ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση αρ. 768/01)
20 Μαρτίου 2003
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 19, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΥΙΖΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ- ΖΑΝΝΕΤΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ης η αίτηση.
-----------------------------------
Α. Σ. Αγγελίδης,
για την αιτήτριαΙ. Νικολάου, για την καθής η αίτηση
Το ενδιαφερόμενο μέρος εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) ημερ. 26/7/01, η οποία δημοσιεύθηκε επίσημα στις 24/8/01. Με την απόφαση, το ενδιαφερόμενο μέρος (ε.μ.) Μιχαλάκης Ραφτόπουλος προάχθηκε στη μόνιμη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας στη Νομική Υπηρεσία από 15/8/01. Η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής με τον τρόπο που προσδιορίζει το οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Σύμφωνα με τους όρους του, για κατάληψη της θέσης με προαγωγή, απαιτείται τριετής τουλάχιστο υπηρεσία στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α (βλ. παράγρ. «Β»).
Το σχέδιο υπηρεσίας έχει 4 Σημειώσεις. Η Σημείωση (1) έχει ιδιαίτερη σημασία. Σ’ αυτή βασίστηκε η προδικαστική ένσταση του ε.μ. Αναφέρει ότι η θέση αυτή θα είναι θέση προαγωγής μόνο εφόσο εξακολουθούν να υπάρχουν υποψήφιοι που υπηρετούσαν ως νομικοί λειτουργοί στη Νομική Υπηρεσία κατά την έγκριση του παρόντος σχεδίου υπηρεσίας (δηλ. στις 31/8/89). Σε τέτοια περίπτωση οι υποψήφιοι θα πρέπει να ικανοποιούν τα προσόντα που αναφέρονται στην παράγραφο «Β» πιο πάνω μόνο. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου. Βοηθούν να κατανοήσουμε την ένσταση του ε.μ. και τα επιχειρήματα που την αφορούν.
Μπορεί να αναφερθεί και η 2η Σημείωση. Προβλέπει ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχουν Δικηγόροι της Δημοκρατίας Α΄ με 3ετή υπηρεσία, τότε μπορούν να προαχθούν οι Δικηγόροι της Δημοκρατίας Α΄ με 6ετή άσκηση καθηκόντων Νομικού Λειτουργού στη Νομική Υπηρεσία που κατά την 31/8/89 (ημερομηνία έγκρισης του παρόντος σχεδίου υπηρεσίας) υπηρετούσαν στη θέση Λειτουργού Νομικών Ερευνών 1ης ή 2ης τάξης ή στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας Β΄. Ας σημειωθεί ότι η δημοσίευση του έγινε στις 8/9/89. Τα απαιτούμενα για πρώτο διορισμό προσόντα καθορίζει η παραγρ. Α. Ο υποψήφιος πρέπει να είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος στην Κύπρο με 10ετή τουλάχιστο άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Με βάση την παράγρ. Γ (γ) και για τα δύο Α και Β (πρώτο διορισμό και προαγωγή) των απαιτούμενων προσόντων μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα νομικά αποτελεί πλεονέκτημα.
Χρειάζεται μια σύντομη ματιά στη σταδιοδρομία του κάθε διάδικου. Η αιτήτρια ήταν υποψήφια για διορισμό στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας κατά το 1990, αλλά δεν επιλέγηκε. Η επιτυχής έκβαση προσφυγής της στο Ανώτατο Δικαστήριο είχε ως αποτέλεσμα το διορισμό της στη θέση το 1997 με αναδρομική δύναμη από 16/7/90. Το ε.μ. υπηρετεί στη δημόσια υπηρεσία από το 1968. Το 1985 διορίστηκε στη Νομική Υπηρεσία ως Νομικός Βοηθός 2ης τάξης και το 1987 προάχθηκε σε Νομικό Βοηθό 1ης τάξης (μεταγενέστερα οι θέσεις ενοποιήθηκαν και μετονομάστηκαν σε Δικηγόρο της Δημοκρατίας). Κατά το 1991 προάχθηκε σε Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄. Με βάση ειδική διάταξη του προϋπολογισμού (που κάλυπτε μόνο τους λειτουργούς που υπηρετούσαν την 1/1/89) το ε.μ. τοποθετήθηκε πάνω σε προσωπική βάση στις συνδυασμένες κλίμακες Α13 και Α15.
Κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της Ε.Δ.Υ. ο Γενικός Εισαγγελέας, αφού τέθηκαν στη διάθεση του οι φάκελοι των δύο υποψηφίων (δεν υπήρχαν άλλοι), σύστησε για προαγωγή το ε.μ. Η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια επέλεξε το ε.μ. γιατί, όπως έκρινε, υπερείχε γενικά της ανθυποψήφιας του. Προβλήθηκε σωρεία λόγων ακύρωσης: (1) ότι παραγνωρίστηκε τόσο από το Γενικό Εισαγγελέα (Γ.Ε.) όσο και την Ε.Δ.Υ. ο μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών της αιτήτριας (barrister at law), που αποτελεί πλεονέκτημα κατά το σχέδιο υπηρεσίας, χωρίς να δοθεί η επιβαλλόμενη ειδική αιτιολογία.
Ο 2ος λόγος ακύρωσης αφορά τη σύσταση του Γ.Ε. υπέρ του ε.μ. Βάλλεται πανταχόθεν. Πρώτα, ότι είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Καταρχήν ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι η αναφορά και μόνο του Γ.Ε. στην επιστολή ημερ. 15/2/01 πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση την επίδικη πράξη. Θα εξηγήσω μετά τι ήταν η επιστολή. Περαιτέρω ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι λανθασμένα ο Γ.Ε. σύγκρινε το πρώτο έτος αξιολόγησης της αιτήτριας (1997) με το αντίστοιχο έτος του ε.μ., που ήταν δημόσιος υπάλληλος από το 1968. Και τούτο διότι, κατά το συνήγορο, είναι γνωστό ότι με την πάροδο των ετών η βαθμολογία των υπαλλήλων βελτιώνεται ή, όπως το έθεσε, υπάρχει «αύξηση στις αξιολογήσεις». Και συμπλήρωσε, λέγοντας ότι η παρανομία της διοίκησης, που δεν την επέλεξε το 1990, τής στέρησε τη δυνατότητα να δείξει την αξία της από το 1990-1997. Επίσης έδωσε μεγάλη σημασία στην αρχαιότητα, ενώ δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο.
Δεύτερο, η σύσταση, που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου, όπως εδώ, δεν έχει αντικειμενική αξία και δεν προσθέτει στα ήδη υπάρχοντα στοιχεία. Τρίτο, είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η σύσταση πάσχει γιατί αναφέρεται στη φύση των καθηκόντων που εκτελούσαν οι υποψήφιοι με αποτέλεσμα να θυματοποιείται η ίδια. Η επίμαχη δήλωση του Γ.Ε. ενώπιον της Ε.Δ.Υ. έχει ως εξής:
«Ο Ραφτόπουλος αποδίδει καλύτερα αν αφεθεί να συγκεντρωθεί σε συγκεκριμένο θέμα, πράγμα που γίνεται τακτικά διότι ανέλαβε την εναρμόνιση της νομοθεσίας για το περιβάλλον για το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η Χριστοδουλίδου μπορεί να ασχοληθεί ταυτόχρονα με ποικίλα θέματα και να αποδώσει ποσοτικά καλύτερα, αλλά κρίνω ότι ο Ραφτόπουλος υπερέχει στη δυνατότητα εμβαθύνσεως σε συγκεκριμένο θέμα.»
Το τέταρτο σημείο, που αφορά το κύρος της σύστασης, έχει διαφορετική χροιά. Και στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, όταν ακόμη ο Γ.Ε. ασκούσε τη δικηγορία ως ελεύθερος επαγγελματίας, ήταν ο δικηγόρος της αιτήτριας στην προσφυγή της, ως αποτέλεσμα της οποίας πέτυχε τον αναδρομικό από το 1990 διορισμό της στη Νομική Υπηρεσία. Αυτή η σχέση έπρεπε να αποκαλυφθεί στην Ε.Δ.Υ. γιατί τελικά λειτούργησε σε βάρος της. Ο ισχυρισμός βασίζεται στην υπόθεση ότι η σύσταση έκλινε υπέρ του ε.μ. για να μη θεωρηθεί ότι ο Γ.Ε. ευνόησε την πρώην πελάτιδα του. Γιαυτό έπρεπε να κληθεί να προβεί σε συστάσεις ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Άλλο τρωτό σημείο της σύστασης είναι ότι ο Γ.Ε., χωρίς να υπήρχαν ακόμη οι εκθέσεις για το 2001, ανέφερε ουσιαστικά ότι οι διάδικοι ισοβαθμούσαν, όπως και κατά τα έτη 1999 και 2000, που υπήρχαν εκθέσεις.
Οι επόμενοι λόγοι συνοψίζονται ως εξής. Παραπονείται η αιτήτρια και σε σχέση με την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι λήφθηκε χωρίς η ίδια να διεξάγει δέουσα έρευνα (3ος λόγος) και ότι δέχθηκε παθητικά όσα της υπέβαλε ο Γ.Ε. Επίσης ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη (4ος λόγος). Ο τελευταίος λόγος ακυρότητας αφορά τη λειτουργία της Ε.Δ.Υ. Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι δύο μέλη της ήταν απόντα και ότι δε δόθηκε καμιά εξήγηση για την απουσία τους ή αν τα μέλη αυτά είχαν προσκληθεί δεόντως.
Το ε.μ. πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια λανθασμένα κρίθηκε προσοντούχος για τη θέση. Υποστήριξε την άποψη του παραπέμποντας στη Σημείωση (1) του σχεδίου υπηρεσίας και λέγοντας ότι τέθηκε για να ευνοήσει εκείνους που υπηρετούσαν την 31/8/89, όπως ο ίδιος. Σκοπός την πρόνοιας ήταν να δώσει προτεραιότητα στους συγκεκριμένους νομικούς λειτουργούς. Κατά το ε.μ. πρόθεση του Υπουργικού Συμβουλίου να παραχωρήσει το ευεργέτημα ήταν να άρει μερικώς την αδικία που προκλήθηκε από την αναδιάρθωση των θέσεων στη Νομική Υπηρεσία. Η εισήγηση του είναι ότι η αιτήτρια εστερείτο εννόμου συμφέροντος να προσφύγει γιατί δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της Σημείωσης (1). Πρόσθετος λόγος είναι ότι η αιτήτρια αμειβόταν με βάση κατώτερη μισθολογική κλίμακα από το ε.μ. Άρα, με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 28(1) και (3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, υπηρετούσε σε κατώτερη τάξη της ίδιας θέσης.
Αυτά αναφορικά με την προδικαστική ένσταση του ε.μ. Θα συνεχίσω, αναφέροντας συνοπτικά τις απαντήσεις του στους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Σε σχέση με το πλεονέκτημα της παραγρ. Γ(γ), παρόλο που ο Γ.Ε. και η Ε.Δ.Υ. το αναγνώρισαν ως τέτοιο, το ε.μ. διαφωνεί, όχι γιατί το barrister at law δε θεωρείται μεταπτυχιακό προσόν, αλλά γιατί από τη στιγμή που εφαρμόστηκε η Σημείωση (1), τότε οι παράγρ. Α και Γ δεν ισχύουν. Υποστήριξε βέβαια ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι ορθή και αιτιολογημένη, αλλά ισχυρίστηκε ότι η απόφαση που αφορά το πλεονέκτημα αντίκειται στις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας. Το ε.μ. έθεσε και θέμα κατά πόσο το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας υπερισχύει των δικών του πρόσθετων προσόντων, που όμως δε συνιστούν πλεονέκτημα κατά το σχέδιο υπηρεσίας.
Τα προσόντα αυτά έχει περιγράψει ο Γ.Ε. στη σύσταση του δίνοντας σ’ αυτά τη σωστή, από νομική άποψη, διάσταση τους:
«Ο Ραφτόπουλος έχει παρακολουθήσει μία σειρά μαθημάτων αρκετά ενδιαφέρουσα στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου για τρεις μήνες περίπου. Αυτή είναι μία σειρά μαθημάτων που την παρακολούθησαν και άλλοι στην Υπηρεσία και δίδει αρκετή ικανότητα σε θέματα σύνταξης νομοθεσιών. Επίσης παρακολούθησε σειρά μαθημάτων που οργανώθηκε από τη Γραμματεία της Κοινοπολιτείας στη Ναϊρόμπι διάρκειας πέντε περίπου μηνών. Στον Ραφτόπουλο, με βάση τα πιο πάνω, δεν μπορούν να λογιστούν ως πλεονέκτημα εν τη εννοία του Σχεδίου Υπηρεσίας, αλλά πρέπει να συνυπολογιστούν για την οποιαδήποτε βαρύτητα κρίνει η Επιτροπή. Συνυπολογίζονται αλλά δεν δίδεται τέτοια βαρύτητα που έχει το πλεονέκτημα.»
Ο κ. Ραφτόπουλος υποστήριξε ότι εν πάση περιπτώσει το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας δεν πρέπει να αφεθεί να λειτουργήσει υπέρ της για τρίτη φορά. Η πρώτη ήταν για το διορισμό της και η δεύτερη όταν της αναγνωρίστηκε πρόσθετη υπηρεσία 10 μηνών με βάση τον Κανονισμό 15(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91), που της επέτρεψε να είναι τώρα υποψήφια. Διεκδίκησε επίσης υπεροχή σε αξία την οποία ενισχύει η μεγαλύτερη πείρα του, καθώς και η έκδηλη υπεροχή που έχει, κατά 6 ½ περίπου χρόνια, σε αρχαιότητα. Σχετικά με την πείρα παρέπεμψε στην απόφαση στις Α.Ε. 2993, 2995 Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου ημερ. 5/1/02, στην οποία κρίθηκε ότι η άσκηση της δικηγορίας επαυξάνει τις νομικές γνώσεις ενός υποψηφίου.
Ο δικηγόρος κ. Ι. Νικολάου, που εμφανίστηκε για τη Δημοκρατία, είχε άλλη γραμμή πλεύσης από εκείνη του ε.μ. Δέχθηκε ότι και οι δύο ήταν προσοντούχοι. Ο Γ.Ε. αιτιολόγησε πλήρως την προτίμηση του για το ε.μ. που δεν είχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Τόνισε όμως τα πρόσθετα προσόντα του και τη σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της θέσης. Και επίσης ότι η Ε.Δ.Υ έδωσε ικανοποιητική ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος, δηλαδή, την έκδηλη αρχαιότητα, την αξία του και τη σύσταση. Η αναφορά του Γ.Ε. στην επιστολή της 26/7/01 δεν επηρέασε την επίδικη απόφαση. Επίσης υπογράμμισε ότι όντως ανέφερε ο Γ.Ε. στην Ε.Δ.Υ. ότι ο αναδρομικός διορισμός της δεν πρέπει να λειτουργήσει με κανένα τρόπο σε βάρος της. Όμως, με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις 1997-2000, που λήφθηκαν υπόψη, υπερείχε το ε.μ. σε αξία, στην οποία προσθέτει η μεγαλύτερη πείρα του. Τελειώνοντας, είπε ότι ο ισχυρισμός για τη μη αποκάλυψη της επαγγελματικής σχέσης πρέπει να απορριφθεί γιατί αυτή δε δικαιολογούσε την εξαίρεση του Γ.Ε.
Απαντώντας, ο κ. Αγγελίδης είπε ότι, αφού η αιτήτρια κρίθηκε προσοντούχος από το Γ.Ε., ισχύει υπέρ της το τεκμήριο νομιμότητας. Διαφώνησε όμως και επί της ουσίας, υποστηρίζοντας ότι είναι σαφές από τις παραγρ. Β και Γ του σχεδίου υπηρεσίας ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος είναι πλεονέκτημα, όπως έκρινε ο Γ.Ε. και η Ε.Δ.Υ. Η στάση του ε.μ. από τη μια να δέχεται την επίδικη απόφαση και από την άλλη να την επικρίνει για την ερμηνεία που έδωσε για το πλεονέκτημα δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Για την πείρα της αιτήτριας, ανέφερε ότι η αποκατάσταση με τη δικαστική απόφαση είναι πλήρης και η πλασματική της υπηρεσία υπαρκτή. Για τα υπόλοιπα επαναλαμβάνει τα αρχικά του επιχειρήματα.
Έννομο συμφέρον της αιτήτριας να διεκδικήσει τη θέση –
Κατώτερη κλίμακα της αιτήτριας – Σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας
Πρυτανεύει εδώ η αρχή, που επανέλαβε πρόσφατα η Α.Ε. 2929 Στυλιανή Πέτρου Κούνουνα ν. Δημοκρατίας ημερ. 31/12/01, ότι η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, όπως και η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων, εμπίπτουν στις πρωτογενείς εξουσίες της Ε.Δ.Υ., υπό την αίρεση της αρχής της λογικά παραδεκτής ερμηνείας. Στην προκείμενη περίπτωση το διορίζον όργανο έκρινε ότι η αιτήτρια ήταν προσοντούχος, το δε σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε για την πλήρωση της θέσης τόσο με πρώτο διορισμό (παραγρ. Α) όσο και με προαγωγή (παραγρ. Β) το πλεονέκτημα της παραγρ. Γ(γ).
Εδώ η Σημείωση καθιέρωσε τη θέση ως προαγωγής – και όχι πρώτου διορισμού και προαγωγής – μόνο εφόσο υπάρχει υποψήφιος που υπηρετούσε ως νομικός λειτουργός κατά τη χρονολογία έγκρισης του. Κατά τη γνώμη μου η Σημείωση αποσκοπούσε στον αποκλεισμό όσων θα ήταν υποψήφιοι για πρώτο διορισμό και όχι εκείνων, όπως η αιτήτρια, που διεκδίκησε τη θέση ως θέση προαγωγής με βάση την παράγρ. Β. Και περαιτέρω ότι ορθά αυτή θεωρήθηκε υποψήφια. Το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε χαμηλότερη αμοιβή δεν είναι καθοριστικό. Σημασία έχει ότι και οι δύο πληρούσαν το προσόν της τριετούς υπηρεσίας της παραγρ. Β. Επανερχόμενος στο προηγούμενο θέμα, μου φαίνεται ότι είναι καθαρό ότι η παράγρ. Β, που είναι η κύρια πρόνοια, προβλέπει ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα είναι πλεονέκτημα και για τις δύο περιπτώσεις, είτε η θέση πληρούται ως πρώτου διορισμού είτε ως προαγωγής. Διαφορετική αντίκρυση ίσως δημιουργούσε και πρόβλημα άνισου μέτρου κρίσης από το ίδιο το σχέδιο υπηρεσίας. Η λέξη «μόνο» στη Σημείωση είναι ατυχής και πλεονασματική.
Εξάλλου το ίδιο θέμα εξέτασε η Ολομέλεια στην υπόθεση Στέλλα-Μαρία Ιωαννίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 171. Παραθέτω, από την απόφαση του Αρτεμίδη Δ., το παρακάτω απόσπασμα από το οποίο προκύπτει ότι επιχείρημα παρόμοιο με εκείνο του ε.μ. απορρίφθηκε:
«Η θέση αυτή θα είναι θέση Προαγωγής μόνο εφόσον εξακολουθούν να υπάρχουν υποψήφιοι που υπηρετούσαν ως Νομικοί Λειτουργοί στη Νομική Υπηρεσία κατά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας. Σε τέτοια περίπτωση οι υποψήφιοι θα πρέπει να ικανοποιούν τα προσόντα που αναφέρονται στην παράγραφο «Β» πιο πάνω μόνο.»
Είναι έκδηλο από την πρόνοια αυτή πως στην περίπτωση που η θέση πληρούται διά προαγωγής, εφόσον υπάρχουν υποψήφιοι Νομικοί Λειτουργοί στη Νομική Υπηρεσία, απαιτούνται μόνο τα προσόντα της παραγρ. Β των Σχεδίων Υπηρεσίας, ενόψει και της παραγρ. Γ. Εισηγείται λοιπόν ο δικηγόρος της Δημοκρατίας και του ενδιαφερομένου μέρους – Πετρίδου, ότι, εφόσον η σημείωση ρητά αναφέρει πως οι υποψήφιοι στην περίπτωση που η θέση πληρούται διά προαγωγής δέον να ικανοποιούν τα προσόντα που αναφέρονται στην παραγρ. Β μόνον, τούτο σημαίνει πως δεν ισχύουν γι’ αυτούς τα προσόντα της παραγρ. Γ των Σχεδίων Υπηρεσίας.
Έχουμε τη γνώμη πως η παράγραφος Γ λειτουργεί, όπως αναφέρεται ρητά στον τίτλο της και «για τα δύο Α και Β», όταν δηλαδή η θέση θεωρείται ως προαγωγής ή πρώτου διορισμού και προαγωγής. Το μεταπτυχιακό δίπλωμα όμως της υποπαραγράφου (γ), που θεωρείται ως πλεονέκτημα, δεν είναι απαιτούμενο προσόν αλλά επιπρόσθετο. Επομένως, ήτο εύλογα επιτρεπτό στην ΕΔΥ να προχωρήσει με την εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας όπως η ίδια τα ερμήνευσε στο πλαίσιο της δικής της αρμοδιότητας.
Η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ κινήθηκε στο χώρο της διακριτικής ευχέρειας, συμμορφούμενη μάλιστα με την ευθυγραμμισμένη νομολογία μας, που απαιτεί ειδική αιτιολόγηση, όπου προτιμήθηκε υποψήφιος που δεν έχει το πλεονέκτημα έναντι άλλου που το διαθέτει. Οι δυο επιλεγέντες για προαγωγή είχαν την αιτιολογημένη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα, ενώ η ίδια η ΕΔΥ έδωσε τη δική της αιτιολογία γιατί επέλεξε την κ. Πετρίδου για προαγωγή αντί της αιτήτριας.»
Ανεξάρτητα από την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση, πρέπει να λεχθεί ότι το ε.μ. δεν μπορεί να επιδοκιμάζει την επίδικη απόφαση επειδή είναι ευνοϊκή γιαυτόν και συγχρόνως να την αντιμάχεται στο σημείο που δεν επικροτεί ή δεν τον εξυπηρετεί (βλ. Α.Ε. 2422, 2423 Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας ημερ. 17/5/00).
Ειδική αιτιολογία – Σύσταση του Γ.Ε.
Προχωρώ, επομένως, να εξετάσω αν δόθηκε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση από το Γ.Ε. και την Ε.Δ.Υ. του πλεονεκτήματος της αιτήτριας, θέμα που συνάπτεται με τη σύσταση, που θα εξετάσω παράλληλα. Έχω υπόψη μου το κείμενο της σύστασης στην ολότητα του, πέρα από τα αποσπάσματα που καταγράφει η απόφαση. Φαίνεται ότι τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την προτίμηση του Γ.Ε. ήταν η έκδηλη υπεροχή του ε.μ. σε αρχαιότητα (πάνω από 6 χρόνια) και η ικανότητα του να εμβαθύνει στα νομικά θέματα. Επίσης η έκδηλη υπεροχή του, όπως τη χαρακτηρίζει ο Γ.Ε., στην αξία.
Στην Ιωαννίδου, ανωτέρω, ο Γ.Ε. για τις ίδιες θέσεις, που ήταν τότε κενές, σύστησε για προαγωγή τα ε.μ. Το ουσιώδες στοιχείο στην πρόταση του ήταν ότι οι προαχθέντες υπερείχαν σε αρχαιότητα τόσο στη θέση που κατείχαν όσο και στην προηγούμενη. Η μεγαλύτερη υπηρεσία σήμαινε και μεγαλύτερη πείρα που, κατά το Γ.Ε., ήταν σοβαρό κριτήριο, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων της θέσης. Η Ολομέλεια έκρινε ότι η προαγωγή του ε.μ., που δεν κατείχε το προβλεπόμενο πλεονέκτημα, αιτιολογήθηκε αρκούντως μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ.
Θα θυμίσω εδώ ότι το ε.μ. διορίστηκε στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας την 1/9/91, ενώ η αιτήτρια στις 15/4/98. Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71,79, αποφασίστηκε ότι όταν οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία, η αρχαιότητα, ως ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου. Σημειώνω εδώ τη διαφωνία μου ότι ο παράγων αυτός είναι περιορισμένης σημασίας, αφού έχουμε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Αυτή ήταν η σχετική εισήγηση του κ. Αγγελίδη. Η θέση πληρώθηκε ως θέση προαγωγής σύμφωνα με τη Σημείωση 1. Όμως προκύπτει και από το σχετικό πρακτικό της απόφασης της Ε.Δ.Υ. ότι σημαίνοντα ρόλο για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος φαίνεται να είχε η αρχαιότητα, καθώς και η υπεροχή του σε αξία:
«Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση και επιλέγοντας τον Ραφτόπουλο, έλαβε υπόψη ότι αυτός προηγείται σε αρχαιότητα της ανθυποψήφιας του κατά 6 ½ περίπου χρόνια, υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και, επιπλέον, έχει υπέρ του την αιτιολογημένη, αναλυτική και αρκούντως πειστική σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας.»
Θα σχολιάσω στη συνέχεια τις άλλες επικρίσεις κατά της σύστασης.
Αναφορά στη φύση των καθηκόντων του ε.μ. – θυματοποίηση αιτήτριας
Ο Γ.Ε. αναφέρθηκε και στα καθήκοντα που εκτελούσε η αιτήτρια. Μάλιστα τόνισε την ικανότητα της αιτήτριας να ασχοληθεί με ποικίλα θέματα και να αποδώσει ποσοτικά καλύτερα. Αναφορικά με τον κ. Ραφτόπουλο έδωσε έμφαση στην ευχέρεια του στη σύνταξη νομοθεσιών σε συνδυασμό με την εκπαίδευση που έτυχε. Επίσης ανέφερε ότι αποδίδει καλύτερα όταν αφεθεί να συγκεντρωθεί σε συγκεκριμένο θέμα, πράγμα που γινόταν τακτικά διότι, όπως είπε, «ανέλαβε την εναρμόνιση της νομοθεσίας για το περιβάλλον για το ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Έχω τη γνώμη ότι η παρούσα δεν είναι από τις περιπτώσεις που η ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων εξουδετερώνει την προσφορά άλλου υπαλλήλου. Εδώ ο Γ.Ε. ομίλησε για τα συγκεκριμένα καθήκοντα προκειμένου να ανιχνεύσει τις συγκεκριμένες ιδιότητες που διέκριναν το ε.μ. από την κα Χριστοδουλίδου, δηλαδή, η ικανότητα διείσδυσης στα θέματα που μελετά. Η εμβρίθεια είναι ασφαλώς από τις πολυτιμότερες αρετές του δικηγόρου. Ο ισχυρισμός απορρίπτεται.
Παρόμοιοι ισχυρισμοί σχολιάστηκαν ως εξής από τον Νικολαίδη, Δ στις συνεκδ. προσφ. αρ. 327/95 κ.α. Ανδρέας Τηλεμάχου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 22/11/96:
«Η αναφορά του Διευθυντή στα καθήκοντα που ασκούσαν οι διάφοροι υποψήφιοι δεν ενέχει τη σημασία της διαφοροποίησης των υποψηφίων, αλλά αποβλέπει στην περιγραφή και σκιαγράφηση των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων που κατά τη γνώμη του συγκεντρώνουν οι υποψήφιοι. Από την άλλη, στη σύσταση δεν φαίνεται ο,τιδήποτε που να συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλλων που βρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής. Η αναφορά του Διευθυντή στα επί μέρους καθήκοντα έγινε ακριβώς στην προσπάθεια του να εξηγήσει γιατί κατέληξε στη συγκεκριμένη σύσταση, για να τονιστεί η ικανότητα και η αξία του ενδιαφερομένου μέρους, σε αντίθεση με κάποιες ελλείψεις που παρουσίαζαν ορισμένοι από τους άλλους υποψήφιους. Δε νομίζω ότι ευσταθεί η θέση ότι δόθηκε αποφασιστική ή έστω ιδιαίτερη σημασία στο είδος της εργασίας που διεξάγει, είτε το ενδιαφερόμενο μέρος είτε οι άλλοι υποψήφιοι.»
Αναφορικά με την ιδιάζουσα σχέση ως παράγοντα που επιβάλλει την εξαίρεση του οργάνου υπό τις συνθήκες της υπόθεσης παραπέμπω στην Α.Ε. 1965 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πέτρου Σολωμού ημερ. 22/10/98, και τις αυθεντίες που περιέχει, καθώς και τις σχετικές αρχές. Εδώ «ιδιάζουσα σχέση» όπως την εννοεί η νομολογία δεν υπήρχε. Η σκέψη ότι ο Γ.Ε. δε σύστησε την αιτήτρια για να μη θεωρηθεί ότι την ευνοεί λόγω του ότι όταν δικηγορούσε του ανέθεσε την υπόθεση της είναι, για να λεχθεί το λιγότερο, υπερβολή. Και θα συνιστούσε ανεπίτρεπτο λόγο ακύρωσης. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ο δίκαιος χειρισμός του θέματος από το Γ.Ε., όπως τον εξέθεσα. Στην προκείμενη περίπτωση, η ανάθεση σε δικηγόρο μιας υπόθεσης (που ακολούθως έγινε προϊστάμενος της) δεν αποτελεί επαγγελματική σχέση, που δημιουργεί λόγο εξαίρεσης.
Σύσταση αναξιοκρατική – Αναπαραγωγή στοιχείων των φακέλων – αναφορά στη βαθμολογία 2001 – σύγκριση βαθμολογίας πρώτου έτους διορισμού αιτήτριας με το πρώτο έτος διορισμού του ε.μ. – υπερβολική σημασία στην αρχαιότητα – αναφορά στην επιστολή ημερ. 15/2/01
Την τελευταία αυτή επιστολή είχαν απευθύνει 26 μέλη της Νομικής Υπηρεσίας στο Γενικό Εισαγγελέα - με αφορμή την 5θήμερη φυλάκιση του δικηγόρου Μιχαλάκη Κυπριανού για περιφρόνηση του δικαστηρίου. Εξέφρασαν την άποψη ότι «το δικαστήριο έχει ενεργήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά τρόπο που τα ανθρώπινα δικαιώματα των παραγόντων της δίκης δυναμιτίζονται ανεπίτρεπτα». Και κάλεσαν το Γ.Ε. «να ενεργήσει τάχιστα για άρση της αδικίας». Επίσης δήλωσαν χωρίς περιστροφές ότι «για λόγους που άπτονται της επαγγελματικής τους συνείδησης» δε θα δεχτούν να υποστηρίξουν έφεση από μέρους της Νομικής Υπηρεσίας σε περίπτωση που ο κ. Κυπριανού καταχωρούσε έφεση εναντίον της εν λόγω απόφασης. Μεταξύ των δικηγόρων της Δημοκρατίας που προσυπέγραψαν την εν λόγω επιστολή ήταν η κα Χριστοδουλίδου και ο κ. Ραφτόπουλος.
Δε βλέπω - και δεν μπορώ να αντιληφθώ - με ποίο τρόπο η πληροφόρηση της Ε.Δ.Υ. από το Γ.Ε. για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των δύο υποψηφίων οδηγεί σε ακύρωση της επίδικης πράξης. Δεν εξηγήθηκε γιατί ήταν τόσο αξιόμεμπτη η ενέργεια αυτή του Γ.Ε. να αναφέρει το γεγονός, το οποίο εν πάση περιπτώσει η Ε.Δ.Υ. δε φαίνεται να έλαβε υπόψη. Ούτε εμπόδισε το Γ.Ε. να θέσει ενώπιον της Ε.Δ.Υ. τη γνώμη του για την αξία και των δύο. Πέραν τούτου, επρόκειτο για ένα πραγματικό γεγονός, που αφορούσε την επαγγελματική συμπεριφορά τους.
Η αναφορά του Γ.Ε. στην απόδοση των υποψηφίων κατά το 2001 είχε ως εξής: «αν κρίνω από την απόδοση του 2001, μπορώ να πω ότι η εικόνα του 2000 διατηρείται και το 2001». Προηγουμένως, ο Γ.Ε. είπε – και έτσι ήταν – ότι οι υποψήφιοι ισοβαθμούσαν για το έτος 1999 και 2000. Η έκφραση κάποιας άποψης για το 2001, που δεν είχαν κατατεθεί οι εκθέσεις, μπορούσε να αποφευχθεί. Όμως δεν έβλαψε την αιτήτρια και δε συνιστά λόγο ακύρωσης. Η υπόθεση Ιωαννίδου, ανωτέρω, στην οποία βασίστηκε ο κ. Αγγελίδης, διακρίνεται από την παρούσα.
Πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι παράνομα έγινε σύγκριση των εκθέσεων του κάθε υποψηφίου για το α΄ έτος υπηρεσίας. Καμιά απόδειξη δε δόθηκε ότι χρόνο με το χρόνο αυξάνεται, ως θέμα τακτικής ή πρακτικής, η βαθμολογία. Προ του 1997 δεν υπήρχαν αξιολογήσεις της αιτήτριας. Έτσι, όπως σημείωσε ο Γ.Ε., ο αναδρομικός διορισμός δεν μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να λειτουργήσει σε βάρος της. Δεν υπήρχαν οι αξιολογήσεις, αφού η υπηρεσία της ήταν πλασματική.
Επικρίνεται η αναφορά του Γ.Ε. για έκδηλη υπεροχή του ε.μ. σε αξία. Η αιτήτρια έχει 24 Ε και 8 ΠΙ για την μετρήσιμη περίοδο των ετών 1997 μέχρι 2000. Για την ίδια περίοδο το ε.μ. είναι κατά τι καλύτερος με 27 Ε και 5 Π.Ι. Είναι γεγονός ότι η υπεροχή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί έκδηλη με την έννοια που απέδωσε η νομολογία στον όρο. Όμως δεν παύει να είναι κάποια υπεροχή, έστω οριακή. Επομένως η σύσταση συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.
Θα θυμίσω ότι έγινε λόγος και για τη φύση της σύστασης, ότι αναπαράγει υπάρχοντα στοιχεία, ιδιαίτερα την αρχαιότητα. Η εκτίμηση των υποψηφίων και με βάση την αρχαιότητα όπως και την αξία, δεν είναι επιλήψιμη. Στην Ε.Ε. 2852 Ιωάννης Μοδίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 25/10/02 έχει λεχθεί αναφορικά με την αποστολή του Προϊσταμένου:
«Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος.»
Η σύσταση ασχολείται με όλες τις διαστάσεις του θέματος. Σημειώνει την υπεροχή του ε.μ. σε αρχαιότητα και αξία. Αναφέρει με ακρίβεια τα προσόντα του κάθε υποψηφίου, συσχετίζοντας τα με τα καθήκοντα της θέσης. Επισημαίνει ακόμη τις ιδιότητες και ικανότητες που αναδεικνύουν ως καταλληλότερο το ε.μ., ιδιαίτερα τη δυνατότητα εμβάθυνσης στα θέματα και συμπερασματικά την εμβρίθεια που απορρέει από τέτοια ικανότητα.
Πολύς λόγος έγινε από τους υποψηφίους και για το θέμα της πείρας. Η αιτήτρια υποστήριξε, στηριζόμενη στην προσφ. αρ. 469/96 Σωτήρης Πελεκάνου ν. Δημοκρατίας ημερ. 25/2/00, ότι η πείρα της, με την αναδρομική αποκατάσταση της, πρέπει να θεωρείται ως πραγματική. Επίσης παρέπεμψε στον Καν. 14, παρ. 5 της Κ.Δ.Π. 98/91, που ορίζει ότι:
«Σε περίπτωση που υπάλληλος προάγεται αναδρομικά σε μια θέση, λογίζεται ότι έχει υπηρετήσει σ’ αυτή από την ημέρα που αρχίζει η προαγωγή του.»
Ο κ. Νικολάου έχει αντίθετη άποψη που την ενίσχυσε παραπέμποντας στην απόφαση μου στην υπόθεση αρ. 178/96 Ιωάννης Σολωμού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 8/10/97 και 1034/97 Ιωάννης Σολωμού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 18/3/99 (Καλλής, Δ).
Δε νομίζω πως η Πελεκάνου, ανωτέρω, υποστηρίζει την εισήγηση της αιτήτριας. Ο αιτητής στην περίπτωση εκείνη κρίθηκε ότι, λόγω του αναδρομικού διορισμού του, είχε δικαίωμα να κριθεί για προαγωγή. Το ζήτημα, όπως εμφανίζεται εδώ, είναι αν τέτοιος διορισμός προσδίδει και πραγματική πείρα. Συμφωνώ ότι με τον αναδρομικό διορισμό αποκαθίστανται τα δικαιώματα του υπαλλήλου. Όπως εντούτοις έχει νομολογηθεί «πείρα αποκτάται με μακρά άσκηση μιας εργασίας ή ειδικότητας» (βλ. Skapoullis & Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 562 και Piperis & Others v.Republic (1984) 3 C.L.R. 1306. Έχω τη σαφή αντίληψη ότι τουλάχιστο στον τομέα αυτό της πείρας θα ήταν παράλογο και εξωπραγματικό να γίνει δεκτό, διά πλάσματος δικαίου, ότι αποκτήθηκε πείρα (εδώ 6 ½ χρόνια), ενώ ένας δεν κατείχε τη θέση. Δε νοείται κατά τη γνώμη μου, αποκατάσταση και στο θέμα της πείρας, στο οποίο, με τα δεδομένα της υπόθεσης, το ε.μ. ήταν εμπειρότερος.
Επομένως, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, θεωρώ την επίδικη απόφαση εύλογα επιτρεπτή. Το ε.μ. υπερείχε σε αρχαιότητα έκδηλα, οριακά σε αξία, στην οποία φυσικά προσθέτει η πολύ μεγαλύτερη πείρα του. Στα προσόντα ήταν καλύτερη η αιτήτρια λόγω πλεονεκτήματος. Αυτό όμως, μόνο του, δε δείχνει έκδηλη υπεροχή της. Παραπέμπω για το θέμα του πλεονεκτήματος, για το οποίο εξέφρασα την άποψη του, σε ό,τι λέχθηκε στην Α.Ε. 2752 Β. Μέζου ν. Δημοκρατίας ημερ. 11/4/01:
«Η υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων σε αξία, ενισχυμένη και από τη σύσταση του Διευθυντή, εύλογα μπορούσε να κριθεί ότι αντιστάθμιζε το πλεονέκτημα που παρείχε στον εφεσείοντα το πρόσθετο προσόν. Δεν διαπιστώνεται λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης σε κανένα σημείο.»
Δέουσα έρευνα – Αιτιολογία
Από το σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ. προκύπτει ότι διεξήγαγε η ίδια έρευνα και ότι δε δέχθηκε αβασάνιστα τη σύσταση και επίσης ότι αιτιολόγησε πλήρως την υπόθεση της:
«Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – και αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, περιλαμβανομένης της σύστασης του Γενικού Εισαγγελέα και των όσων ανέφερε σχετικά, έκρινε ότι ο ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ Μιχαλάκης υπερέχει της ανθυποψήφιας του, τον επέλεξε ως πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία.
Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση και επιλέγοντας τον Ραφτόπουλο, έλαβε υπόψη ότι αυτός προηγείται σε αρχαιότητα της ανθυποψήφιας του κατά 6 ½ περίπου χρόνια, υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και, επιπλέον, έχει υπέρ του την αιτιολογημένη, αναλυτική και αρκούντως πειστική σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι η Χριστοδουλίδου Λουίζα διαθέτει το πλεονέκτημα της θέσης, ωστόσο έκρινε ότι το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να υπερνικήσει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος, όπως αυτή παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω η επάρκεια της αιτιολογίας, η οποία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Από τις παραπάνω υπογραμμίσεις μου προκύπτει περαιτέρω ότι η Ε.Δ.Υ. αντιμετώπισε τον παράγοντα αξία στη σωστή του βάση.
Μένει το τελευταίο επιχείρημα που αφορά τη μη νόμιμη λειτουργία της Ε.Δ.Υ.
Το Άρθρο 11(2) του Νόμου 1/90 ορίζει πότε υπάρχει απαρτία της Ε.Δ.Υ.:
«Ο Πρόεδρος και δύο άλλα μέλη παρόντα σε οποιαδήποτε συνεδρίαση ή, αν ο Πρόεδρος δεν είναι παρών, τέσσερα παρόντα μέλη αποτελούν απαρτία. Καμιά απόφαση δεν είναι έγκυρη, εκτός αν ληφθεί με τρεις ψήφους.»
Στην παραπάνω συνεδρίαση μετείχε ο Πρόεδρος και 2 μέλη, επομένως η απόφαση της Επιτροπής είναι καθόλα έγκυρη.
Πέρα απ’ όσα εξέθεσα εδώ, έχουμε κορυφαία θέση στη Νομική Υπηρεσία, για την οποία η Ε.Δ.Υ. διατηρεί ευρεία διακριτική εξουσία για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Τα έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Σ. Νικήτας,
9;
Δ./ΚΑς
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο