ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΜΑΝΙΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 889/2001., 10 Φεβρουαρίου, 2003 ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΜΑΝΙΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 889/2001., 10 Φεβρουαρίου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 889/2001.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

      1. ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΜΑΝΙΔΗ,
      2. ΔΗΜΟΥ ΒΑΛΑΝΟΥ,
      3. ΕΛΕΝΑΣ ΕΡΜΟΓΕΝΙΔΟΥ,
      4. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτητών

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________________

10 Φεβρουαρίου, 2003.

Για τους αιτητές: Γ. Καραπατάκης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με απόφαση του ημερ. 12.9.2001 ο Αρχηγός της Αστυνομίας αποφάσισε την προαγωγή 64 αστυφυλάκων (τα Ε.Μ.) στο βαθμό του Λοχία (η επίδικη θέση). Οι 4 αιτητές οι οποίοι ήταν υποψήφιοι για προαγωγή στην επίδικη θέση με το αιτητικό (Α) της προσφυγής επεδίωξαν την ακύρωση της προαγωγής 18 εκ των Ε.Μ.. Στη διάρκεια της διαδικασίας η προσφυγή εναντίον της προαγωγής των Ε.Μ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 13, 14, 15, 16, 17 και 18 αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Η προσφυγή προχώρησε μόνο σε σχέση με την προαγωγή του Ε.Μ. 11 Ελένης Αλεξάνδρου και του Ε.Μ. 12 Μαρίας Αγρότου.

Με τα αιτητικά (Β) και (Γ) της προσφυγής οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας με βάση την οποία αποφάσισε την σύντμηση της υπηρεσίας των Ε.Μ. 11 (Αλεξάνδρου) και 12 (Αγρότου).

Γεγονότα που σχετίζονται με το αιτητικό (Α).

Οι υποψήφιοι εξετάσθηκαν σε πρώτο στάδιο από την Επιτροπή Αξιολόγησης και σε δεύτερο στάδιο από Συμβούλιο Κρίσεως. Το τελευταίο κάλεσε ενώπιον του όλους τους υποψηφίους και διενήργησε προσωπικές συνεντεύξεις. Στη συνέχεια το Συμβούλιο Κρίσεως αφού μελέτησε το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων, των Ατομικών Δελτίων, τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης, καθώς και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων αξιολόγησε και βαθμολόγησε τους υποψηφίους στο ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός της Αστυνομίας και ενέκρινε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως. Ακολούθως το Συμβούλιο Κρίσεως κατάρτισε πίνακα κατ΄ αλφαβητική σειρά όλων όσων συνέστησε για προαγωγή στην επίδικη θέση. Η προσβαλλόμενη με το αιτητικό (Α) απόφαση λήφθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας. Ο τελευταίος υιοθέτησε τη σειρά βαθμολογίας.

Έχουν διατυπωθεί λόγοι ακύρωσης σε σχέση με την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως. Αυτό καθιστά απαραίτητη την παράθεση των κριτηρίων που σχετίζονται με την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως. Αυτά είναι:

«(ι) Προσωπική συνέντευξη: 45 βαθμοί.

(ιι) Έκθεση Επιτροπής Αξιολόγησης: 45 βαθμοί.

(ιιι) Αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως (με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και Ατομικού Δελτίου): 10 βαθμοί.

Τελική Βαθμολογία: 100 βαθμοί.»

Tο Κριτήριο (ιιι) είναι διαιρεμένο σε 10 επιμέρους στοιχεία, τα εξής:

  1. Έτη υπηρεσίας για Αστυφύλακες 0-8
  2. για Λοχίες 0-12

    για Υπαστυνόμους 0-15 (2 βαθμοί)

  3. Ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών
  4. δραστηριοτήτων (1.25 βαθμοί)

  5. Συμπεριφορά και δραστηριότητα (1 βαθμός)
  6. Εκπαίδευση στην Α.Α.Κ. στις βασικές σειρές μαθημάτων και επίδοση πέραν του 80% (1 βαθμός)
  7. Εκπαίδευση σε εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων (1 βαθμός)
  8. Εκπαιδεύσεις εξωτερικού σε εξειδικευμένα θέματα συναφή με τα καθήκοντα (0.50 βαθμοί)
  9. Επιπρόσθετο προσόν με βάση τον Καν. 3(3) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) (1 βαθμός)
  10. Ηθικές και υλικές αμοιβές για εξαίρετη και παραγωγική υπηρεσιακή συμπεριφορά (0.50 βαθμοί)
  11. Ακαδημαϊκά προσόντα πέραν του απολυτηρίου εξεταξίου σχολής. Άλλες εξετάσεις-διπλώματα (1 βαθμός)
  12. Εξειδίκευση στον τομέα αστυνομικών δραστηριοτήτων σε επίπεδο υψηλότερο του αναμενόμενου από το μέσο αστυνομικό. Διάκριση, ειδικές γνώσεις και δεξιότητες (0.75 βαθμοί).

 

 

 

 

 

Αιτητικό (Α) – Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης – Ο καθορισμός του ειδικού εντύπου για την σύνταξη της αξιολόγησης του κάθε προσοντούχου υποψηφίου για προαγωγή στον βαθμό του λοχία από το Συμβούλιο Κρίσεως, με βάση τον οποίο επί συνόλου 100 μονάδων για το στοιχείο της ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ δίνονται ΜΟΝΟΝ 2 βαθμοί, που καθορίστηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας και εγκρίθηκε από τον Υπουργό, σύμφωνα με τον Καν. 8(4) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών έγινε υπό καθεστώς νομικής πλάνης, και συνακόλουθα η ενέργεια του Συμβουλίου Κρίσεως όταν επί του συνόλου των 100 μονάδων της αξιολόγησης των προσοντούχων υποψηφίων για την ετοιμασία του Πίνακα των συνιστωμένων για προαγωγή έδωσε για την αρχαιότητα ως ανώτατη βαθμολογία ΜΟΝΟΝ 2 μονάδες, εκδόθηκε υπό καθεστώς νομικής πλάνης.

Παρόμοιος λόγος ακυρώσεως είχε προβληθεί και στην Χήρα ν. Δημοκρατίας, Υπ. 1040/2001/18.10.2002. Ο Αρτεμίδης, Δ., έθεσε το θέμα ως εξής:

«Στο επίμαχο έντυπο αριθμούνται 10 κριτήρια με ανώτατη τιμή μονάδων για το καθένα που ποικίλλει από 0.50 μέχρι 2.00 μονάδες. Μας ενδιαφέρει εδώ, γιατί τούτο είναι το ζήτημα που εγείρει ο δικηγόρος του αιτητή, το υπ΄ αρ. 1 κριτήριο που αφορά στα έτη υπηρεσίας στο βαθμό του αστυφύλακα, όπου η ανώτατη τιμή μονάδων του κριτηρίου είναι μέχρι 2 μονάδες. Για τη θέση του αστυφύλακα, που μας απασχολεί, για υπηρεσία άνω των 8 ετών δίδεται το μάξιμουμ των μονάδων. Έτσι, στον αιτητή με 15 έτη υπηρεσίας δόθηκε το μάξιμουμ των 2 μονάδων. Το ίδιο όμως έχει συμβεί με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν υπηρεσία άνω των 8 ετών, αλλά μικρότερη από τον αιτητή. Συγκεκριμένα, στο ενδιαφερόμενο μέρος Αναστάσιο Αλαμπρίτη, που έχει 11 έτη, δόθηκαν 2 μονάδες, το ίδιο και στα ενδιαφερόμενα μέρη Αδάμο Γερμανό, Χριστάκη Θεοχαρίδη, Ανδρέα Παπαδόπουλο, Ανδρέα Χριστοφή, Ξένιο Μιχαήλ και Ανδρέα Αριστείδου, οι οποίοι έχουν 11 έτη υπηρεσίας. Ο ίδιος αριθμός μονάδων δόθηκαν και στους Ελευθέριο Τσοπανίδη και Γεώργιο Χ‘‘ Χριστοφή που έχουν 9 έτη υπηρεσίας και στον Σωτηράκη Αντωνίου με 8 έτη. Μόνο δύο από τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν μεγαλύτερη υπηρεσία από τον αιτητή. Ο Ευστάθιος Ευσταθίου και Ανδρέας Βαρνάβα, με 22 και 18 έτη αντίστοιχα.

Ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται, και έχει κατά τη γνώμη μου δίκαιο, πως το Συμβούλιο Κρίσεως καθορίζοντας μονάδες για το κριτήριο της αρχαιότητας παραβίασε το Νόμο και τους Κανονισμούς.

Πράγματι στις γενικές αρχές που ισχύουν για τις προαγωγές, όπως αυτές καθορίζονται στον Κ.3, που παρέθεσα πιο πάνω, αναφέρεται, στην παραγ. 2, πως η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή. Μεγαλύτερη σπουδαιότητα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα. Η πρόνοια όμως αυτή, στην κρίση μου, δεν εξαλείφει το κριτήριο της αρχαιότητας. Αντίθετα το διατηρεί ως ένα από τα στοιχεία αξιολόγησης, με την επιφύλαξη πως μεγαλύτερη σπουδαιότητα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα.

Έχω τη γνώμη πως τα στοιχεία αξία και προσόντα ως εκ της φύσης τους μπορούν να εκτιμηθούν και αξιολογηθούν ανάλογα με την άποψη που έκαστο μέλος του Συμβουλίου Κρίσεως μπορεί να έχει, και επομένως η βαθμολόγηση αντικατοπτρίζει ανάλογα την προσωπική εκτίμηση. Η αρχαιότητα όμως καταγράφεται με αναφορά σε καθορισμένο χρονικό διάστημα. Δεν μπορεί, επομένως, να διατιμηθεί σε μονάδες. Για να είμαι πιο σαφής, η αρχαιότητα του αιτητή των 15 ετών έναντι των ενδιαφερομένων μερών με 8 έως 12 έτη, δεν μπορεί να βαθμολογηθεί, όπως γίνεται στην παρούσα περίπτωση, με τον ίδιο αριθμό μονάδων, δηλαδή το μάξιμουμ των 2.

Η διαφορά του αιτητή στα προσόντα και στην αξία έναντι των ενδιαφερομένων μερών είναι ενδεχόμενο να θεωρηθεί τόσο μικρή ώστε η υπέρτερη αρχαιότητα του να προσμετρήσει υπέρ της προαγωγής του. Η αυθαίρετη διαβάθμιση της αρχαιότητας σε κλίμακες ετών σε αντιστοιχία μονάδων εξαλείφει ουσιαστικά την πραγματική σημασία που πρέπει να αποδίδεται σ΄ αυτή σύμφωνα με τον Κανονισμό, έστω και αν μεγαλύτερη σημασία αποδίδεται στην αξία και στα προσόντα.

Για τον πιο πάνω λόγο η προσφυγή θα επιτύχει αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα μέρη των οποίων η αρχαιότητα είναι μικρότερη από αυτή του αιτητή.»

 

Παρόμοιο θέμα αντιμετωπίσθηκε και στην Μιχαλόπουλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. 4/2001 κ.α./18.10.2002 από τον Κωνσταντινίδη, Δ.. Μεταφέρω τη σχετική προσέγγιση:

«Οι αιτητές επικαλούνται έντονα την αρχαιότητά τους και τίθεται ζήτημα σε σχέση με το κατά πόσο οι δύο βαθμοί στους 100 αντανακλούν ευλόγως τη σημασία αυτού του θεσμοθετημένου κριτηρίου, έστω με τον περιορισμό που εισάγουν οι Κανονισμοί. Δε χρειάζεται να επεκταθώ σ’ αυτό το θέμα. Εντοπίζεται εξώφθαλμο σφάλμα ως εξής: Το Συμβούλιο Κρίσεως, όπως εξηγείται στο ειδικό έντυπο, από τους δύο βαθμούς απέδιδε ένα βαθμό για την αρχαιότητα σε όσους είχαν από μηδέν μέχρι οκτώ χρόνια υπηρεσίας και δυο βαθμούς σε όσους είχαν 8 και πλέον χρόνια υπηρεσίας. Επομένως το κριτήριο της αρχαιότητας εξουδετερώθηκε. Αποφασίστηκε να αποδίδονται οι ίδιοι ακριβώς βαθμοί σε όσους είχαν οκτώ χρόνια υπηρεσίας και σε όσους είχαν 18 χρόνια υπηρεσίας. Επίσης σε όσους είχαν ένα χρόνο υπηρεσίας και σε όσους είχαν επτά χρόνια υπηρεσίας. Επομένως, ο καταμερισμός των δέκα μονάδων σε ό,τι αφορά στο κριτήριο της αρχαιότητας απολήγει παράνομος διότι εξομοιώνει τον αρχαιότερο με το νεότερο».

Στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77, που αφορούσε προαγωγές στην Αστυνομία συζητήθηκε η σημασία της αρχαιότητας ενόψει της ρύθμισης του Καν. 3(2). Στην απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής, Δ. – όπως ήταν τότε – λέχθηκαν τα εξής:

«Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι η πλάνη ως προς την αρχαιότητα αφορούσε επουσιώδες στοιχείο, δεδομένου ότι η αρχαιότητα συνιστά παράγοντα ήσσονος σημασίας ο οποίος καταντά σε αμελητέο στοχείο για τον προσδιορισμό των διεκδικήσεων των υποψηφίων για προαγωγή. Διαφωνούμε. Ο νομοθέτης ορίζει την αρχαιότητα ως ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για την κρίση των υποψηφίων για προαγωγή. Το γεγονός ότι ο παράγοντας αυτός δεν είναι ρυθμιστικός για τις διεκδικήσεις και υπολείπεται σε σπουδαιότητα των άλλων παραγόντων που προσδιορίζουν την αξία των υποψηφίων, δεν εξουδετερώνει ούτε καταργεί τη σημασία του ως ουσιώδες στοιχείο κρίσεως για την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή.»

Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τη διενέργεια προαγωγών προβλέπονται από τον Καν. 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89). Περιλαμβάνουν την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Για την αρχαιότητα προβλέπεται ότι «θα λαμβάνεται υπόψη αλλά δε θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή. Μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα». Τα κριτήρια της αξίας και των προσόντων αξιολογούνται και βαθμολογούνται τόσο από την Επιτροπή Αξιολόγησης όσο και από το Συμβούλιο Κρίσεως. Από την τελική βαθμολογία των 100 μονάδων (45 από την Επιτροπή Αξιολόγησης, 45 από το Συμβούλιο Κρίσεως για την προσωπική συνέντευξη και 10 από το Συμβούλιο Κρίσεως με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και Ατομικού Δελτίου) για την αρχαιότητα έχουν παραχωρηθεί 2 μόνο μονάδες κατά ανώτατο όριο. Σύμφωνα με το Νόμο (βλ. Καν. 3(2) η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα 3 κριτήρια. ΄Οπως λέχθηκε στην Χαραλάμπους (πιο πάνω) η αρχαιότητα συνιστά ουσιώδες στοιχείο κρίσεως έστω και αν υπολείπεται σε σπουδαιότητα των άλλων παραγόντων που προσδιορίζουν την αξία των υποψηφίων. Θεωρώ, επομένως, ότι η παραχώρηση 2 μονάδων – από το σύνολο των 100 – έχει καταργήσει και εξουδετερώσει τη σημασία της αρχαιότητας η οποία συνιστά ουσιώδες στοιχείο κρίσεως. Είναι επομένως η κατάληξη μου ότι οι επίδικες προαγωγές πρέπει να ακυρωθούν γιατί δεν έχει δοθεί η δέουσα βαρύτητα σε ένα ουσιώδη

 

 

και σχετικό παράγοντα – εκείνο της αρχαιότητας (βλ. Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Thymopoulos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 588, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732 και Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341).

Περαιτέρω: Στον κάθε ένα από τους αιτητές 1, 2, 3 και 4 με υπηρεσία 15, 15, 11 και 27 χρόνια αντίστοιχα δόθηκαν 2 μονάδες. Στο κάθε ένα από τα 2 Ε.Μ. με υπηρεσία 6 χρόνια αντίστοιχα δόθηκε μια μονάδα. Επομένως, η παραχώρηση 2 μονάδων κατά ανώτατο όριο για την αρχαιότητα είχε σαν αποτέλεσμα την εξίσωση υπηρεσίας 11 χρόνων με υπηρεσία 27 χρόνων.

Η εξίσωση αυτή συνιστά ένα δεύτερο λόγο εξάλειψης και εξουδετέρωσης της σημασίας της αρχαιότητας. Σε πλήρη ταύτιση με την απόφαση στην Χήρα (πιο πάνω) θεωρώ ότι η διαβάθμιση της αρχαιότητας σε κλίμακες ήταν αυθαίρετη. Η επίδικες προαγωγές ακυρώνονται και γι΄ αυτό το λόγο.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Η αξιολόγηση των Προσωπικών Φακέλων και των Ατομικών Δελτίων των αιτητών από το Συμβούλιο Κρίσεως είναι άκυρη γιατί είναι πεπλανημένη και στηρίχθηκε σε παράνομα και/ή αυθαίρετα στοιχεία και κριτήρια.

Ήταν η θέση του κ. Καραπατάκη, εκ μέρους των αιτητών, ότι τα στοιχεία 2, 5 και 6 του Κριτηρίου (ιιι) (έχει παρατεθεί στη σελ. 3, πιο πάνω) είναι παράνομα και/ή αυθαίρετα.

Σε σχέση με το στοιχείο υπ. αρ. 2 – «ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, ανώτατη βαθμολογία 1.25» - ο κ . Καραπατάκης υπέβαλε ότι το αυθαίρετο του στοιχείου εστιάζεται στο ότι δεν υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αιτητών όπως και του κάθε μέλους της Αστυνομικής Δύναμης από ποιό «πόστο» της Αστυνομίας θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, αλλά αυτό εναπόκειται στην κυρίαρχη εξουσία του Αρχηγού Αστυνομίας η οποία καθοδηγείται από τις ανάγκες της Αστυνομικής Δύναμης. Το ίδιο – συνέχισε – ισχύει και για την μετάθεση των αιτητών και του κάθε μέλους της Δύναμης από το ένα «πόστο» στο άλλο.

Ήταν η θέση του ότι δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο στοιχείο κρίσεως η απασχόληση των μελών της Αστυνομικής Δύναμης σε ορισμένα καθήκοντα και να δίνεται 1.25 μονάδα σε όποιο μέλος της αστυνομικής δύναμης είχε ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, και σε όσα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης που η υπηρεσία τους έταξε να υπηρετούν σε ένα περιορισμένο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων να μην τους δίνεται η 1.25 μονάδα, ή μέρος αυτής.

Ο αιτητής αρ. 2, Βαλανός, στερήθηκε 0.50 μονάδες, η αιτήτρια αρ. 3, Ερμογενίδου, στερήθηκε 0.65 μονάδες και ο αιτητής αρ. 4, Κωνσταντίνου, στερήθηκε 0.40 μονάδες.

Σε σχέση με το στοιχείο 5 (εκπαίδευση σε εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων, ανώτατη βαθμολογία 1) ο κ. Καραπατάκης υπέβαλε ότι το αυθαίρετο και ή παράνομο του άνω στοιχείου και πάλιν εστιάζεται στο ότι δεν υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αιτητών, όπως και του κάθε μέλους της Αστυνομικής Δύναμης, το εάν θα λάβει μέρος σε εκπαίδευση σε εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων αλλά αυτό εναπόκειται στην κυρίαρχη εξουσία του Αρχηγού Αστυνομίας η οποία καθοδηγείται από τις ανάγκες της Αστυνομικής δύναμης. Στους αιτητές 1 και 3 – συνέχισε ο κ. Καραπατάκης – δεν δόθηκε η ευκαιρία να λάβουν μέρος σε εκπαίδευση σε εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων και στερήθηκαν από 1 μονάδα. Στους αιτητές 2 και 4 δόθηκε τέτοια ευκαιρία και τους δόθηκαν 0.25 και 0.30 μονάδες αντίστοιχα.

Σε σχέση με το στοιχείο 6 (εκπαιδεύσεις εξωτερικού σε εξειδικευμένα θέματα συναφή με τα καθήκοντα – ανώτατη βαθμολογία 0.50) ο κ. Καραπατάκης ανέφερε ότι ισχύουν τα όσα υπέβαλε ως προ το στοιχείο 5. Στους αιτητές – συμπλήρωσε ο κ. Καραπατάκης – δεν δόθηκε η ευκαιρία να εκπαιδευθούν σε εκπαιδεύσεις εξωτερικού σε εξειδικευμένα θέματα συναφή με τα καθήκοντα και έτσι οι αιτητές στερήθηκαν 0.50 μονάδες.

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης σχετίζεται με την βαθμολογία του Κριτηρίου (ιιι). Αυτή αποτελείται από 10 βαθμούς. Ήταν η θέση του κ. Γιωργαλλή, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, πως εν όψει της βαθμολογίας που δόθηκε στους αιτητές 1, 3 και 4 στα Κριτήρια (ι) και (ιι) – Προσωπική Συνέντευξη και Έκθεση Επιτροπής Αξιολόγησης - ακόμη και με την προσθήκη του συνόλου της βαθμολογίας των 10 βαθμών του Κριτηρίου (ιιι) η βαθμολογία τους δεν θα ήταν δυνατό να καλύψει τη διαφορά μεταξύ της βαθμολογίας τους και εκείνης των Ε.Μ.. Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε και σε σχέση με τον αιτητή 2 – Βαλανό. Ακόμη και η προσθήκη της ανώτατης βαθμολογίας των επίμαχων στοιχείων 2, 5, και 6 του κριτηρίου (ιιι) δεν θα μπορούσε να καλύψει τη διαφορά μεταξύ της βαθμολογίας τους και εκείνης των Ε.Μ..

Ο ευπαίδευτος συνήγορος με παρέπεμψε στην Μιχαλόπουλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. 4/2001 κ.α./18.10.2002 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.): «Διαπιστώνεται, κατά τα ανωτέρω, παρανομία που άπτεται της απόδοσης από το Συμβούλιο Κρίσεως των 10 μονάδων και θα στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας της προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων, η διαφορά στη βαθμολογία των οποίων, σε σύγκριση προς εκείνη των αντίστοιχων αιτητών θα ήταν δυνατό να καλυφθεί».

Η πιο πάνω θέση του κ. Γιωργαλλή βρίσκει έρεισμα στη νομολογία και θα οδηγούσε στην απόρριψη του σχετικού λόγου ακύρωσης αν δεν συνέτρεχε η πεπλανημένη θεώρηση του στοιχείου της αρχαιότητητας. Είναι άγνωστο ποιά θα ήταν η βαθμολογία των αιτητών σε περίπτωση που διδόταν η δέουσα βαρύτητα στο στοιχείο της αρχαιότητας. Για το λόγο αυτό ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα εξεταστεί γιατί η «αίτηση ακυρώσεως είναι το μέσο προς θεραπεία της αντικειμενικής νομιμότητος, το μέσο παιδαγωγήσεως της Διοικήσεως στην ορθή εφαρμογή του νόμου, το μέσο ελέγχου της Διοικήσεως προς τον σκοπό της καλής λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών» (Ι. Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 447-448).

Το στοιχείο 2 – ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων – σχετίζεται αμέσα με τα καθήκοντα που εκτελούσαν οι υποψήφιοι. Επί του προκειμένου στην Γεωργιάδου ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, 255 λέχθηκαν τα εξής:

«Είναι πρόδηλο ότι, στην υποβολή σύστασης για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στα καθήκοντα τα οποία του ανατέθηκαν από την Υπηρεσία στην Κεντρική Αποθήκη, στο πλαίσιο της υπηρεσίας του.

Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή, αρχή η οποία απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας. Διαφορετικά, θα αφήνετο στη Διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται (βλ. Ioannides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1089, 1095, Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Υποθ. 524/88/31.8.1990 και Στεφάνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 512/89/19.9.1990).

Ανάλογη είναι και η θέση της Ελληνικής Νομολογίας - Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 357:

«Αντιθέτως εκρίθη ότι δεν αποτελεί νόμιμον στοιχείον, δυσμενούς κρίσεως ή απασχόλησις του υπαλλήλου εις ωρισμένα αποκλειστικώς καθήκοντα: 1192 (58), 1349, 1414 (52), 447 (50), 248 (49), 2409 (46), 346 (43), 508 (42), το είδος της υπό του υπαλλήλου κατόπιν εντολής της προϊσταμένης αυτού υπηρεσίας ασκουμένης εργασίας: 1883 (58), 227, 228 (56), το ότι ούτος δεν ητήσατο όπως ανατεθή αυτώ ωρισμένη υπηρεσία, εφ΄ όσον εκ του νόμου δεν προκύπτει τοιαύτη υποχρέωσις του υπαλλήλου αλλ΄ απόκειται εις την Διοίκησιν η τοποθέτησις αυτού: 447 (50). Επίσης ούτε το ότι ο υπάλληλος δεν διηύθυνεν ωρισμένην υπηρεσία ίνα εντεύθεν κριθή η ικανότης αυτού, διότι η Διοίκησις οφείλει να παρέχη εις τους υπ΄ αυτήν υπαλλήλους την ευκαιρίαν ν΄ αναπτύξωσι τας ικανότητας αυτών, αναθέτουσα εις τούτους την άσκησιν αρμοδιότητος αναλόγου προς τον βαθμόν αυτών: 2015 (49).»

Υιοθετώ τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας. Κρίνω ότι το είδος των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί στους υποψηφίους δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο στοιχείο κρίσεως. Η κατάληξη αυτή συνιστά ακόμη ένα λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης.

Ισχύουν οι ίδιες αρχές σε σχέση με το στοιχείο 5 (εκπαίδευση σε εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων) και 6 (εκπαιδεύσεις εξωτερικού σε εξειδικευμένα θέματα συναφή με τα καθήκοντα). Ο κ. Καραπατάκης υπέβαλε ότι το θέμα της εκπαίδευσης εμπίπτει εντός της κυρίαρχης εξουσίας του Αρχηγού της Αστυνομίας. Επομένως δεν εμπίπτει εντός της πρωτοβουλίας των υποψηφίων. Ο κ. Γιωργαλλής δεν αντέκρουσε το πιο πάνω επιχείρημα του κ. Καραπατάκη. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν το θέμα της εκπαίδευσης που σχετίζεται με τα στοιχεία 5 και 6 αποφασιζόταν με βάση κριτήρια τα οποία δεν ικανοποιούνταν από τους αιτητές. Έπεται πως ισχύουν οι νομολογιακές αρχές που έχουν διαμορφωθεί σε σχέση με το στοιχείο 2. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται και για αυτό το λόγο.

Οι αποφάσεις στην Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1344/99/22.3.2001 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1489/99/11.5.2001 στις οποίες με έχει παραπέμψει ο κ. Γιωργαλλής και στις οποίες το ειδικό έντυπο του Συμβουλίου Κρίσεως έχει κριθεί ως έγκυρο εν όψει της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Αντωνίου (1993) 3 Α.Α.Δ. 325 δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Όπως υποδεικνύεται από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην Μιχαλόπουλου (πιο πάνω) το ειδικό έντυπο «καταρτίσθηκε μετά την απόφαση στην Αντωνίου (πιο πάνω) και αφού στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 165/97/14.12.98 επισημάνθηκε η ανάγκη αιτιολόγησης της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεως σε σχέση με τις 10 μονάδες».

 

 

 

 

 

 

Τρίτος λόγος ακύρωσης – Το γεγονός ότι το Συμβούλιο Κρίσεως έλαβε υπόψην του αυθαίρετα και/ή παράνομα και μη προβλεπόμενα υπό των σχετικών κανονισμών κριτήρια ή στοιχεία κρίσεως κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις καθιστά άκυρη τη διαδικασία και την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως που ακολουθήθηκε για τις Προσωπικές Συνεντεύξεις γιατί αυτές έγιναν κατά παράβαση του Καν. 8 (2) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 52/89.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στον Καν. 8 (2) ο οποίος έχει ως εξής:

«Το Συμβούλιο Κρίσεως καλεί ενώπιον του, τους υποψηφίους για προαγωγή και κατά την κρίση του προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υπηψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά.»

Στην υπό εξέταση υπόθεση – συμπλήρωσε ο κ. Καραπατάκης – το Συμβούλιο Κρίσεως, κατά παράβαση του πιο πάνω κανονισμού περιέλαβε στο έντυπο του για την Προφορική Συνέντευξη παράνομα και αυθαίρετα στοιχεία κρίσεως, ήτοι την ικανότητα εκφράσεως, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος και εμφάνιση, χωρίς να έχει εξουσία από τους σχετικούς κανονισμούς.

Συναφώς με τον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως ο κ. Καραπατάκης υποστήριξε περαιτέρω ότι η εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως από την προσωπική συνέντευξη είναι καθ΄ όλα αναιτιολόγητη, και δεν καταγράφηκε στα πρακτικά, κατά παράβαση του Κανονισμού 8(2) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 52/89, πράγμα που καθιστά αδύνατον τον δικαστικό έλεγχο.

Παρόμοιος λόγος ακύρωσης είχε τεθεί και στην Αντωνίου (πιο πάνω) στην οποία είχε χρησιμοποιηθεί ακριβώς το ίδιο έντυπο αξιολόγησης (βλ. σελ. 340) της προσωπικής συνέντευξης και απορρίφθηκε από την Ολομέλεια (βλ. σελ. 341, 342 και 343). Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέταρτος λόγος ακύρωσης – Η αξιολόγηση των στοιχείων των Προσωπικών Φακέλων και των Ατομικών Δελτίων των αιτητών από το Συμβούλιο Κρίσεως είναι πλήρως αναιτιολόγητη, έλλειψη που αφήνει χωρίς έρεισμα τον πίνακα συστηνομένων που κατάρτισε και, επομένως η άκυρη αυτή προπαρασκευαστική πράξη οδηγεί σε ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Σύμφωνα με τον κ. Καραπατάκη οι αιτητές με βάση τα στοιχεία των Προσωπικών Φακέλων και των Ατομικών Δελτίων τους αξιολογήθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεως με βάση επεξηγηματικό έντυπο με 4.25, 4.40, 5.00, 5.20 βαθμούς αντίστοιχα, από τους 10 βαθμούς, που είναι η ανώτερη βαθμολογία. Ήταν η θέση του πως το Συμβούλιο Κρίσεως έδωσε αναιτιολόγητα πολύ χαμηλή βαθμολογία στους αιτητές, και ελλείψει σχετικού πρακτικού που να περιέχει την αιτιολογία της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεως ο δικαστικός έλεγχος της επίδικης απόφασης καθίσταται αδύνατος.

Για να γίνει κατανοητός ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης παρίσταται ανάγκη να γίνει αναφορά σε μέρος της επίδικης αιτιολογίας.

Στην αιτήτρια Ερμογενίδου δόθηκαν 0.80 μονάδες στο στοιχείο 9 – «Ακαδημαϊκά Προσόντα πέραν του απολυτηρίου εξατάξιου σχολής. Άλλες εξετάσεις και διπλώματα». Η αιτήρια είχε «Δίπλωμα Πανεπιστημίου Thames Valley σε θέματα Διοίκησης». Είχε επίσης «Διπλώματα Αγγλικών, Γαλλικών, Λογιστικής, Κυβερνητικές εξετάσεις». Στο Ε.Μ. Αλεξάνδρου το οποίο είχε μόνο «Πτυχίο Πανεπιστημίου σε θέματα Διοίκησης Επιχειρήσεων» δόθηκαν 0.75 μονάδες. Προκύπτει επομένως ότι στην αιτήτρια Ερμογενίδου η οποία πρόσθετα με το πτυχίο πανεπιστημίου είχε σειρά άλλων 4 διπλωμάτων δόθηκαν μόνο 0.5 μονάδες επί πλέον. Στην απουσία αιτιολογίας δεν μπορεί να διεξαχθεί δικαστικός έλεγχος της αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως.

Υιοθετώ επί του προκειμένου την απόφαση του Νικολαϊδη, Δ. στην Παπαστυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 136/98 κ.α./6.10.2000 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Ελλείψει πρακτικού που να περιέχει αιτιολογία της απόφασης του Συμβουλίου δεν φαίνεται και συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί η βαρύτητα που απέδωσε στην αξιολόγηση της Επιτροπής. Το σκεπτικό της αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσης παραμένει άγνωστο και συνεπώς εκτός δικαστικού ελέγχου.

Το θέμα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε τρεις περιπτώσεις. Στην υπόθεση Ευθυμίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 165/97 κ.α., ημερ. 14.12.1998 και στις υποθέσεις Μουστάκας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 172/98 κ.α. ημερ. 25.2.2000 και Χήρας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 216/99 ημερ. 17.5.2000. Και στις τρεις αποφάσεις επισημαίνεται και τονίζεται η έλλειψη εξηγήσεων που θα δικαιολογούσαν τη βαθμολογία, έλλειψη που αφήνει χωρίς έρεισμα τον πίνακα συστηνομένων που καταρτίστηκε.»

Πρέπει να προστεθεί ότι οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες συνδέονται με το προπαρασκευαστικό στάδιο της όλης σύνθετης διοικητικής ενέργειας η οποία οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συνδέονται με τις προπαρασκευαστικές πράξεις.

Μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης οι προπαρασκευαστικές πράξεις “απώλεσαν” τη δική τους αυτοτέλεια και έχουν συγχωνευθεί στην τελική πράξη. Με την προσβολή της τελικής πράξης παραδεκτώς έχουν προβληθεί και λόγοι ακύρωσης που ανάγονται στις πράξεις που έχουν συγχωνευθεί. Η διαπίστωση της ακυρότητας των προπαρασκευαστικών πράξεων, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω, επιφέρει την ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης δια την έκδοση της οποίας “οι κριθείσαι ως παράνομοι αποτελούν νόμιμον προϋπόθεσιν» (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 244, Ioannou v. E.A.C. (1981) 3 C.L.R. 280, 299, Michaeloudes and Another v. Republic (1979) 3 C.L.R. 56, 71, 72, HjiGeorgiou v. Republic (1974) 3 C.L.R. 436, Christodoulou v. CYTA (1978) 3 C.L.R. 61 και Μυλωνά κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 727/97 κ.α./31.8.99).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει σε ότι αφορά το Αιτητικό (Α). Η προαγωγή των Ε.Μ. Αλεξάνδρου και Αγρότου ακυρώνεται.

Αιτητικό (Β) και (Γ).

Η σύντμηση της υπηρεσίας των Ε.Μ., αντικείμενο των Αιτητικών Α και Β, έλαβε χώραν μετά από σχετικές αιτήσεις των Ε.Μ.. Τις παραθέτω:

«20 Δεκεμβρίου, 2000

Αρχηγό Αστυνομίας

(Μέσω Δ/ντή ΑΑΚ)

Αξιολόγηση υποψηφίων για προαγωγή

στο βαθμό του Λοχία.

Είμαι η αναπληρωτής Λοχίας 1401 Ελένη Αλεξάνδρου και υπηρετώ στην Αστυνομική Ακαδημία ως εκπαιδεύτρια. Έχω ενταχθεί στις τάξεις της Αστυνομίας στις 18.9.95. Αρχικά τοποθετήθηκαν στο Αρχηγείο Αστυνομίας (Τμήμα Β΄ - Αρχείο) και στη συνέχεια αφού ολοκλήρωσα την εκπαίδευση μου στην ΑΑΚ (9.2.96) παρέμεινα στη μονάδα αυτή ως εκπαιδεύτρια. Από τις 9 Απριλίου 1998 είμαι διορισμένη στο βαθμό του αναπληρωτή Λοχία.

2. Κατέχω Πτυχίο του Πανεπιστημίου Πειραιώς στην Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων και ως εκ τούτου μου έχουν ανατεθεί καθήκοντα συνεργάτη/βοηθού του Διευθυντή Σπουδών της Α.Α.Κ.

    1. Αναφέρω επίσης ότι έχω περάσει και τα δύο μέρη
    2. των εξετάσεων προαγωγής.

       

       

       

       

       

    3. Με την παρούσα αιτούμαι, σύμφωνα με τον

Κανονισμό 11(ι) (α) (ιιι) Κ.Δ.Π. 52/89, όπως συμπεριληφθώ στον επικείμενο κατάλογο των υποψηφίων για αξιολόγηση.

Ε. Αλεξάνδρου

Γ/Αν/Λοχίας 1401»

«1 Φεβρουαρίου, 2000.

Αρχηγό Αστυνομίας

(Μέσω Αστυνομικού Διευθυντή

Τμήματος Γ΄)

Επίσπευση Διαδικασίας Αξιολόγησης

Σχετικά με το πιο πάνω θέμα παρακαλώ όπως μελετήσετε την πιθανότητα να θεωρηθώ σαν υποψήφια για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία κατά την επικείμενη αξιολόγηση των υποψηφίων.

Υπηρετώ στην Αστυνομία Κύπρου από τις 19.9.95. Στις 6 Νοεμβρίου 1998 αποφοίτησα την Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου και τοποθετήθηκα στο ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου, όπου υπηρετώ μέχρι σήμερα, σε ανακριτικά καθήκοντα.

Είμαι κάτοχος Πανεπιστημιακού Διπλώματος του UNIVERSITY OF WALES, με θέμα BUSINESS STUDIES (επισυνάπτω σχετικό αντίγραφο του διπλώματος). Έχω πετύχει στις εξετάσεις προαγωγής στο βαθμό του Λοχία στο Μορφωτικό και Επαγγελματικό Μέρος και κατά καιρούς έχω παρακολουθήσει εξειδικευμένα προγράμματα επιμόρφωσης, που αφορούν τα ανακριτικά μου καθήκοντα στο ΤΑΕ(Ε).

Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.

 

Μ. Αγρότου

Γ/Αστυφ. 1210»

 

 

 

 

Στο κάτω μέρος της επιστολής του Ε.Μ. Αλεξάνδρου υπάρχει η εξής αναφορά του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας:

«Αρχηγό Αστυνομίας

Διαβιβάζεται και συνίσταται σθεναρά.

Η αιτήτρια λόγω των Ακαδημαϊκών της προσόντων και των καθηκόντων που εκτελεί στην ΑΑΚ, πληροί όλες τις προϋποθέσεις του Καν. (Ι) (α) (ιιι) ΚΔΠ 52/89, γι΄ αυτό παρακαλώ, εξασκώντας τη διακριτική σας εξουσία,

τη συμπεριλάβετε στον κατάλογο των προσοντούχων μελών-υποψηφίων για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία.

ΑΑΚ 21.12.2000

Διευθυντής

Αστυνομικής Ακαδημίας.»

Το αίτημα των Ε.Μ. εγκρίθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας με τη λέξη «Εγκρίνεται».

Οι αιτητές ισχυρίχθηκαν ότι έλαβαν γνώση της επίδικης σύντμησης μέσω της ένστασης των καθ΄ ων η αίτηση. Μετά από άδεια του δικαστηρίου προστέθηκαν και τα Αιτητικά (Β) και (Γ).

Ο κ. Καραπατάκης υπέβαλε ότι οι αποφάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για σύντμηση της υπηρεσίας των Ε.Μ. αποτελούσαν αναγκαία προϋπόθεση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση για προαγωγή των Ε.Μ.. Μπορούσαν επομένως να προσβληθούν με το ίδιο δικόγραφο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274.

Η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση δεν έχει επιχειρηματολογήσει επί του θέματος. Άλλωστε η προσθήκη των επίδικων αιτητικών έγινε με την συγκατάθεση τους.

Λαμβάνω υπόψη τη θέση της νομολογίας επί του θέματος (βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω). Θεωρώ ότι η επίδικη σύντμηση αποτελεί προϋπόθεση για την προαγωγή των Ε.Μ.. Επομένως υπάρχει συνάφεια μεταξύ των δύο πράξεων και μπορούσαν να προσβληθούν με το αυτό δικόγραφο.

Προσθέτω ότι η απόφαση για σύντμηση υπηρεσίας αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 904/97/5.7.99 και Νεοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1065/99/19.7.2001).

Επί της ουσίας της υπόθεσης ο κ. Καραπατάκης υπέβαλε ότι τα αιτήματα των Ε.Μ. για σύντμηση της υπηρεσίας τους εγκρίθηκαν από τον Αρχηγό με αντίστοιχες αποφάσεις του των οποίων η αιτιολογία περιορίζεται σε μια λέξη, ήτοι «Εγκρίνεται».

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή – συνέχισε ο κ. Καραπατάκης – ότι στις περιπτώσεις όπου ο Νόμος ή Κανονισμός καθιερώνουν μιαν εξαίρεση στον Κανόνα, τότε το αρμόδιο όργανο το οποίο θα αποφασίσει ότι σε μια συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή της εξαίρεσης του κανόνα ωφείλει και πρέπει να δώσει ειδική, εμπεριστατωμένη και πλήρη αιτιολογία, για να μπορεί παράλληλα να είναι εφικτός και ο δικαστικός έλεγχος της εν λόγω αποφάσεως.

Η πιο πάνω εισήγηση του κ. Καραπατάκη βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Έχει νομολογηθεί ότι έχουν ανάγκη αιτιολογίας οι πράξεις που καθιερώνουν εξαίρεση από τον Κανόνα (Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 7η έκδοση, παραγ. 167, σελ. 170, Γ. Γεραπετρίτη «Η αιτιολογία των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 79, Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 2867/1968 και 1971/1994). Επομένως οι επίδικες συντμήσεις έπρεπε να είχαν αιτιολογηθεί. Η έλλειψη αιτιολογίας οδηγεί στην ακύρωση τους.

Περαιτέρω ο κ. Καραπατάκης υπέβαλε ότι οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά παράβαση του Καν. 11 (1) (α) (ιιι) της Κ.Δ.Π. 52/89.

Ο πιο πάνω Κανονισμός – συνέχισε ο κ. Καραπατάκης – απαιτεί ότι πρέπει να υπάρχει μια ειδική σχέση ανάμεσα στα ειδικά προσόντα που θα έχει κάποιος και των ειδικών καθηκόντων που θα του ανατεθούν.

Λαμβάνω υπόψη το λεκτικό της παραγ. (ιιι) του πιο πάνω Καν. 11 (1) (α). Θεωρώ ότι για να δικαιολογείται εξαίρεση από τον κανόνα της εξαετούς υπηρεσίας πρέπει κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ο Αρχηγός της Αστυνομίας να συγκεκριμενοποιεί και εξειδικεύει τα ειδικά καθήκοντα τα οποία θα ανατεθούν στον υποψήφιο που κατέχει τα ειδικά προσόντα. Αυτό είναι αναγκαίο για να φανεί κατά πόσο τα ειδικά προσόντα του υποψηφίου είναι αναγκαία για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων. Δεν έχει λάβει χώραν τέτοια συγκεκριμενοποίηση ή εξειδίκευση στην παρούσα υπόθεση. Επομένως οι επίδικες αποφάσεις έχουν ληφθεί με τρόπο αντίθετο προς το Νόμο ήτοι τον πιο πάνω Καν. 11 (1) (α) (ιιι) και ακυρώνονται και γι΄ αυτό το λόγο.

 

 

 

 

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη προαγωγή των Ε.Μ. Αλεξάνδρου και Αγρότου και οι αποφάσεις, αντικείμενο των αιτητικών (Β) και (Γ) ακυρώνονται.

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο