: ότι η αναδρομική προαγωγή των Ε.Μ. Σάββα Γεωργιάδη στην Υπόθ. Αρ. 1113/98 και στην Υπόθ. Αρ. 1112/98 του ιδίου Ε.Μ. και του Γεώργιου Μούσκου επηρεάζει δυσμενώς την προοπτική ανέλιξης τους και συγκεκριμένα ανατρέπεται η αρχαιότητα που διαμορφώθηκε προς όφελός τους.

Η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τις παραπάνω προσφυγές, έχει προκύψει από την ακυρωτική απόφαση  Παπανικολάου κ.ά. v. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπόθ. Αρ. 220/96 κ.ά., ημερ. 2/2/98 (πρακτικό). Μιά από τις περιπτώσεις που διοικητική πράξη μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να έχει αναδρομική δύναμη είναι όταν η πράξη εκδίδεται:

“(β) ........ για συμμόρφωση με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και η αναδρομική ισχύς είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας.”

[βλ. άρθρ. 7(β) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99)].

Περαιτέρω, εδώ η ακύρωση οφειλόταν σε τυπικούς λόγους που αφορούσαν τη σύνθεση του οργάνου (βλ. Σπηλιωτόπουλος “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου” (1993) παραγρ. 501, σελ. 477).  Επομέ[*560]νως, εφαρμόζεται και το άρθρ. 7(γ) του ίδιου νόμου που επιτρέπει την πρόσδοση αναδρομικής ισχύος σε νέα διοικητική πράξη που επαναλαμβάνει προηγούμενη πράξη, η οποία ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους.

Στην απόφαση της Ολομέλειας Βανέζης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2522 έχει λεχθεί από τον Στυλιανίδη, Δ. (όπως ήταν τότε), στη σελ. 2534:

“Για αποκατάσταση της νομιμότητας στην υπαλληλική σταδιοδρομία, γενικά, απαιτείται αναδρομική ισχύς της νέας διοικητικής πράξης.”

Σχετικό είναι και το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Φ. Βεγλερή “Η συμμόρφωση της Διοικήσεως εις τας αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας” σελ. 95:

“Η πλήρης εξαφάνισις των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσης πράξεως επιβάλλει ενίοτε την υπό της Διοικήσεως λήψιν αναδρομικών μέτρων .....................

........................................................................................

Και πέραν όμως της περιπτώσεως ταύτης, οσάκις τούτο επιβάλλουν αι ανάγκαι της αποκαταστάσεως των πραγμάτων εις την προτέραν των θέσιν.”

Βλ. επίσης “Σύστημα του ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου” 5η έκδοση 1976, του Γ. Μ. Παπαχατζή, σελ. 537. Η επανεξέταση διενεργήθηκε με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς, που ίσχυε όταν λήφθηκε η προηγούμενη απόφαση στις 5/2/96. Επομένως, για αποκατάσταση της νομιμότητας ήταν αναπόφευκτο να δοθεί αναδρομική δύναμη στην εκκαλούμενη πράξη. Οι δύο αυτές προσφυγές εναντίον των Ε.Μ. Γεωργιάδη και Μούσκου απορρίπτονται. Εξακολουθούν όμως να εμπλέκονται σ’ άλλες προσφυγές ως Ε.Μ..

Προβλήθηκε στις υπόλοιπες προσφυγές (πλην της υπ’ αρ. 882/98) ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη το αποτέλεσμα των προφορικών συνεντεύξεων,που είχαν διεξαχθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία από την Σ.Ε. Και τούτο διότι διαπιστώθηκε δικαστικά πως η σύνθεση της έπασχε. Η εισήγηση είναι ότι η απόδοση σ’ αυτές είχε πρωτεύουσα και αποφασιστική σημασία για την επιλογή των Ε.Μ. Θα έπρεπε όμως να αγνοηθούν πλήρως για να μην παραβιασθεί το δεδικασμένο που είχε προκύψει από την ακυρωτική απόφαση.

[*561]Η αλήθεια εντούτοις του πράγματος είναι ότι οι συνεντεύξεις έγιναν από την Ε.Ε.Υ. Θα θυμίσω εδώ ότι κατά την επανεξέταση είχε ανασυσταθεί η Σ.Ε. Η σύνθεση της Ε.Ε.Υ. ήταν η ίδια με εκείνη που διενήργησε την προφορική εξέταση. Η ακυρωτική απόφαση δεν πραγματεύθηκε την ουσία. Οι άλλες προπαρασκευαστικές πράξεις, στις οποίες συγκαταλέγεται η προφορική εξέταση της Ε.Ε.Υ., έμειναν άθικτες. Όπως αναφέρει σχετικά ο Πικής Π., στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23:

“Καμιά από τις δύο αποφάσεις δεν υποστηρίζει ότι η ακύρωση αναιρεί, άνευ ετέρου, και τις προπαρασκευαστικές πράξεις.  Αυτό εξυπακούεται, όπου η ακύρωση συναρτάται με το θεμέλιο της απόφασης που ακυρώνεται”.

Η νομιμότητα της προφορικής εξέτασης δεν καλύπτεται εδώ από την ακυρωτική απόφαση. Επαναλαμβάνω ότι με την τελευταία δεν εξετάστηκε ούτε επιλύθηκε οποιοδήποτε άλλο θέμα πλην της νομιμότητας της σύνθεσης της Σ.Ε. Επομένως οι συνεντεύξεις νόμιμα συσταθμίστηκαν από την Ε.Ε.Υ. με τους άλλους παράγοντες.

Το επόμενο κοινό επιχείρημα αφορά την κατοχή του προσόντος της παραγρ. 4 του σχεδίου υπηρεσίας. Απαιτείται “πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστο από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες”. Το ζήτημα τίθεται σε σχέση με την αγγλική γλώσσα για τα Ε.Μ. Αντώνιο Παπαντωνίου (πιστοποιητικό Ινστιτούτου Ξένων Γλωσσών 1986-1987 του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού), Γεώργιο Μούσκο (πιστοποιητικό εκμάθησης (second class certificiate) της Αγγλικής γλώσσας από το Institute of Commerce (Stage Elementary) ημερ. 23/9/77).  Και Σάββα Γεωργιάδη, επειδή η Αγγλική, όπως είπε η Σ.Ε. και η Ε.Ε.Υ., ήταν υποχρεωτικό μάθημα κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.  Πρέπει να λεχθεί ότι δεν εντόπισα οτιδήποτε στους φακέλους που υποστηρίζει την παραπάνω διαπίστωση.

Οι αιτητές υποστήριξαν ότι η Ε.Ε.Υ. δε διενήργησε τη δέουσα έρευνα αναφορικά με τα παραπάνω πιστοποιητικά. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι η Ε.Ε.Υ. συμμορφώθηκε με την υποχρέωση της αυτή, τονίζοντας ότι τα Ε.Μ. για πάνω από 36 χρόνια διδάσκουν αγγλικά στα δημοτικά σχολεία. Η δικηγόρος των Ε.Μ. Γεωργιάδη και Μούσκου υπέβαλε ότι από το γεγονός αυτό τεκμαίρεται η γνώση τους στον απαιτούμενο βαθμό. Και πρόσθεσε ότι αντίθετη άποψη θα ισοδυναμούσε με παραβίαση της αρχής της καλής πίστης του διοικουμένου προς τη διοίκηση και θα κλόνιζε την [*562]εμπιστοσύνη του σ’ αυτή.

Η γνώμη μου είναι ότι η διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας στα δημοτικά δε δημιουργεί απαραίτητα και τεκμήριο πολύ καλής γνώσης. Ιδιαίτερα όταν δεν έχουμε οποιοδήποτε στοιχείο ως προς το τι απαιτείται. Ούτε πιστεύω ότι η αρχή της καλής πίστης, όπως εφαρμόζεται στο διοικητικό δίκαιο, μπορεί να υπεισέλθει στη συζήτηση ενός τέτοιου θέματος. Υπάρχουν ασφαλέστεροι τρόποι, που συνιστά η νομολογία - και η κοινή λογική - για την εξακρίβωση της κατοχής γλωσσικού προσόντος. Όπου υπάρχουν αμφιβολίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της εξέτασης τόσο στο γραπτό όσο και τον προφορικό λόγο (βλ. Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317).

Στην Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2674, αναφέρονται τα εξής:

“Η αναγκαιότητα για έρευνα από την ίδια την Επιτροπή στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που καταδείχνουν την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας, έχει τονιστεί σε κάθε δυνατή ευκαιρία. βλ. για παράδειγμα Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1015 και Στυλιανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 .Α.Α.Δ. 1873.

Ασφαλώς στα πλαίσια τέτοιας έρευνας μπορεί να έχει τη θέση της η εμπειρία του Διευθυντή, αλλά με το να ζητήσει τη συνδρομή του η Επιτροπή, δεν απεκδύεται της ευθύνης της για ολοκληρωμένη έρευνα πάνω σε ασφαλέστερη βάση. Στην κατάλληλη περίπτωση μάλιστα θα έλεγα πως είναι επιβεβλημένη η διεξαγωγή προφορικής και γραπτής εξέτασης.”

Η απόφαση αυτή επικροτείται και αποτελεί μέρος του σκεπτικού της απόφασης της Ολομέλειας στη Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181.

Στη Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 ως προς τα ενδεικτικά γνώσης τονίστηκε στη σελ. 164 ότι:

“...... δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αναζήτηση και ο προσδιορισμός της σημασίας της κατοχής τους. Αυτό έπρεπε να ερευνηθεί διοικητικά και τέτοια έρευνα δε διεξάχθηκε.”

Σχετικό θεωρώ και το παρακάτω απόσπασμα από τη Θεοφίλου, [*563]ανωτέρω, που καθορίζει την υποχρέωση διερεύνησης:

“Τα σχετικά επί του θέματος στοιχεία ως εκ της φύσεως τους δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά ως προς την κατοχή από την εφεσίβλητη του απαιτούμενου προσόντος. Δεν αποκαλύπτουν από μόνα τους γνώση του προφορικού και γραπτού λόγο στην Αγγλική γλώσσα. (Βλέπε: Χ"Γιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317). Η γνώμη του Διευθυντού στο στάδιο των συστάσεων ότι η εφεσίβλητη/Ε.Μ. όπως και άλλες τρεις υποψήφιοι κατείχαν το προσόν της γνώσης της Αγγλικής γλώσσας δεν απαλλάσσει την Ε.Δ.Υ. από την ευθύνη της για ολοκληρωμένη έρευνα πάνω σε ασφαλέστερη βάση. ...”

Το θέμα έχει φωτισθεί ολόπλευρα από την πληθύ της σχετικής νομολογίας. Δεν υπάρχει όμως λόγος για άλλες παραπομπές εκτός από μια σύντομη αναφορά στη Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 1. Κρίθηκε ακυρωτέα η επίδικη απόφαση γιατί δεν ήταν γνωστό το επίπεδο γνώσης που συνεπαγόταν η επιτυχία στις εξετάσεις Αγγλικής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.

Διαπιστώνω ότι δεν έχει διεξαχθεί, στην προκείμενη περίπτωση, είτε από την Ε.Ε.Υ. είτε από τη Σ.Ε., οποιαδήποτε έρευνα ή περαιτέρω έρευνα αναφορικά με τα παραπάνω ενδεικτικά γνώσης στα οποία στηρίχθηκαν. Γιαυτό και η προαγωγή των Ε.Μ. Σ. Γεωργιάδη, Γ. Μούσκου και Α. Παπαντωνίου είναι ακυρωτέα για έλλειψη δέουσας έρευνας.

Αντισυνταγματικότητα του Νόμου 78(Ι)/95

Ο παραπάνω ισχυρισμός αποσύρθηκε από τον κ. Α. Κωνσταντίνου, που εκπροσωπεί τον αιτητή (αρ. 1) στην 882/98. Τέθηκε όμως και παραμένει στις υπόλοιπες προσφυγές. Το επιχείρημα αντισυνταγματικότητας αφορά τις παρακάτω διατάξεις του άρθρ. 5:

“(3) Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την αξία όπως διαπιστώνεται ύστερα από μελέτη των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων με ιδιαίτερη βαρύτητα στο περιεχόμενο που αναφέρεται στα δύο τελευταία χρόνια, τα προσόντα και την αρχαιότητα των προσοντούχων υποψηφίων ετοιμάζει έκθεση .........

.......................................................................................

[*564](11) Μετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

(α) Στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (3):

 (i) την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής·

(ii) το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων:

Νοείται ότι η Επιτροπή κατά τη μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων θα αγνοεί και δε θα λαμβάνει υπόψη τις βαθμολογίες που εμπεριέχονται στις εν λόγω Υπηρεσιακές Εκθέσεις.

(iii)         την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις:

Νοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους.”

Tα ίδια ή παρόμοια επιχειρήματα για την αντισυνταγματικότητα του Νόμου προβλήθηκαν στη Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 91. Δεν έγιναν όμως αποδεκτά. Απορρίπτοντας την ένσταση αντισυνταγματικότητας ο Γαβριηλίδης Δ., που έδωσε την απόφαση πλειοψηφίας, υιοθέτησε την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστή, τονίζοντας πως το θέμα έτυχε όμοιας αντιμετώπισης σε δύο άλλες πρωτόδικες αποφάσεις: Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 951 και Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 148.

Το σχετικό απόσπασμα με το οποίο συμφώνησε η πλειοψηφία, από την πρωτόδικη απόφαση του Κρονίδη, Δ. έχει ως εξής:

“Με τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο αιτητής δεν καταδεικνύεται η ισχυριζόμενη αντισυνταγματικότητα του Νόμου. Δεν συμφωνώ ότι παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών με τον πιο πάνω Νόμο. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 του Νόμου, οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 θα ισχύουν αντί των διατάξεων των άρθρων 35Α και 35Β του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Νό[*565]μου και πιο συγκεκριμένα του εδαφίου (4) και της παραγράφου του (α) συνιστούν διαφορετική νομοθετική ρύθμιση του τρόπου αριθμητικής αποτίμησης της αξίας των υποψηφίων. Δεν βλέπω πώς με τον καθορισμό του τρόπου αποτίμησης της αξίας των υποψηφίων με νομοθεσία παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Όσον αφορά τη σοφία του νομοθέτη και τη σκοπιμότητα του Νόμου αυτά είναι θέματα που δεν ελέγχονται δικαστικά. Ούτε βλέπω με ποιο τρόπο παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης αφού οι ίδιες νομοθετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται, χωρίς διάκριση, για όλους τους υποψηφίους. Το γεγονός ότι η Ε.Ε.Υ. δεσμεύεται από τις αποφάσεις του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης ως προς το αποτέλεσμα των ενστάσεων που αφορούν την αριθμητική αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, είναι άσχετο με τα θέματα συνταγματικότητας του Νόμου που εγείρονται. Συνεπώς, απορρίπτω όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αιτητή.”

Το αποτέλεσμα είναι ότι καταρρέει μετά την απόφαση αυτή το επιχείρημα αντισυνταγματικότητας.

Η αντισυνταγματικότητα του νόμου του 1995 έχει εγερθεί από τον κ. Κωνσταντίνου από μία άλλη, ολότελα διαφορετική, οπτική γωνία. Υποβάλλει, επικαλούμενος τη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315, ότι η αντισυνταγματικότητα της επίμαχης νομοθεσίας έγκειται στο ότι, όταν ψηφίστηκε, η Βουλή ήταν αντισυνταγματικά συγκροτημένη. Μέλη της ήταν ο Χρ. Κατσαμπάς (δε γνωρίζουμε αν μετείχε της Ολομελείας που ψήφισε το νόμο) και άλλα πρόσωπα (των οποίων όμως η εκλογή δεν προσβλήθηκε). Όλοι αυτοί κατέλαβαν κενωθείσα έδρα στη Βουλή ως “επιλαχόντες” κατά τις διατάξεις της προϊσχύσασας νομοθεσίας (Ν. 95/86). Ο Νόμος όμως εκείνος κρίθηκε αντισυνταγματικός από την πλειοψηφία της πλήρους Ολομέλειας στην Μαυρογένης. Με την αιτιολογία ότι παραβιάστηκε το άρθρ. 66.2 που απαιτούσε (προτού τροποποιηθεί) τη διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής για την κατάληψη κενωθείσας έδρας.

Η κα Παπαέτη υποστήριξε, επικαλούμενη το σύγγραμμα του Α. Ράικου “Δικονομικόν Εκλογικόν Δίκαιον” (1981) σελ. 296-297, ότι η ακύρωση της εκλογής Κατσαμπά ενεργεί:

“κατά το ισχύον δίκαιον, διά το μέλλον (ex nunc) και όχι αναδρομικώς (ex tunc), μη θίγουσα το κύρος των μέχρι της δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως πράξεων του Βουλευτού”

[*566]Αντιτάχθηκε ότι δεν είναι η ίδια η θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αντίθετα με τα ισχύοντα στην Ελλάδα, εδώ αποφασίστηκε στη Μαυρογένης, ανωτέρω, ότι το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ορίσει ότι η απόφαση του θα ισχύσει από χρόνο μέλλοντα.  Έχει μόνο αναδρομική ισχύ. Έτσι ο κ. Κατσαμπάς δεν κατείχε ποτέ το βουλευτικό αξίωμα. Τέλος, η δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι η επιτυχία εκλογικής αίτησης δε θίγει την ύπαρξη του νομοθετικού σώματος ή το κύρος των νόμων που θεσπίστηκαν κατά την περίοδο της εκκρεμοδικίας. Απλώς, όπως είπε, “αλλάσσει η σύνθεση”.

Μου φαίνεται ότι δεν είναι διαφορετική η θεώρηση του θέματος από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.) ως προς τις επιπτώσεις δικαστικής απόφασης που ακυρώνει την εκλογή βουλευτή. Το συνάγω από το τι αναφέρει ο Δ. Θ. Τσάτσος στο σύγγραμμα του “Συνταγματικό Δίκαιο” τόμος Β (1992) στη σελ. 252:

“Σύμφωνα με την απόφαση αυτή (Α.Ε.Δ. 1/1992) το νόημα της αυτοδίκαιης έκπτωσης κατά τα άρθρα 55 & 2 και 57 του Συντάγματος είναι ότι αν το Α.Ε.Δ. διαπιστώσει τη συνδρομή λόγου έκπτωσης, “η έκπτωση επέρχεται υποχρεωτικώς και αναδρομικώς από τον χρόνο κατά τον οποίον, σύμφωνα με την απόφαση του Α.Ε.Δ., συνέτρεξε ο λόγος της εκπτώσεως.”

Όμως το ζήτημα των επιπτώσεων τέτοιας διαπίστωσης ρυθμίζεται από τον Κανονισμό της Βουλής. Στην ίδια σελίδα αναφέρεται ότι:

“................. Η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η έκπτωση από την ιδιότητα του βουλευτή δεν θίγει, σύμφωνα με το άρθρο 4 & 3 ΚτΒ, τις πράξεις που διενήργησε ο βουλευτής κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων έως τη δημόσιευση της απόφασης. Η ακύρωση της εκλογής ενεργεί ex nunc (για το μέλλον) και όχι ex tunc (αναδρομικά).”

Η εμπειρία, μέχρι τώρα, του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξαντλείται στην εξέταση της καλούμενης ουσιαστικής συνταγματικότητας νόμου. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για την αντιπαραβολή των νομοθετικών προς τις συνταγματικές διατάξεις για να διαπιστωθεί η συμφωνία ή η αντίθεση τους προς τις τελευταίες (βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196 και Σωτηριάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 56). Με άλλα λόγια ο έλεγχος αφορά το περιεχόμενο του νόμου. Μια άλλη μορφή ελέγχου, που διακρίνεται από την πρώτη, είναι η λεγόμενη τυπική αντισυνταγματικότητα (βλ. το άρθρ. του Απ. Παπαλάμπρου “Μερικές σκέψεις για [*567]την έννοια του “Νόμου” και για το πρόβλημα του ελέγχου της συνταγματικότητας των Νόμων”: το Σ. (1983) σελ. 392). Αφορά την τήρηση των συνταγματικών διατάξεων και των εσωτερικών διαδικασιών κατά την επιψήφιση των νόμων.

Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών μορφών αντισυνταγματικότητας είναι σημαντική.  Οι Σκουρής και Βενιζέλος “Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων” (1985) στη σελ. 83 παρατηρούν:

“Η διάκριση αυτή έχει κεφαλαιώδη σημασία για το ελληνικό δίκαιο, επειδή οι δικαστές παραδοσιακά περιορίζονται στον έλεγχο της ουσιαστικής συνταγματικότητας των νόμων και αρνούνται να εξετάσουν την τυπική αντισυνταγματικότητα.”

Σημασία έχει και η παραπέρα διάκριση μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής τυπικής συνταγματικότητας. Στην ίδια σελίδα (υποσ. 1) αναφέρεται ότι:

“Τα δικαστήρια ελέγχουν την εξωτερική τυπική συνταγματικότητα των νόμων, επειδή εξετάζουν αν ο κρίσιμος κανόνας δικαίου συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τυπικού νόμου, αν δηλαδή υφίσταται τυπικός νόμος και ιδίως αν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εκείνο που αρνούνται να ερευνήσουν είναι η εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα.”

Σημαντική, όπως αναφέρουν οι παραπάνω συγγραφείς, είναι η απόφαση του Στ.Ε. 902-903/1981, που αφορούσε τη συνταγματικότητα του Ν. 1072/1980 “περί προστασίας της ελευθερίας του τύπου”. Κρίθηκε από την πλειοψηφία ότι η τήρηση των κανόνων κατανομής της νομοθετικής αρμοδιότητας μεταξύ Ολομελείας και Τμημάτων ανάγεται στα interna corporis της Βουλής και δεν ελέγχεται από τα Δικαστήρια. Αρμοδιότητα έχει, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 72.3 του Συντάγματος η Βουλή, κατά τη διαδικασία που ορίζεται. Η Ολομέλεια έχει τον τελευταίο λόγο σε περίπτωση παραπομπής του θέματος από Τμήμα.  Είναι ενδιαφέρον ότι η μειοψηφία είχε τη γνώμη ότι το ζήτημα δεν συγκαταλέγεται στο interna corporis, αλλά ανάγεται στα εξωτερικά στοιχεία του νόμου και χωρούσε επομένως έλεγχος. Σχολιάζοντας την απόφαση ο Ν. Ρώτας (το Σ 1981, σελ. 666) εκφράζει την ελκυστική άποψη ότι:

“Ο έλεγχος των νόμων και υπό την άποψη του οργάνου που [*568]τον ψήφισε αποτελεί εγγύηση που περιέχεται στο πνεύμα και το σκοπό της δικαστικής έρευνας της συνταγματικότητας των Νόμων.”

Επισημαίνεται ωστόσο ότι η έννοια του interna corporis προϋπήρχε του συντάγματος του 1974 και εφαρμοζόταν από τα Δικαστήρια και υπό το προϊσχύσαν διαφορετικό συνταγματικό καθεστώς:  βλ. Ν. Σαριπόλου “Συνταγματικόν Δίκαιον”, τόμος Β (1993) σελ. 359 επ., Χρ. Σγουρίτσα “Συνταγματικόν Δίκαιον” τόμος Β, τεύχος Α, σελ. 59 και 60.

Από καμιά συνταγματική ή άλλη διάταξη δεν προκύπτει ότι η ακύρωση της εκλογής ενός βουλευτή η οποία, κατά το δίκαιο μας, όπως διαπλάστηκε από την Μαυρογένης, ενεργεί  ex tunc, καθιστά τον ψηφισθέντα νόμο ανυπόστατο. Ούτε προκύπτει ως λογική ή νομική συνέπεια η εκμηδένιση ολόκληρης της νομοθετικής παραγωγής της Βουλής στην οποία μετείχε. Εξάλλου κατά το άρθρ. 77 του Συντάγματος, η Βουλή βρίσκεται σε απαρτία  “εφόσον παρίσταται τουλάχιστον το εν τρίτον του συνολικού αριθμού των βουλευτών”, ενώ με βάση το άρθρ. 78 οι νόμοι ψηφίζονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών. Δεν είναι καν γνωστόν, όπως επισήμανα, αν ο κ. Χρ. Κατσαμπάς ήταν μεταξύ των παρόντων που ψήφισαν. Πέραν τούτου, δε θα εξέταζα το θέμα, αφού, από απόψεως εξωτερικών στοιχείων, δεν φαίνεται οτιδήποτε μεμπτό. Ο νόμος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του Συντάγματος.

Οι δικηγόροι των αιτητών στις Προσφυγές Αρ. 903/98, 997/98 και 998/98 υπέβαλαν ότι κατά την επανεξέταση δεν έπρεπε να εφαρμοστεί ο Ν. 78(Ι)/95 γιατί ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και έληξε στις 31/12/96. Εφαρμόζοντας τον, η Ε.Ε.Υ., το μόνο που πέτυχε ήταν η ισοπέδωση των υποψηφίων από την πλευρά της αξίας, παραβιάζοντας συνάμα το άρθρ. 36 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, που προβλέπει για την ετοιμασία υπηρεσιακών εκθέσεων. Υποστήριξαν επίσης ότι η υπόθεση Χαραλάμπους, στην οποία κρίθηκε παράνομη η αξιολόγηση των δασκάλων, δεν αφορά τους Βοηθούς Διευθυντές και Διευθυντές Δημοτικής Εκπαίδευσης. Άλλο παράπονο είναι ότι δε λήφθηκαν υπόψη και οι βαθμολογίες των υπηρεσιακών εκθέσεων. Αυτό συνιστά, όπως διαπίστωσε η απόφαση Κεπεγιάννη ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1263, ανεπίτρεπτο διαχωρισμό του περιεχομένου τους.

Η εισήγηση στην Υπόθ. Αρ. 882/98 αφορά πάλιν την εφαρμογή [*569]του νόμου του 1995, αλλά προβάλλονται διαφορετικές πλημμέλειες: ότι η Σ.Ε. ακολούθησε αντίθετη πορεία από την Ε.Ε.Υ. Συγκεκριμένα έχει λεχθεί ότι η Ε.Ε.Υ., υπακούοντας στις πρόνοιες του νόμου, αγνόησε όλες τις βαθμολογίες και έλαβε υπόψη το λοιπό περιεχόμενο τους. Ενώ η Σ.Ε. βασίστηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους και αγνόησε πλήρως τις εκθέσεις τη περιόδου από 1977-78 μέχρι 1992-1993. Με άλλα λόγια αγνοήθηκε η πρόσφατη καριέρα των υποψηφίων. Η υπόθεση Χαραλάμπους αφορούσε θέσεις δασκάλων και όχι επιθεωρητών. Πεπλανημένα, κατά την ίδια εισήγηση, παραγνωρίστηκαν οι υπηρεσιακές εκθέσεις των δύο τελευταίων ετών, που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, σύμφωνα με τη νομολογία, αλλά και το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι, κατά την επανεξέταση απόφασης που ακυρώθηκε, η Διοίκηση προβαίνει σε νέα κρίση υπό το φάσμα του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η αρχική απόφαση.  Για το συζητούμενο ζήτημα σχετική είναι η παρατήρηση της Δ. Κουτσόγιωργα-Θεοχαροπούλου “Αι συνέπειαι της ακυρώσεως Διοικητικών πράξεων έναντι της Διοικήσεως” σελ. 251:

“Εάν κατηργήθη η σχετική νομοθεσία ή έληξεν η ισχύς της, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή οπωσδήποτε αναβιώνει.”

Η υπόθεση Βανέζης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 (Δ) Α.Α.Δ. 2522, στην οποία στήριξε αυτό το μέρος της εισήγησης του ο κ. Αγγελίδης, δεν μπορεί νομίζω να παραλληλίζεται με την κρινόμενη. Εκεί, μετά την ακύρωση της προαγωγής αστυνομικών, ψηφίστηκε ο Ν. 18/87, που τροποποίησε τα άρθρ. 13 με την προσθήκη του εδ. 5 ότι “Κανονισμοί  δυνάμει του παρόντος άρθρου δυνατό να έχουν αναδρομική ισχύ”. Στη συνέχεια ψηφίστηκαν οι περί Αστυνομίας (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί, οι οποίοι, με ρητή πρόνοια, κατάργησαν τους παλιούς κανονισμούς του 1958, που διείπαν τα σχετικά θέματα. Γιαυτό και το Δικαστήριο εφάρμοσε, ορθά, όπως κρίθηκε, το νέο νομοθετικό καθεστώς. Η υπόθεση Ηλιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3(Δ) Α.Α.Δ. 25, καθιστά σαφές ότι μόνο “κατ’ εξαίρεση .............. είναι εφαρμοστέο το ισχύον νομικό καθεστώς όταν το νεώτερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων”.

Αυτό δε συμβαίνει εδώ. Στην προκείμενη περίπτωση ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της αρχικής απόφασης ήταν ο Ν. 78(Ι)/95, ο οποίος θεσπίστηκε για να αντιμετωπισθούν οι συ[*570]νέπειες από την απόφαση Χαραλάμπους. Διαφορετικά θα διαγραφόταν η όλη υπηρεσιακή εικόνα. Έχω κατά νουν το απόσπασμα του πρακτικού, που επικαλέστηκε ο κ. Κωνσταντίνου για να δείξει την ολική παραγνώριση των εκθέσεων. Πρέπει όμως να διαβασθεί σε συνδυασμό με τί αναφέρεται από τη Σ.Ε. προηγουμένως και με το τεκμήριο κανονικότητας. Αναφέρει το πρακτικό ρητά τις υπηρεσιακές εκθέσεις:

“Αποφάσεις:

Η Συμβουλευτική Επιτροπή ύστερα από μελέτη όλων των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της (προσωπικός φάκελος, φάκελος υπηρεσιακών εκθέσεων και κατάλογος προσόντων των υποψηφίων (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “Β”),  διαπίστωσε τα ακόλουθα:

...............................................”

Επομένως δε θεμελιώθηκε η σχετική πρόταση.

Στρέφομαι στο επιχείρημα που έχει υπόβαθρο την υπόθεση Χαραλάμπους, ότι, δηλαδή, αφορούσε μόνο τους δασκάλους και όχι τους επιθεωρητές, αφού η βαθμολογία των τελευταίων έγινε σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 223/76 με ανώτατο όριο βαθμολόγησης τον αρ. 40. Ένα πρόσθετο επιχείρημα ήταν ότι ο νόμος του 1995 συνιστούσε επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της εκτελεστικής κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.

Ο Νόμος όμως αυτός κρίθηκε από την Ολομέλεια, όπως παρατήρησα σε άλλο μέρος της απόφασής μου, συνταγματικός. Προκύπτει δε από τις πρόνοιες του ότι ισχύει και για τους επιθεωρητές. 

Το άρθρ. 3 του Ν. 78(Ι)/95 ορίζει ότι:

“3. Σε ό,τι αφορά τη διενέργεια, στη Δημοτική Εκπαίδευση, προαγωγών σε θέσεις προαγωγής και διορισμών και προαγωγών σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, θα εφαρμόζονται, για το διάστημα από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1996, οι διατάξεις που περιέχονται στα άρθρα 4 και 5 του παρόντος Νόμου αντί των διατάξεων των άρθρων 35Α και 35Β του οικείου Νόμου.”

Επισημαίνεται ότι τα άρθρ. 35Α και 35Β του οικείου Νόμου (του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 10/69, όπως τροποποιήθηκε) αδρανοποιήθηκαν. Ίσχυσαν αντί αυτών τα άρθρ. 4 και 5 του προσωρινού νόμου.

[*571]Στη συζήτηση χρησιμοποιήθηκε από τους διαδίκους η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. Κεπεγιάννη (2000) 3 Α.Α.Δ. 68. Έχω τη γνώμη ότι δεν εφαρμόζεται εδώ, εφόσο ο προσωρινός νόμος έχει ρητά προβλέψει τη δυνατότητα διαχωρισμού των υπηρεσιακών εκθέσεων στο περιγραφικό μέρος και το βαθμολογικό. Και ο νόμος θεωρήθηκε συνταγματικός.

Θα εξετάσω τώρα ισχυρισμούς αναφορικά με επιμέρους ζητήματα. Προβάλλεται η υπεροχή των αιτητών στα κριτήρια προαγωγής με έμφαση (από ορισμένους) είτε στην αρχαιότητα είτε στα προσόντα ή σε συνδυασμό και των δύο. Επίσης είναι ουσιαστικά κοινό το επιχείρημα ότι δόθηκε υπερβολική σημασία στις προσωπικές συνεντεύξεις.

Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι όλοι οι αιτητές και Ε.Μ. (συνολικά 33), είχαν τα πρακάτω απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα:

“1. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα Παιδαγωγικά ή την Εκπαιδευτική Διοίκηση ή σε συναφές θέμα.

Σημ.:          Εκπαιδευτικοί που είχαν τα προσόντα για την προηγούμενη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης ή θα τα αποκτήσουν μέχρι τις 16.12.1985 θα μπορούν να είναι υποψήφιοι για τη θέση αυτή.

2. Εκπαιδευτική υπηρεσία τριών ετών είτε στην παρούσα είτε στην προηγούμενη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.

3. Εξαίρετη υπηρεσία με βάση τις δύο τελευταίες εμπιστευτικές εκθέσεις.

4. Ενημερότητα πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα του, τα προβλήματα και τις τάσεις της δημοτικής εκπαίδευσης στην Κύπρο και σε άλλες χώρες.

5. Πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες.”

Η Επιτροπή διαπίστωσε τα παρακάτω αναφορικά με την αξία:

Αξία: Για τον καθορισμό της αξίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέ[*572]λων υπηρεσιακών εκθέσεων (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι βαθμολογίες που περιέχονται στις υπηρεσιακές εκθέσεις) και ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία των υποψηφίων, την απόδοση τους κατά την προσωπική συνέντευξη, όπως φαίνεται πιο πάνω. Σύμφωνα με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όλοι οι υποψήφιοι θεωρήθηκαν εξαίρετοι ως προς την αξία. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκαμε ειδική αναφορά στις δραστηριότητες και την προσφορά ορισμένων υποψηφίων. Η Επιτροπή ύστερα από την μελέτη των φακέλων διαπιστώνει και επιβεβαιώνει τα ευρήματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι ως προς το κριτήριο αυτό, με βάση το περιεχόμενο των φακέλων. Η απόδοση στην προσωπική συνέντευξη λαμβάνεται υπόψη όπως αναφέρεται πιο πάνω ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για τον καθορισμό της αξίας των υποψηφίων.

Με βάση τα πιο πάνω οι ακόλουθοι υποψήφιοι παρουσιάζονται ότι υπερέχουν ως προς την αξία από τους υπόλοιπους”

Είναι ορθό να λεχθεί ότι ισοδυναμία διαπιστώθηκε και στον τομέα των προσόντων. Όπου δε συμβαίνει να υπάρχει πρόσθετο προσόν αιτητή έναντι προαχθέντος, τούτο δεν αποτελεί, όπως περαιτέρω διαπιστώθηκε, με βάση το παραπάνω σχέδιο υπηρεσίας, πλεονέκτημα. Επομένως, σύμφωνα με την πάγια νομολογιακή αρχή, τέτοιο προσόν μόνο περιθωριακή αξία μπορεί να έχει (βλ. Μυτίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 808). Στον Πίνακα Α, που επισυνάφθηκε, φαίνονται τα στοιχεία που αφορούν την αρχαιότητα των αιτητών και τη βαθμολογία τους στην προφορική εξέταση. Ενώ στον Πίνακα Β, που επίσης επισυνάφθηκε, καταγράφονται τα ίδια στοιχεία για τα Ε.Μ.

Εκείνο που προκαλεί έντονο προβληματισμό ενόψει της ουσιαστικής ισοδυναμίας στον τομέα της αξίας και των προσόντων είναι η σημασία που έχει προσλάβει η προσωπική συνέντευξη. Η νομολογία θεωρεί ότι το μέσο αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία σε θέσεις, όπως εδώ, πρώτου διορισμού και προαγωγής. Είναι όμως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, όπως το θεώρησε η Επιτροπή και όπως προβλέπει ο νόμος του 1995 και δεν έχει αναχθεί σε αυτοτελές κριτήριο που μπορεί να αποτελέσει το δείκτη επιλογής.  Ιδίως όταν παραγνωρίζεται αρχαιότητα, που σε μερικές περιπτώσεις, όπως φαίνεται από τους πίνακες φτάνει μέχρι 7 χρόνια χωρίς να παρέχεται δικαιολογία. Έστω, και αν η μισθολογική κατάταξη είναι η υπ’ αρ. 12-13 (συνδυασμένες κλίμακες), που μπορεί η [*573]θέση να χαρακτηρισθεί ως υψηλόβαθμη. Στη Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 υπογραμμίστηκε ότι:

“Η σταδιοδρομία των υποψηφίων και η αποτίμηση της δεν μπορεί να τίθεται σε δεύτερη μοίρα και να αφήνεται να επισκιασθεί με την πρόσδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση. Ο συνυπολογισμός του αποτελέσματος της δεν υποβάθμισε τη σημασία της αξίας των υποψηφίων στο βαθμό που την αποκαλύπτει η αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις.”

Βλ. περαιτέρω Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374  και την Σολωμού ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 881 (συσχετισμός αποτελέσματος συνέντευξης και αρχαιότητας).

Έχω ήδη αποφασίσει ότι η προαγωγή των Ε.Μ. Γ. Μούσκου, Σ. Γεωργιάδη και Α. Παπαντωνίου ακυρώνεται για έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με το επίπεδο γνώσης της αγγλικής με βάση τα κατεχόμενα πιστοποιητικά. Πέραν τούτου ακυρώνεται, με την εξαίρεση της Αν. Πετρίδου, που έχει μεγάλη αρχαιότητα έναντι πάντων, και η προαγωγή των Γ. Γεωργίου, Α. Μακρή, Π. Νικολάου, Κ. Πρωτοπαπά και Α. Μυτιληναίου. Στην περίπτωση τους είναι κατάδηλο πως είχε ειδικό βάρος το αποτέλεσμα της συνέντευξης. Διαμόρφωσε αποφαστικά την κρίση της Επιτροπής, έξω από το πνεύμα της νομολογίας που έχω παραθέσει.

Η σχετική αρχαιότητα του κάθε αιτητή (είναι από 1 χρόνο 3 μήνες μέχρι και 7 χρόνια) προκύπτει από τους Πίνακες Α και Β.  Δεν εξηγεί πειστικά η Επιτροπή γιατί παραγνωρίστηκε. Η Πετρίδου είχε προαχθεί το 1977 στην προηγούμενη θέση. Η αρχαιότητα της φτάνει και μέχρι 11 χρόνια. Στα υπόλοιπα στοιχεία υπάρχει ισοβαθμία και στην συνέντευξη βαθμολογήθηκε με το χαρακτηρισμό “εξαιρετικά -”. Σε σχέση με την κριτική του κ. Κωνσταντίνου για κάποια δυσμενή σχόλια στις υπηρεσιακές εκθέσεις και κάποιες καταγγελίες παρατηρώ ότι δεν μεταβάλλεται η συνολική υπηρεσιακή της εικόνα αφού είχε σχετική βαθμολογία 9 έως 10. Περαιτέρω, οι σχετικές καταγγελίες διερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν.

Ένα άλλο ζήτημα που έχει εγερθεί στην 882/98 είναι κατά πόσον το Ε.Μ. Σάββας Γεωργιάδης διπλωματούχος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, είχε το ζητούμενο προσόν, όπως καθορίζεται πιο πάνω. Το Υπουργείο Παιδείας θεώρησε ότι δεν το κατείχε, αλλά ύστερα από ένσταση του, η Επιτροπή έγραψε στο Ε.Μ. απλώς ότι “κατέχει τα προσόντα”. Δεν έδωσε όμως οποιαδήποτε δικαιο[*574]λογία ούτε φαίνεται να έκαμε την παραμικρή έρευνα αν το πτυχίο Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης είναι συναφές με τα απαιτούμενα. Αυτό αποτελεί πρόσθετο λόγο ακύρωσης.

Το τελευταίο είναι η αιτιολογία που δόθηκε για την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τον αιτητή Α. Πολυδώρου (998/98). Είναι ως εξής:

“Ο κ. Πολυδώρου κατέχει τη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης για τα Αγγλικά από 15/3/94.  Η θέση του Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων είναι ισότιμη και μισθολογικά και ιεραρχικά με τη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κ. Πολυδώρου κατέχει προσόντα που αφορούν τη διδασκαλία των Αγγλικών, το γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο όφελος για τον ενδιαφερόμενο από τυχόν διορισμό του στη θέση του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων αλλά αντίθετα είναι προς το συμφέρον της Υπηρεσίας η παραμονή του στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης όπου του παρέχεται η δυνατότητα αξιοποίησης των προσόντων του και της πείρας που αποκτήθηκε.”

Η επίδικη θέση καθορίζεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Σύμφωνα με το άρθρ. 25(3) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου Ν. 10/69, όπως τροποποιήθηκε:

“Θέση, η οποία καθορίζεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως θέση πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, λογίζεται, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως θέση Προαγωγής.”

Όμως “προαγωγή” σημαίνει:

“αλλαγήν εις την μόνιμον κατάστασιν εκπαιδευτικού λειτουργού ήτις συνεπάγεται ένταξιν αυτού εις ανωτέραν τάξιν ή ανώτερον βαθμόν της εκπαιδευτικής υπηρεσίας ή επί μισθοδοτικής κλίμακος εχούσης υψηλότερον ανώτατον όριον, είτε η αμοιβή του αυξάνεται αμέσως δια της τοιαύτης αλλαγής είτε μη ο δε όρος “προάγειν” ερμηνεύεται αναλόγως.”

(άρθρ. 23)

Έπεται ότι, εφόσον ο αιτητής βρισκόταν στην ίδια μισθοδοτική κλίμακα και κατείχε ισοβάθμια θέση, δεν είχε έννομο συμφέρον να διεκδικήσει την επίδικη θέση. Το ζήτημα δεν έχει τεθεί από τη Δη[*575]μοκρατία, αλλά σαφώς μπορεί να εξετασθεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Γιαυτό και δε βρίσκω να υπάρχει οτιδήποτε τρωτό στην αιτιολογία της απόφασης που τον αφορά. Η προσφυγή του απορρίπτεται.

Αναφορικά με την αιτιολογία που δόθηκε για την προαχθείσα Α. Πετρίδου, βρίσκω ότι είναι ικανοποιητική και ότι συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων.

Το αποτέλεσμα των προσφυγών είναι όπως έχει καταγραφτεί πιο πάνω. Ακυρώνονται, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, οι προαγωγές όλων των Ενδιαφερόμενων Μερών, πλην της Α. Πετρίδου. Υπό τις συνθήκες δε θα εκδώσω διάταγμα εξόδων.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο