Δάφνη Παπαδοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Υπόθεση Αρ. 384/2000, 15 Απριλίου 2003 Δάφνη Παπαδοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Υπόθεση Αρ. 384/2000, 15 Απριλίου 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 384/2000)

15 Απριλίου 2003

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.]

Αναφορικά με τα άρθρα 18, 19, 28, 30, 34, 35, 61, 112, 113, 114, 125 και 146 του Συντάγματος

Δάφνη Παπαδοπούλου,

Αιτήτρια,

ν.

1. Κυπριακής Δημοκρατίας

2. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η Αίτηση

_______________

Δ. Παπαδοπούλου, αυτοπροσώπως.

Α. Ποιητης, για Κυπριακή Δημοκρατία.

Α. Κωνσταντίνου, για Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_______________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Αιτήτρια κα Παπαδοπούλου προσβάλλει απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 12.11.1999, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 31.12.1999 και με την οποία το Ενδιαφερόμενο Μέρος κα Κουρσουμπά προήχθη στη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναδρομικά από 15.12.1997. Η απόφαση αφορούσε και άλλη μία θέση Εισαγγελέα, στην οποία προήχθη η κα Θεοδούλου-Τομπόλη, η προαγωγή της κας Θεοδούλου-Τομπόλη όμως δεν προσβάλλεται με την προσφυγή της κας Παπαδοπούλου.

Η απόφαση ελήφθη αφού ανεκλήθη προηγούμενη απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 11.12.1997 με την οποία η κα Κουρσουμπά και η κα Θεοδούλου-Τομπόλη είχαν προαχθεί στις εν λόγω θέσεις από 15.12.1997. Η ανάκληση έγινε στη βάση του ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση ήταν, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, εκτός των πλαισίων του άρθρου 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Επανεξετάζοντας την πλήρωση των εν λόγω δύο θέσεων μετά από την ανάκληση της απόφασης της, η ΕΔΥ, απευθυνόμενη στο πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, θεώρησε ως υποψηφίους και τους οκτώ που είχαν προσέλθει στην τότε διεξαχθείσα ενώπιον της προφορική εξέταση, που περιλάμβαναν τόσο την κα Παπαδοπούλου όσο και τις κυρίες Κουρσουμπά και Θεοδούλου-Τομπόλη, και έλαβε και πάλι υπ΄όψη της όλα τα τότε δεδομένα, που περιλάμβαναν την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα στοιχεία των υποψηφίων και τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα για την κα Κουρσουμπά και την κα Θεοδούλου-Τομπόλη. Ως προς την ενώπιον της διεξαχθείσα προφορική εξέταση, η ΕΔΥ αποφάσισε να τη λάβει υπ΄όψη, αιτιολογώντας την άποψη της για την απόδοση των υποψηφίων με βάση τις προσωπικές σημειώσεις που ο Πρόεδρος και τα Μέλη της ΕΔΥ είχαν τηρήσει τότε, εφ΄όσον ήταν στο τρωτό της προηγούμενης αξιολόγησης που οφείλετο η ανάκληση. Με βάση τις σημειώσεις τους λοιπόν, ο πρόεδρος και τα μέλη της ΕΔΥ κατέγραψαν την αξιολόγησή τους για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ως εξής:

Για την κα Κουρσουμπά:

"Πάρα πολύ καλή. Εκφράζεται με σαφήνεια. Προβαίνει σε επιστημονική ανάλυση και κριτική θεώρηση των θεμάτων και αιτιολογεί τις απόψεις της με πειστικότητα. Έχει αυτοπεποίθηση και εμπνέει εμπιστοσύνη."

 

 

Για την κα Παπαδοπούλου:

"Καλή. Διατυπώνει τις σκέψεις της με ευχέρεια, παρουσίασε όμως κάποιες αδυναμίες στη χρήση ορθού λεξιλογίου. Απάντησε ορθά σε αρκετά ερωτήματα, σε μερικά όμως οι απαντήσεις της ήταν ελλιπείς ή μονοδιάστατες. Επίμονη στις θέσεις της και όταν ακόμη δεν έχει επαρκή ερείσματα."

 

 

Η ΕΔΥ είπε και τα εξής αναφορικά με την κα Παπδοπούλου:

"Η Επιτροπή, με την ευκαιρία της παρούσας επανεξέτασης, επαναβεβαίωσε τις αποφάσεις της που πήρε στις 11.12.97 κατά την αρχική εξέταση του θέματος αναφορικά με τις παραστάσεις των υποψηφίων Παπαδοπούλου Δάφνης και Θεοδούλου Στέλιου. Οι παραστάσεις της Παπαδοπούλου αφορούσαν την αξιολόγησή της για τα έτη 1995 και 1996, δυσμενή αντιμετώπισή της από την αρμόδια αρχή και τη διαδικασία της γραπτής εξέτασης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Οι παραστάσεις του Θεοδούλου αφορούσαν τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις για τα έτη 1995 και 1996 και τη διαδικασία της γραπτής εξέτασης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Οι παραστάσεις των δύο υποψηφίων είχαν απορριφθεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά τη συνεδρία της στις 11.12.97."

 

 

Επιλέγοντας και πάλι την κα Κουρσουμπά και την κα Θεοδούλου-Τομπόλη, η ΕΔΥ είπε αναφορικά με την κα Κουρσουμπά:

"Η Επιτροπή, επιλέγοντας την Κουρσουμπά Λήδα, έλαβε υπόψη ότι αυτή έχει χαρακτηριστεί ως Πάρα πολύ καλή από την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, έχει τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα και είναι αρχαιότερη όλων των μη επιλεγομένων. Έχει την ίδια ή υπέρτερη βαθμολογία από αυτούς που ακολουθούν σε αρχαιότητα, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και έχει επίσης συγκεντρώσει 157 μονάδες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, που αποτελεί τη δεύτερη ψηλότερη βαθμολογία."

 

 

Το πρώτο παράπονο της κας Παπαδοπούλου είναι ότι, ενώ η μία από τις εν λόγω δύο θέσεις ήταν κενή από το 1994, η πλήρωση της δεν έγινε παρά μόνο το 1997 αφού δημιουργήθηκε ακόμα μια θέση (και στη συνέχεια κενώθηκε άλλη μία) και η πλήρωση τους έγινε μαζί. Τούτο, λέγει, καταδεικνύει αλλότριους σκοπούς, μεροληψία, μεθοδεύσεις και έλλειψη χρηστής διοίκησης, σε συνάρτηση με ευνοιοκρατική, κατά την περίοδο 1995-1996, αξιολόγηση της κας Κουρσουμπά και δυσμενή αξιολόγηση της ίδιας στις ετήσιες εκθέσεις, όπως και ανάλογη μεταχείριση τους κατά την προηγούμενη ανέλιξη της κας Κουρσουμπά την περίοδο 1988-1990.

Πολύ λίγα χρειάζεται να λεχθούν για το θέμα αυτό. Όπως αναλυτικότατα εξηγά ο ευπαίδευτος συνήγορος για την κα Κουρσουμπά, το όλο υπόβαθρο της εισήγησης είναι λανθασμένο εφ΄όσον και οι δύο εν λόγω θέσεις στις οποίες διορίσθησαν η κα Κουρσουμπά και η κα Θεοδούλου-Τομπόλη κενώθησαν αντίστοιχα τον Αύγουστο και Οκτώβριο του 1997. Η θέση που κενώθηκε το 1994 στην οποία αναφέρεται η κα Παπαδοπούλου πληρώθηκε ανεξάρτητα από τις εν λόγω δύο θέσεις με το διορισμό άλλου προσώπου (του κ. Κληρίδη) έχοντας αποσυνδεθεί από τις εν λόγω δύο θέσεις. Η όλη εισήγηση για μεροληψία σε συνάρτηση με εσκεμμένη και μεθοδευμένη καθυστέρηση πλήρωσης θέσης λοιπόν καταρρέει, με δεδομένο ότι στην παρούσα προσφυγή δεν είναι η πλήρωση της θέσης που κενώθηκε το 1994 που εξετάζεται. Εν πάση περιπτώσει όμως, θεωρώ εντελώς αστήρικτη τη θέση της κας Παπαδοπούλου ότι η καθυστέρηση στην πλήρωση της θέσης που κενώθηκε το 1994 αποσκοπούσε στο να βοηθήσει την κα Κουρσουμπά να αποκτήσει το προσόν της δεκαετούς υπηρεσίας στη Νομική Υπηρεσία που δεν είχε το 1994. Επί του θέματος των προσόντων της κας Κουρσουμπά θα επανέλθω εφ΄όσον αυτό εγείρεται ως άλλος λόγος ακύρωσης.

Παραπονείται έπειτα η κα Παπαδοπούλου για ανεπάρκεια της έρευνας της ΕΔΥ ως προς ενστάσεις της για τις αξιολογήσεις της των ετών 1995-1996 βασιζόμενες σε ισχυρισμούς για προκατάληψη και μεθοδευμένη ανακοπή της ανέλιξης της με παράλληλη ευνοιοκρατική αξιολόγηση της κας Κουρσουμπά, καθώς και για ύπαρξη τέτοιας προκατάληψης. Η κα Παπαδοπούλου παραπέμπει σε σωρεία στοιχείων τα οποία εισηγείται ότι στηρίζουν το παράπονό της.

Στο βαθμό που οι αναφορές γίνονται σε συνάρτηση με το διορισμό του κ. Κληρίδη στη θέση που κενώθηκε το 1994, και σε μεγάλο βαθμό αυτό συμβαίνει, δεν θα εξετασθούν βέβαια στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Κατά τα λοιπά, δεν τεκμηριώνεται η εισήγηση για ανεπάρκεια της έρευνας της ΕΔΥ. Στο βαθμό που οι ισχυρισμοί της κας Παπαδοπούλου ήσαν σχετικοί και ενέπιπταν στα πλαίσια της αρμοδιότητας της ΕΔΥ, και ουσιαστικά αυτό δεν συνέβαινε όπως εξηγεί και ο κ. Κωνσταντίνου, ερευνήθησαν δεόντως. Αλλά και πέραν τούτου, δεν καταδεικνύεται προκατάληψη κατά της κας Παπαδοπούλου και ευνοιοκρατική μεταχείριση της κας Κουρσουμπά όπως ισχυρίζεται η κα Παπαδοπούλου. Τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται η κα Παπαδοπούλου σε στήριξη των ισχυρισμών της είναι είτε αόριστα είτε άσχετα είτε αναποτελεσματικά και δεν συμφωνώ ότι μπορούν να ερμηνευθούν όπως εισηγείται ώστε να θεωρηθεί ότι αποδεικνύεται προκατάληψη.

Παράπονο για προκατάληψη διατυπώνει η κα Παπαδοπούλου και ως προς τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα. Και αυτή, λέγει, ήταν το αποτέλεσμα εύνοιας και προαποφασισμένων από το 1995 προαγωγών και ανάλογων μεθοδεύσεων. Και πάλι γίνονται αναφορές στην προαγωγή του κ. Κληρίδη, που βέβαια μόνο στα πλαίσια προσβολής της δικής του προαγωγής θα μπορούσαν να εξετασθούν, εν πάση περιπτώσει όμως οι ισχυρισμοί, καθ΄όσον θα αφορούσαν την παρούσα προσφυγή, είναι εντελώς αναποτελεσματικοί.

Έπειτα γίνεται μια εισήγηση για εύνοια και άνιση μεταχείριση του κ. Κληρίδη και της κας Παπαδοπούλου σε συνάρτηση με συμπεριφορά του κ. Κληρίδη για την οποία η κα Παπαδοπούλου είχε παραπονεθεί σε πολλές περιπτώσεις, περιλαμβανομένων κυρίως παραπόνων που αφορούν ακόμα και τους χώρους στάθμευσης των οχημάτων τους. Το όλο θέμα είναι εντελώς άσχετο προς την προσβαλλόμενη απόφαση και προς οποιαδήποτε τεκμηρίωση προκατάληψης.

Στα ίδια πλαίσια της καταγγελίας για προκατάληψη περιλαμβάνεται και άλλη εισήγηση για μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας ως προς ισχυρισμούς της κας Παπαδοπούλου που αφορούσαν θέματα τα οποία επηρέαζαν, όπως ισχυρίζεται, την ανέλιξη της και εκείνη της κας Κουρσουμπά. Εν πολλοίς η εισήγηση αυτή επαναλαμβάνει παράπονα που διατυπώθησαν προηγουμένως και αφορούν τις αξιολογήσεις της κας Παπαδοπούλου για τα έτη 1995 και 1996, των οποίων έχω ήδη επιληφθεί, και εισηγήσεις για τον τρόπο κατανομής καθηκόντων από το Γενικό Εισαγγελέα, περιλαμβανομένων τέτοιων πραγμάτων όπως η αντικατάσταση της κας Παπαδοπούλου από το Συμβούλιο του Ραδιομαραθωνίου, που ορθώς η ΕΔΥ θεώρησε ότι δεν την αφορούσαν και που εν πάση περιπτώσει δεν μπορούν να ερμηνεύονται ως τεκμηριώνοντα προκατάληψη.

Μια άλλη πτυχή της προκατάληψης, λέγει η κα Παπαδοπούλου, αφορά την άνιση μεταχείριση της και της κας Κουρσουμπά ως προς τη σύνταξη των ετήσιων εκθέσεων ώστε να επηρεασθεί ανάλογα η ανέλιξη τους. Επαναλαμβάνοντας και πάλι θέσεις που ήδη διατυπώθησαν, γίνεται αναφορά σε τέτοια περαιτέρω πράγματα, προς τεκμηρίωση της εισήγησης, όπως παρακολουθήσεις της κας Παπαδοπούλου, παρεξηγήσεις λόγω κάποιας πρόσκλησης, δηλώσεις σε επίσημο γεύμα, σχόλιο εντός της Υπηρεσίας και παράπονα για μη λήψη μέτρων σε σχέση με τη συμπεριφορά του κ. Κληρίδη. Να πω μόνο ότι δεν συμφωνώ με την εισήγηση.

Η εισήγηση αυτή επεκτείνεται και στη διατύπωση παραπόνου για μεθοδευμένη διαδικασία ανέλιξης της κας Κουρσουμπά και άλλων εις βάρος της κας Παπαδοπούλου μέσω των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων. Ουδείς συσχετισμός όμως τεκμηριώνεται, στη βάση των αναφερομένων σε στήριξη του, μεταξύ τέτοιων ισχυρισμών και των αντίστοιχων αξιολογήσεων στις υπηρεσιακές εκθέσεις.

Σε συνάρτηση με την ευρύτερη εισήγηση για προκατάληψη γίνεται και εισήγηση για παραπλάνηση της ΕΔΥ από το Γενικό Εισαγγελέα ως προς την προηγούμενη της υπηρεσίας της κας Παπαδοπούλου στο Γραφείο του δεκαετή υπηρεσία και πείρα της ως Νομικού Βοηθού στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ουδεμία παραπλάνηση όμως υπήρξε. Τα στοιχεία της εν λόγω υπηρεσίας της κας Παπαδοπούλου, που εν πάση περιπτώσει δεν ήταν σχετική, ήσαν ενώπιον της ΕΔΥ και ο Γενικός Εισαγγελέας απλώς εξέφρασε τη δική του άποψη ως προς τη σημασία της εν λόγω υπηρεσίας. Ούτε ασφαλώς ετίθετο θέμα, όπως θίγει η κα Παπαδοπούλου, παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ως επηρεαζομένου και κριτή του θέματος. Ούτε επηρεαζόμενος ούτε κριτής ήταν ο Γενικός Εισαγγελέας.

Ειδικά για το Γενικό Εισαγγελέα διατυπώνονται παράπονα για προκατάληψη εις βάρος της κας Παπαδοπούλου και εύνοια έναντι άλλων λειτουργών, εν πολλοίς επαναλαμβάνοντα προηγούμενες αναφορές σε αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα ως προς την ανάθεση καθηκόντων σε λειτουργούς του γραφείου του. Το θέμα δεν χρειάζεται να με απασχολήσει περισσότερο. Να πω μόνο ότι είναι εντελώς αβάσιμη η εισήγηση ότι οι αναφορές αυτές στοιχειοθετούν την προκατάληψη που ισχυρίζεται η κα Παπαδοπούλου συνιστάμενη σε καταδιωκτική, εχθρική, βάναυση, μειωτική και άνιση συμπεριφορά έναντι της και αφορώσα την όλη ανέλιξή της.

Παράλληλα η κα Παπαδοπούλου αποδίδει στο Γενικό Εισαγγελέα όσο και στον προκάτοχό του, επηρεαζομένων και από τρίτους, μεθοδεύσεις συνιστάμενες σε αλλαγές στα σχέδια υπηρεσίας που αποσκοπούσαν σε διαμόρφωση της ιεραρχίας στη Νομική Υπηρεσία εις βάρος της και προς όφελος πολλών άλλων λειτουργών. Τα αναφερόμενα ως στηρίζοντα τον εν λόγω ισχυρισμό είναι είτε άσχετα προς την παρούσα προσφυγή, αφορώντα προηγούμενες προαγωγές και μάλιστα πολλών άλλων πλην της κας Κουρσουμπά, είτε και εν πάση περιπτώσει μη επιδεχόμενα καθ΄ οποιονδήποτε τρόπο την ερμηνεία που τους αποδίδει η κα Παπαδοπούλου.

Πέραν του θέματος της προκατάληψης που περιλαμβάνει τα πιο πάνω επί μέρους, η κα Παπαδοπούλου προβαίνει και σε ορισμένες άλλες εισηγήσεις. Θίγει κατ΄αρχή θέμα μη κατοχής από την κα Κουρσουμπά του προσόντος της δεκαετούς άσκησης καθηκόντων Νομικού Λειτουργού στη Νομική Υπηρεσία κατά το ότι η κα Κουρσουμπά από το διορισμό της το 1971 υπηρετούσε όχι στη Νομική Υπηρεσία αλλά στην Υπηρεσία Αναθεώρησης και Ενοποίηση της Νομοθεσίας και μετεφέρθη στη Νομική Υπηρεσια τον Οκτώβριο 1989. Η εισήγηση αυτή είναι εντελώς ανεδαφική, όπως καταδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την κα Κουρσουμπά ο οποίος παραπέμπει στο πλήρες ιστορικό της υπηρεσίας της κας Κουρσουμπά στη Νομική υπηρεσία από το 1971. Να πω ότι η οποιαδήποτε απασχόληση της κας Κουρσουμπά στην Υπηρεσία Αναθεώρησης και Ενοποίησης δεν αντιστρατεύεται το ότι η υπηρεσία της ήταν στη Νομική υπηρεσία στην οποία ήταν και πάντοτε διορισμένη, όπως δείχνουν και τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσε η κα Κουρσουμπά στην Υπηρεσία Αναθεώρησης και Ενοποίησης μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις της σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της θέσης της. Εν πάση περιπτώσει δε, από το 1986 οι ίδιες οι υπηρεσιακές εκθέσεις της κας Κουρσουμπά αναφέρονται σε υπηρεσία της όχι στην Υπηρεσία Αναθεώρησης και Ενοποίησης αλλά στη Νομική Υπηρεσία, περιλαμβανομένων όλων των καθηκόντων που αφορούν τη Νομική Υπηρεσία.

Εισηγείται επίσης η κα Παπαδοπούλου ότι η σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεων από το Γενικό Εισαγγελέα και η σύσταση του προς την ΕΔΥ διέποντο από παρανομία κατά το ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν μπορούσε να θεωρείται ότι ενεργούσε ως ανεξάρτητος αξιωματούχος μετά που είχε κομματικές διαβουλεύσεις με σκοπό την υποψηφιότητα του για την Προεδρία της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να παραβιάζετο η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και η σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεων από αυτόν όπως και η σύσταση του προς την ΕΔΥ να καθίσταντο παράνομες αλλά και να διέποντο από πολιτικές σκοπιμότητες. Τέτοιο θέμα δεν εγείρεται βέβαια ως λόγος ακύρωσης στα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η προσφυγή και έτσι δεν θα μπορούσε να εξετασθεί. Ούτε ευσταθεί όμως επί της ουσίας. Δεν προσδιορίζει η κα Παπαδοπούλου πότε ο Γενικός Εισαγγελέας είχε τις εν λόγω κομματικές διαβουλεύσεις, που φαίνεται να ήταν πολύ αργότερα, ώστε να μπορεί να συσχετισθεί χρονικά, στη βάση της ίδιας της εισήγησής της, η εν λόγω ενέργεια του με τη σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεων και τη σύσταση του προς την ΕΔΥ, με αποτέλεσμα η εισήγηση να παραμένει μετέωρη. Πέραν τούτου βεβαίως, η οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα, και αν αυτή στοιχειοθετείτο, δεν θα επηρέαζε τη νομικότητα της άσκησης των καθηκόντων του εφ΄όσον συνέχιζε να είναι ο Γενικός Εισαγγελέας.

Η κα Παπαδοπούλου παραπονείται και για αντικανονική σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεων. Ενώ, λέγει, οι εκθέσεις, σύμφωνα με την ΚΔΠ 367/90, άρθρο 7(8), πρέπει να συντάσσονται από τον άμεσα προϊστάμενο, που είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, αυτές εσυντάσσοντο από άλλους ανώτερους λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας. Και αν ακόμα εξέταζα το θέμα, αμφιβάλλοντας αν εγείρεται επαρκώς στην προσφυγή, όχι μόνο όμως οι υπηρεσιακές εκθέσεις υπογράφοντο από το Γενικό Εισαγγελέα ως άμεσα προϊστάμενο λειτουργό αλλά και, όπως παρατηρεί ο κ. Κωνσταντίνου, η συμμετοχή στην ομάδα αξιολόγησης των αναφερομένων λειτουργών ήταν καθ΄όλα κανονιστικά νόμιμη. Ούτε και παράβαση του άρθρου 11(2) της ΚΔΠ386/90 που να επηρέαζε τις εκθέσεις της των ετών 1995 και 1996 υπήρξε, όπως περαιτέρω λέγει η κα Παπαδοπούλου, τοσούτο μάλλον αφού η ίδια η κα Παπαδοπούλου αναφέρει ότι η σχετική συνάντηση της με το Γενικό Εισαγγελέα έγινε το 1997-1998.

Άλλο παράπονο για παράνομη απόρριψη ενστάσεων της κας Παπαδοπούλου ως προς τη σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεών της, κατά το ότι τα εν λόγω παράπονα δεν διερευνήθησαν και απερρίφθησαν συνοπτικά και εκ προοιμίου, είναι ανυπόστατο.

Το εύρος των παραπόνων της κας Παπαδοπούλου επεκτείνεται και στη βαθμολόγηση της κας Κουρσουμπά στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Γίνεται εισήγηση ότι η αξιολόγηση της κας Κουρσουμπά "Εξαίρετα" ή "Πολύ Ικανοποιητικά" στο στοιχεία "Επαγγελματική Κατάρτιση" από το 1989 ήταν παράνομη και ευνοιοκρατική. Η εισήγηση δεν εξειδικεύεται παρά μόνο κατά το ότι:

"Το σεβαστό Δικαστήριο μπορεί να λάβει Δικαστική γνώση ότι, η επάρκεια και η ενημέρωση και/ή κατάρτιση σε βασικούς τομείς που ασχολείτο η Ν/Υ για χρόνια και/ή η Νομική Επιστήμη, δεν αποκτούνται με Πανεπιστημιακές σπουδές ώστε να αξιολογείται η επαγγελματική κατάρτιση βάσει αυτών των σπουδών και ως "Εξαίρετος" ή ακόμη "Πολύ ικανοποιητικά" από το 1989 και μετά."

 

 

Η εισήγηση δεν χρειάζεται να σχολιασθεί περαιτέρω για να απορριφθεί, εξ άλλου δε δεν είναι για το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η αξιολόγηση της κας Κουρσουμπά δεν ήταν σωστή. Περαιτέρω συναφής εισήγηση για μη αντικειμενικότητα των υπηρεσιακών εκθέσεων σε συνάρτηση με το είδος των υποθέσεων που ανατίθεντο στους λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας είναι εντελώς αναποτελεσματική, όπως είναι και τρίτη συναφής εισήγηση για υποβαθμισμένη αξιολόγηση της κας Παπαδοπούλου στο στοιχείο "Υπηρεσιακή Κατάρτιση" λόγω εύνοιας προς άλλους λειτουργούς.

Η τελευταία εισήγηση της κας Παπαδοπούλου είναι ότι ήταν παράνομη η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 32(3) και 2(δ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, κατά το ότι ο Γενικός Εισαγγελέας επέλεξε προσωπικά τους τρεις Γενικούς Διευθυντές που παρακάθισαν σε αυτή χωρίς συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο.

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 32(3):

"32.(3) Όταν, λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποία δεν υπάγεται η θέση που θα πληρωθεί, η επιλογή θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προϊσταται των υπαλλήλων αυτών."

 

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 2(δ):

"2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

‘αρμόδια αρχή’ σημαίνει

.................................. .................................................. .......................................

(δ) το Υπουργικό Συμβούλιο για τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων, .................................................. .......................................

.................................. .................................................. .........................................."

 

 

Είναι δεδομένο ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή στην προκειμένη περίπτωση καταρτίσθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα ως οικείο προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 32(1)(γ) και περιλάμβανε τρεις Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων. Είναι καθαρό από το άρθρο 2(δ) ότι στην περίπτωση επιλογής Γενικών Διευθυντών Υπουργείων στα πλαίσια του άρθρου 32(3) αρμόδια αρχή είναι το Υπουργικό Συμβούλιο. Το δε άρθρο 32(3) καθιστά επιτακτική τη συνεννόηση με την αρμόδια αρχή. Καθοριστικό ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι το Υπόμνημα το οποίο υπέβαλε ο Γενικός Εισαγγελέας στις 5.9.1997 το οποίο, αναφερόμενο στην απόφαση του ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή θα αποτελείτο από τον ίδιο, το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και Συγκοινωνιών και Έργων, καταλήγει ως εξής:

"Επικοινώνησα με τους αντίστοιχους Υπουργούς, που συμφώνησαν."

 

 

Προκύπτει, φρονώ, ότι ευσταθεί η εισήγηση της κας Παπαδοπούλου για παράνομη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η συνεννόηση του Γενικού Εισαγγελέα με τους τρεις Υπουργούς των Υπουργείων των οποίων οι Γενικοί Διευθυντές επιλέγησαν δεν ικανοποιούσε τις πρόνοιες των άρθρων 32(3) και 2(δ) εφ΄όσον είναι με το Υπουργικό Συμβούλιο που θα έπρεπε να είχε γίνει η συνεννόηση. Οι τρεις Υπουργοί, έστω και αν ήσαν οι άμεσα εμπλεκόμενοι, δεν θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν το Υπουργικό Συμβούλιο ενάντια στις ρητές πρόνοιες του νόμου ότι αυτό ήταν η αρμόδια αρχή.

Τα αναφερόμενα επί του θέματος στις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων για τη Δημοκρατία και για την κα Κουρσουμπά δεν αναιρούν την κατάληξη αυτή. Αυτή δεν είναι περίπτωση, όπως ενδεχομένως η υπόθεση Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, κ.α., 1096/2000, 1414/2000, 22.7.2002, στην οποία παραπέμπει ο κ. Κωνσταντίνου, στην οποία να μπορεί να ισχύει η αρχή του τεκμηρίου της νομιμότητας ελλείψει στοιχείων περί του αντιθέτου. Εδώ ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας εξήγησε πλήρως με ποίους συνεννοήθηκε, επαναλαμβάνοντας τούτα και ενώπιον της ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της 10.12.1997, και αποκαλύπτεται ότι η συνεννόηση εκείνη δεν ήταν η δέουσα. Ούτε συμφωνώ με την εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου ότι η κα Παπαδοπούλου δεν εγείρει το θέμα επαρκώς στην προσφυγή. Στο νομικό σημείο 16 στην προσφυγή υπάρχει επαρκής αναφορά σε παράνομη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Απορριπτέα είναι και η εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου ότι η κα Παπαδοπούλου δεν νομιμοποιείται να προσβάλει τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθ΄όσον προσήλθε ενώπιον της αδιαμαρτύρητα. Πέραν των γενικότερων παραμέτρων, σημειώνω ότι η κα Παπαδοπούλου ήγειρε πλήρως το θέμα αυτό της νομιμότητας της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς την ΕΔΥ με επιστολή ημερομηνίας 9.12.1997, δηλαδή πριν από τη λήψη στις 11.12.1997 της ανακληθείσας πρώτης απόφασης της ΕΔΥ. Προκύπτει μάλιστα από την επιστολή αυτή ότι η κα Παπαδοπούλου δεν γνώριζε με βεβαιότητα ούτε και όταν απηύθυνε την εν λόγω επιστολή αν η επιλογή των τριών Γενικών Διευθυντών είχε γίνει χωρίς συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο, και αμφιβάλλω αν η κα Παπαδοπούλου θα μπορούσε να αποκλεισθεί από του να εγείρει θέμα παράνομης σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής αν δεν γνώριζε, όταν προσήρχετο ενώπιον της, ότι η σύσταση της ήταν παράνομη. Η ΕΔΥ, εξ άλλου, στη συνεδρία της 11.12.1997, εξέτασε το θέμα που ήγειρε η κα Παπαδοπούλου και απεφάνθη, στη βάση και των θέσεων που διατύπωσε ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος ουσιαστικά επανέλαβε ενώπιον της το όσα αναφέρει στο Υπόμνημα του, ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν νόμιμη.

Καταλήγω ότι, εφ΄όσον η ΕΔΥ βασίσθηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η παρανομία στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής συμπαρασύρει σε παρανομία και την απόφαση της ΕΔΥ. Η προσφυγή λοιπόν επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Εν όψει της συνολικής κατάληξης όλων των θεμάτων που ηγέρθησαν στην προσφυγή, και του ότι το νομικό σημείο επί του οποίου η προσφυγή επιτυγχάνει αποτέλεσε μικρό μόνο μέρος των αγορεύσεων, θα διατάξω όπως επιδικασθούν στην Αιτήτρια και εναντίον της Δημοκρατίας το ήμισυ των εξόδων της, που θα υπολογισθούν βέβαια και στη βάση ότι παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο