(2002) 4 ΑΑΔ 704
[*704]4 Σεπτεμβρίου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΛΕΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ.,
Αιτητές,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1119/2000)
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Προτιμησιακός συντελεστής δασμολόγησης προϊόντων λόγω της κοινοτικής τους προέλευσης που αποδεικνύεται με πιστοποιητικό κίνησης EUR.1 ― Άρθρο 4 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1999 (Ν.111(Ι)/98) και Άρθρο 24 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο είναι εφικτή η επαλήθευση του πιστοποιητικού EUR.1 μετά τον τελωνισμό των σχετικών εισαγομένων αγαθών ― Απόκλιση από την Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 258.
Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Θεωρία και νομολογία ― Το καθεστώς που διέπει τη δυνατότητα ανάκλησης παράνομων διοικητικών πράξεων που μάλιστα επηρεάζουν τον κατά νόμο πληρωτέο δασμό, προκαλούνται από τον ίδιο τον εισαγωγέα και πλήττουν το δημόσιο συμφέρον.
Η αιτήτρια εταιρεία επεδίωξε την ακύρωση της ανάκλησης της απόφασης των καθ’ων η αίτηση, που αφορούσε την δασμολόγηση εισαχθέντων από αυτήν αγαθών τα οποία είχαν τύχες προτιμησιακής δασμολογικής μεταχείρισης ως προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που όμως δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, ως [*705]κατέδειξε ο έλεγχος στον οποίο προέβησαν οι καθ’ων η αίτηση μετά τον τελωνισμό των επίδικων αγαθών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Είναι νομολογημένο πως είναι ενδιάθετη η εξουσία κάθε διοικητικού οργάνου να ανακαλεί αποφάσεις του. Όπως εξηγείται στη βιβλιογραφία, με αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμα και εκείνων που εμφανίζονται από νομοθετικές πρόνοιες ως οριστικές ή ανέκκλητες. Μόνο ξεκάθαρη νομοθετική ρύθμιση απαγορευτική της ανάκλησης θα ήταν δυνατό να θέσει θέμα αφαίρεσης αυτής της εξουσίας που είναι συνυφασμένη προς την ίδια την αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου για τη μονομερή ρύθμιση ορισμένης περίπτωσης. Και που περιλαμβάνει την εκ των υστέρων αναθεώρηση του θέματος, όταν τίθεται θέμα παράνομης αρχικής ρύθμισης. Δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση τέτοιας φύσης εδώ. Η διοίκηση είχε, όπως σε κάθε παρόμοια περίπτωση, εξουσία ανάκλησης. Η διαπίστωση πως το EUR. 1 που παρουσιάστηκε δεν περιλάμβανε την αλήθεια, αφαίρεσε το υπόβαθρο της προτιμησιακής μεταχείρισης και συνεπώς αυτή ήταν παράνομη. Επομένως, το ουσιαστικό πλέον ερώτημα αφορά στη δυνατότητα της ανάκλησης, στο πλαίσιο των γενικών αρχών που τη διέπουν.
2. Υπό τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης η ανάκληση ήταν νόμιμη. Εν πρώτοις, δεν είχε παρέλθει εύλογος χρόνος. Οι Τελωνειακές Αρχές της Κύπρου είχαν κινηθεί μόλις λίγες μέρες μετά τον τελωνισμό και ως την πραγμάτωσή της παρήλθαν περίπου επτά μήνες. Μετά, ούτως ή άλλως, ήταν οι αιτητές, με τη δική τους ενέργεια, της προσκόμισης του αναληθούς EUR. 1, που προκάλεσαν τον προτιμησιακό συντελεστή.
Πράξεις που επηρεάζουν τον πληρωτέο δυνάμει του Νόμου δασμό εφόσον προκαλούνται από τον ίδιο τον εισαγωγέα και πάντως αφού πλήττουν το δημόσιο συμφέρον, μπορούν να ανακαλούνται ελευθέρως.
3. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν σαφώς αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από την οφειλόμενη έρευνα και δεν πάσχει από πλάνη οποιασδήποτε μορφής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
[*706]Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7,
Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ v. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 258,
Director of the Department of Customs and Excise v. Grecian Hotel Enterprises Ltd (1985) 1 C.L.R. 476,
Wellgoods Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 592,
Stakasco Trading Co Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 687/98, ημερ. 6.3.2000,
Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ v. Υπουργείου Οικονομικών κ.ά. (1993) 4(Β) Α.Α.Δ. 803,
Splash Water Ltd v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1622,
Varnavas Hadjipanayis Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 964.
Προσφυγή.
Π. Κυπριανού για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 17.11.99 οι αιτητές, μέσω των εκτελωνιστών τους, κατέθεσαν στο Τελωνείο Λεμεσού διασάφηση εισαγωγής για τον τελωνισμό, προς επιτόπια χρήση, 400 σάκων φασολιών συνολικού βάρους 20.000 κιλών. Ταυτοχρόνως, σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1999 (Ν.111(Ι)/98), πιστοποιητικό κίνησης, EUR. 1 ώστε το εμπόρευμα να τύχει προτιμησιακής μεταχείρισης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 6(1) του Παραρτήματος του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της “Συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν Μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος” που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.11.97 (το Πρόσθετο Πρωτόκολλο). Το EUR. 1 εμφάνιζε τα φασόλια ως Ισπανικής προέλευσης, οι σάκοι που τα περιείχαν έφεραν αυτο[*707]κόλλητη ετικέτα με την ένδειξη “Product of Spain” και πραγματοποιήθηκε ο τελωνισμός με επιβάρυνση κατά τον προτιμησιακό συντελεστή.
Εν τούτοις, όπως αναφέρεται στην επιστολή των Τελωνειακών Αρχών προς τις Ισπανικές Τελωνειακές Αρχές, ημερομηνίας 10.12.99, από το φυσικό έλεγχο των φασολιών δημιουργήθηκε υποψία σε σχέση με την προέλευσή τους. Οπότε, κατ’ επίκληση του Άρθρου 24 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, ζητήθηκε εξακρίβωση της αυθεντικότητας και της ακρίβειας του EUR 1. H απάντηση έφθασε στις 11.4.00. Περιέχεται στην επιστολή των Τελωνειακών Αρχών της Ισπανίας ημερομηνίας 3.4.00. Αποδείκτηκε πως η προέλευση των φασολιών δεν ήταν Κοινοτική. Επομένως, όπως κρίθηκε, οι αιτητές δε δικαιούνταν σε προτιμησιακό συντελεστή και, με την επιστολή ημερομηνίας 7.7.00, αξιώθηκε από αυτούς το ποσό των £2.016 ως η διαφορά που προέκυπτε σε βάρος τους από την εφαρμογή του γενικού συντελεστή.
Ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή και με τη γραπτή τους αγόρευση οι αιτητές συζήτησαν μόνο ένα θέμα. Αυτό αφορούσε στο χρόνο που παρήλθε από τον τελωνισμό ως την ανάκληση, ουσιαστικά, της αρχικής απόφασης για εφαρμογή του προτιμησιακού συντελεστή. Παρέθεσαν εκτεταμένα αποσπάσματα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Επ. Σπηλιωτόπουλου, Έκδοση 1978, σελ. 168 κ. επ., με κατάληξη την εισήγηση πως αφού η παράλειψη εξ αρχής εξακρίβωσης του οφειλόμενου δασμού δεν οφειλόταν σε λάθος των αιτητών, θα ήταν εντελώς άδικο να επωμισθούν εκείνοι την ευθύνη.
Οι καθ’ ων η αίτηση επικαλέστηκαν το Άρθρο 24 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου σε σχέση με τη δυνατότητα μεταγενέστερης επαλήθευσης του EUR. 1 και συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7. Περαιτέρω, με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία, τις αρχές που διέπουν την ανάκληση παράνομων πράξεων με την εισήγηση πως αυτή διενεργήθηκε εν προκειμένω εντός ευλόγου χρόνου. Με παράλληλη επισήμανση όμως και της νομολογίας σύμφωνα με την οποία ανεξάρτητα από το πόσος χρόνος παρέρχεται, η ανάκληση είναι επιτρεπτή εφόσον ο διοικούμενος, με τις πράξεις ή τις παραλήψεις του συνεισέφερε στην έκδοσή της. Όπως και του σταθερού πως παράνομη πράξη ανακαλείται ελευθέρως για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Με την απαντητική τους αγόρευση οι αιτητές αναφέρθηκαν [*708]σε πρόσθετα θέματα τα οποία ενώ περιλαμβάνονται στα νομικά σημεία της προσφυγής, δεν προωθήθηκαν με την κύρια αγόρευση. Δεν έχει εγερθεί δικονομική ένσταση και ας μη σταθώ σ’ αυτό. Τα σημειώνω. Οι καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν προβεί στην επαλήθευση το συντομότερο δυνατό, και πάντως σε εύλογο χρόνο, το EUR. 1 δεν είχε ανακληθεί από τους εκδότες του, οι ίδιοι ήταν αθώοι αγοραστές και δεν είχαν υποχρέωση “να αποδείξουν την αλήθεια των εγγράφων τους” τα οποία, όπως προσθέτουν έφεραν το τεκμήριο της κανονικότητας. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και, πάντως, λήφθηκε “χωρίς να δοθεί η δέουσα σημασία και/ή να ερευνήσουν τα στοιχεία εκείνα τα οποία ήταν άκρως απαραίτητα για τη λήψη ορθής απόφασης”. Χωρίς, ας σημειωθεί, να εξειδικεύσουν τι ακριβώς έχουν υπόψη τους.
Την ημέρα των διευκρινίσεων έθεσα υπόψη των δυο πλευρών την απόφαση του Χατζηχαμπή Δ., στην Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 258. Περιλάμβανε την κρίση, έστω obiter αφού εκεί τελικά το EUR. 1 δεν είχε αποσυρθεί από τις εμπλεκόμενες Βελγικές αρχές, πως η “μεταγενέστερη επαλήθευση” του EUR. 1 μπορεί να γίνει μόνο πριν από “την εισαγωγή και τελώνιση των εμπορευμάτων”.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
“Ως εκ της θεμελιακής και οριστικής σημασίας του πιστοποιητικού, το άρθρο 24 επιδιώκει να ρυθμίσει τα της μεταγενέστερης της εκδόσεως του διαδικασίας επαλήθευσης από την ίδια την εκδίδουσα χώρα της πειστικότητας ή ορθότητας του μέσω δειγματολογικού ελέγχου ή αν ήθελαν προκύψει αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα ή ορθότητα του. Η αναφορά στο άρθρο 24 λοιπόν για “μεταγενεστέρα” επαλήθευση δεν μπορεί να εκληφθεί ως αναφορά σε επαλήθευση μεταγενέστερη της εισαγωγής και τελώνισης αλλά της έκδοσης του πιστοποιητικού. Τούτο φαίνεται να ήταν και η αντίληψη της Ολομέλειας στη Framespex Ltd, ανωτέρω, όπως αποκαλύπτει το πιο κάτω απόσπασμα από την σελίδα 11:
“Οι Βρετανικές Αρχές απάντησαν ότι, δεδομένου ότι ο εξαγωγέας απέτυχε να παράσχει επαρκείς αποδείξεις περί του αντιθέτου, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για εξαγωγή με καθεστώς προτιμησιακού δασμού και κακώς είχαν εκδώσει το πιστοποιητικό κινήσεως, το οποίο και δεν θα εξέδι[*709]δαν αν η έρευνα διεξαγόταν, όχι εκ των υστέρων, για σκοπούς επαλήθευσης, αλλά εκ των προτέρων, κατά το χρόνο, δηλαδή, που ο εξαγωγέας ζήτησε την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως.”
Η κατάληξη αυτή αφήνει βέβαια ανοικτό το ενδεχόμενο η επαλήθευση να μπορεί να γίνει και μεταγενέστερα της εισαγωγής και τελώνισης. Τείνω όμως να συμφωνήσω με τον κ. Αρτέμη ότι η διαδικασία επαλήθευσης μπορεί να γίνει μόνο πριν από την εισαγωγή και τελώνιση. Κατ’ αρχή, εφ’ όσον το πιστοποιητικό συνιστά αναντίλεκτη εκ μέρους του εισάγοντος κράτους απόδειξη της προέλευσης των προϊόντων, η εισαγωγή και τελώνιση τους βάσει αυτού είναι ακόλουθο να καθίσταται και οριστική. Κλίνει δε πιστεύω την πλάστιγγα η αναφορά στο άρθρο 24.2, στην οποία με παρέπεμψε και ο κ. Αρτέμης, ότι “Εάν αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος κράτους αποφασίσουν να αναστείλουν την εφαρμογήν του Τίτλου Ι της Συμφωνίας εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως, αύται θα προτείνουν την παράδοσιν των εμπορευμάτων εις τον εισαγωγέα υφ’ α προληπτικά μέτρα ήθελον κρίνει αναγκαία”. Ο τίτλος 1 (άρθρα 1-5) αναφέρεται στον καθορισμό της προέλευσης των προϊόντων από την Κοινότητα ή την Κύπρο, επί τη βάσει της οποίας και εκδίδεται το πιστοποιητικό, σύμφωνα με το άρθρο 6, ως απόδειξη της τοιαύτης προέλευσης. Η ενδεχόμενη αναστολή του Τίτλου 1 εξυπακούει την άρνηση εισαγωγής και τελώνισης των προϊόντων, και έτσι και της ενέργειας του πιστοποιητικού, ώστε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία επαλήθευσης από το εκδίδον κράτος, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της οποίας και απεφασίσθη η εν λόγω αναστολή του Τίτλου 1. Εξ άλλου, η περαιτέρω αναφορά σε πρόταση παράδοσης των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα υπό τα προληπτικά μέτρα που ήθελαν κριθεί αναγκαία, επίσης δεικνύει ότι η απόφαση για ενεργοποίηση της διαδικασίας επαλήθευσης λαμβάνεται προ της εισαγωγής και τελώνισης και ότι εν τοιαύτη περιπτώσει και μόνο η παράδοση γίνεται υπό όρους. Αλλά και στο άρθρο 24.3 γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα της επαλήθευσης ως καταδεικνύοντα “... κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρίσεως”. Το άρθρο 24 στο σύνολο του λοιπόν εξυπακούει, κατά την άποψή μου, την ενεργοποίηση της διαδικασίας επαλήθευσης πριν από την εισαγωγή και τελώνιση, εκτός αν η εισαγωγή και τελώνιση γίνει προ της επαλήθευσης ακριβώς εν αναμονή των αποτελεσμάτων της και υπό προς τούτο σχετικούς όρους. Τούτο είναι και δίκαιο προς τον εισαγωγέα, ο οποίος έτσι θα γνωρίζει ότι η εισαγωγή και τελώνιση είναι υπό όρους και θα [*710]προγραμματίσει ανάλογα τη θέση του αν θα δεχθεί την εισαγωγή και τελώνιση υπό τους τιθέμενους όρους ή αν θα αναμένει τα αποτελέσματα της επαλήθευσης”.
Ζήτησα, λοιπόν, τις απόψεις τους αφού, όσο και αν δεν είχε συζητηθεί τέτοιο εξειδικευμένο ζήτημα, ήταν στο επίκεντρο της εισήγησης των αιτητών το γενικό ζήτημα του χρόνου κατά τον οποίο διενεργήθηκε, στη βάση της επαλήθευσης, η ανάκληση. Οι αιτητές υποστήριξαν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης. Οι καθ’ ων η αίτηση αντιθέτως και παρέπεμψαν σε ορισμένα άρθρα του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ως αποκαλυπτικά του ορθού νοήματος. Ειδικά στα Άρθρα 8, 10, 11, 12 και 13.
Δε νομίζω πως τα επί μέρους Άρθρα στα οποία παρέπεμψαν οι καθ’ ων η αίτηση βοηθούν. Οι ρυθμίσεις τους, ακόμα και εκείνες του Άρθρου 11 σε σχέση με την προθεσμία (πέντε μήνες) υποβολής του EUR. 1, δε συναρτώνται προς τον τελωνισμό αυτό καθ’ αυτό. Εξ ου και το άρθρο 13 αναφέρεται στη δυνατότητα εκπρόθεσμης παρουσίασης και αποδοχής του από τις Αρχές του εισάγοντος κράτους “οσάκις τα εμπορεύματα έχουν παρουσιαστεί προς αυτά προ της λήξεως της ειρημένης προθεσμίας”. Σημειώνω εδώ και τη δυνατότητα που παρέχει η επιφύλαξη στο άρθρο 4(2) του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1999 (Ν. 111(Ι)/98) για καταβολή δασμών με βάση τους συντελεστές γενικού δασμού οι οποίοι όμως είναι δυνατό να αναπροσαρμοστούν αναλόγως, όταν εκ των υστέρων, μέσα σε προθεσμία 6 μηνών από την κατάθεση της διασάφησης, προσκομίζεται το προβλεπόμενο πιστοποιητικό προέλευσης. Παραθέτω, λοιπόν, το σχετικό Άρθρο 24:
“1. Μεταγενεστέρα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR. 1 και εντύπων EUR. 2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.
2. Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή το έντυπον EUR. 2 ή φωτοαντίγραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους δια την έρευναν. Το τιμολόγιον, εάν έχει υποβληθή, ή αντίγραφον τούτου θα επισυνάπτεται επί [*711]του εντύπου EUR. 2 και αι τελωνειακαί αρχαί θα διαβιβάζουν οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις έχει ληφθή αναφέρουσαι ότι τα στοιχεία τα εμφαινόμενα επί του πιστοποιητικού ή εντύπου είναι ανακριβή.
Εάν αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους αποφασίσουν να αναστείλουν την εφαρμογήν του Τίτλου Ι της Συμφωνίας εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως, αύται θα προτείνουν την παράδοσιν των εμπορευμάτων εις τον εισαγωγέα υφ’ ά προληπτικά μέτρα ήθελον κρίνει αναγκαία.
3. Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή έντυπον EUR. 2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως.
4. Εάν αι τοιαύται διαφοραί δεν δύνανται να διακανονισθούν μεταξύ των τελωνειακών αρχών του εισάγοντος Κράτους και εκείνων του εξάγοντος Κράτους, ή εάν εγείρουν θέμα ως προς την ερμηνείαν του παρόντος Πρωτοκόλλου, αύται θα παραπέμπωνται εις την Επιτροπήν Τελωνειακής Συνεργασίας.
5. Εις απάσας τας περιπτώσεις ο διακανονισμός των μεταξύ του εισαγωγέως και των τελωνειακών αρχών του εισάγοντος Κράτους διαφορών θα διενεργήται κατά την νομοθεσίαν του εισάγοντος Κράτους.”
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους με σεβασμό καταλήγω σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο της υπόθεσης Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ (ανωτέρω). Ούτε το Άρθρο 24 περιέχει οτιδήποτε το ρητό που να κατευθύνεται προς τη ρύθμιση του ειδικού ζητήματος που εγείρεται και παρεμβάλλω την ορθή επισήμανση πως η Framespex Ltd (ανωτέρω) όσο και αν αφορούσε σε ανάκληση μετά τον τελωνισμό, δεν ασχολήθηκε με το ειδικό θέμα που εγείρεται εδώ. Δεν μπορώ, συναφώς, να συμφωνήσω πως ως “μεταγενεστέρα” εννοείται κατ’ ανάγκην η επαλήθευση με αναφορά όχι και στον τελωνισμό αλλά μόνο στο χρόνο έκδοσης του EUR. 1. Από την άλλη, η δυνατότητα του Άρθρου 24(2) δεν είναι μονοσήμαντη. Αναφέρεται [*712]στην αναστολή της εφαρμογής του Τίτλου 1 και σε παράδοση των εμπορευμάτων υπό όρους “εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαλήθευσης”. Ως δυνατότητα όμως. Προϋποθέτει διαδικασία επαλήθευσης υπό έναρξη και αναφέρεται σε ρυθμίσεις υπό το υποθετικό ενδεχόμενο να έχουν αποφασίσει οι αρχές του εισάγοντος κράτους την αναστολή. Εμπεριέχει, δηλαδή, ως δυνατότητα και το ενδεχόμενο να μην αποφασίσουν οι αρχές τέτοια αναστολή. Ποιό μπορεί να είναι το νόημα; Εννοεί το Άρθρο πως ενώ τίθεται θέμα επαλήθευσης όπως εν προκειμένω ενόψει των αμφιβολιών ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα των πληροφοριών για την αληθή προέλευση των εμπορευμάτων, θα ήταν νοητό να διενεργηθεί τελωνισμός; Οριστικός πλέον, αν θεωρηθεί πως σε κάθε τέτοια περίπτωση ο τελωνισμός είναι οριστικός, χωρίς καμιά απολύτως δυνατότητα ανάκλησής του; Όσο και αν, έστω εκ των υστέρων, προκύπτουν στοιχεία που να δείχνουν καταδολίευση; Και πώς, σε τέτοια περίπτωση, λειτουργεί ο μηχανισμός; Αφού θα ήταν υποχρεωτικό οι αμφιβολίες να έχουν δημιουργηθεί πριν τον τελωνισμό; Θα είναι ανίσχυρες οι Αρχές σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η όψη των πραγμάτων, πριν τον τελωνισμό, δε δημιουργεί τέτοιες αμφιβολίες, εύλογες όπως διευκρινίζεται;
Είναι νομολογημένο πως είναι ενδιάθετη η εξουσία κάθε διοικητικού οργάνου να ανακαλεί αποφάσεις του. [Βλ. Director of the Department of Customs and Excise v. Grecian Hotel Enterprises Ltd (1985) 1 C.L.R. 476]. Όπως εξηγείται στη βιβλιογραφία, με αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμα και εκείνων που εμφανίζονται από νομοθετικές πρόνοιες ως οριστικές ή ανέκκλητες. [Βλ. Το Δημόσιο Συμφέρον και η Ανάκληση των Διοικητικών Πράξεων - Δήμητρας Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979 σελ. 386 και το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου – Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου σελ. 179. Και συναφώς το Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων – Ανατύπωση 1982 – Μιχ. Δ. Στασινόπουλου – σελ. 464 κ.επ., Γενικό Διοικητικό Δίκαιο – Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη Έκδοση, σελ. 309 κ.επ.]. Μόνο ξεκάθαρη νομοθετική ρύθμιση απαγορευτική της ανάκλησης θα ήταν δυνατό να θέσει θέμα αφαίρεσης αυτής της εξουσίας που είναι συνυφασμένη προς την ίδια την αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου για τη μονομερή ρύθμιση ορισμένης περίπτωσης. Και που περιλαμβάνει την εκ των υστέρων αναθεώρηση του θέματος, όταν τίθεται θέμα παράνομης αρχικής ρύθμισης. Δεν έχουμε νομοθετική ρύθμιση τέτοιας φύσης εδώ. Θεωρώ, συνεπώς, πως η διοίκηση είχε, όπως σε κάθε παρόμοια περίπτωση, εξουσία ανάκλησης. Η διαπίστωση πως [*713]το EUR. 1 που παρουσιάστηκε δεν περιλάμβανε την αλήθεια, αφαίρεσε το υπόβαθρο της προτιμησιακής μεταχείρισης [βλ. Framespex Ltd (ανωτέρω)] και συνεπώς αυτή ήταν παράνομη. Επομένως, το ουσιαστικό πλέον ερώτημα αφορά στη δυνατότητα της ανάκλησης, στο πλαίσιο των γενικών αρχών που τη διέπουν.
Υπό τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης κρίνω πως η ανάκληση ήταν νόμιμη. Εν πρώτοις, δεν είχε παρέλθει εύλογος χρόνος. Οι Τελωνειακές Αρχές της Κύπρου είχαν κινηθεί μόλις λίγες μέρες μετά τον τελωνισμό και, ως την πραγμάτωσή της, παρήλθαν περίπου επτά μήνες. Η απόφαση του Νικολάου, Δ., στην Wellgoods Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 592 είναι σχετική. Επισημάνθηκαν εκεί σ’ αυτό το πλαίσιο τα πιο κάτω:
“Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η προτιμησιακή μεταχείριση γίνεται με δεδομένη τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχου μεταγενέστερα για επαλήθευση του πιστοποιητικού κίνησης. Ο εισαγωγέας γνωρίζει ότι υπόκειται σε αυτό το ενδεχόμενο. Θα πρέπει εξ άλλου να γνωρίζει ότι η διαδικασία μεταξύ Κρατών, όπως και η ίδια η έρευνα χρειάζεται κάποιο χρόνο. Απόκειται στον ίδιο να τα λάβει αυτά υπόψη στον προγραμματισμό του. Η περίοδος των επτά μηνών στην προκείμενη περίπτωση δεν μου φαίνεται να ήταν, με κανένα μέτρο, έξω από ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λογικό χρονικό διάστημα. Δικαίως ήταν που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και η αιτήτρια δεν έχει κανένα λόγο να παραπονείται.”
Μετά, ούτως ή άλλως, ήταν οι αιτητές, με τη δική τους ενέργεια, της προσκόμισης του αναληθούς EUR. 1 που προκάλεσαν τον προτιμησιακό συντελεστή. Λέγουν, βέβαια, πως δε γνώριζαν την αλήθεια αλλά το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Framespex Ltd (ανωτέρω) αποβαίνει επί του προκειμένου σχετικό. (Βλ. και Stakasco Trading Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 687/98, ημερ. 6.3.2000).
«Ούτε και όφειλε ο Διευθυντής να στραφεί προς την εφεσείουσα με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας, με αποτέλεσμα οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, τόσο αρχικά όσο και κατά την επαλήθευση, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα και να τον δεσμεύουν.”
[*714]Τελικά οι ισχυρισμοί σε σχέση με το ζήτημα του χρόνου που παρήλθε, αναπτύχθηκαν χωρίς αναφορά στην Αλέξανδρος Σολέας & Yιός Λτδ ν. Υπουργείου Οικονομικών κ.ά. (1993) 4(B) Α.Α.Δ. 803, στην οποία κρίθηκε πως πράξεις που επηρεάζουν τον πληρωτέο δυνάμει του Νόμου δασμό εφόσον προκαλούνται από τον ίδιο τον εισαγωγέα και πάντως αφού πλήττουν το δημόσιο συμφέρον μπορούν να ανακαλούνται ελευθέρως. (Βλ. και Splash Water Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1622 και Varnavas Hadjipanayis Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 964).
Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν σαφώς αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από την οφειλόμενη έρευνα και δεν πάσχει από πλάνη οποιασδήποτε μορφής. Δε στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας και η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο