ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, , Υπόθεση Αρ.399/2001, 18 Απριλίου, 2003 ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, , Υπόθεση Αρ.399/2001, 18 Απριλίου, 2003

(Υπόθεση Αρ.399/2001)

18 Απριλίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________

Αλ. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη, για τον Αιτητή.

Μ. Παπαϊωάννου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

_________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (στο εξής «η Επιτροπή»), με την οποία επαναδιορίστηκε, αναδρομικά από 2.4.1999, το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του αιτητή. Η σχετική απόφαση της Επιτροπής ελήφθη στη συνεδρία της ημερ. 6.3.2001 και ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης, ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 19.2.2001, στην προσφυγή υπ΄ αρ. 826/99.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το δεδικασμένο, γιατί έρχεται σε αντίθεση με συμπεράσματα που περιέχονται στην προηγούμενη δικαστική απόφαση.

Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος στερείται του αναφερόμενου στην παραγρ. 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες της υπηρεσίας για την ανάπτυξη της αλιείας, επειδή ο κλάδος της Ωκεανογραφίας, που είναι ο τίτλος που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος, δεν ασχολείται με την ανάπτυξη της αλιείας, που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας.

Το ενδιαφερόμενο μέρος, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, στερείται ακόμα του προσόντος της δεκαετούς μεταπτυχιακής πείρας σε ένα ή περισσότερους τομείς της ανάπτυξης αλιείας, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη δημόσια υπηρεσία. Κι΄ αυτό επειδή το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο κλάδος της Ωκεανογραφίας, στον οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος τυχόν απέκτησε πείρα λόγω της απασχόλησής του σε κάποιο ινστιτούτο είναι εντελώς διαφορετικός από τον κλάδο της επιστήμης που ασχολείται με την ανάπτυξη αλιείας, που προβλέπει το οικείο σχέδιο υπηρεσίας.

Μέσα στα πλαίσια του ισχυρισμού για παραβίαση του δεδικασμένου σημειώνεται και η παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, ο οποίος σύστησε για προαγωγή τον αιτητή. Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι η Επιτροπή έδωσε προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος λόγω του ότι απέκτησε την πείρα του σε διεθνείς οργανισμούς, παραγνωρίζοντας πλήρως τις πρόνοιες της παραγρ. 3(3) του σχεδίου υπηρεσίας με την οποία δίδεται προτίμηση στην πείρα που αποκτάται στη δημόσια υπηρεσία, όπως έγινε με τον αιτητή. Τέλος, αναφέρεται ότι στο πρακτικό της Επιτροπής δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία ως προς το κατά πόσο διαπιστώθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε «πολύ καλή γνώση της σχετικής με τις αρμοδιότητες της υπηρεσίας νομοθεσίας» που επίσης απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Τέλος, υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε το δεδικασμένο γιατί επανέλαβε την αιτιολογία της ως προς την παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή.

Δεν συμφωνώ ότι υπάρχει παραβίαση του δεδικασμένου ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος του απαιτουμένου προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και της δεκαετούς μεταπτυχιακής πείρας σε ένα από τους τομείς ανάπτυξης αλιείας, γιατί το Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε τα προσόντα, αλλά ότι η Επιτροπή δεν είχε προβεί στη δέουσα έρευνα ως προς τη διακρίβωση της κατοχής τους.

Ούτε το επιχείρημα ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο λόγω της επανάληψης της μεμπτής, κατά το Δικαστήριο, αιτιολογίας της Επιτροπής για παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, έχει περισσότερη βάση.

Το Δικαστήριο έκρινε την αιτιολόγηση της απόφασης της Επιτροπής να μην υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή για τον αιτητή και να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος ως τρωτή, γιατί από αυτή δίδεται προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος επειδή απέκτησε την πείρα του σε διεθνείς οργανισμούς, παραγνωρίζοντας την πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας που παρέχει προτίμηση στην πείρα που αποκτήθηκε στη δημόσια υπηρεσία. Κατέληξε ότι εφ΄ όσον η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, θα έπρεπε να ήταν ισότιμα ανοικτή σε όλους τους υποψήφιους, χωρίς να δίδεται πλεονέκτημα στους υποψήφιους που ήταν ήδη μέλη της δημόσιας υπηρεσίας. Στην περίπτωση εκείνη, σύμφωνα με το Δικαστήριο, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, δόθηκε προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος, επειδή απέκτησε την πείρα του σε διεθνείς οργανισμούς.

Στην προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση η Επιτροπή δικαιολογώντας την παρέκκλισή της από τη σύσταση του Διευθυντή, επαναλαμβάνει, επί λέξει, την ίδια αιτιολογία. Θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η επανάληψη της αιτιολογίας συνιστά παραβίαση του δεδικασμένου, μια και η κριτική του Δικαστηρίου αναφέρεται σαφώς στην πλημμελή αιτιολόγηση της παραγνώρισης της σύστασης του Διευθυντή.

Η αιτιολογία που δόθηκε κατά την ακυρωθείσα διαδικασία κρίθηκε από το Δικαστήριο τρωτή, γιατί παραγνωρίστηκε πλήρως συγκεκριμένη πρόνοια. Δηλαδή, με άλλα λόγια, κρίθηκε ότι η αιτιολογία περιλάμβανε τη στάθμιση στοιχείων τα οποία ήταν αντίθετα με το σχέδιο υπηρεσίας και ξένα προς το σκοπό της συγκεκριμένης ρύθμισης (ΣτΕ 2174/1974).

Σε περίπτωση ακύρωσης της διοικητικής πράξης λόγω πλημμέλειας της αιτιολογίας, όπως στην παρούσα περίπτωση, η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να επανέλθει ακόμη και με πράξη ίδιου περιεχομένου, εφ΄ όσον όμως η αιτιολογία είναι αυτή τη φορά νόμιμη και επαρκής, χωρίς δηλαδή να επαναλαμβάνεται η ίδια αιτιολογία που κρίθηκε παράνομη ή ανεπαρκής (Γιώργου Γεραπετρίτη, Η Αιτιολογία των Διοικητικών Πράξεων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, σελ. 126).

Aν η νέα πράξη είναι του ίδιου περιεχομένου με την ακυρωθείσα θα πρέπει, κατά κανόνα να συνοδεύεται από διαφορετική αιτιολογία, γιατί αλλιώς η υπόθεση καλύπτεται από το δεδικασμένο της αρχικής απόφασης (βλέπε όμως ΣτΕ 206/40, όπου αποφασίστηκε ότι δεν παράγεται δεδικασμένο από την ακύρωση πράξης λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας).

Στην υπόθεση ΣτΕ 239/65 διαβάζουμε:

«Η αιτιολογία αύτη, κατ΄ ουδέν ουσιαστικώς διαφέρουσα της ήδη κριθείσης ως ανεπαρκούς, ουδέν έτερον στοιχείον επικαλουμένη, ουδ΄ αναφερομένη εις γεγονότα αίροντα την αοριστίαν της διά το ήθος του αιτούντος διατυπουμένης επιφυλάξεως, αντίκειται εις το εκ της προμνησθείσης αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας προκύπτον δεδικασμένον, δι΄ ό ακυρωτέα τυγχάνει η επ΄ αυτής ερειδομένη και ήδη προσβαλλομένη απόφασις.»(* )

Αντίθετα, δεν προσβάλλει το εξ ακυρωτικής, λόγω αναιτιολογήτου, απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δεδικασμένο, η έκδοση ταυτόσημης προς την ακυρωθείσα πράξη, ύστερα από επανάληψη της διαδικασίας, με νέα έρευνα της υπόθεσης και εκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων που δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν κατά την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης (ΣτΕ 580/50).

Στη μελέτη της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, 1988, σελ. 65, αναφέρεται ότι η εμμονή της Διοίκησης στο περιεχόμενο της ακυρωθείσας πράξης δεν παραβιάζει το δεδικασμένο, εφ΄ όσον η διοίκηση προσφεύγει σε νέα πρόσθετα στοιχεία, διευρύνοντα την πραγματική βάση της δεύτερης πράξης για πρώτη φορά επικληθέντα και τα οποία στηρίζουν τη νέα της κρίση.

Από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης είναι φανερό ότι η Επιτροπή στην επανεξέταση, πριν καταλήξει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει τα προσόντα, προέβη σχετικά σε εκτεταμένη νέα έρευνα. Του ζητήθηκαν διάφορα στοιχεία, όπως αναλυτική κατάσταση σπουδών που οδήγησε στην απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου M.Sc. στην Ωκεανογραφία και λεπτομερή στοιχεία που να αποδεικνύουν την κατοχή εκ μέρους του της απαιτούμενης δεκαετούς τουλάχιστον μεταπτυχιακής πείρας σε ένα από τους τομείς της ανάπτυξης αλιείας. Τα στοιχεία αυτά υποβλήθηκαν από το ενδιαφερόμενο μέρος στις 5.3.2001και εξετάστηκαν από την Επιτροπή. Κατά τη διάρκεια δε της ενώπιόν της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων η Επιτροπή εξέτασε το θέμα της γνώσης της νομοθεσίας υποβάλλοντας σχετικές ερωτήσεις. ΄Ελαβε ακόμα υπ΄όψιν και την αλληλογραφία που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε με το Τμήμα Αλιείας της Κύπρου ως συντονιστής της FAO για τις μεσογειακές χώρες. Τελικά δέκτηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε βαθειά γνώση της κυπριακής νομοθεσίας.

Εν όψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν παρουσιάζεται παράβαση του δεδικασμένου, αφού παρά την έκδοση της ίδιας πράξης, με ταυτόσημη αιτιολογία με την ακυρωθείσα, η νέα απόφαση προέκυψε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης και εκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων που δεν είχαν ληφθεί υπ΄ όψιν κατά την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης.

Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι η αξιολόγηση η απόδοσή των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής, ήταν αναιτιολόγητη. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Αντίθετα, φαίνεται ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε με επάρκεια την απόδοση όλων των υποψήφιων ξεχωριστά, έκρινε δε το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετο, προβαίνοντας σε πολύ ευμενή σχόλια ως προς την απόδοσή του.

Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί γιατί η Επιτροπή παρέλειψε να πληρώσει τη θέση μέσα στο χρόνο που προβλέπει το άρθρο 34(11), (12) και (13) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, του 1990, Ν.1/90. Οι προθεσμίες που τάσσονται είναι ενδεικτικές και δεν νομίζω ότι δικαιολογείται ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης μόνο και μόνο γιατί οι προθεσμίες αυτές έχουν παραβιαστεί.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν προκατάληψης εις βάρος του και ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης, ενώ παραγνωρίστηκε εντελώς η πληθώρα των δικών του μελετών και η αρθρογραφία του, καθώς και η συμμετοχή του σε συνέδρια που είχαν άμεση σχέση με θέματα ανάπτυξης αλιείας. Θα πρέπει να πω ότι ο ισχυρισμός για προκατάληψη δεν τεκμηριώνεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η προκατάληψη θα πρέπει να τεκμηριώνεται με επαρκή βεβαιότητα και με συγκεκριμένα στοιχεία (Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28). Από την άλλη δε φαίνεται η Επιτροπή να παραγνώρισε οποιοδήποτε στοιχείο. Ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που τον βάρυνε και τον υποχρέωνε να αποδείξει το σχετικό ισχυρισμό (Soteriadou and others ν. Republic (1983) 3 C.L.R. 921).

Ούτε ο τελευταίος ισχυρισμός του αιτητή για ανεπάρκεια της αιτιολογίας της τελικής απόφασης της Επιτροπής ευσταθεί. Η Επιτροπή κατέγραψε στο πρακτικό με ακρίβεια και επάρκεια τα στοιχεία που την οδήγησαν στο συμπέρασμα τόσο της κατοχής των απαιτουμένων προσόντων, όσο και τους λόγους που κατέληξε στην τελική της επιλογή.

΄Οσο για το επιχείρημα ότι αφού επαναλαμβάνεται ουσιαστικά η ίδια αιτιολογία με αυτή της ακυρωθείσας απόφασης, ενέργεια που παραβιάζει το δεδικασμένο, αρκεί να επαναλάβουμε όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω. Η ακυρωτική απόφαση δεν εμποδίζει την έκδοση ταυτόσημης πράξης, ακόμα και με την αυτή αιτιολογία, νοουμένου ότι η νέα πράξη είναι αποτέλεσμα νέας έρευνας ή νέων γεγονότων που δικαιολογούν επανεκτίμηση. Και από το διοικητικό φάκελο είναι φανερό ότι η Επιτροπή προέβη σε νέα και μάλιστα ενδελεχή έρευνα των στοιχείων. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η θέση είναι διευθυντική και σε μια τέτοια περίπτωση, όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής είναι ευρεία. ΄Οσο δε ευρύτερη η διακριτική ευχέρεια, τόσο λιγότερη αιτιολογία απαιτείται.

Θα ήθελα να επισημάνω, για μια ακόμα φορά, ότι το καθήκον του Δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υποκαθιστά την Επιτροπή στην κρίση της.

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο