Ήρωα Angela Siomina ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 955

(2002) 4 ΑΑΔ 955

[*955]18 Οκτωβρίου, 2002

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ANGELA SIOMINA ΗΡΩΑ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1027/2001)

 

Αλλοδαποί ― Αίτηση απόκτησης της κυπριακής υπηκοότητας ― Αρμοδιότητα απόφασης επί της αιτήσεως ― Εκχωρήθηκε νομότυπα από τον Υπουργό Εσωτερικών στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως (που περιλαμβάνει και τον Αναπληρωτή του) ― Αρκεί να έχει συντελεστεί η εκχώρηση κατά το χρόνο λήψης της σχετικής απόφασης, ανεξάρτητα αν δεν υπήρχε όταν υποβλήθηκε η αντίστοιχη αίτηση.

Διοικητική Πράξη ― Εύλογος χρόνος εντός του οποίου οφείλει η διοίκηση να αποφασίσει επί αιτήματος ― Δεν υπήρξε υπέρβαση στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Άρθρο 5 των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων του 1967 έως 1999 ― Εκχώρηση της αντίστοιχης εξουσίας από τον Υπουργό Εσωτερικών στον Λειτουργό Μεταναστεύσεως, δυνάμει του Άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου, του 1962 (Ν.23/62) ― Δεν έγινε ultra vires του Άρθρου 3(2) ― Η εκχώρηση περιλαμβάνει τόσο εξουσία έγκρισης αιτήσεως για πολιτογράφηση όσο και εξουσία απορρίψεώς της.

Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Δέουσα έρευνα και αιτιολογία ― Περιστάσεις υπό τις οποίες συντελέστηκαν στην κριθείσα περίπτωση.

Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Καλόπιστη εξέταση του σχετικού [*956]αιτήματος ― Ισχυρισμοί για κακοπιστία και κατάχρηση εξουσίας απορρίφθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας, επικαλούμενη κατά βάση το γάμο της με ημεδαπό, και προσέβαλε με την προσφυγή των απόρριψη της αίτησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, ήτοι τον Αν. Λειτουργό Μεταναστεύσεως και όχι από τον κατά νόμο αρμόδιο Υπουργό Εσωτερικών.

     Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.  Η εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών, βάσει του Άρθρου 5(2) των περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων του 1967 έως 1999, εκχωρήθηκε στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως με την Κ.Δ.Π.262/2000, ημερομηνίας 13.10.2000. Η εκχώρηση έγινε νομότυπα, σύμφωνα με το Άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών Έκτινως Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν.23/62). Το γεγονός ότι η αίτηση της αιτήτριας υποβλήθηκε ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση της εκχώρησης, στις 14.10.1999, ο δε Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως επιλήφθηκε της αίτησης και ανέβαλε τη λήψη απόφασης μετά εξάμηνο, είναι άνευ σημασίας εφόσον, κατά το χρόνο λήψεως της επίδικης απόφασης, ήτοι στις 2.8.2001, ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως (άρα και ο Αναπληρωτής του) είχε αρμοδιότητα η οποία του εκχωρήθηκε εννέα περίπου μήνες προηγουμένως, συγκεκριμένα στις 13.10.2000, με την Κ.Δ.Π.262/2000.

2.  Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι το νομικό καθεστώς που διέπει την υπόθεσή της δεν είναι αυτό που ίσχυε στις 2.8.2001, αλλά το καθεστώς που προηγήθηκε της δημοσίευσης της Κ.Δ.Π.262/2000, εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διοίκηση παρέλειψε να εκπληρώσει τα καθήκοντά της μέσα σε εύλογο χρόνο, αυτή δεν είναι ορθή για το λόγο ότι η αρχή, την οποία επικαλείται ο δικηγόρος της αιτήτριας, αναφέρεται στο νομικό καθεστώς το οποίο διέπει την ουσία της υπόθεσης και όχι στο ποίος έχει αρμοδιότητα να της επιληφθεί και αποφασίσει.

3.  Τούτο δε ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, στην περίπτωση της [*957]αιτήτριας, η διοίκηση δεν υπερέβη τα όρια του εύλογου χρόνου εφόσον η καθυστέρησή της να λάβει απόφαση οφειλόταν στην προσπάθειά της να ξεκαθαρίσει την πραγματικότητα αναφορικά με τη σχέση της αιτήτριας με το σύζυγό της.

4.  Δεν είναι, επίσης, ορθή ούτε η περαιτέρω εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η εκχώρηση της αρμοδιότητας του Υπουργού Εσωτερικών στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως έγινε ultra vires του Άρθρου 3(2) του Νόμου 23/62 για το λόγο ότι ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως δεν κατέχει «αρμοδίαν τινά θέσιν εις αρμοδίαν υπηρεσίαν». Ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως, ως εκ των καθηκόντων του αναφορικά με τους αλλοδαπούς, κατέχει ασφαλώς αρμόδια θέση σε αρμόδια υπηρεσία για να εξετάζει αιτήματα αλλοδαπών να καταστούν ημεδαποί με την απόκτηση της Κυπριακής ιθαγένειας.

5.  Εξίσου αβάσιμη είναι, τέλος, και η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι, αν η εκχώρηση είναι έγκυρη, η εξουσία που εκχωρήθηκε στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως είναι να εγκρίνει και όχι να απορρίπτει αιτήσεις. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εξουσία «έγκρισης» περιλαμβάνει λογικά και εξουσία «μη έγκρισης», είναι σαφές από το όλο κείμενο της σχετικής γνωστοποίησης ότι εκείνο που εκχωρείται είναι ολόκληρη η εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών δυνάμει του Άρθρου 5(2) του Νόμου.

6.  Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση οφείλεται σε μη δέουσα έρευνα και, συνεπακόλουθα, είναι αποτέλεσμα «πλάνης αναφορικά με τα σχετικά με την παραγωγή της απόφασης γεγονότα και / ή ειδικά με το πραγματικό ζήτημα κατά πόσο η αιτήτρια διέμενε με το σύζυγό της για διάστημα όχι μικρότερο των δύο ετών».

     Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Από το σχετικό διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι, κατά το χρόνο που λήφθηκε η επίδικη απόφαση, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως είχε, μεταξύ άλλων, ενώπιόν του και την τρίτη έκθεση της Αστυνομίας, ημερομηνίας 28.6.2001, σύμφωνα με την οποία ο σύζυγος της αιτήτριας διέμενε και εργαζόταν σε καμπαρέ στη Λεμεσό, χωρίς να επισκέπτεται την αιτήτρια στην Πάφο, ενώ η ίδια εργαζόταν σε ξενοδοχείο στην Πάφο, ιδιοκτησίας του πρώην αρραβωνιαστικού της και μετά κουμπάρου του ζεύγους. Επομένως, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως μπορούσε εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν διέμενε με το σύζυγό της για διάστημα τουλάχιστον δύο χρόνων και, [*958]συνακόλουθα, να απορρίψει την αίτηση. Τα ίδια στοιχεία συνιστούν και επαρκή αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

7.  Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κακόπιστα και κατά κατάχρηση εξουσίας.  Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, η τρίτη έκθεση της Αστυνομίας της 28.11.2001 περιείχε εισήγηση για ενεργοποίηση των προνοιών του Άρθρου 7Α3(α)(γ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και, επομένως, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως, εφόσον την έλαβε υπόψη, εκείνο που επιδίωξε ήταν η πραγμάτωση των σκοπών του Νόμου αυτού και, επομένως, σκοπών ξένων προς τους σκοπούς του Άρθρου 5(2) των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα ενώπιόν του πραγματικά δεδομένα είτε στα πλαίσια εφαρμογής του ενός είτε στα πλαίσια εφαρμογής του άλλου νόμου.  Δεν τίθεται, επομένως, θέμα κατάχρησης εξουσίας, επιδίωξης, δηλαδή, «αλλότριου σκοπού».

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Προσφυγή.

Χρ. Γεωργιάδης, για την Αιτήτρια.

Μ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 14.10.1999 η αιτήτρια, Μολδαβικής καταγωγής και υπηκοότητας, υπέβαλε αίτηση για να εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας με βάση το άρθρο 5(2) των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων του 1967 έως 1999 (ο Νόμος). Προς υποστήριξη της αίτησης επισύναψε πιστοποιητικό γεννήσεως, πιστοποιητικό γάμου και πιστοποιημένη βεβαίωση του Κύπριου συζύγου της, ημερομηνίας 14.10.1999, ότι συζούσαν αρμονικά από τις 28.7.1997.

Η περίπτωση της αιτήτριας ερευνήθηκε αρχικά από την Αστυνομία η οποία, σε έκθεσή της προς τον Αν. Λειτουργό Μεταναστεύσεως, εξέφρασε επιφυλάξεις λόγω του μικρού σχετικά [*959]διαστήματος της συμβίωσης του ζεύγους, της μη τεκνοποίησης και του μικρού χρονικού διαστήματος μεταξύ του αρραβώνα της αιτήτριας με άλλο Κύπριο μέχρι την τέλεση του γάμου της με το σύζυγό της. Ως αποτέλεσμα των απόψεων της Αστυνομίας, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως δεν ενέκρινε την αίτηση.  Έδωσε, όμως, οδηγίες για επανεξέτασή της μετά έξι μήνες αφού ζητηθούν εκ νέου οι απόψεις της Αστυνομίας.

Η αίτηση επανεξετάστηκε από τον Αν. Λειτουργό Μεταναστεύσεως στις 23.3.2001 με αποτέλεσμα, ενόψει και νέων εκθέσεων της Αστυνομίας, στις οποίες και πάλι εκφράζονταν επιφυλάξεις, να αναβληθεί ξανά η λήψη τελικής απόφασης για άλλους έξι μήνες.

Στις 28.6.2001 η Αστυνομία υπέβαλε τρίτη έκθεση προς τον Αν. Λειτουργό Μεταναστεύσεως. Τη φορά αυτή εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης για το λόγο ότι ο σύζυγος της αιτήτριας διέμενε και εργαζόταν σε καμπαρέ στη Λεμεσό, χωρίς να την επισκέπτεται, ενώ η ίδια εργαζόταν σε ξενοδοχείο στην Πάφο, ιδιοκτησίας του πρώην αρραβωνιαστικού της και μετά κουμπάρου, γεγονότα τα οποία συνηγορούσαν ότι ο γάμος ήταν εικονικός και έγινε προς όφελος άλλου. Έτσι, με απόφασή του ημερομηνίας 2.8.2001, η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 7.8.2001, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως απέρριψε την αίτηση πάνω στη βάση ότι η αιτήτρια δεν διέμενε, τα τελευταία δύο χρόνια, με το σύζυγό της.

Η απόρριψη της αίτησης για να εγγραφεί η αιτήτρια ως πολίτης της Δημοκρατίας είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, ήτοι τον Αν. Λειτουργό Μεταναστεύσεως και όχι από τον κατά νόμο αρμόδιο Υπουργό Εσωτερικών.

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Η εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών, βάσει του άρθρου 5(2) του Νόμου, εκχωρήθηκε στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως με την Κ.Δ.Π.262/2000, ημερομηνίας 13.10.2000. (Τεκμήριο 1 στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση). Η εκχώρηση έγινε νομότυπα, σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών Έκτινως Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν.23/62). Το γεγονός ότι η αίτηση της αιτήτριας υποβλήθηκε ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση της εκχώρησης, στις 14.10.1999, ο δε Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως επιλήφθηκε της αίτησης και ανέβα[*960]λε τη λήψη απόφασης μετά εξάμηνο, είναι άνευ σημασίας εφόσον, κατά το χρόνο λήψεως της επίδικης απόφασης, ήτοι στις 2.8.2001, ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως (άρα και ο Αναπληρωτής του) είχε αρμοδιότητα η οποία του εκχωρήθηκε εννέα περίπου μήνες προηγουμένως, συγκεκριμένα στις 13.10.2000, με την Κ.Δ.Π.262/2000. Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι το νομικό καθεστώς που διέπει την υπόθεσή της δεν είναι αυτό που ίσχυε στις 2.8.2001, αλλά το καθεστώς που προηγήθηκε της δημοσίευσης της Κ.Δ.Π.262/2000, εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διοίκηση παρέλειψε να εκπληρώσει τα καθήκοντά της μέσα σε εύλογο χρόνο, παρατηρώ ότι αυτή δεν είναι ορθή για το λόγο ότι η αρχή, την οποία επικαλείται ο δικηγόρος της αιτήτριας, αναφέρεται στο νομικό καθεστώς το οποίο διέπει την ουσία της υπόθεσης και όχι στο ποίος έχει αρμοδιότητα να της επιληφθεί και αποφασίσει.  Τούτο δε ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, στην περίπτωση της αιτήτριας, η διοίκηση δεν υπερέβη τα όρια του εύλογου χρόνου εφόσον η καθυστέρησή της να λάβει απόφαση οφειλόταν στην προσπάθειά της να ξεκαθαρίσει την πραγματικότητα αναφορικά με τη σχέση της αιτήτριας με το σύζυγό της. Δεν είναι, επίσης, ορθή ούτε η περαιτέρω εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η εκχώρηση της αρμοδιότητας του Υπουργού Εσωτερικών στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως έγινε ultra vires του άρθρου 3(2) του Νόμου 23/62 για το λόγο ότι ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως δεν κατέχει «αρμοδίαν τινά θέσιν εις αρμοδίαν υπηρεσίαν». Ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως, ως εκ των καθηκόντων του αναφορικά με τους αλλοδαπούς, κατέχει ασφαλώς αρμόδια θέση σε αρμόδια υπηρεσία για να εξετάζει αιτήματα αλλοδαπών να καταστούν ημεδαποί με την απόκτηση της Κυπριακής ιθαγένειας. Εξίσου αβάσιμη είναι, τέλος, και η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι, αν η εκχώρηση είναι έγκυρη, η εξουσία που εκχωρήθηκε στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως είναι να εγκρίνει και όχι να απορρίπτει αιτήσεις. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εξουσία «έγκρισης» περιλαμβάνει λογικά και εξουσία «μη έγκρισης», είναι σαφές από το όλο κείμενο της σχετικής γνωστοποίησης (Τεκμήριο 1 στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση) ότι εκείνο που εκχωρείται είναι ολόκληρη η εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών δυνάμει του άρθρου 5(2) του Νόμου.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση οφείλεται σε μη δέουσα έρευνα και, συνεπακόλουθα, είναι αποτέλεσμα «πλάνης αναφορικά με τα σχετικά με την παραγωγή της απόφασης γεγονότα και/ή ειδικά με το πραγματικό ζήτημα κατά πόσο η αιτήτρια διέμενε με το σύζυγό της για διά[*961]στημα όχι μικρότερο των δύο ετών».

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Από το σχετικό διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1) προκύπτει ότι, κατά το χρόνο που λήφθηκε η επίδικη απόφαση, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως είχε, μεταξύ άλλων, ενώπιόν του και την τρίτη έκθεση της Αστυνομίας, ημερομηνίας 28.6.2001, σύμφωνα με την οποία ο σύζυγος της αιτήτριας διέμενε και εργαζόταν σε καμπαρέ στη Λεμεσό, χωρίς να επισκέπτεται την αιτήτρια στην Πάφο, ενώ η ίδια εργαζόταν σε ξενοδοχείο στην Πάφο, ιδιοκτησίας του πρώην αρραβωνιαστικού της και μετά κουμπάρου του ζεύγους. Επομένως, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως μπορούσε εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν διέμενε με το σύζυγό της για διάστημα τουλάχιστον δύο χρόνων και, συνακόλουθα, να απορρίψει την αίτηση. Τα ίδια στοιχεία συνιστούν και επαρκή αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κακόπιστα και κατά κατάχρηση εξουσίας.  Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, η τρίτη έκθεση της Αστυνομίας της 28.11.2001 περιείχε εισήγηση για ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 7Α3(α)(γ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και, επομένως, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως, εφόσον την έλαβε υπόψη, εκείνο που επιδίωξε ήταν η πραγμάτωση των σκοπών του Νόμου αυτού και, επομένως, σκοπών ξένων προς τους σκοπούς του άρθρου 5(2) των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα ενώπιόν του πραγματικά δεδομένα είτε στα πλαίσια εφαρμογής του ενός είτε στα πλαίσια εφαρμογής του άλλου νόμου. Δεν τίθεται, επομένως, θέμα κατάχρησης εξουσίας, επιδίωξης, δηλαδή, «αλλότριου σκοπού».

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο