ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1021/2001 και 57/2002, Μαρτίου, 2003 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1021/2001 και 57/2002, Μαρτίου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1021/2001 και 57/2002 )

 

Μαρτίου, 2003

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 1021/2001)

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ΄ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 57/2002)

1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

2. ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ,

3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΖΙΟΛΗΣ,

4. ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

Α. Ταλιαδώρος, για τον Αιτητή στην προσφυγή 1021/01.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην προσφυγή 57/2002.

Δ. Καλλίγερος, για την Καθ ΄ης η αίτηση.

Α. Παναγιώτου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με τις προσφυγές που συνεκδικάσθηκαν, το Δικαστήριο καλείται να αναθεωρήσει για τέταρτη φορά απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) που αφορά την προαγωγή του Παύλου Οικονομίδη (ε.μ.) στην μόνιμη θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών (η επίδικη θέση). Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 16.11.2001. Με την προσφυγή 1021/01 ο αιτητής συμπροσβάλλει και την προπαρασκευαστική απόφαση της ΕΔΥ να τον θεωρήσει ως μη προσοντούχο και συγκεκριμένα ότι δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Θα αναφερθώ συνοπτικά στην πορεία των γεγονότων που προηγήθηκαν της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ώστε να καταστεί ευχερής η κατανόηση των επίδικων θεμάτων. Η πρώτη απόφαση της ΕΔΥ για την προαγωγή του ε.μ. που ελήφθη στις 8.4.93, ανακλήθηκε στις 7.4.97 με αποτέλεσμα οι προσφυγές 481/93 και 511/93 οι οποίες είχαν καταχωρηθεί από τους αιτητές στις παρούσες προσφυγές να αποσυρθούν. Ο λόγος της ανάκλησης αναγόταν στην πάσχουσα αιτιολογία που εδόθη από την ΕΔΥ για την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χατζηγεωργίου, ΑΕ 1887, ημερ. 9.12.94.

Η ΕΔΥ κατόπιν επανεξέτασης προήγαγε και πάλι το ε.μ. Η δεύτερη αυτή απόφαση ακυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 7.1.2000 επί των προσφυγών αρ. 723/97 (δεύτερη προσφυγή του αιτητή Γρουτίδη) και 741/97(δεύτερη προσφυγή των αιτητών στην παρούσα 57/02). Ο λόγος ακύρωσης ήταν ότι η αιτιολογία έγινε με τη γνωστοποίηση πίνακα που εν όψει της απόφασης στην Δημοκρατία ν. Χριστάκης Ευθυμίου, ΑΕ 2743, ημερ. 20.7.00 είχε κριθεί ως παράνομη. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης διαπιστώθηκε μόνο ως προς την προσφυγή 741/97 ενώ ως προς την προσφυγή 723/97 (στην οποία εγείρετο το ζήτημα της κρίσης της ΕΔΥ αναφορικά με το κατά πόσο ο αιτητής Γρουτίδης ήταν προσοντούχος) το Δικαστήριο έκρινε ότι :

«Εν όψει της ακύρωσης της πράξης η συνεκδ. Προσφυγή 723/97 χάνει το αντικείμενο της και η δίκη καταργείται. Η προσφυγή απορρίπτεται’’ (απόσπασμα πρακτικών Δικαστηρίου ημερ. 7.1.2000).

Ακολούθως η ΕΔΥ, κατόπιν επανεξέτασης της πλήρωσης της επίδικης θέσης, κατά την συνεδρία ημερ. 27.1.2000 αποφάσισε και πάλι να προαγάγει αναδρομικά τον Οικονομίδη (ε.μ.). Ενόσω εκκρεμούσαν οι προσφυγές 804/00 (τρίτη προσφυγή του αιτητή Γρουτίδη) καθώς και η 891/00 (την οποία είχαν καταχωρήσει οι αιτητές στην παρούσα 57/02) και μετά από σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, η ΕΔΥ στις 15.6.01 ανακάλεσε την τρίτη της αυτή απόφαση για την ίδια προαγωγή. Ο λόγος της ανάκλησης, αυτή την φορά, ήταν ότι η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου που έδωσε συστάσεις δεν ήταν επιτρεπτή, αφού η υπό πλήρωση θέση αφορούσε Τμήμα της Δημόσιας Υπηρεσίας στο οποίο προϊστατο Διευθυντής.

Ύστερα από την ανακλητική απόφαση, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να προχωρήσει στη επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε η ανακληθείσα. Η επανεξέταση έλαβε χώρα στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ ημερ. 25.6.01 στην οποία παρέστη ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος κ. Κωνσταντινίδης (ο Διευθυντής), ο οποίος σύστησε τον Οικονομίδη.

Σε ότι αφορούσε τον αιτητή Γρουτίδη και τις παραστάσεις που υπέβαλε μέσω επιστολών, η ΕΔΥ επανεξέτασε το θέμα των προσόντων του και απεφάσισε ότι δεν κατέχει το προσόν της «δεκαετούς τουλάχιστον άσκησης της κτηνιατρικής από την οποία πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία», υιοθετώντας τις προηγούμενες αποφάσεις της επί του εν λόγω θέματος.

Η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της τότε προφορικής εξέτασης διότι είχε διεξαχθεί ενώπιον της Επιτροπής υπό άλλη σύνθεση. Η καθ’ ης η αίτηση σύγκρινε τους υποψηφίους με βάση τα νομοθετημένα κριτήρια και, όπως σημείωσε, έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων. Η ΕΔΥ έκρινε ότι ο Οικονομίδης ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος και τον προήγαγε αναδρομικά από 1.5.93.

 

Προσφυγή 1021/01

Ο αιτητής προβάλει ως μοναδικό λόγο ακύρωσης ότι η κρίση της ΕΔΥ πως δεν ήταν προσοντούχος γιατί δεν κατείχε το προσόν της παρ. (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, είναι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη. Επιπρόσθετα ο αιτητής εισηγείται ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα υπό τις περιστάσεις.

Ο συνήγορος της Δημοκρατίας προβάλλει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι ο αιτητής δεν νομιμοποιείται στην προσβολή της απόφασης της Επιτροπής ότι δεν ήταν προσοντούχος. Εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 26.3.93 και με αυτή, αποκλείστηκε για πρώτη φορά η περαιτέρω υποψηφιότητα του γεγονός που έκτοτε επιβεβαιωνόταν από την ΕΔΥ με ρητή υιοθέτηση της αρχικής απόφασης. Το ότι ο αιτητής καταχωρούσε προσφυγές εν τω μεταξύ και ότι τις απέσυρε ανεπιφύλαχτα είχε ως αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζεται, να μην μπορεί τώρα να επανέλθει.

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι αντιφατικοί και η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Ο αιτητής δεν απέσυρε ποτέ ανεπιφύλαχτα οποιαδήποτε από τις προσφυγές του. Αυτές απορρίπτοντο λόγω κατάργησης της δίκης και απώλειας του αντικειμένου τους κατόπιν ανακλήσεως ή ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξης, με έξοδα υπέρ του αιτητή. Μάλιστα δε, κατά την εκδίκαση της δεύτερης προσφυγής όπως αποδεικνύεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 7.1.00 (απόσπασμα παρατέθηκε στη σελ..... πιο πάνω), ο συνήγορος του αιτητή επέμενε στην εκδίκαση του θέματος των προσόντων του, παρά το γεγονός ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ είχε εκ συμφώνου ακυρωθεί λόγω πάσχουσας αιτιολογίας των συνεντεύξεων. Το Δικαστήριο ωστόσο, υπογράμμισε ότι «η απόφαση δεν επηρεάζει το θέμα που ήταν ο λόγος ακυρότητας που ήγειρε ο αιτητής στην 723/97, που ήταν η απόφαση της ΕΔΥ , ότι δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα» και προχώρησε με απόρριψη της προσφυγής του.

Εξάλλου οι προηγούμενες προσφυγές του αιτητή αφορούσαν άλλες πράξεις της ΕΔΥ έστω και αν αυτό που συμπροσβάλλονταν κάθε φορά ήταν η ίδια κατά περιεχόμενο προπαρασκευαστική απόφαση για τον αποκλεισμό του ως μη προσοντούχου. Το ζήτημα ουδέποτε εκδικάσθηκε, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο αιτητής δεν διατηρεί το έννομο συμφέρον να το εγείρει στην παρούσα προσφυγή που αφορά μια νέα πράξη. Η ΕΔΥ για πολλοστή φορά, κατόπιν νέας έρευνας εφόσον επρόκειτο για επανεξέταση, επανέλαβε ταυτόσημη κρίση ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος. Και εφόσον η εν λόγω απόφαση πλήττει άμεσα το έννομο συμφέρον του αιτητή, αυτός οποίος δικαιούται να την προσβάλει.

Η παράγραφος 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προνοούσε «δεκαετή τουλάχιστον άσκηση της κτηνιατρικής από την οποία πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία».

΄Οπως διαπιστώνω από το περιεχόμενο της αίτησης με την οποία ο αιτητής υπέβαλε υποψηφιότητα και αποτελεί μαζί με τις επιστολές του τα μοναδικά στοιχεία για τα προσόντα του στο φάκελο πλήρωσης της θέσης, η απασχόληση του με την κτηνιατρική είχε ως ακολούθως:

 

 

(α)

Κτηνίατρος υπεύθυνος Κτηνιατρικού Νοσοκομείου «Κυανούς Σταυρός» Αθηνών

 

Ιούνιο 1981-Μάρτιο 1984

(β)

Κτηνιατρικό Βασιλικό Κολέγιο Πανεπιστημίου του Λονδίνου, από το οποίο απέκτησε Διδακτορικό Δίπλωμα (Ph.D.)

 

Ιαν. 1985-Ιούλιος 1988

(γ)

Ερευνητής: Κτηνιατρικό Βασιλικό Κολέγιο Πανεπιστημίου Λονδίνου

 

Μάρτιος 1988-Αύγ. 1988

(δ)

Ιδιοκτήτης Κτηνιατρικής Κλινικής στην Λευκωσία

 

Φεβρ. 1989-Φεβρ. 1993

Η αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. για την απόφαση της ότι η πιο πάνω απασχόληση δεν πληρούσε το προσόν της παρ. (3) του σχεδίου υπηρεσίας συνοψίζεται στα ακόλουθα(απόσπασμα πρακτικών από τη συνεδρία ημερ. 22.5.97) :

«Η Επιτροπή μελέτησε εκ νέου τις παραστάσεις που ο Αιτητής Γρουτίδης Χριστόδουλος υπέβαλε με δύο επιστολές του ημερ. 7.4.93, επειδή δεν είχε κληθεί κατά την αρχική εξέταση του θέματος στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση και επαναβεβαίωσε τις αποφάσεις της που λήφθηκαν στις συνεδρίες της με ημερομηνίες 26.3.93 και 7.4.93 (θέματα Β.(1)(1) και Ν.(1)(2), αντίστοιχα), ότι δηλαδή ο Γρουτίδης δεν κατέχει το προσόν που απαιτείται στην παρ. (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωσης θέσης. Η Επιτροπή, ερμηνεύοντας το Σχέδιο Υπηρεσίας, έκρινε, με βάση τα στοιχεία που ο εν λόγω αιτητής παραθέτει στην αίτησή του, καθώς και στις πιο πάνω αναφερόμενες επιστολές του, ότι δεν κατέχει ούτε τη δεκαετή άσκηση της κτηνιατρικής ούτε την πενταετή διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση. Η μόνη απασχόλησή του κατά τη διάρκεια της οποίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απέκτησε διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση είναι αυτή του Κτηνίατρου, υπεύθυνου του Κτηνιατρικού Νοσοκομείου «Κυανούς Σταυρός» των Αθηνών η οποία όμως υπολείπεται σημαντικά (είναι μόνο διάρκειας δύο χρόνων και εννέα μηνών) της απαιτούμενης πενταετούς.

Επίσης ο εν λόγω Αιτητής δεν συμπληρώνει δεκαετή άσκηση της κτηνιατρικής δεδομένου ότι ο χρόνος που ανάλωσε σε έρευνα και μελέτες, από τον Ιανουάριο του 1985 μέχρι τον Ιούλιο του 1988, για απόκτηση του διδακτορικού του διπλώματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άσκηση της κτηνιατρικής όπως καθορίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας

 

Το τι συνιστά άσκηση της κτηνιατρικής δεν καθοριζόταν στο σχέδιο υπηρεσίας αλλά στο άρθρο 5(2) του Περί της Ασκήσεως της Κτηνιατρικής και της εγγραφής Κτηνιάτρων Νόμου του 1990(Ν.169/90).

Η ΕΔΥ είχε ενώπιον της συστατικές επιστολές που αφορούσαν την περίοδο Ιανουαρίου 85 – Ιουλίου 1988 καθώς και άλλα στοιχεία, που αποδείκνυαν ότι ο αιτητής κατά την εν λόγω περίοδο διενεργούσε κλινική και εργαστηριακή έρευνα, μελέτες καθώς και ένα ερευνητικό πρόγραμμα της φαρμακευτικής εταιρείας GLAXO στα πλαίσια της απασχόλησης του για το Κτηνιατρικό Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου. Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι κατά την εν λόγω περίοδο είχε εξασφαλίσει αντίστοιχη άδεια άσκησης της κτηνιατρικής από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η ΕΔΥ έκρινε πως η εν λόγω περίοδος απασχόλησης του αιτητή δεν αποτελούσε άσκηση της κτηνιατρικής γιατί αποκτήθηκε κατά τη χρονική αυτή περίοδο και το διδακτορικό δίπλωμα, παρά το γεγονός ότι οι πιο πάνω εργασίες φαίνεται να εμπίπτουν στην έννοια «άσκηση της κτηνιατρικής» κατά το Νόμο.

Επίσης αναφορικά με την διοικητική πείρα του αιτητή, η Επιτροπή δεν φαίνεται να αιτιολόγησε την θέση της ότι τέτοια πείρα αποκτήθηκε από τον αιτητή μόνο στο Νοσοκομείο «Κυανούς Σταυρός». Η Επιτροπή δεν αναζήτησε περαιτέρω στοιχεία για να κρίνει κατά πόσο η πείρα του αιτητή ως διευθυντού της ιδιόκτητης του κλινικής θα μπορούσε να θεωρηθεί διοικητική πείρα κατά τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή κατά πόσο συνδεόταν με την άσκηση των διοικητικών καθηκόντων της θέσης. Βλ. σχετικά Ολυμπία Στυλιανού κ.α. ν. Χατζηκωνσταντίνου και Δημοκρατίας, (1994) 3 ΑΑΔ 387, Ορφανίδη ν. Δημοκρατία, Υπόθεση αρ. 91/2001, 10.4.02 ).

Έχω τη γνώμη ότι η έρευνα που διεξήχθη δεν παρείχε ασφαλή συμπεράσματα ως προς την απασχόληση και την πείρα του αιτητή και επομένως υπήρξε πλημμελής. Η ΕΔΥ υπό τις περιστάσεις, όφειλε να διεξάγει περαιτέρω έρευνα για τη φύση της απασχόλησης του αιτητή και την αξιολόγηση των στοιχείων που ο ίδιος υπέβαλε, διότι ήταν το αρμόδιο όργανο προς διερεύνηση των προσόντων του. (Βλ. Στεφάνου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Συνεκδ. Υποθέσεις 421/91 και 450/91 ημερ. 14.9.92, Δημοκρατίας ν. Δαυίδ Γεωργίου ΑΕ 2960 ημερ. 20.2.02). Τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο αιτητής θέτουν σε αμφιβολία το θεμέλιο της έρευνας και παραπέμπουν σε πιθανότητα εμφιλοχώρησης πλάνης κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Αναφορικά με την αιτιολογία, είναι γνωστό ότι αυτή πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τον πλήρη δικαστικό έλεγχο. Στην προκειμένη υπόθεση η αιτιολογία που παρατέθηκε αποτελεί επανάληψη των όρων του σχεδίου υπηρεσίας χωρίς να αποκαλύπτεται το σκεπτικό της απόφασης της ΕΔΥ. Η διατύπωση συμπερασμάτων αναφορικά με τους επιμέρους τομείς απασχόλησης του αιτητή με απλή αναφορά στους όρους του σχεδίου υπηρεσίας χωρίς περαιτέρω ερμηνεία τους, δεν συνιστά δέουσα αιτιολογία αφού καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. (Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 917/00, ημερ. 18.1.02, Δημοκρατία ν. Χ»Γεωργίου, ΑΕ 1887, ημερ. 9.12.94, Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου κ.α., ΑΕ 1941, ημερ. 23.3.95).

Ακολουθεί πως η απόφαση της ΕΔΥ να απορρίψει τον αιτητή ως μη προσοντούχο, δεν ελήφθη μετά από πλήρη έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων και στερείται αιτιολογίας, που να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα στοιχεία για εξακρίβωση της νομιμότητας της πράξης.

Προσφυγή 57/02

Οι αιτητές εισηγούνται στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακύρωσης ότι η συμμετοχή του Διευθυντή στην διαδικασία ήταν παράνομη αφού κατά το Νόμο και τη νομολογία δεν υπάρχει δυνατότητα σύστασης για την κενή θέση Διευθυντή Τμήματος. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που έπρεπε να ανατρέξει η επανεξέταση δεν υπήρχε ο Ν.156(1)/2000 (που τροποποίησε το άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 με τη προσθήκη επιφύλαξης σύμφωνα με την οποία «όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος , στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου»). Ισχυρίζονται συνεπώς ότι η πρόσκληση του από την ΕΔΥ και η σύσταση που υπέβαλε ήταν παράνομη, εφόσον παραβίαζε το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου.

Ο κ. Καλλίγερος εκ μέρους της ΕΔΥ, αντέτεινε ότι ορθά εφαρμόστηκε ο Ν. 156(1)/2000 εφόσον κατά το χρόνο διεξαγωγής της επίδικης επανεξέτασης ο εν λόγω νόμος βρισκόταν σε ισχύ. Υπέβαλε πως η νέα πράξη που προέκυψε από την επανεξέταση, εκδίδεται στο παρόν όπου δεσμευτικό είναι το ισχύον δίκαιο και επικαλέστηκε προς τούτο γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα που στηρίχθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ανδρέα Στυλιανού ΑΕ 1028, 1029 και 1034 , ημερ. 10.7.90.

Παρόμοια ήταν και η θέση του κ. Παναγιώτου εκ μέρους του ενδ. μέρους. Ισχυρίστηκε ότι η σύσταση θα πρέπει να δίνεται απαραίτητα από το όργανο που προβλέπεται στο νόμο, ο οποίος, ισχύει κατά τον χρόνο επανεξέτασης και υποβολής της σύστασης.

Από την επιχειρηματολογία των μερών προκύπτει προς εξέταση ζήτημα καθορισμού του νομικού καθεστώτος που η ΕΔΥ όφειλε να εφαρμόσει κατά την επανεξέταση, μετά από την ανάκληση της απόφασης της. Ήταν υποχρεωμένη να ανατρέξει στο νομικό καθεστώς κατά το χρόνο της λήψης της πρώτης απόφασης της(Ν.1/90) ή μήπως όφειλε να εφαρμόσει το ισχύον κατά την επανεξέταση νομικό καθεστώς (Ν. 1/90 τροποποιηθείς από το Ν. 156(1)/2000) ;

Η νομολογία έχει επανειλημμένα τονίσει ότι κατά την επανεξέταση μετά από ακύρωση ή ανάκληση αποφάσεως, η Διοίκηση υποχρεούται να ανατρέξει και να εφαρμόσει το νομικό καθεστώς που ίσχυε στον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στο χρόνο λήψης της πρώτης απόφασης. (Βλ. Απέητος και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 64 , Ρένος Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376, Μ. Κοντογιάννη ν. ΡΙΚ, Υποθέσεις αρ. 386/88, 433/88 κ.α. ημερ. 25.8.90, Χ. Ελευθερίου ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 937/92, ημερ. 17.9.93, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Ανδρέα Ευσταθιάδη, ΑΕ 2989, ημερ. 5.6.02, Mytides v. Republic (1988) 3 CLR 737).

Αυτή η οπισθενεργός δύναμη και ακτινοβολία της ακυρώσεως κατισχύει ακόμα και του ίδιου του νομοθέτη, εφόσον τυχόν νομοθετικές τροποποιήσεις που έγιναν κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από τον χρόνο λήψης της πρώτης απόφασης μέχρι την επανεξέταση κατά κανόνα αγνοούνται στο νομικό καθεστώς που διέπει την επανεξέταση.

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(Ι)/99, η Διοίκηση κατ’ εξαίρεση πρέπει να εφαρμόσει το κατά το χρόνο εκδόσεως της νέας πράξεως ισχύον νομικό καθεστώς όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων. (Βλ. σχετικά Ηλιάδη και Δημοκρατία ν. Χριστοφή, (1991) 3 ΑΑΔ , 25)

Στη μελέτη του καθηγητή Δαγτόγλου «Το κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς κατά την θετική συμμόρφωση της Διοικήσεως στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας» Τιμητικός Τόμος ΣτΕ σελ. 580) το θέμα αναλύεται ως εξής:

 

 

«Σε μια σχετικώς πρόσφατη απόφασή του το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δέχεται τα εξής:

Κατ΄εξαίρεση όμως από της ως άνω αρχής, είναι εφαρμοστέον το κατά το χρόνο της εκδόσεως της νέας πράξεως ισχύον νομικό καθεστώς,οσάκις, το νεώτερον νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή προκύπτει εξ αυτού ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογήν των παλιών διατάξεων, ως τούτο λ.χ. συμβαίνει οσάκις η νέα ρύθμιση υπαγορεύθη εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος.

....................... η δύναμη του δεδικασμένου δεν φθάνει ως το σημείο να ανακόπτει για το μέλλον την αρμοδιότητα της νομοθετικής εξουσίας να προβαίνει σε νέες ρυθμίσεις με διατάξεις γενικής ισχύος.»

 

Στην προκειμένη υπόθεση ο τροποποιητικός Νόμος που εφάρμοσε η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση, ο Ν. 156(1)/2000, εκδόθηκε στις 24.11.2000 χωρίς αναδρομική ισχύ, δηλαδή ήταν μεταγενέστερος του ουσιώδους χρόνου της 27.1.00 που ελήφθη η ανακληθείσα απόφαση. Η Βουλή προέβη σε τροποποίηση των άρθρων 34(9) και 35(4) του Ν.1/90, ώστε όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος στις συστάσεις να προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου. Είχε προηγηθεί η απόφαση της Ολομέλειας στην Ξενής Λάρκου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2482, ημερ. 3.12.00, στην οποία ερμηνεύθηκε το άρθρο 34(9) και αποφασίσθηκε ότι εφόσον ο Διευθυντής του Τμήματος βρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια, το κενό θα μπορούσε να πληρωθεί μόνο με αναπληρωματικό διορισμό, ώστε ο αναπληρωτής Διευθυντής του τμήματος να προβεί στις συστάσεις και όχι ο Διευθυντής του οικείου Υπουργείου.

Ο τροποποιητικός Ν. 156(1)/00 ήρθε ακριβώς να ξεκαθαρίσει ρητά και με σαφήνεια πλέον ποιος είναι αρμόδιος να συστήνει στις περιπτώσεις θέσεων προϊσταμένων, αντικρούοντας την ερμηνευτική προσέγγιση και το σκεπτικό της απόφασης Λάρκου. Το άρθρο 34(9) ως είχε πριν την τροποποίηση δεν προνοούσε ειδικά τι γίνεται με τη σύσταση που αφορά σε διευθυντικές θέσεις τμημάτων, αλλά αυτό συναγόταν από την ερμηνεία του όρου «προϊσταμένου» και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Αυτό το νομοθετικό κενό ή την παράλειψη ήρθε να καλύψει ο Νόμος 156(Ι)/00. Με αυτή την έννοια, η φύση του νέου νομοθετήματος υποδηλώνει πρόθεση του νομοθέτη να μην ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί στην επανεξέταση που έγινε υστερότερα.

Εξάλλου, κατά το χρόνο έκδοσης της πρώτης απόφασης της ΕΔΥ η θέση του Διευθυντή κτηνιατρικών υπηρεσιών ήταν κενή και οι κατά καιρούς αντικαταστάτες του, οι οποίοι διετέλεσαν Αναπληρωτές Διευθυντές (ε.μ. και αιτητής 1) ήταν συνυποψήφιοι για την επίδικη θέση και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσαν να προβούν στις επίμαχες συστάσεις. Συνάγεται ότι η μόνη νόμιμη διαδικασία αντιμετώπισης της περίπτωσης ήταν αυτή που ακολούθησε η ΕΔΥ δηλαδή η κλήση του Διευθυντή προκειμένου να προβεί σε συστάσεις, όπως μάλιστα προέβλεπε και η ισχύουσα νομοθεσία (Ν. 156(1)/00).

Ο επόμενος λόγος ακυρώσεως αφορά την δυνατότητα που είχε η ΕΔΥ να χρησιμοποιήσει την παλιά σύσταση του Διευθυντή αντί να ζητήσει νέα. Εφόσον ο λόγος της ανάκλησης της προηγούμενης απόφασης ήταν ότι η σύσταση έγινε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας κατά παράβαση του τότε ισχύοντος νόμου, η ίδια σύσταση δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη από την ΕΔΥ στην επανεξέταση. Κάτι τέτοιο προσκρούει στις αρχές της επανεξέτασης που επιβάλλουν στην Διοίκηση κατά την επανάκριση, να θεραπεύσει οποιαδήποτε ακυρότητα στην διαδικασία. Επίσης η ΕΔΥ όπως ανεφέρθη ανωτέρω δεσμευόταν από το Ν. 156(1)/00 κατά την επίδικη επανεξέταση και γι’ αυτό και έπρεπε η σύσταση να επαναδοθεί από το νέο Διευθυντή ώστε να υπάρξει συμμόρφωση στο παρόν. Επομένως ούτε αυτός ο ισχυρισμός των αιτητών ευσταθεί.

Επιπρόσθετα οι αιτητές διατείνονται ότι η σύσταση ήταν αναιτιολόγητη. Το άρθρο 34 του Νόμου 1/90 που αφορά σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν απαιτεί η σύσταση να είναι αιτιολογημένη. (Βλ. Χρύσα Τζιακουρή Σιακαλλή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 262/02, ημερ. 3.3.03).

Περαιτέρω, οι αιτητές προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας. Εισηγούνται ότι η κρίση της ΕΔΥ δεν ήταν νόμιμη, γιατί δεν σταθμίστηκαν ορθά η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων και ότι εδόθη υπερβολική βαρύτητα στο περιεχόμενο της σύστασης.

Καθόσον αφορά την αξία των υποψηφίων όλοι ήταν εξαίρετοι υπάλληλοι. Ωστόσο κατά τα τελευταία προ του κρίσιμου χρόνου έτη οι αιτητές 1, 2 και 3 έχουν καλύτερη βαθμολογία σε επιμέρους στοιχεία των αξιολογικών εκθέσεων. Συγκεκριμένα για τα έτη 1984-1991 συνολικά ο αιτητής Παπαδόπουλος υπερτερεί του ε.μ. κατά 16 εξαίρετα, ο αιτητής Χατζησάββα κατά 6 εξαίρετα και ο αιτητής Πιτζιόλης κατά 9 εξαίρετα. Ο αιτητής αρ. 4 Εμμανουήλ υστερεί οριακά σε αξία έναντι του ενδ. μέρους.

Σχετικά με το κριτήριο των προσόντων μόνο ο αιτητής αρ. 3 διέθετε μεταπτυχιακό δίπλωμα (Msc in Animal Health) το οποίο σχετιζόταν άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης. Ωστόσο το εν λόγω προσόν δεν θεωρείτο πλεονέκτημα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας και συνεπώς μόνο οριακή σημασία θα μπορούσε να έχει. Οι υπόλοιποι αιτητές και το ενδ. μέρος κατείχαν ισότιμα ακαδημαϊκά προσόντα.

Αναφορικά με την αρχαιότητα των υποψηφίων, το ενδ. μέρος υπερέχει κατά 3 χρόνια έναντι των αιτητών αρ. 3 και 4 σε προηγούμενη θέση ενώ υστερεί έναντι του αιτητή αρ. 1 κατά 5 έτη στη προηγούμενη θέση του κτηνιατρικού λειτουργού 1ης τάξης και έναντι του αιτητή αρ. 2 κατά 2 έτη στη θέση κτηνιατρικού λειτουργού 2ης τάξης. Επειδή ωστόσο πρόκεται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και μάλιστα ψηλά στην ιεραρχία το κριτήριο της αρχαιότητας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αλλά απλά συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα κριτήρια. (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2879 ημερ.19.10.2000, Σιάκκα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.1711 ημερ. 19.7.99, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2549 ημερ. 15.1.01).

Η σύγκριση των υποψηφίων στο σύνολο των πιο πάνω κριτηρίων δεν φαίνεται να δικαιολογεί την κρίση της ΕΔΥ ότι το ενδ. μέρος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων (τουλάχιστον ως προς τους αιτητές αρ.1, 2 και 3). Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ενδ. μέρος υστερεί έναντι των αιτητών 1, 2 και 3 σε αξία, έναντι των αιτητών αρ. 1 και 2 σε αρχαιότητα καθώς και έναντι του αιτητή αρ. 3 σε προσόντα.

Υπό τις περιστάσεις η σύσταση ήταν το στοιχείο που επέδρασε ουσιωδώς στην λήψη της τελικής απόφασης. Η ΕΔΥ την έλαβε υπόψη ως ανεξάρτητο στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων και ενισχυτικό παράγοντα της αξίας των υποψηφίων, παρά το γεγονός ότι δεν συνάδει με την αντικειμενική αξία των υποψηφίων στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Η σύσταση όμως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων, δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δεν συναρτάται προς την αξία. (Ιωάννη Μοδίτη ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2852 ημερ. 25.10.02 ).

Ακολουθεί πως η επιλογή του ε.μ. έναντι των αιτητών 1, 2 και 3 έγινε χωρίς δέουσα και πειστική αιτιολογία και υπό καθεστώς πλάνης. Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τους αιτητές 1, 2 και 3 πάσχει επειδή δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στη σύσταση ενώ δεν αποτελούσε στοιχείο επαυξηντικό της αξίας των υποψηφίων.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους , η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς τους αιτητές 1, 2 και 3 και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Σε ότι αφορά στον αιτητή αρ. 4, κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως δεν ευσταθεί και η συνακόλουθα, προσφυγή αποτυγχάνει.

Εν όψει όσων συζητήθηκαν πιο πάνω, η προσφυγή 57/02, καθ΄ όσον αφορά τους αιτητές αρ. 1, 2 και 3, επιτυγχάνει με έξοδα και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Ως προς τον αιτητή αρ. 4 η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του.

Η προσφυγή αρ. 1021/01 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Εξοδα υπέρ των αιτητών.

 

Α. Κραμβής, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

Οι αιτητές εισηγούνται στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακύρωσης ότι, η πρόσκληση και η συμμετοχή του Γεν. Διευθυντή στην διαδικασία ήταν παράνομη, αφού κατά το Νόμο και τη νομολογία δεν υπάρχει δυνατότητα σύστασης για την κενή θέση Διευθυντή Τμήματος. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που έπρεπε να ανατρέξει η επανεξέταση δεν υπήρχε ο Ν.156(1)/2000 (που τροποποίησε το άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 με τη προσθήκη επιφύλαξης σύμφωνα με την οποία «όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου») και συνεπώς η πρόσκληση του από την ΕΔΥ και η σύσταση που υπέβαλε ήταν παράνομη και εκτός του ουσιώδους χρόνου.

Ο κ. Καλλίγερος εκ μέρους της ΕΔΥ, υποστήριξε ότι ορθά εφαρμόστηκε ο Ν. 156(1) /2000 εφόσον κατά το χρόνο διεξαγωγής της επίδικης επανεξέτασης ευρισκόταν σε ισχύ. Υπέβαλε πως η νέα πράξη που προέκυψε από την επανεξέταση, εκδίδεται στο παρόν όπου δεσμευτικό είναι το ισχύον δίκαιο και επικαλέστηκε προς τούτο γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα που στηρίχθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ανδρέα Στυλιανού, Α.Ε.1028, 1029 και 1034 , ημερ. 10.7.90 .

Παρόμοια ήταν και η θέση του κ. Παναγιώτου εκ μέρους του ενδ. μέρους. Ισχυρίστηκε ότι η σύσταση θα πρέπει να δίνεται απαραίτητα από το όργανο που προβλέπεται στο νόμο ο οποίος ισχύει κατά τον χρόνο της επανεξέτασης που υποβάλλεται η σύσταση. Άλλο, συνέχισε, πως είναι το θέμα ότι η σύσταση από πλευράς περιεχομένου θα πρέπει ασφαλώς να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε τότε.

Από την επιχειρηματολογία των μερών προκύπτει προς εξέταση το εξής ζήτημα:

Ποιό είναι το νομικό καθεστώς που όφειλε να εφαρμόσει η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση, μετά από την ανάκληση της απόφασης της; Ήταν υποχρεωμένη να ανατρέξει στο νομικό καθεστώς κατά το χρόνο της λήψης της πρώτης απόφασης της (Ν. 1/90) ή μήπως να εφαρμόσει το ισχύον κατά την επανεξέταση νομικό καθεστώς (Ν. 1/90 τροποποιηθείς από το Ν. 156(1)/00).

 

Στο σύγγραμμα της Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου «Αι συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως» (1988), αναγράφονται σχετικά με το τεθέν ερώτημα τα εξής:

«Κατά γενικήν αρχήν του δημοσίου δικαίου η νομιμότης των διοικητικών πράξεων κρίνεται επί τη βάσει του κατά την έκδοσίν των ισχύοντος νομοθετικού και πραγματικού καθεστώτος . ...........

Εξαίρεσιν από τον ως άνω κανόνα αποτελεί η αρχή κατά την οποίαν κρίσιμον νομικόν και πραγματικόν καθεστώς των πράξεων συμμορφώσεως προς την ακυρωτικήν απόφασιν και αποκαταστάσεως είναι όχι το της εκδόσεως τούτων, αλλά το της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως.

Πράγματι, βάσει της αρχής της αναδρομικότητος της ακυρώσεως, η ακύρωσις διοικητικής πράξεως ανατρέχει εις το χρονικόν σημείον της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως και επαναφέρει τα πράγματα υπό το νομικόν και πραγματικόν καθεστώς το υφιστάμενον κατά τον χρόνον των διοικητικών ενεργειών των αποληξασών εις την έκδοσιν της ακυρωθείσης πράξεως.

Η αρχή αυτή της αναδρομής της ακυρώσεως εις τον χρόνον εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως ή παραλείψεως έχει ως συνέπειαν: Τόσον το γεγονός ότι κρίσιμον νομικόν και πραγματικόν καθεστώς διά την νομιμότητα των πράξεων της Διοικήσεως των επιχειρουμένων εις συμμόρφωσιν προς την ακυρωτικήν απόφασιν είναι το της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως ή το της συντελέσεως της ακυρωθείσης παραλείψεως και όχι το ισχύον καθ΄ όν χρόνον λαμβάνουν χώραν αι ενέργειαι αποκαταστάσεως. όσον και το ότι μεταγενεστέρα μεταβολή της νομοθεσίας ή της πραγματικής καταστάσεως δεν απαλλάσσει την Διοίκησιν της υποχρεώσεως εις συμμόρφωσιν, ούτε επηρεάζει τας ενεργείας αποκαταστάσεως ή άλλας δυνητικάς ή υποχρεωτικάς ενεργείας αυτής. ......................

Η εξαίρεσις αυτή από τον κανόνα, ισχύει διά τας πράξεις τας εκδιδομένας υποχρεωτικώς εις αντικατάστασιν της ακυρωθείσης και διά τας αποσκοπούσας εις αποκατάστασιν των πραγμάτων εις την θέσιν όπου θα ήσαν εάν δεν είχεν εκδοθή η ακυρωθείσα πράξις. Επί παραδείγματι, ακυρωθέντος γενομένου διορισμού οφείλει η Διοίκησις κατά την νέαν πλήρωσιν της εν λόγω θέσεως να ενεργήση επί τη βάσει του κατά την έκδοσιν του ακυρωθέντος διορισμού υφισταμένου νομικού και πραγματικού καθεστώτος.»

 

Επίσης στο σύγγραμα του Γ. Χαραλάμπους «Η δράση και ο έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης» αναφέρονται τα ακόλουθα

«Κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης λαμβάνεται υπόψη το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η απόφαση αυτή. Με βάση την αρχή αυτή, κρίθηκε ότι δεν ήταν επιτρεπτό κατά την επανεξέταση ακυρωθείσας προαγωγής να ζητηθούν οι απόψεις του νέου Διευθυντή.

Κατ΄ εξαίρεση, είναι εφαρμοστέον το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης ισχύον νομικό καθεστώς όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης «δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογήν των παλαιών διατάξεων.»

 

 

Οι πιο πάνω αρχές που διέπουν την υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά την επανεξέταση μετά από ακύρωση πράξεως, να ανατρέχει στο νομικό καθεστώς που ίσχυε στον ουσιώδη χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά και κατά την επανεξέταση μετά από ανάκληση πράξεως.(Βλ. σχετικά την υπόθεση Απέητος και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991)3 Α.Α.Δ 64).

Η νομολογία που επικύρωσε τις πιο πάνω αρχές είναι ευρύτατη. (Ρένος Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ.376, Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163, Μ. Κοντογιάννη ν. ΡΙΚ Υποθέσεις αρ. 386/88,433/88 κ.α.ημερ. 25.08.90, Χ. Ελευθερίου ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 937/92, ημερ. 17.09.93, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Ανδρέα Ευσταθιάδη, ΑΕ 2989 ημερ. 5.06.02, Mytides v. Republic (1988) 3 CLR 737). Η υπόθεση Στυλιανού (πιο πάνω) στην οποία έκανε ιδιαίτερη μνεία ο συνήγορος της Δημοκρατίας εκφράζει διαφορετική άποψη η οποία όμως δικαιολογείτο βάσει των γεγονότων της υπόθεσης και δεν αποτελεί παρέκκλιση από τη πάγια νομολογία.

Στην υπόθεση Ηλιάδη και Δημοκρατία ν. Χριστοφή, (1991 )3 ΑΑΔ, 25 αναφέρθηκε ότι η αρχή της επανεξέτασης επιβάλλει όπως εφαρμόζεται το δίκαιο που ίσχυε κατά την έκδοση της απόφασης που ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε. Κατ΄ εξαίρεση όμως είναι εφαρμοστέο το ισχύον νομικό καθεστώς όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων. (Βλ. σχετικά απόφαση Στ. Ε 3805/75). Ο καθηγητής Δαχτόγλου αναφέρει σχετικά στο σύγγραμμα του «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τόμος γ/ιι σελ. 150-151 τα παρακάτω:

 

«Κατ΄εξαίρεση όμως από της ως άνω αρχής, είναι εφαρμοστέον το κατά το χρόνο της εκδόσεως της νέας πράξεως ισχύον νομικό καθεστώς, οσάκις, το νεώτερον νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή προκύπτει εξ αυτού ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογήν των παλιών διατάξεων, ως τούτο λ.χ. συμβαίνει οσάκις η νέα ρύθμιση υπαγορεύθη εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος.»

 

 

Στην προκειμένη υπόθεση ο τροποποιητικός Νόμος που εφάρμοσε η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση, ήτοι ο Ν. 156(1) /2000 εκδόθηκε στις 24.11.2000 και ήταν μεταγενέστερος του ουσιώδους χρόνου που ελήφθη η ανακληθείσα απόφαση δηλαδή της 27/1/00. Το εν λόγω νομοθέτημα εισαγάγει ουσιαστική και όχι διαδικαστική διάταξη (οι μεταγενέστερες του χρόνου που ελήφθη η ανακληθείσα η ακυρωθείσα πράξη διαδικαστικές διατάξεις μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση χωρίς να παραβιάζεται το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου) και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Τίποτα επίσης στο εν λόγω νόμο δεν υποδηλώνει πρόθεση του νομοθέτη να μην ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.

Είναι επομένως κατά την άποψη μου πρόδηλο ότι η φύση του νέου νομοθετήματος δεν ήταν τέτοια που να επέβαλε την εφαρμογή του κατά επανεξέταση . Η ΕΔΥ κατά την επανάκριση εξέδωσε νέα απόφαση με αναδρομική ισχύ, χωρίς ωστόσο να εφαρμόσει το δίκαιο που ίσχυε προτού πραγματοποιηθεί η ανάκληση (παρά το γεγονός ότι αναγνώριζε αυτή την υποχρέωση της όπως αποκαλύπτει η αναφορά της στα πρακτικά ότι «προχώρησε στην επανεξέταση ….., με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε η ανακληθείσα απόφαση»). Η ΕΔΥ πεπλανημένα κάλεσε τον Διευθυντή του Υπουργείου να δώσει συστάσεις κατ’ εφαρμογή μεταγενέστερου νομοθετήματος που θα έπρεπε να αγνοήσει.

Μάλιστα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΔΥ επέλεξε να καλέσει τον νέο Διευθυντή κατ’ εφαρμογή του νεότερου νόμου, παρά το ότι :

  1. Ο λόγος της ανάκλησης της προηγούμενης απόφασης της αφορούσε ακριβώς στην παράνομη παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου.
  2. Από τις 27 Ιανουαρίου 2000 που ελήφθη η απόφαση μεσολάβησε αρκετός χρόνος τόσο για την ανάκληση της όσο και για την επανεξέταση που έγινε στις 25.06.01, γεγονός που συνεπάγεται καθυστέρηση εκ μέρους της καθ’ης η αίτηση να ανακαλέσει και να απανεξετάσει εντός ευλόγου χρόνου από την λήψη της απόφασης.
  3. Ο Διευθυντής κατά την επανεξέταση ήταν άλλος από αυτόν που έδωσε την σύσταση κατά το χρόνο λήψης της ανακληθείσας απόφασης και είχε πρόσφατα διορισθεί.

Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι η ΕΔΥ όφειλε να συμμορφωθεί με το νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου και να μην καλέσει τον Διευθυντή του Υπουργείου να προβεί σε συστάσεις. Αφενός η συμμετοχή του Διευθυντή στην διαδικασία της επανεξέτασης και αφετέρου η σύσταση του, η οποία μάλιστα επενέργησε σημαντικά στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης της ΕΔΥ, συνιστούσαν μη νομοθετικά επιβεβλημένα νέα στοιχεία που δεν αποτελούσαν δεδομένα της πρώτης εξέτασης. Συνάγεται ότι η επανεξέταση έγινε υπό καθεστώς νομικής πλάνης και κατά παράβαση του καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου. Συνεπώς η τελική απόφαση καθίσταται άκυρη.

Εν όψει της κατάληξης αυτή δεν θα προχωρήσω με την εξέταση των υπολοίπων ισχυρισμών που προέβαλαν οι αιτητές.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο