Antenna T.V. Limited ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2002) 4 ΑΑΔ 824

(2002) 4 ΑΑΔ 824

[*824]25 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ANTENNA T.V. LIMITED,

Αιτήτρια,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 812/2001)

 

Οι περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμοι του 1998 έως (Αρ.4) του 2001 ― Άρθρο 3(2)(ζ)(ii) ― Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης εξετάζει παραβάσεις του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας μόνο μετά από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ― Η παράγραφος 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που επιτρέπει στην Αρχή της αυτεπάγγελτη εξέταση παραβάσεων του Κώδικα, κρίθηκε ultra vires του Νόμου και ειδικότερα του εξουσιοδοτικού Άρθρου 51(2)(ιε) προς έκδοση Κανονισμών ― Η επίδικη απόφαση, που λήφθηκε μετά από παράπονο του Μητροπολίτη Κιτίου, ακυρώθηκε.

Η αιτήτρια, στην οποία επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο £1000 για παράβαση μεταξύ άλλων, της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε παράνομα και αναρμόδια, εφόσον δεν υπήρχε ενώπιον της Αρχής αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του Άρθρου 3 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 έως [*825](Αρ.4) του 2001 (ο Νόμος).

     Το Άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου έχει ως εξής:

«3.(2) Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

 …………………………………………………………………

 …………………………………………………………………

(ζ) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση-

(i) Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·

(ii)         του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας·

(iii)        των όρων της άδειας·

(iv)        εγκυκλίων οδηγιών ή συστάσεων που εκδίδονται βάσει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου.

………………………………………………………..»

Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, εφόσον η καταγγελία εναντίον του Σταθμού για παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας έγινε από το κοινό, ήτοι το Μητροπολίτη Κιτίου κ. Χρυσόστομο, χωρίς να υπάρχει αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όπως προβλέπεται στην πιο πάνω υποπαράγραφο (ii), δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία για επιβολή κυρώσεως στην αιτήτρια για παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και, επομένως, παράνομα και αναρμόδια, χωρίς δηλαδή δικαιοδοσία, η Αρχή επιλήφθηκε της καταγγελίας και, τελικά, επέβαλε κύρωση στο Σταθμό.

O προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Αρκεί να εξεταστεί η παράγραφος (ζ) του εδαφίου (2) του Άρθρου 3 του Νόμου στο σύνολό της. Μια τέτοια εξέταση οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η Αρχή μπορεί να εξετάζει, αυτεπάγγελτα ή άλλως πως, παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών (ζ)(i) ή παραβάσεις των όρων της άδειας ενός σταθμού (ζ)(iii)  ή εγκύκλιων οδηγιών ή συστάσεων (ζ)(iv), όχι όμως και παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (ζ)(ii). Τέτοιες παραβάσεις μπορεί να εξετάζει μόνο «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας». Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν η Αρχή να εξετάζει και παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αυτεπάγγελτα ή άλλως πως, όπως στις περιπτώσεις των άλλων τριών παραβάσεων, τότε θα διατύπωνε [*826]την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ζ) με τη φράση «του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας» μόνο. Χωρίς, δηλαδή, να προσθέσει τη φράση «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας», αφού τέτοια προσθήκη δεν θα εξυπηρετούσε κανένα χρήσιμο σκοπό.

2.  Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η παράγραφος 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παράρτημα VIII της (Κ.Δ.Π. 10/2000)) είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου.

     Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 51(2)(ιε) η Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, εκδίδει Κανονισμούς που μπορούν να ρυθμίζουν «Θέματα κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας που αφορούν τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης». Στη βάση αυτής της εξουσιοδότησης εκδόθηκε και η παράγραφος 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παράρτημα VIII της Κ.Δ.Π. 10/2000), παράγραφος από την οποία η Αρχή άντλησε τη δικαιοδοσία να επιληφθεί της καταγγελίας του Μητροπολίτη Κιτίου και η οποία έχει ως εξής: «19. ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ. Παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξετάζονται αυτεπάγγελτα από την Αρχή ή κατόπιν υποβολής παραπόνων.» Είναι πρόδηλο ότι η παράγραφος αυτή είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Άρθρου 51(2)(ιε) αφού συγκρούεται ευθέως με το Άρθρο 3(2)(ζ)(ii) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο η Αρχή δεν έχει αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται παραβάσεων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ούτε να επιβάλλει κυρώσεις για τέτοιες παραβάσεις, παρά μόνο «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας».  Αντίθετη ερμηνεία του Άρθρου 51(2)(ιε) θα σήμαινε ότι ο νομοθέτης έδωσε στην Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, την εξουσία να καταργεί ή τροποποιεί, με Κανονισμούς, ρητές διατάξεις του Νόμου.

     Δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός μεταξύ της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ και του Κανονισμού 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000, για παράβαση των οποίων βρέθηκε ένοχη η αιτήτρια και τιμωρήθηκε με διοικητικό πρόστιμο £Κ1.000 (και για τις δύο, δηλαδή, παραβάσεις μαζί), ολόκληρη η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

[*827]Προσφυγή.

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Ν. Χαραλάμπους, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του αδειούχου Τηλεοπτικού και Ραδιοφωνικού Σταθμού «ΑΝΤΕΝΝΑ TV» (ο Σταθμός). Ύστερα από γραπτό παράπονο/καταγγελία του Προέδρου του Κέντρου Ενημέρωσης για τα Ναρκωτικά και Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΝΘΕΑ), Μητροπολίτη Κιτίου κ. Χρυσοστόμου, ημερομηνίας 25.1.2001, για πιθανές παραβάσεις του Κανονισμού 21(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (που επισυνάπτεται ως Παράρτημα VIII στην Κ.Δ.Π. 10/2000), η καθ’ ης η αίτηση Αρχή επιλήφθηκε ρεπορτάζ που μεταδόθηκε στα πλαίσια δελτίου ειδήσεων του Σταθμού, στις 23.1.2001, σχετικά με την προσαγωγή στο Δικαστήριο τριών υπόπτων για χρήση ναρκωτικών.

Ο Κανονισμός 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000 έχει ως εξής:

«21.(3) Οι σταθμοί υποχρεούνται όπως σ’ όλες τις εκπομπές (συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων) διασφαλίζουν σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό βίο, την επαγγελματική, επιστημονική, κοινωνική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου μεταδίδεται από σταθμό ή γίνεται αναφορά ή μεταδίδονται σ’ αυτό στοιχεία τέτοια που οδηγούν στην αναγνώριση της ταυτότητάς του. Η πιο πάνω υποχρέωση επεκτείνεται αναφορικά με κάθε άτομο ή την εικόνα γενικά του ανθρώπου ως ατόμου ή μέλους ομάδας.»

Η παράγραφος 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παράρτημα VIII της Κ.Δ.Π. 10/200) έχει ως εξής:

«8. Οι δημοσιογράφοι κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός τους-

[*828]…………………………………………………………….......

(2)   επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία σε θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος, καθώς και πληροφοριών ή εικόνων που μπορούν να προκαλέσουν πανικό ή φρίκη ή αποτροπιασμό.»

Αφού, σε πρώτο στάδιο, εξέτασε το πόρισμα Λειτουργού της, η Αρχή αποφάσισε την προώθηση της υπόθεσης με ενημέρωση του καταγγελλομένου και πρόσκλησή του να δηλώσει κατά πόσο επιθυμούσε να παρίσταται κατά την εξέτασή της. Έτσι, με επιστολή της ημερομηνίας 19.2.2001, έθεσε ενώπιον του Γενικού Διευθυντή του Σταθμού την καταγγελία για τυχόν εξηγήσεις ή παραστάσεις και, ταυτόχρονα, τον κάλεσε να δηλώσει κατά πόσο επιθυμούσε να παρευρεθεί κατά την εξέταση της υπόθεσης.  Εις απάντηση, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σταθμού κ. Λ. Παπαφιλίππου, με επιστολή του ημερομηνίας 5.3.2001, υπέβαλε γραπτώς τις εξηγήσεις/παραστάσεις του Σταθμού, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, ότι ο Διευθυντής Ειδήσεων του Σταθμού κ. Γ. Τσαλακός θα επιθυμούσε να παραστεί κατά την εξέταση της υπόθεσης. Ακολούθως, αφού κατά τη συνεδρία της 11.4.2001 ο κ. Γ. Τσαλακός εξέφρασε τις εξηγήσεις/παραστάσεις του Σταθμού, η Αρχή επιφυλάχθηκε να αποφασίσει σε επόμενη συνεδρία της. Τελικά, κατά τη συνεδρία της 18.7.2001, αφού εξέτασε την υπόθεση, η Αρχή έκρινε ότι υπήρχε παράβαση του Κανονισμού 21(3) και της παραγράφου 8(2) (πιο πάνω) και, κατά τη συνεδρία της 6.8.2001, αποφάσισε να δώσει στο Σταθμό, εάν επιθυμούσε, την ευκαιρία να υποβάλει γραπτώς τις εισηγήσεις και απόψεις του για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Ακολούθησε σχετική επιστολή της Αρχής προς το Σταθμό εις απάντηση της οποίας ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, με επιστολή του ημερομηνίας 20.8.2001, υπέβαλε γραπτώς τις εισηγήσεις και απόψεις του Σταθμού για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Στη συνέχεια, η Αρχή, στις 19.9.2001, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, επέβαλε στο Σταθμό διοικητικό πρόστιμο £Κ1.000.

Η απόφαση της 19.9.2001 είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε παράνομα και αναρμόδια εφόσον δεν υπήρχε ενώπιον της Αρχής αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για παράβαση του Κώδικα Δη[*829]μοσιογραφικής Δεοντολογίας σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 έως (Αρ.4) του 2001 (ο Νόμος).

Το άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου έχει ως εξής:

«3.(2) Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

 …………………………………………………………………

 …………………………………………………………………

(ζ) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση-

  (i)  Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·

 (ii)  του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας·

(iii)  των όρων της άδειας·

(iv)  εγκυκλίων οδηγιών ή συστάσεων που εκδίδονται βάσει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου.

…………………………….........…………………………..»

Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, εφόσον η καταγγελία εναντίον του Σταθμού για παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας έγινε από το κοινό, ήτοι το Μητροπολίτη Κιτίου κ. Χρυσόστομο, χωρίς να υπάρχει αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όπως προβλέπεται στην πιο πάνω υποπαράγραφο (ii), δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία για επιβολή κυρώσεως στην αιτήτρια για παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και, επομένως, παράνομα και αναρμόδια, χωρίς δηλαδή δικαιοδοσία, η Αρχή επιλήφθηκε της καταγγελίας και, τελικά, επέβαλε κύρωση στο Σταθμό.

Αντίθετη είναι η θέση του δικηγόρου της Αρχής. Σύμφωνα με τη δική του εισήγηση, η υποπαράγραφος (ii) δεν αφαιρεί από την Αρχή την αρμοδιότητα να επιληφθεί μιας υπόθεσης και να επιβάλει κύρωση αν διαπιστώσει παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, χωρίς να υπάρχει αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, γιατί παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας συνιστά και παράβαση των Κανονισμών περί των οποίων η υποπαράγραφος (i). Αν πρόθε[*830]ση του νομοθέτη ήταν να περιορίσει την αρμοδιότητα της Αρχής να επιλαμβάνεται παραβάσεων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας μόνο έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, θα διατύπωνε αυτή του την πρόθεση ρητά. Πρόθεση του νομοθέτη ήταν, πάντοτε κατά το δικηγόρο της Αρχής, όπως, με την υποπαράγραφο (ii), επεκτείνει την αναφερόμενη στην υποπαράγραφο (i) αρμοδιότητα της Αρχής ώστε να επιλαμβάνεται παραβάσεων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και ύστερα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Προς περαιτέρω ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του, ο δικηγόρος της Αρχής με παρέπεμψε και στην παράγραφο (ια) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του Νόμου, στο άρθρο 51(1) και (2) του Νόμου και στους Κανονισμούς 27(4) και 49(1)(2). Με παρέπεμψε, επίσης, στην παράγραφο 19 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για Ηλεκτρονικά ΜΜΕ σύμφωνα με την οποία «παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξετάζονται αυτεπάγγελτα από την Αρχή ή κατόπιν υποβολής παραπόνων».

Κρίνω ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.  Αρκεί να εξεταστεί η παράγραφος (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του Νόμου στο σύνολό της. Μια τέτοια εξέταση οδηγεί, αβίαστα κατά την άποψή μου, στο συμπέρασμα ότι η Αρχή μπορεί να εξετάζει, αυτεπάγγελτα ή άλλως πως, παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών (ζ)(i) ή παραβάσεις των όρων της άδειας ενός σταθμού (ζ)(iii) ή εγκύκλιων οδηγιών ή συστάσεων (ζ)(iv), όχι όμως και παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (ζ)(ii). Τέτοιες παραβάσεις μπορεί να εξετάζει μόνο «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας». Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν η Αρχή να εξετάζει και παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αυτεπάγγελτα ή άλλως πως, όπως στις περιπτώσεις των άλλων τριών παραβάσεων, τότε θα διατύπωνε την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ζ) με τη φράση «του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας» μόνο. Χωρίς, δηλαδή, να προσθέσει τη φράση «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας», αφού τέτοια προσθήκη δεν θα εξυπηρετούσε κανένα χρήσιμο σκοπό.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η παράγραφος 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παράρτημα VIII της (Κ.Δ.Π. 10/2000)) είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου.

[*831]Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 51(2)(ιε) η Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, εκδίδει Κανονισμούς που μπορούν να ρυθμίζουν «Θέματα κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας που αφορούν τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης». Στη βάση αυτής της εξουσιοδότησης εκδόθηκε και η παράγραφος 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παράρτημα VIII της Κ.Δ.Π. 10/2000), παράγραφος από την οποία η Αρχή άντλησε τη δικαιοδοσία να επιληφθεί της καταγγελίας του Μητροπολίτη Κιτίου και η οποία έχει ως εξής: «19. ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ. Παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξετάζονται αυτεπάγγελτα από την Αρχή ή κατόπιν υποβολής παραπόνων.» Είναι πρόδηλο ότι η παράγραφος αυτή είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού άρθρου 51(2)(ιε) αφού συγκρούεται ευθέως με το άρθρο 3(2)(ζ)(ii) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο, για τους λόγους που εξήγησα, η Αρχή δεν έχει αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται παραβάσεων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ούτε να επιβάλλει κυρώσεις για τέτοιες παραβάσεις, παρά μόνο «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας». Αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 51(2)(ιε) θα σήμαινε ότι ο νομοθέτης έδωσε στην Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, την εξουσία να καταργεί ή τροποποιεί, με Κανονισμούς, ρητές διατάξεις του Νόμου.

Δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός μεταξύ της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ και του Κανονισμού 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000, για παράβαση των οποίων βρέθηκε ένοχη η αιτήτρια και τιμωρήθηκε με διοικητικό πρόστιμο £Κ1.000 (και για τις δύο, δηλαδή, παραβάσεις μαζί), ολόκληρη η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα.

Ενόψει του ότι οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως ευσταθούν, δεν θεωρώ χρήσιμο να επεκταθώ στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο