Χριστοδουλίδης Δημήτρης Ι. και Άλλοι ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (2002) 4 ΑΑΔ 576

(2002) 4 ΑΑΔ 576

[*576]31 Μαΐου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Αιτητές,

v.

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 603/2001)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Κατάργηση δίκης ― Επίκληση ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για συνέχισή της ― Περιστάσεις υπό τις οποίες αποφασίστηκε η ύπαρξη τέτοιου εννόμου συμφέροντος στην κριθείσα περίπτωση.

Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ.4) Νόμος του 2000 (Ν.42(1)/2000) ― Άρθρο 3(3) του Νόμου ― Ερμηνεία σε συνδιασμό ιδίως με το Άρθρο 58Α ― Πλάνη του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου ως προς τις νομοθετικές διατάξεις στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της απόφασης του Συμβουλίου του Χ.Α.Κ. να χορηγήσει στην ενδιαφερόμενη εταιρεία παράταση, έξι μηνών σε σχέση με την υποχρέωσή της έναντι των αιτητών να τους επιστρέψει ποσά που εισέπραξε από αυτούς ως αντάλλαγμα για την απόκτηση μετοχών της με την προοπτική της εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται πως αφού εν το μεταξύ έχει εκπνεύσει η περίοδος της παράτασης, η προσφυγή απολήγει απαράδεκτη. Παραπέμπουν συναφώς σε νομολογία του [*577]Συμβουλίου της Επικράτειας και σε βιβλιογραφία σύμφωνα με τις οποίες, σε τέτοιες περιπτώσεις, η δίκη καταργείται “εφόσον ο αιτών δεν επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης”. Όμως οι αιτητές έχουν επικαλεστεί τέτοιο ιδιαίτερο “έννομο συμφέρον”. Αναφέρονται στην επίδραση της απόφασης στο δικαίωμα τους για διεκδίκηση του ποσού από την ενδιαφερόμενη εταιρεία και, επίσης, σε ζημιά που υπέστησαν εξ αιτίας της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτά έμειναν τελικά χωρίς ουσιαστικό αντίλογο, η διεκδίκηση θεραπείας από αστικό Δικαστήριο προϋποθέτει ακυρωτική απόφαση και γι’ αυτό η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

2.  Είναι παγίως νομολογημένο πώς το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση και πώς δεν παρεμβαίνει προς ανατροπή ευλόγως επιτρεπτής διοικητικής λύσης. Ασκεί έλεγχο νομιμότητας ο οποίος, σε περίπτωση διακριτικής εξουσίας, μετουσιώνεται σε διερεύνηση των ακραίων ορίων της.

     Ο Νόμος 42(Ι)/2000 θέσπισε κατ’ αρχάς το Άρθρο 58Α με περιεχόμενο τους όρους, μεταξύ άλλων, της είσπραξης χρηματικών ποσών με αντικείμενο την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής τίτλων στο Χ.Α.Κ.. Αυτά τα ποσά, σύμφωνα με το Άρθρο 58Α(3)(β) είναι δυνατό να διεκδικηθούν από τον ενδιαφερόμενο αγοραστή που τα κατέβαλε, μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο Χ.Α.Κ. ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης. Αυτό, εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή, ενώ του δόθηκαν, αυτοί δεν έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο για οποιοδήποτε λόγο. Οπότε ο εκδότης των τίτλων, η εταιρεία ή το πρόσωπο που τα εισέπραξε, οφείλει να τα επιστρέψει, με τόκο, εντός δέκα ημερών.

     Το Άρθρο 3 του Νόμου ρυθμίζει όμοιας φύσης ζητήματα αλλά σε σχέση με ποσά που είχαν ήδη εισπραχθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Επιβάλλει την ίδια υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, ίσως επειδή δεν ήταν γνωστή η υποχρέωση επιστροφής κατά την είσπραξή τους, παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία παροχής λογικής παράτασης.  Νοουμένου ότι συντρέχουν όσα ρητά προσδιορίζονται στη σχετική επιφύλαξη.

     Δεν αμφισβητείται πώς συνέτρεχαν στην περίπτωση των αιτητών οι προϋποθέσεις λειτουργίας της επιφύλαξης στο Άρθρο 3(3).

[*578]         Το Συμβούλιο, αφού κατέγραψε τη συνύπαρξη των προϋποθέσεων ενεργοποίησης της διακριτικής του εξουσίας, χορήγησε εξάμηνη παράταση με την αιτιολογία ότι αυτή “θεωρείται λογική υπό τις περιστάσεις”.

     Εκδήλως το Συμβούλιο κινήθηκε εκτός των ακραίων ορίων της διακριτικής του εξουσίας, κατά πλάνη περί τις νομοθετικές διατάξεις που τη διέπουν. Με την πάροδο των τριών μηνών, υπό τους όρους του Άρθρου 3(3) γεννάται δικαίωμα του ενδιαφερομένου αγοραστή και αντίστοιχη υποχρέωση για επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν. Αυτή η προθεσμία των τριών μηνών δεν παρατείνεται, και στην περίπτωση της βασικής διάταξης του Άρθρου 58Α, η υποχρέωση επιστροφής επιβάλλεται χωρίς άλλα. Αρκεί η μη εισαγωγή ή η μη έκδοση των τίτλων στους τρεις μήνες, για οποιοδήποτε λόγο.  Χωρίς δηλαδή αναζητήσεις σε σχέση με την αιτία ή την ευθύνη για αυτήν.

     Η επιφύλαξη του Άρθρου 3(3) θεσπίζει τη δυνατότητα λογικής παράτασης μόνο σε σχέση με “την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών”. Βεβαίως, περιλαμβάνεται στους όρους της επιφύλαξης και το ότι “δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για την έγκριση της αίτησης”, εννοείται για εισαγωγή των τίτλων και θα ήταν λογικό να θεωρηθεί πώς η διαφαινόμενη δυνατότητα εισαγωγής των τίτλων, η οποία και θα αναιρούσε εν τέλει και την υποχρέωση επιστροφής των ποσών, προσδιορίζεται ως συναφής παράμετρος. Αυτό, όμως, κατά το μέγιστο.  Δεν παρέχει εν λευκώ εξουσία ουσιαστικά για αλλοίωση, κατά εξουδετέρωση του Νόμου, της προθεσμίας των τριών μηνών, με την πάροδο της οποίας, εφόσον για οποιοδήποτε λόγο δεν εισάχθηκαν οι τίτλοι στο Χρηματιστήριο, γεννάται η υποχρέωση επιστροφής των ποσών. Αυτή η υποχρέωση επέρχεται εντός δέκα ημερών από την αξίωσή τους και η έννοια του “λογικού” της παράτασης αναφορικά με την επιστροφή των χρημάτων, ελέγχεται κατά περιεχόμενο από τις πρόνοιες της βασικής διάταξης του Άρθρου 3(3) ως προς τις προθεσμίες. Επομένως, βρίσκεται εκτός των πλαισίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης ή χορήγηση παράτασης που επάγεται αναμονή και, βεβαίως, παγοποίηση των δικαιωμάτων που ήδη τελειώθηκαν για όσο προβλέπεται ότι θα χρειαστεί για την έγκριση της αίτησης εισαγωγής στο Χρηματιστήριο. Δεν αναιρεί η επιφύλαξη τη βασική πρόνοια ως προς τις προθεσμίες και δεν μπορεί να είναι λογική η παράταση που υπερβαίνει ακόμα και την προθεσμία των τριών μηνών από την πάροδο της οποίας εξαρτάται η γέννηση του δικαιώματος.  Εάν ήθελε ο Νόμος άλλη λύση, θα αναφερόταν σε δυνατότητα [*579]παράτασης της προθεσμίας των τριών μηνών, έστω με την εξάρτηση της περιόδου της παράτασης από την προβλεπόμενη ημερομηνία εισαγωγής των τίτλων. Αν εισήγαγε δε ο Νόμος τέτοια εξάρτηση δεν θα είχε και θέση η απαίτηση να είναι “λογική” η παράταση.

Δεν προκύπτει επίσης πώς με την προσβαλλόμενη απόφαση εξισορροπούνται τα δικαιώματα των αιτητών, οι οποίοι ούτε ακούστηκαν, και της ενδιαφερόμενης εταιρείας. Τα δεδομένα δείχνουν πώς γνώμονας ήταν μόνο το ενδιαφέρον της δεύτερης να κρατήσει τα χρήματα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Α. Δικηγορόπουλος, για τους Αιτητές.

Γ. Κορφιώτη, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Κ. Αιμιλιανίδης, για την Ενδιαφερόμενη Εταιρεία.

Cur. adv. vult.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Περί τον Νοέμβριο του 1999, οι αιτητές κατέβαλαν στην Autoland Finance & Investment Ltd (η ενδιαφερόμενη εταιρεία) το ποσό των £300.000 προς απόκτηση αριθμού μετοχών της, με την προοπτική της εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.). Θεσπίσθηκε ο Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 2000 (Ν.42(1)/2000) (ο Νόμος) και η ενδιαφερόμενη εταιρεία υπέβαλε αίτηση για την ένταξη των αξιών της στο Χ.Α.Κ.. Με αίτημά τους που απευθύνθηκε και με την επιστολή των δικηγόρων τους ημ. 30.3.01, οι αιτητές αξίωσαν την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν και η ενδιαφερόμενη εταιρεία τους πληροφόρησε πώς το “χρηματιστήριο” ενέκρινε αίτημά τους για παράταση του χρόνου επιστροφής των χρημάτων μέχρι τις 8.9.01. Οι αιτητές ζήτησαν εξηγήσεις και το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ. (το Συμβούλιο) επιβεβαίωσε το γεγονός. Όπως τους πληροφόρησε (βλ. επιστολή 17.5.01) η παράταση δόθηκε στα πλαίσια της διακριτικής του εξουσίας με βάση το άρθρο 3(3) του Νόμου, οι προϋποθέσεις του οποίου ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν. Αυτή η απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής και έχει τεθεί ενώπιον μου και το σχετικό πρακτικό του Συμβουλίου ημ. 8.3.01. Είναι σύντο[*580]μο και το παραθέτω αυτούσιο:

“Το Συμβούλιο ικανοποιήθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Νόμου 42(1)/2000 δηλαδή ότι η αίτηση της εταιρείας είναι δεόντως και επαρκώς στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη, σύμφωνα με τους Κανονισμούς και δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για μη έγκριση της αίτησης και ότι η καθυστέρηση για έγκριση δεν οφείλεται στην εταιρεία και αποφάσισε να δώσει παράταση στην εταιρεία για την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών 6 μηνών, που θεωρείται λογική υπό τις περιστάσεις.”.

Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται πως αφού εν το μεταξύ έχει εκπνεύσει η περίοδος της παράτασης, η προσφυγή απολήγει απαράδεκτη. Παραπέμπουν συναφώς σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας και σε βιβλιογραφία σύμφωνα με τις οποίες, σε τέτοιες περιπτώσεις, η δίκη καταργείται “εφόσον ο αιτών δεν επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης”. Όμως οι αιτητές έχουν επικαλεστεί τέτοιο ιδιαίτερο “έννομο συμφέρον”. Αναφέρονται στην επίδραση της απόφασης στο δικαίωμα τους για διεκδίκηση του ποσού από την ενδιαφερόμενη εταιρεία και, επίσης, σε ζημιά που υπέστησαν εξ αιτίας της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτά έμειναν τελικά χωρίς ουσιαστικό αντίλογο, η διεκδίκηση θεραπείας από αστικό Δικαστήριο προϋποθέτει ακυρωτική απόφαση και κρίνω αβάσιμη την προδικαστική ένσταση.

Συμφωνούν όλες οι πλευρές πώς το ουσιαστικό ζήτημα διέπεται από το άρθρο 3(3) του Νόμου, κατ’ επίκληση του οποίου ενήργησε το Συμβούλιο. Η διαφωνία αφορά στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας την οποία αυτό, πράγματι, παρέχει.  Είναι παγίως νομολογημένο πώς το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση και πώς δεν παρεμβαίνει προς ανατροπή ευλόγως επιτρεπτής διοικητικής λύσης. Ασκεί έλεγχο νομιμότητας ο οποίος, σε περίπτωση διακριτικής εξουσίας, μετουσιώνεται σε διερεύνηση των ακραίων ορίων της. Οπότε η κατάληξη συναρτάται προς την ένταξη της διοικητικής πράξης σ’ αυτά ή προς την υπέρβασή τους, αναλόγως. Είναι, λοιπόν, η θέση των αιτητών πώς δεν ήταν εύλογη η παράταση που δόθηκε. Κατά την άποψή τους ήταν εκδήλως υπερβολική σε έκταση, εμφανώς κατά πλάνη σε σχέση με το πλαίσιο της άσκησής της, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 3(3). Αντιθέτως οι καθ’ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Προτείνουν πως η παράταση των έξι μηνών ήταν εύλογη και πώς εξυπηρετούσε τον προ[*581]φανή στόχο του Νόμου για διατήρηση ισοζυγίου μεταξύ των επενδυτών και των εταιρειών.

Είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη το σύνολο της ρύθμισης που εισήγαγε ο Νόμος. Όχι μόνο το άρθρο 3(3) το οποίο συνιστά, στην ουσία, είδος μεταβατικής διάταξης. Ο Νόμος θέσπισε κατ’ αρχάς το άρθρο 58Α με περιεχόμενο τους όρους, μεταξύ άλλων, της είσπραξης χρηματικών ποσών με αντικείμενο την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής τίτλων στο Χ.Α.Κ.. Αυτά τα ποσά, σύμφωνα με το άρθρο 58Α(3)(β) είναι δυνατό να διεκδικηθούν από τον ενδιαφερόμενο αγοραστή που τα κατέβαλε, μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο Χ.Α.Κ. ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης. Αυτό, εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή, ενώ του δόθηκαν, αυτοί δεν έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο για οποιοδήποτε λόγο. Οπότε ο εκδότης των τίτλων, η εταιρεία ή το πρόσωπο που τα εισέπραξε, οφείλει να τα επιστρέψει, με τόκο, εντός δέκα ημερών.

Το άρθρο 3 του Νόμου ρυθμίζει όμοιας φύσης ζητήματα αλλά σε σχέση με ποσά που είχαν ήδη εισπραχθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Επιβάλλει την ίδια υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, ίσως επειδή δεν ήταν γνωστή η υποχρέωση επιστροφής κατά την είσπραξή τους, παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία παροχής λογικής παράτασης. Νοουμένου ότι συντρέχουν όσα ρητά προσδιορίζονται στη σχετική επιφύλαξη. Παραθέτω ολόκληρο το άρθρο 3(3) του Νόμου:

“Οποιοσδήποτε εκδότης ή εταιρεία ή μέλος συμβουλίου εταιρείας ή πρόσωπο έχει εισπράξει οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα από πώληση ή προσφορά προς πώληση ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων για λογαριασμό υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας πριν από την έναρξη ισχύος του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Νόμου του 2000, με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο, υποχρεούται εάν οι σχετικοί τίτλοι δεν εισαχθούν για οποιοδήποτε λόγο στο Χρηματιστήριο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο, ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, και εφόσον το ζητήσει εγγράφως ο ενδιαφερόμενος αγοραστής, να επιστρέψει τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα σ’ αυτούς που τα κατέβαλαν εντός δέκα ημερών από [*582]την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ταυτόχρονα με την επιστροφή των σχετικών τίτλων:

Νοείται, ότι εφόσον το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι η υπό εξέταση αίτηση είναι δεόντως και επαρκώς στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη σύμφωνα με τους χρηματιστηριακούς κανονισμούς και ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για μη έγκριση της αίτησης και ότι η καθυστέρηση για έγκριση δεν οφείλεται στον αιτητή, δύναται να παρέχει λογική παράταση χρόνου στον αιτητή όσον αφορά την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών.”

Δεν αμφισβητείται πώς συνέτρεχαν στην περίπτωση των αιτητών οι προϋποθέσεις λειτουργίας της επιφύλαξης στο άρθρο 3(3). Τα επιχειρήματα αναπτύχθηκαν υπό το δεδομένο πώς η αίτηση της ενδιαφερόμενης εταιρείας ήταν δεόντως και επαρκώς στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη. Περαιτέρω, πώς δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο σε σχέση με την έγκριση της και πώς η καθυστέρηση στην εισαγωγή των τίτλων στο Χ.Α.Κ. δεν οφειλόταν σ’ αυτήν. Επομένως, διανοιγόταν η δυνατότητα άσκησης της διακριτικής εξουσίας για παροχή λογικής παράτασης.

Το Συμβούλιο, αφού κατέγραψε τη συνύπαρξη των προϋποθέσεων ενεργοποίησης της διακριτικής του εξουσίας, χορήγησε εξάμηνη παράταση με την αιτιολογία ότι αυτή “θεωρείται λογική υπό τις περιστάσεις”. Δεν εξειδικεύονται ρητά αυτές οι “περιστάσεις” αλλά προκύπτει, όπως άλλωστε είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση και της ενδιαφερόμενης εταιρείας πώς μέτρησε η εκτίμηση του Συμβουλίου αναφορικά με το πότε, εν όψει των δυνατοτήτων που υπήρχαν, θα εισάγονταν τελικά οι τίτλοι στο Χρηματιστήριο. Σημειώνω συναφώς και την αναφορά στο γεγονός ότι, ακριβώς επειδή δεν κατέστη δυνατή η εισαγωγή των τίτλων ούτε στη συνέχεια, το Συμβούλιο παρέσχε και άλλες διαδοχικές παρατάσεις.

Σε συμφωνία με την εισήγηση των αιτητών κρίνω πώς εκδήλως το Συμβούλιο κινήθηκε εκτός των ακραίων ορίων της διακριτικής του εξουσίας, κατά πλάνη περί τις νομοθετικές διατάξεις που τη διέπουν. Με την πάροδο των τριών μηνών, υπό τους όρους του άρθρου 3(3) γεννάται δικαίωμα του ενδιαφερομένου αγοραστή και αντίστοιχη υποχρέωση για επιστροφή των ποσών που καταβλήθη[*583]καν. Αυτή η προθεσμία των τριών μηνών δεν παρατείνεται και έχουμε δει πώς στην περίπτωση της βασικής διάταξης του άρθρου 58Α, η υποχρέωση επιστροφής επιβάλλεται χωρίς άλλα. Αρκεί η μη εισαγωγή ή η μη έκδοση των τίτλων στους τρεις μήνες, για οποιοδήποτε λόγο. Χωρίς δηλαδή αναζητήσεις σε σχέση με την αιτία ή την ευθύνη για αυτήν.

Η επιφύλαξη του άρθρου 3(3) θεσπίζει τη δυνατότητα λογικής παράτασης μόνο σε σχέση με “την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών”. Βεβαίως, περιλαμβάνεται στους όρους της επιφύλαξης και το ότι “δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για την έγκριση της αίτησης”, εννοείται για εισαγωγή των τίτλων και θα ήταν λογικό να θεωρηθεί πώς η διαφαινόμενη δυνατότητα εισαγωγής των τίτλων, η οποία και θα αναιρούσε εν τέλει και την υποχρέωση επιστροφής των ποσών, προσδιορίζεται ως συναφής παράμετρος. Αυτό, όμως, κατά το μέγιστο.  Δεν παρέχει εν λευκώ εξουσία ουσιαστικά για αλλοίωση, κατά εξουδετέρωση του Νόμου, της προθεσμίας των τριών μηνών, με την πάροδο της οποίας, εφόσον για οποιοδήποτε λόγο δεν εισάχθηκαν οι τίτλοι στο Χρηματιστήριο, γεννάται η υποχρέωση επιστροφής των ποσών. Αυτή η υποχρέωση επέρχεται εντός δέκα ημερών από την αξίωσή τους και η έννοια του “λογικού” της παράτασης αναφορικά με την επιστροφή των χρημάτων, ελέγχεται κατά περιεχόμενο από τις πρόνοιες της βασικής διάταξης του άρθρου 3(3) ως προς τις προθεσμίες. Επομένως, βρίσκεται εκτός των πλαισίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης ή χορήγηση παράτασης που επάγεται αναμονή και, βεβαίως, παγοποίηση των δικαιωμάτων που ήδη τελειώθηκαν για όσο προβλέπεται ότι θα χρειαστεί για την έγκριση της αίτησης εισαγωγής στο Χρηματιστήριο.  Δεν αναιρεί η επιφύλαξη τη βασική πρόνοια ως προς τις προθεσμίες και δεν μπορεί να είναι λογική η παράταση που υπερβαίνει ακόμα και την προθεσμία των τριών μηνών από την πάροδο της οποίας εξαρτάται η γέννηση του δικαιώματος. Εάν ήθελε ο Νόμος άλλη λύση, θα αναφερόταν σε δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας των τριών μηνών, έστω με την εξάρτηση της περιόδου της παράτασης από την προβλεπόμενη ημερομηνία εισαγωγής των τίτλων. Αν εισήγαγε δε ο Νόμος τέτοια εξάρτηση δεν θα είχε και θέση η απαίτηση να είναι “λογική” η παράταση.

Μια τελευταία παρατήρηση. Δεν μπορώ να διακρίνω πώς με την προσβαλλόμενη απόφαση εξισορροπούνται τα δικαιώματα των αιτητών, οι οποίοι ούτε ακούστηκαν, και της ενδιαφερόμενης εταιρείας. Τα δεδομένα δείχνουν πώς γνώμονας ήταν μόνο το ενδιαφέρον της δεύτερης να κρατήσει τα χρήματα.

[*584]Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο