(2002) 4 ΑΑΔ 596
[*596]19 Ioυνίου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ
ΣΑΒΒΑΣ Χ"ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕYΣΕΩΝ ΠAΦΟΥ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 847/2000)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Απαράδεκτη προβολή λόγου ακυρώσεως στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δίκαιο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Περιστάσεις νομιμότητας της σύνθεσης του συλλογικού διοικητικού οργάνου στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Περιστάσεις στοιχειοθέτησης του λόγου στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος αρ. 6(Ι)/98 ― Απόδοση μονάδων με βάση τα πέντε κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων ― Άρθρο 3(1) του Νόμου ― Περιστάσεις εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.
Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου ― Διορισμοί ― Πτυχές της διαδικασίας διορισμού στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού, που ήταν επίδικη στην κριθείσα περίπτωση και η αντίστοιχη επικύρωση ή ακύρωσή τους από το Δικαστήριο ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής προσέβαλε το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού.
[*597]Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής εμφανίζει ως εξ αρχής νομικά ατελέσφορη ουσιαστικά την ίδια την προκήρυξη της θέσης. Θεωρεί ότι συντρέχει “πρόσθετος λόγος ακύρωσης” επειδή “ήδη κρίθηκε δικαστικά ότι τα σχέδια υπηρεσίας του Δήμου – για ό,τι τουλάχιστον αφορά τη θέση Δημοτικού Γραμματέα – κρίθηκαν ότι δεν έτυχαν έγκρισης του Υπουργικού ως ο Νόμος 111/85 απαιτεί”. Ο ισχυρισμός είναι απαράδεκτος. Κατ’ αρχάς δεν νομιμοποιείται ο αιτητής στην προβολή του αφού επιδοκίμασε την προκήρυξη της θέσης, στη βάση των σχεδίων υπηρεσίας στα οποία εκείνη αναφέρεται, με την υποβολή αίτησης για διορισμό. Περαιτέρω, επειδή αυτός ο ισχυρισμός όχι μόνο δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής αλλά είναι και ασυμβίβαστος προς αυτά. Τελικά, επειδή, ούτως ή άλλως, είναι εντελώς γενικός και αόριστος.
2. Υποβάλλεται ο ισχυρισμός πως πάσχει η σύνθεση του Συμβουλίου ή και των Επιτροπών εξ αιτίας της συμμετοχής σε κάποιες από τις συνεδρίες μελών που δεν είχαν συμμετάσχει σε άλλες. Επίσης επειδή παρευρίσκονταν και δεν αποχώρησαν πρόσωπα που δεν ήταν μέλη τους. Στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 8.3.00 ήταν παρόντα όλα τα μέλη του Συμβουλίου, όπως καταγράφεται στα πρακτικά της αποχώρησαν όλοι όσοι δεν ήταν μέλη του και είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως, στο πλαίσιό της, εγκρίθηκαν όλα τα ζητήματα της προκαταρκτικής διαδικασίας για τα οποία, όπως προκύπτει, τα μέλη του Συμβουλίου έτυχαν ενημέρωσης η οποία, μάλιστα, τους επέτρεψε να προχωρήσουν στην περαιτέρω διαδικασία μέχρι την τελική επιλογή, στη βάση των όσων ουσιαστικά επιβεβαίωσαν.
3. Είναι προφανώς βάσιμος όμως ο ισχυρισμός του αιτητή σε σχέση με την έρευνα αναφορικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του βασικού απαιτούμενου προσόντος της “πενταετούς τουλάχιστον πείρας στην επίβλεψη έργων πολιτικής μηχανικής”. Η παράλειψη διεξαγωγής της έρευνας που δικαιολογούσαν οι περιστάσεις στοιχειοθετεί ενδεχόμενο πλάνης και, συνεπώς, διαπιστώνεται αιτία ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
4. Δεν ήταν υποχρεωτική αλλά αποφασίστηκε η εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 3(1) του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου 6(Ι)/98. Τα παράπονα του αιτητή εστιάζονται στον τρόπο της εφαρμογής του.
[*598] Ανήκει στη διοίκηση η διακριτική ευχέρεια για τον προσδιορισμό της βαρύτητας στοιχείων κρίσης, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα υποκατάστασης με ό,τι το Δικαστήριο θα έκρινε πρωτογενώς ως το λογικό και η διοίκηση κινήθηκε μέσα σε επιτρεπτά όρια αφού δεν είναι παράλογος ο καταμερισμός, ειδικά δε η πρόσδοση της αισθητά μεγαλύτερης βαρύτητας στις “γνώσεις επί του αντικειμένου”.
5. Είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως είναι ανύπαρκτο το υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομήθηκαν και τα επιχειρήματα του αιτητή, αναφορικά με την απόδοση μονάδων ως προς τα λοιπά ακαδημαϊκά προσόντα.
6. Παραμένει όμως το επιχείρημα του αιτητή ως προς την πείρα του. Έμεινε ανεξήγητο το γιατί του αναγνωρίστηκε μόνο μια μονάδα. Οι καθ’ ων η αίτηση αποδίδουν το γεγονός στο ότι σ’ αυτή περιέλαβε και εργοδότησή του από δύο πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Με την εξήγηση πως “το Συμβούλιο εύλογα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να του αποδοθούν μονάδες πείρας για το διάστημα που σπούδαζε στα Πανεπιστήμια για την απόκτηση των μεταπτυχιακών του”. Αποτελούν όμως και αυτά ανεπίτρεπτη προσθήκη αιτιολογίας εκεί που το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησε. Δεν είναι δυνατό, στη βάση του υλικού που υπάρχει να του αποδοθούν αυτές οι σκέψεις και, τελικά, θα πρέπει και επ’ αυτού να επανέλθει το Συμβούλιο. Τουλάχιστον για σκοπούς τάξης αφού εδώ η μια μονάδα που διακυβεύεται δεν θα άλλαζε την τελική σειρά.
7. Υπάρχει ένα τελευταίο θέμα. Αφορά στις μονάδες που δόθηκαν για την προφορική συνέντευξη. Στον αιτητή δόθηκαν 8.363, στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο 9.590 και είναι η εισήγηση του αιτητή πως απουσιάζει από αυτή την απόφαση η αιτιολογία. Βάλλει ο αιτητής κατά της επιλογής για “καταγραφή της βαθμολογίας σε ξεχωριστό πίνακα χωρίς αιτιολογία”, διερωτάται αναφορικά με το τι μπορεί να σημαίνει βαθμολογία εντυπώσεων με δεκαδικούς αριθμούς και θεωρεί πως, στο πλαίσιο της απόφασης για χρήση του Ν. 6(Ι)/98, επιβαλλόταν αιτιολογία.
Δεν προκύπτει τέτοια εκ του Νόμου υποχρέωση για αιτιολογία αφού το Συμβούλιο ήταν το Άρθρο 3(1), σε σχέση με την βαρύτητα των κριτηρίων, που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει, αλλά δεν χρειάζεται να υπάρξει επ’ αυτού οριστική κατάληξη. Το επιχείρημα του αιτητή παραγνωρίζει το γεγονός ότι το κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου συμπλήρωσε ειδικό έντυπο στο οποίο κατέγραψε τη δική του βαθμολογία αλλά και την αιτιολογία του γι’ αυτή. Η συνολική δε βαθμολογία ήταν απλώς ο μέσος όρος [*599]αυτών των βαθμολογιών. Δεν έχουν αναπτυχθεί επιχειρήματα ως προς το περιεχόμενο των εξηγήσεων που το κάθε μέλος έδωσε και η αντίληψη που διαπνέει τον ισχυρισμό, όπως αυτός αναπτύχθηκε στην αγόρευση για τον αιτητή, πως απλώς κατά κάποια απροσδιόριστη μέθοδο δόθηκαν δεκαδικοί αριθμοί, στερείται υπόβαθρου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Καλλιγέρου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Πάφου (το Συμβούλιο), ημερομηνίας 8.3.00, ο Γεώργιος Καραγιάννης διορίστηκε στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού. Ο αιτητής ήταν ένας από τους τρεις υποψήφιους που παρέμειναν ως διεκδικητές της θέσης και προσβάλλει το κύρος της απόφασης.
Οι εισηγήσεις του αιτητή καλύπτουν όλο το φάσμα της διοικητικής ενέργειας και περιλαμβάνει ακόμα και ισχυρισμό που εμφανίζει ως εξ αρχής νομικά ατελέσφορη ουσιαστικά την ίδια την προκήρυξη της θέσης. Θεωρεί ότι συντρέχει “πρόσθετος λόγος ακύρωσης” επειδή “ήδη κρίθηκε δικαστικά ότι τα σχέδια υπηρεσίας του Δήμου – για ό,τι τουλάχιστον αφορά τη θέση Δημοτικού Γραμματέα – κρίθηκαν ότι δεν έτυχαν έγκρισης του Υπουργικού ως ο Νόμος 111/85 απαιτεί”. Είναι προφανές πως οι καθ’ ων η αίτηση δεν πρόσεξαν αυτή την τελευταία παράγραφο της αγόρευσης του αιτητή για να απαντήσουν, αλλά προδήλως ο ισχυρισμός είναι απαράδεκτος. Κατ’ αρχάς δεν νομιμοποιείται ο αιτητής στην προβολή του αφού επιδοκίμασε την προκήρυξη της θέσης, στη βάση των σχεδίων υπηρεσίας στα οποία εκείνη αναφέρεται, με την υποβολή αίτησης για διορισμό. Περαιτέρω, επειδή αυτός ο ισχυρισμός όχι μόνο δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής αλλά είναι και ασυμβίβαστος προς αυτά. Σημειώνω τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι και απετέλεσαν στη συνέχεια βασικούς άξονες άλλης επιχειρηματολογίας του, πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής των σχεδίων υπηρεσίας, ειδικά αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο “στερείται των ελάχιστων προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας”. Τελικά, [*600]επειδή, ούτως ή άλλως, είναι εντελώς γενικός και αόριστος.
Μέχρι τη λήψη της τελικής απόφασης προηγήθηκαν επί μέρους συνεδρίες του Συμβουλίου και δύο Επιτροπών, της Εποπτικής και της Διαχειριστικής. Τροχιοδρομήθηκε σ’ αυτές η διαδικασία που θα ακολουθείτο και προσδιορίστηκαν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα κριτήρια και ο βαθμός στον οποίο το κάθε ένα θα μετρούσε κατά την τελική επιλογή. Υποβάλλεται ο ισχυρισμός πως πάσχει η σύνθεση του Συμβουλίου ή και των Επιτροπών εξ αιτίας της συμμετοχής σε κάποιες από τις συνεδρίες μελών που δεν είχαν συμμετάσχει σε άλλες. Επίσης επειδή παρευρίσκονταν και δεν αποχώρησαν πρόσωπα που δεν ήταν μέλη τους. Δεν θα χρειαστεί να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 8.3.00 ήταν παρόντα όλα τα μέλη του Συμβουλίου, όπως καταγράφεται στα πρακτικά της αποχώρησαν όλοι όσοι δεν ήταν μέλη του και είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως, στο πλαίσιό της, εγκρίθηκαν όλα τα ζητήματα της προκαταρκτικής διαδικασίας για τα οποία, όπως προκύπτει, τα μέλη του Συμβουλίου έτυχαν ενημέρωσης η οποία, μάλιστα, τους επέτρεψε να προχωρήσουν στην περαιτέρω διαδικασία μέχρι την τελική επιλογή, στη βάση των όσων ουσιαστικά επιβεβαίωσαν.
Είναι προφανώς βάσιμος όμως ο ισχυρισμός του αιτητή σε σχέση με την έρευνα αναφορικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του βασικού απαιτούμενου προσόντος της “πενταετούς τουλάχιστον πείρας στην επίβλεψη έργων πολιτικής μηχανικής”. Στην αίτησή του για διορισμό ο αιτητής προσδιόρισε ως επάγγελμα ή απασχόλησή του από τη συμπλήρωση της εκπαίδευσής του ως την ουσιώδη ημερομηνία, που όλες οι πλευρές συμφωνούν πως ήταν η 17.6.99, την εργοδότησή του σε ιδιωτικές εταιρείες από την 1.5.94 και επισύναψε βεβαιώσεις των κατά καιρούς εργοδοτών του που τον εμφανίζουν ως αδιαλείπτως εργοδοτούμενο για τα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν. Όμως, όπως επισημαίνει ο αιτητής, στην ίδια αίτηση, κάτω από την επικεφαλίδα “Έτη φοίτησης”, περιλαμβάνει και την περίοδο 1.10.93 μέχρι 31.10.94 για τους σκοπούς του μεταπτυχιακού διπλώματος που εξασφάλισε από το πανεπιστήμιο του Surrey. Περαιτέρω δε, επισύναψε μεταπτυχιακό δίπλωμα ημερομηνίας 28.11.95. Οι καθ’ ων η αίτηση αντιμετώπισαν το επιχείρημα με συλλογισμούς και παράθεση στοιχείων στη γραπτή αγόρευση. Λέγουν πως μετά τον Απρίλιο του 1994 είχε παραμείνει η διεκπεραίωση της εργασίας του ενδιαφερομένου πρόσωπου για την απονομή του μεταπτυχιακού του διπλώματος που μάλιστα αφορούσε στο αποχετευτικό σύστημα της Πάφου και πως δεν είχε [*601]διακόψει την εργοδότησή του στην Κύπρο για τις ανάγκες της. Αυτά ανεπιτρέπτως προτείνονται με την αγόρευση. Δεν βρίσκονταν ενώπιον του Συμβουλίου, η κρίση για την ανταπόκριση στις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν γυμνή οποιασδήποτε αιτιολογίας και, σε συμφωνία με την εισήγηση του αιτητή, κρίνω πως το θέμα έχρηζε διερεύνησης. Η παράλειψη διεξαγωγής της έρευνας που δικαιολογούσαν οι περιστάσεις στοιχειοθετεί ενδεχόμενο πλάνης και, συνεπώς, διαπιστώνεται αιτία ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Δεν ήταν υποχρεωτική αλλά αποφασίστηκε η εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 3(1) του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου 6(Ι)/98. Τα παράπονα του αιτητή εστιάζονται στον τρόπο της εφαρμογής του. Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) τα πέντε κριτήρια στη βάση των οποίων αξιολογούνται οι υποψήφιοι θα έχουν βαρύτητα, αποτιμούμενη σε μονάδες, ως εξής:
“(α) Αποτέλεσμα γραπτής εξέτασης. Σύνολο μονάδων με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες.
(β) Αποτέλεσμα προφορικής εξέτασης, από 0-10 μονάδες.
(γ) Προσόντα με βάση το σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης που αποτελούν πλεονέκτημα. Βαθμολογία από 0-7 μονάδες.
(δ) Άλλα ακαδημαϊκά προσόντα με μονάδες από 0-3.
(ε) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης με μονάδες 0-5.”
Λήφθηκαν τρεις αποφάσεις σε σχέση με τις οποίες διατυπώθηκαν ισχυρισμοί για λόγους ακυρότητας. Η πρώτη απόφαση αφορά στον καταμερισμό των βαθμών της γραπτής εξέτασης. Αυτή θα περιλάμβανε ως θέματα τα ελληνικά και τα αγγλικά, για το κάθε ένα από τα οποία θα δίδονταν μέχρι 15 μονάδες, και τις “γνώσεις επί του αντικειμένου” για το οποίο θα δίνονταν μέχρι 70 μονάδες. Θα καλούνταν δε σε προφορική εξέταση οι τέσσερις πρώτοι από τους υποψήφιους που θα εξασφάλιζαν “το 50% στο ειδικό θέμα, 50% σε ένα από τα δυο θέματα αγγλικά ή ελληνικά και τουλάχιστον 40% στο άλλο.” Η γραπτή εξέταση έφερε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρώτο στη σειρά με σύνολο 63.16 βαθμούς και τον αιτητή τέταρτο με σύνολο 61.56 βαθμούς και ο αιτητής θεωρεί ότι στον καταμερισμό των μονάδων στα τρία θέματα υπάρχει “ανισομέρεια” αναιτιολόγητη που καταλήγει σε “ανισότητα”. Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως ανήκει στη διοίκηση η διακριτική ευχέρεια για τον προσδιορισμό της βαρύτητας στοιχείων κρίσης, πως δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα υποκατάστασης με ό,τι το Δι[*602]καστήριο θα έκρινε πρωτογενώς ως το λογικό και πως η διοίκηση κινήθηκε μέσα σε επιτρεπτά όρια αφού δεν είναι παράλογος ο καταμερισμός, ειδικά δε η πρόσδοση της αισθητά μεγαλύτερης βαρύτητας στις “γνώσεις επί του αντικειμένου”.
Η δεύτερη απόφαση αφορούσε στις μονάδες για τα “άλλα ακαδημαϊκά προσόντα” [κριτήριο (δ)] που θα μπορούσε να ήταν από 0 – 3 και για την “πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης” [κριτήριο (ε)], για την οποία θα μπορούσαν να δοθούν από 0-5 μονάδες. Στη συνεδρία της 16.6.99 καθορίστηκε πως θα δίδονταν μονάδες ως εξής:
“Κριτήριο (δ): 1 μονάδα για κατόχους Μεταπτυχιακού επιπέδου Master ή Διδακτορικού, 2 μονάδες για κατόχους Master στην ειδικότητα Υγειονολόγου Μηχανικού ή Μηχανικού Περιβάλλοντος και 3 μονάδες για κατόχους Διδακτορικού σε σχέση με το θέμα.
Κριτήριο (ε): Θα δίδεται 1 μονάδα για κάθε δύο χρόνια πείρας πέραν αυτής που απαιτείται στα Σχέδια Υπηρεσίας.”
Είναι η εισήγηση του αιτητή πως, τελικά, στις 8.3.00, με γνωστά πλέον τα στοιχεία των υποψηφίων, αντίθετα προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, αποφασίστηκε και υλοποιήθηκε διαφοροποίηση, ουσιαστικά ανατροπή, όσων απροσώπως είχαν καθοριστεί αρχικώς, ως εξής:
Με την προσθήκη, μετά από πρόταση της Εποπτικής και της Διαχειριστικής Επιτροπής την οποία υιοθέτησε το Συμβούλιο πως “για το κριτήριο (δ) μόνο ένα από τα τρία προσόντα θα υπολογίζεται” και πως “θα δίδεται μια μονάδα για κάθε συμπληρωμένη περίοδο πείρας, όπως αυτή καθορίζεται....”. Οπότε, “σε περίπτωση που δεν συμπληρώνεται η περίοδος για την οποία αναλογεί μια μονάδα, δεν θα δίνεται μονάδα για το μέρος ή το τμήμα αυτό.”.
Ο αιτητής είχε δυο μεταπτυχιακά, ένα στην Πολιτική Μηχανική και ένα στη Μηχανική Περιβάλλοντος, στη βάση της αρχικής απόφασης θα εξασφάλιζε, όπως εισηγείται, τρεις βαθμούς και αφού του δόθηκαν, ενόψει της αλλαγής που έγινε, μόνο δυο βαθμοί, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Το ίδιο και σε σχέση με την πείρα, για την οποία προσθέτει και δεύτερο επιχείρημα. Όπως δήλωσε στην αίτησή του, άρχισε να εργοδοτείται από το Σεπτέμβριο του 1988. Με την αφαίρεση των 5 ετών που ήταν [*603]απαιτούμενα, απέμειναν πέντε χρόνια και οκτώ μήνες για τα οποία θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να του είχαν αποδοθεί όχι μια αλλά περισσότερες μονάδες. Εξηγεί στην απαντητική του αγόρευση, όπως διαπιστώνεται κατά προφανές λάθος, πως “για ό,τι αφορά τη μια μονάδα για κάθε συμπληρωμένη διετία πείρας που αποφασίστηκε στις 8.3.2000 παρατηρώ ότι τούτο μεταβλήθηκε χωρίς αιτιολογία από ότι αποφάσισαν στις 16.6.99 όπου αποφάσισαν 1 μονάδα για κάθε έτος πείρας.”.
Είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως είναι ανύπαρκτο το υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομήθηκαν αυτά τα επιχειρήματα του αιτητή:
Ως προς τα “άλλα ακαδημαϊκά προσόντα” ήταν αυτονόητο εξ αρχής πως δεν θα αποτιμούνταν αθροιστικά και, όπως προτείνουν, οφειλόταν σε καθαρή αβλεψία η μή συμπερίληψη αυτής της διευκρίνισης εξ αρχής. Την είχαν περιλάβει, στην ίδια συνεδρία, ως προς τις θέσεις του Λογιστή, του Τεχνικού Β΄ και του Τεχνικού Α΄ ενώ, στην περίπτωση του Γραφέα που ήθελαν άλλη ρύθμιση, το είπαν ρητά. Πράγματι, στο πλαίσιο των δεδομένων, η παράλειψη αναφοράς το πιο πολύ θα σήμαινε πως στην περίπτωση του Εκτελεστικού Μηχανικού παρέμεινε αδιευκρίνιστη αυτή η λεπτομέρεια. Δεν θα σήμαινε σε καμιά περίπτωση διαφοροποίηση ή ανατροπή οποιωνδήποτε αρχικώς αποφασισθέντων. Είναι εύστοχη, όμως, και η υπόδειξη των καθ’ ων η αίτηση πως αναποφεύκτως εξάγεται από την αρχική απόφαση πως δεν θα δίνονταν μονάδες αθροιστικά. Το σύνολο των μονάδων που θα δίνονταν για τα “άλλα ακαδημαϊκά προσόντα” δεν θα ήταν δυνατό, σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(δ) του Νόμου που αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί, να υπερβούν τις τρεις. Αν επρόκειτο να δίνονταν μονάδες αθροιστικά το σύνολό τους θα ήταν δυνατό να υπερέβαινε αυτό το θεμελιώδη περιορισμό.
Τα ίδια και σε σχέση με την πείρα. Ήταν εξ αρχής αυτονόητο και ήταν αχρείαστη η μεταγενέστερη διευκρίνιση πως για τα υπόλοιπα της βασικής περιόδου που καθορίστηκε, δεν θα υπολογίζονταν. Δεν είναι δυνατό να έχει άλλο νόημα η αρχική πρόβλεψη πως “θα δίδεται μια μονάδα για κάθε δυο χρόνια πείρας”.
Παραμένει όμως το δεύτερο επιχείρημα του αιτητή ως προς αυτή την πείρα του. Έμεινε ανεξήγητο το γιατί του αναγνωρίστηκε μόνο μια μονάδα. Οι καθ’ ων η αίτηση αποδίδουν το γεγονός στο ότι σ’ αυτή περιέλαβε και εργοδότησή του από δυο πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Με την εξήγηση πως “το Συμβούλιο εύ[*604]λογα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να του αποδοθούν μονάδες πείρας για το διάστημα που σπούδαζε στα Πανεπιστήμια για την απόκτηση των μεταπτυχιακών του”. Αποτελούν όμως και αυτά ανεπίτρεπτη προσθήκη αιτιολογίας εκεί που το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησε. Δεν είναι δυνατό, στη βάση του υλικού που υπάρχει να του αποδοθούν αυτές οι σκέψεις και, τελικά, θα πρέπει και επ’ αυτού να επανέλθει το Συμβούλιο. Τουλάχιστον για σκοπούς τάξης αφού εδώ η μια μονάδα που διακυβεύεται δεν θα άλλαζε την τελική σειρά. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε εξασφαλίσει 74.75 μονάδες και ο αιτητής 72.923 μονάδες.
Υπάρχει ένα τελευταίο θέμα. Αφορά στις μονάδες που δόθηκαν για την προφορική συνέντευξη. Στον αιτητή δόθηκαν 8.363, στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο 9.590 και είναι η εισήγηση του αιτητή πως απουσιάζει από αυτή την απόφαση η αιτιολογία. Βάλλει ο αιτητής κατά της επιλογής για “καταγραφή της βαθμολογίας σε ξεχωριστό πίνακα χωρίς αιτιολογία”, διερωτάται αναφορικά με το τι μπορεί να σημαίνει βαθμολογία εντυπώσεων με δεκαδικούς αριθμούς και θεωρεί πως, στο πλαίσιο της απόφασης για χρήση του Ν. 6(Ι)/98, επιβαλλόταν αιτιολογία.
Δεν θα έλεγα πως προκύπτει τέτοια εκ του Νόμου υποχρέωση για αιτιολογία αφού το Συμβούλιο ήταν το άρθρο 3(1), σε σχέση με την βαρύτητα των κριτηρίων, που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει, αλλά δεν χρειάζεται να επεκταθώ επ’ αυτού για οριστική κατάληξη. Το επιχείρημα του αιτητή παραγνωρίζει το γεγονός ότι το κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου συμπλήρωσε ειδικό έντυπο στο οποίο κατέγραψε τη δική του βαθμολογία αλλά και την αιτιολογία του γι’ αυτή. Η συνολική δε βαθμολογία ήταν απλώς ο μέσος όρος αυτών των βαθμολογιών. Δεν έχουν αναπτυχθεί επιχειρήματα ως προς το περιεχόμενο των εξηγήσεων που το κάθε μέλος έδωσε και η αντίληψη που διαπνέει τον ισχυρισμό, όπως αυτός αναπτύχθηκε στην αγόρευση για τον αιτητή, πως απλώς κατά κάποια απροσδιόριστη μέθοδο δόθηκαν δεκαδικοί αριθμοί, στερείται υπόβαθρου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο