ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 496/2001)
18 Απριλίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Α. Κωνσταντίνου,
Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ων η αίτηση.
Ι. Τυπογράφος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Με την παρούσα προσφυγή ο Άριστος Αριστείδου (αιτητής) αμφισβητεί τη νομιμότητα της προαγωγής του Ανδρέα Χριστοδούλου (ενδιαφερόμενου μέρους) στη μόνιμη θέση του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ).(α) Τα γεγονότα.
Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προβλέπει τα ακόλουθα:
"2. Καθήκοντα και ευθύνες:
(α) Υπεύθυνος για –
- Την οργάνωση, διοίκηση και αποτελεσματική λειτουργία του Τμήματος·
- τη διαμόρφωση και εφαρμογή της Κυβερνητικής πολιτικής καθώς και τη λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων αποφάσεων σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος, και ειδικά για θέματα που αφορούν τη Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση της ακίνητης ιδιοκτησίας, τη Διαχείριση κρατικής γης και τη Χωρομέτρηση και Χαρτογράφηση της γης·
(β) συμβουλεύει πάνω σε θέματα που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του Τμήματος·
(γ) εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα που θα του ανατεθούν.
3. Απαιτούμενα προσόντα:
- Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Διαχείριση Ακινήτων, στις Εκτιμήσεις, στα Νομικά (συμπεριλαμβανομένου του Barrister-at-Law), στη Χωρομετρία, στη Χαρτογραφία ή σε άλλο θέμα σε συναφείς τομείς, ή πλήρες μέλος (Fellow ή Professional Associate) του Royal Institution of Chartered Surveyors (General Practice ή Land Surveying Division) ή μέλος άλλου ισότιμου σχετικού επαγγελματικού σώματος μετά από επιτυχή συμπλήρωση τριετούς τουλάχιστον ακαδημαϊκού κύκλου σπουδών.
- (α) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα σχετικά με έναν ή περισσότερους από τους Κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα.
- Άριστη γνώση των διαδικασιών εκτελέσεως της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως και γνώση της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των Κλάδων του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
- Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική, οργανωτική και διευθυντική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
- Άριστη γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.
- Πείρα που αποκτήθηκε σε έναν ή περισσότερους Κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας θα αποτελεί πλεονέκτημα.
(Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).
ή
(β) δεκαπενταετής τουλάχιστο πείρα σε έναν ή περισσότερους Κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση.
Σημ.: Όσον αφορά τους υποψηφίους-
(α) Των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η Ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης· και
(β) οι οποίοι, δυνάμει του Άρθρου 2.3 του Συντάγματος επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,
απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας νοουμένου ότι αυτοί έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας."
Μετά την πρόταση της αρμόδιας αρχής, τη σχετική δημοσίευση και την υποβολή αιτήσεων, η ΕΔΥ επιλήφθηκε της πλήρωσης της θέσης χωρίς την παραπομπή σε Συμβουλευτική Επιτροπή, ενόψει της εξαίρεσης που προβλέπεται στο Άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου για θέσεις προϊσταμένων. Μετά τη διαπίστωση ότι και οι πέντε υποψήφιοι κάλυπταν τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας, όλοι οι υποψήφιοι κλήθηκαν σε προφορική εξέταση. Στην προφορική συνέντευξη στην οποία παρευρισκόταν και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών κ. Ανδρέας Παναγιώτου, προσήλθαν μόνο τρεις υποψήφιοι. Μετά την υποβολή διαφόρων ερωτήσεων στους υποψηφίους για τη διαπίστωση της ικανότητας τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, ο Γενικός Διευθυντής σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετο και τον αιτητή ως πάρα πολύ καλό. Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή η ΕΔΥ, αφού αξιολόγησε και αυτή το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετο και τον αιτητή ως πάρα πολύ καλό, αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση.
Ως αποτέλεσμα της έκδοσης των αποφάσεων Λάρκου ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 2482 της 3/11/2000) και Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 2672 της 8/3/2001), όπου η σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών μέσα στα πλαίσια διαδικασίας επιλογής για προαγωγή στη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων κρίθηκε ως αναρμόδια, η ΕΔΥ ανακάλεσε την απόφαση της της 19/1/2000 για την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους και αποφάσισε να προχωρήσει στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καλώντας τους τρεις υποψηφίους που είχαν προσέλθει στην προφορική εξέταση.
Στην επανεξέταση που έλαβε χώρα στις 8/5/2001 παρευρέθηκε αυτή τη φορά ο νέος Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών κ. Κ. Τριανταφυλλίδης, η παρουσία του οποίου, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν νόμιμη λόγω της αλλαγής του σχετικού Νόμου.
Αφού τέθηκαν ενώπιον του Γενικού Διευθυντή οι προσωπικοί φάκελοι και οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, ο Γενικός Διευθυντής σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος και αποχώρησε. Ακολούθως η ΕΔΥ προέβηκε στη σχετική αξιολόγηση και αφού έλαβε υπόψη και την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, όπως αυτή καταγράφτηκε στα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 19/1/2000, κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα, αναφορικά με τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος:
"1. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ Άριστος: Πάρα πολύ καλός. Διατυπώνει τις απόψεις του με σαφήνεια και τις αιτιολογεί επικαλούμενος σχετικά παραδείγματα, ενίοτε όμως γενικολογεί ή προσεγγίζει τα θέματα θεωρητικά. Διαθέτει ευρείες εμπειρίες για το όλο φάσμα δραστηριοτήτων του Τμήματος, τις οποίες αξιοποίησε για να απαντήσει στα ερωτήματα που τέθηκαν, σε μερικές περιπτώσεις, όμως, οι εισηγήσεις που υπέβαλλε δεν οδηγούσαν στην ουσιαστική αντιμετώπιση και επίλυση προβλημάτων του Τμήματος. Ευγενής και συνεργάσιμος.
3. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ανδρέας: Εξαίρετος. Διατυπώνει τις απόψεις του με σαφήνεια και πειστικότητα. Προσεγγίζει τα θέματα κατά τρόπο διαλεκτικό και αναλυτικό. Οι θέσεις που υποστηρίζει είναι επιστημονικά ορθές και πρακτικά εφαρμόσιμες, που διανοίγουν προοπτικές και δημιουργούν προϋποθέσεις εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του Τμήματος με την αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογικών εξελίξεων για ικανοποίηση υφιστάμενων και μελλοντικών απαιτήσεων του Τμήματος. Από τις απαντήσεις του στα ερωτήματα που τέθηκαν διεφάνη, επίσης, ότι διαθέτει υψηλού βαθμού κριτική ικανότητα, ωριμότητα σκέψης και ηγετικές ικανότητες. Έχει δυναμισμό, αυτοπεποίθηση και εμπνέει εμπιστοσύνη."
Ακολούθως η ΕΔΥ αποφάσισε όπως προαγάγει το ενδιαφερόμενο μέρος με την πιο κάτω αιτιολογία:
"Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολό τους, έκρινε ότι ο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ανδρέας υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αναδρομικά από 1.2.00.
Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο επιλεγείς υπερέχει γενικά των άλλων δύο υποψηφίων. Κατά τα τελευταία έτη, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση, αυτός έχει καθόλα εξαίρετες αξιολογήσεις, έχει αξιολογηθεί για την απόδοσή του στην ενώπιόν της προφορική εξέταση ως “Εξαίρετος”, δηλαδή σε ψηλότερο επίπεδο από τους άλλους δύο υποψηφίους, και υπερτερεί σε αρχαιότητα αφού κατέχει τη θέση Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού από την 1.1.94, διευθυντική θέση εκ της οποίας έχει αποκτήσει πείρα, εμπειρίες και παραστάσεις οι οποίες θα τον βοηθήσουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της νέας του διευθυντικής θέσης. Περαιτέρω, αυτός έχει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, στοιχείο που προσθέτει στην αξία του υποψηφίου.
Επιλέγοντας τον Χριστοδούλου, η Επιτροπή δεν παρέλεψε να σημειώσει ότι οι Αριστείδου Άριστος και Κυριάκου Κώστας διαθέτουν το πλεονέκτημα της πείρας που αποκτήθηκε σε ένα ή περισσότερους κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ενώ αυτός δεν το διαθέτει, έκρινε όμως ότι σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων ο επιλεγείς γενικά υπερέχει.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη και συνεκτίμησε τα προσόντα των υποψηφίων και σημείωσε ότι ο Αριστείδου κατέχει πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα – τίτλο M.A. (Executive Development for Public Service) – και ότι οι Αριστείδου και Κυριάκου κατέχουν επαγγελματικά προσόντα – ο πρώτος είναι Fellow του The Royal Institution of Chartered Surveyors, ενώ και οι δύο είναι Associates του The Chartered Institute of Arbitrators -, όμως, όπως πιο πάνω αναλυτικά περιγράφεται, η Επιτροπή έκρινε ότι ο Χριστοδούλου, ο οποίος εν πάση περιπτώσει κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα Προγραμματισμού Ενοποιημένης Αγροτικής Περιφερειακής Ανάπτυξης, υπερέχει γενικά."
Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Προς υποστήριξη των θέσεων του ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι έγκυρη, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι,
- Υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας σχετικά με την κατοχή εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους της άριστης γνώσης των διαδικασιών του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας,
- Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει,
- Συντρέχει έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή και τη σχετικότητά τους με τα καθήκοντα της θέσης,
- Απουσιάζει η δέουσα ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της πείρας του αιτητή, και
- Η παρουσία και σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν αναρμόδια.
Ένα από τα απαιτούμενα προσόντα που προσδιορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας είναι η “άριστη γνώση των διαδικασιών εκτελέσεως της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως και γνώση της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των Κλάδων του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας”. Το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο της υποβολής της αίτησης, τη θέση Διευθυντή Τμήματος Αναδασμού στο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Είχε προαχθεί σ’ αυτή τη θέση από την 1/1/94 ενώ η έναρξη της σταδιοδρομίας του στη Δημόσια Υπηρεσία αρχίζει την 1/5/73, όταν και πρωτοδιορίσθηκε ως Λειτουργός Αναδασμού. Ο αιτητής προβάλλει ως εκ τούτου το επιχείρημα ότι, από τη στιγμή που η σταδιοδρομία του ενδιαφερόμενου μέρους αφορούσε ολοκληρωτικά το Τμήμα Αναδασμού και ουδέποτε εργάστηκε στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, δεν ήταν δυνατό να έχει την προβλεπόμενη στο σχέδιο υπηρεσίας “άριστη γνώση των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας” του εν λόγω τμήματος. Υποβλήθηκε παράλληλα ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να διερευνήσει δεόντως αυτό το ζήτημα και ότι η διαπίστωση στην οποία τελικά προέβηκε μέσω της προφορικής εξέτασης δεν ικανοποιεί τις νομολογιακές απαιτήσεις για δέουσα έρευνα. Είναι η θέση του αιτητή ότι εφόσον τα μέλη της ΕΔΥ εστερούντο εξειδικευμένων γνώσεων σχετικών με το αντικείμενο της εργασίας του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, δεν ήταν δυνατό να διαπιστώσουν με τις ερωτήσεις που υπέβαλαν προφορικά στο ενδιαφερόμενο μέρος την εκ μέρους του τελευταίου “άριστη γνώση” των διαδικασιών του Τμήματος. Η ενδεδειγμένη λύση στην προκείμενη περίπτωση θα ήταν, κατά τον αιτητή, η γραπτή εξέταση, η παράλειψη διεξαγωγής της οποίας ισοδυναμεί με έλλειψη δέουσας έρευνας.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως προκύπτει από τα σχετικά αποσπάσματα των πρακτικών, το ζήτημα της κατοχής εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους του εν λόγω προσόντος είχε απασχολήσει την ΕΔΥ κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, που προηγήθηκε της επανεξέτασης. Στο απόσπασμα των πρακτικών της 5/1/2000 η ΕΔΥ εξετάζοντας την εκ μέρους των υποψηφίων κατοχή των απαιτούμενων προσόντων, σημείωσε τα ακόλουθα:
"Όσον αφορά τον υποψήφιο Χριστοδούλου Ανδρέα, η Επιτροπή έκρινε ότι επίσης κατέχει το εν λόγω προσόν. Η Επιτροπή, υπό την παρούσα της σύνθεση, είχε διαπιστώσει την κατοχή του εν λόγω προσόντος από αυτόν μέσα από ερωτήσεις που του υπέβαλε στην προφορική εξέταση που έγινε ενώπιόν της στις 11.2.98 κατά την προηγούμενη διαδικασία πλήρωσης της θέσης."
Αργότερα στο πρακτικό της, της 19/1/2000 και αφού προηγήθηκε η προφορική εξέταση που προαναφέρθηκε, η ΕΔΥ κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:
"Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης η Επιτροπή, με βάση και το περιεχόμενο της προφορικής εξέτασης του εκ των υποψηφίων Ανδρέα Χριστοδούλου, επαναβεβαίωσε την απόφαση που έλαβε κατά την εξέταση των αιτήσεων, σύμφωνα με την οποία ο εν λόγω υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα της δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση σε θέματα σχετικά με έναν ή περισσότερους Κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα, καθώς και άριστη γνώση των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα ως και γνώση της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των Κλάδων αυτού. Τούτο διαφάνηκε και μέσα από τις απαντήσεις που έδωσε ο Χριστοδούλου σε σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν."
Στη συνεδρία της 8/5/2001 που ακολούθησε την ανάκληση της προγενέστερης απόφασης της ΕΔΥ για το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, η ΕΔΥ επιβεβαιώνει την εμμονή της στις προγενέστερες διαπιστώσεις, σημειώνοντας κατά την επανεξέταση τα ακόλουθα:
"Επίσης σημειώνεται ότι η Επιτροπή, με βάση και το περιεχόμενο της προφορικής εξέτασης του εκ των υποψήφιων Χριστοδούλου Ανδρέα κατά την αρχική εξέταση του θέματος, επαναβεβαίωσε την απόφαση που έλαβε κατά την εξέταση των αιτήσεων, σύμφωνα με την οποία ο εν λόγω υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα της δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση σε θέματα σχετικά με έναν ή περισσότερους Κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα, καθώς και άριστη γνώση των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα ως και γνώση της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των Κλάδων αυτού. Τούτο διαφάνηκε και μέσα από τις απαντήσεις που έδωσε ο Χριστοδούλου σε σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν."
Επιπρόσθετα υπάρχει στο διοικητικό φάκελο η επιστολή του ενδιαφερόμενου μέρους ημερομηνίας 11/2/1998 με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος ανταποκρινόμενο σε σχετική απαίτηση της ΕΔΥ, περιγράφει με σαφήνεια τις γνώσεις και εμπειρίες του σε σχέση με τις εργασίες του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Συναρτά μάλιστα σε αυτήν την άσκηση διαφόρων καθηκόντων μέσα στα πλαίσια των εργασιών του Τμήματος Αναδασμού στο οποίο υπηρετούσε, με την απαιτούμενη στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης γνώση και πείρα των διαδικασιών του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω από την πιο πάνω επιστολή το ακόλουθο απόσπασμα που είναι κατατοπιστικό:
"1. Από της ίδρυσης της τότε Αρχής Αναδασμού το 1969, και μετέπειτα του Τμήματος Αναδασμού το 1985, υπάρχει άριστη συνεργασία μεταξύ των δυο Τμημάτων, σ’ ένα ευρύ φάσμα εργασιών του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, που καλύπτουν τα διάφορα στάδια εφαρμογής του αναδασμού όπως είναι: η ετοιμασία καταλόγων ιδιοκτητών, η διόρθωση λανθασμένων εμβαδών, η εκτίμηση των ιδιοκτησιών, η ένταξη της χαλίτικης γης υπ’ αναδασμό, οι απαλλοτριώσεις γης για κατασκευή δρόμων έξω από τις περιοχές αναδασμού, η διεξαγωγή της υπαίθριας χωρομετρικής εργασίας, η ετοιμασία του τελικού σχεδίου αναδιανομής με βάση τα πρότυπα που μας δόθηκαν από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η μηχανογράφηση όλων αυτών των στοιχείων και η παράδοση τους στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας σε δισκέτα Ηλεκτρονικού Υπολογιστή, καθώς και η επανατοποθέτηση οροσήμων και η διευθέτηση συνοριακών διαφορών, μετά την ετοιμασία του σχεδίου αναδιανομής και πριν την παράδοση του στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Εξάλλου, όπως γνωρίζετε, το σχέδιο του αναδασμού έχει ως αντικείμενό του την αναμόρφωση της κυπριακής ιδιοκτησίας. Στα πλαίσια αυτά έχω αποκτήσει αξιόλογες εμπειρίες και γνώσεις σε ιδιοκτησιακά θέματα, που αποτελούν μια από τις κύριες εργασίες του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
2. Από το 1975 όταν τοποθετήθηκα στη θέση του Υπεύθυνου του Τομέα Τεχνικών Εργασιών και Χαρτογραφίας και μέχρι την 1.1.1994, που προήχθηκα στη θέση του Διευθυντή του Τμήματος, έχοντας κάτω από την καθοδήγησή μου 40, περίπου, υπαλλήλους που ασχολούντο μ’ όλα τα πιο πάνω θέματα, είχα την ευκαιρία ν’ ασχοληθώ ευρέως με τις πιο πάνω εργασίες και ως εκ τούτου ν’ αποκτήσω ένα ευρύ φάσμα γνώσεων και εμπειριών.
Οι γνώσεις και εμπειρίες αυτές έχουν περαιτέρω διευρυνθεί με τη μηχανογράφηση του Τμήματος Αναδασμού, που άρχισε το 1988 και έχει ήδη ολοκληρωθεί, και φυσικά με την ανάληψη της θέσης του Διευθυντή από την 1.1.1994.
Τα πιο πάνω αναφέρονται για να διαφανούν, ουσιαστικά, οι γνώσεις και οι εμπειρίες μου σε θέματα της αρμοδιότητας του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και ειδικότερα στα βασικά θέματα της Διακατοχής, Εγγραφής, Εκτιμήσεων, Διαχείρισης της κρατικής γης, Χωρομετρίας και Χαρτογραφίας."
Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής βρισκόταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά τη λήψη της τελικής απόφασης. Τα μέλη της ΕΔΥ υπέβαλαν κατά την προφορική εξέταση ερωτήματα προς το σκοπό της διαπίστωσης της κατοχής του προσόντος που αμφισβητείται. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανάγεται στη σφαίρα εξουσίας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν μπορεί να δώσει σε αυτό διαφορετική ερμηνεία από εκείνη που έδωσε το όργανο, εφ’ όσον η ερμηνεία ήταν λογικά εφικτή έστω και αν θα είχε διαφορετική γνώμη. (Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 60, Mytides v. Republic (1988) 3 CLR 737). Στην παρούσα περίπτωση η ΕΔΥ, ως το επιφορτισμένο με την εφαρμογή των προνοιών του σχεδίου υπηρεσίας όργανο, στράφηκε προς την κατεύθυνση της διαπίστωσης της άριστης γνώσης των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, μέσω της προφορικής συνέντευξης και της συνεκτίμησης των καθηκόντων που ασκούσε το ενδιαφερόμενο μέρος, σε συνάρτηση με το είδος εργασίας που επιτελείται στους Κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Δεν διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα πάνω σε αυτή τη βάση, ούτε προκύπτει από νομοθετική πρόβλεψη η κατ’ ανάγκην αναζήτηση της συνδρομής του απαιτούμενου αυτού προσόντος, μέσω της διεξαγωγής γραπτής εξέτασης. Στην έρευνα που υποχρεούται να διεξαγάγει κατά περίπτωση η ΕΔΥ αναφορικά με θέμα ή κρίση που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της, δεν χωρούν, σύμφωνα με τη νομολογία, προδιαγραφές. Η έκταση και η μορφή της είναι συνυφασμένες προς τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης. Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας εμπίπτει μέσα στα καθήκοντα του διορίζοντος οργάνου και δεν χωρεί δικαστική επέμβαση παρά μόνο σε περιπτώσεις όπου η ερμηνεία ενός σχεδίου υπηρεσίας δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. (Βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2261 της 21/7/1999).
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η εισήγηση για την έλλειψη δέουσας έρευνας απορρίπτεται.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει αφού συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων. Πιο συγκεκριμένα ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι ο Γενικός Διευθυντής παραγνώρισε την υπεροχή του αιτητή σε αξία, πείρα και προσόντα, όπως επίσης και το προβάδισμα που έπρεπε να αποδοθεί στον αιτητή λόγω του πλεονεκτήματος της πείρας σε ένα ή περισσότερους κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε η εισήγηση ότι ο αιτητής υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους στις επί μέρους βαθμολογίες της περιόδου 1982-1989, ότι είχε σαφή υπεροχή σε πείρα λόγω της υπηρεσίας του στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και ότι είχε υπέρτερα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα.
Αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς η ευπαίδευτη συνήγορος της ΕΔΥ υποστήριξε ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν απαιτείτο αιτιολογημένη σύσταση, ότι η ΕΔΥ επέλεξε να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην απόδοση των υποψηφίων στα τελευταία χρόνια, όπου τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος όσο και ο αιτητής ήταν εξαίρετοι και ότι η υπηρεσία του αιτητή στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν μπορούσε να λειτουργήσει σαν απόλυτο πλεονέκτημα εφόσον επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Απαντώντας στον ισχυρισμό του αιτητή ότι αγνοήθηκε το προβάδισμά του σε πείρα, υποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί αφού ήταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο που παρουσίαζε υπεροχή σε πείρα λόγω της αρχαιότητάς του στη θέση Διευθυντή Αναδασμού. Προσθέτουν δε ότι τα πρόσθετα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα που επικαλέστηκε ο αιτητής είχαν οριακή σημασία και ότι η σύσταση συμβαδίζει με την υπέρτερη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου προσώπου έναντι του αιτητή στην προφορική εξέταση η οποία είχε στην προκείμενη περίπτωση, λόγω του ότι επρόκειτο για πλήρωση διευθυντικής θέσης, αυξημένη βαρύτητα.
Οι ίδιες θέσεις υιοθετήθηκαν και από τον ευπαίδευτο συνήγορο του ενδιαφερόμενου μέρους.
Οι θέσεις που έχουν προβληθεί εκ μέρους της ΕΔΥ είναι βάσιμες. Το Άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1/90, δεν προβλέπει για “αιτιολογημένες συστάσεις” του προϊστάμενου του οικείου τμήματος αλλά για “συστάσεις”, σε αντίθεση με τη διαδικασία για την πλήρωση θέσεων προαγωγής (Άρθρο 35(4)), όπου οι συστάσεις του Διευθυντή ρητά προβλέπεται πως πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Στην υπό εξέταση περίπτωση ο Γενικός Διευθυντής είχε στη διάθεση του τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Στη διαδικασία που προηγήθηκε της ανάκλησης της απόφασης της ΕΔΥ έλαβε μέρος στην προφορική εξέταση των υποψηφίων, υποβάλλοντας και ο ίδιος ερωτήσεις και αξιολογώντας με βάση τις εντυπώσεις που αποκόμισε τον αιτητή ως “πάρα πολύ καλό” και το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο και σύστησε τελικά, ως “εξαίρετο”. Κατά την επανεξέταση ο Γενικός Διευθυντής, αφού έλαβε και πάλι γνώση των φακέλων, σύστησε εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στην παρούσα περίπτωση τόσο κατά τη διαδικασία πριν από την ανάκληση όσο και κατά τη διαδικασία μετά την ανάκληση και οι δύο Γενικοί Διευθυντές, με βάση τα στοιχεία που κατείχαν, αξιολόγησαν το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετο. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η σύσταση του Προϊσταμένου αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης που αντικατοπτρίζει την αξία των υποψηφίων. (Βλ. Ιωαννίδης ν. Ε.Δ.Υ. κ.α. (1997) 3 ΑΑΔ 265 και Χ” Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2771 της 29/1/99
).Η εισήγηση του αιτητή θα ήταν βάσιμη αν η σύσταση συγκρουόταν με το περιεχόμενο των φακέλων. Όμως η εικόνα αυτή δεν προκύπτει από μια προσεκτική εξέταση των φακέλων. Το ενδιαφερόμενο μέρος στις υπηρεσιακές εκθέσεις έχει εξαίρετη βαθμολογία σε όλα τα στοιχεία από το 1990 και μετά. Κατείχε από 1/1/94 διευθυντική θέση ως Διευθυντής του Τμήματος Αναδασμού, ενώ ο αιτητής κατείχε από 22/11/96 τη θέση του Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού, η οποία ιεραρχικά ακολουθεί εκείνη του Διευθυντή που είναι και η επίδικη θέση, και συνεπώς, όπως ορθά ανέφερε και η ΕΔΥ στο πρακτικό της, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε σε αρχαιότητα σε διευθυντική θέση από την οποία απέκτησε πείρα, εμπειρίες και παραστάσεις άκρως βοηθητικές για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της νέας διευθυντικής του θέσης.
Αναφορικά με τα προσόντα, εκτός του βασικού πανεπιστημιακού τους τίτλου, ο αιτητής κατείχε ένα μεταπτυχιακό Master of Arts (Executive Development for Public Service) και ήταν μέλος δύο Επαγγελματικών Σωμάτων, ιδιότητα που κάλυπτε διαζευκτικά στο σχέδιο υπηρεσίας την κατοχή του βασικού
πανεπιστημιακού διπλώματος. Το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε επίσης εκτός από το βασικό προσόν και μεταπτυχιακό δίπλωμα “Ενοποιημένης Αγροτικής Περιφερειακής Ανάπτυξης”. Δεν εντοπίζεται εδώ κάποια υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους και με δεδομένη την καλύτερη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους σχετικά με την απόδοση του στην προφορική εξέταση, δεν στοιχειοθετείται οποιοσδήποτε λόγος ακυρότητας της σύστασης. Η υπηρεσία του αιτητή στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν ήταν δυνατό μέσα στα πλαίσια διαδικασίας πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, να χρησιμοποιηθεί ανισομερώς έναντι των ανθυποψηφίων του. Από τη στιγμή δε που η σύσταση δεν συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων η σύσταση του Γενικού Διευθυντή κρίνεται ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να σταθμίσει τα επιπρόσθετα του ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα σε συσχετισμό με τα καθήκοντα της θέσης. Τα προσόντα για τα οποία γίνεται λόγος είναι ο μεταπτυχιακός τίτλος Master of Arts (Executive Development for Public Service), Ball State University, Η.Π.Α. και η ιδιότητα του μέλους των Επαγγελματικών Σωμάτων “The Royal Institution of Chartered Surveyors” (Fellow) και “The Chartered Institute of Arbitrators” (Associate).
Εκ μέρους της ΕΔΥ υποβλήθηκε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε ειδικό σχολιασμό όλων ανεξαιρέτως των προσόντων του αιτητή και ότι στην επίδικη απόφασή της υπάρχει σχετική αναφορά σε αυτά. Τόσο η ευπαίδευτη συνήγορος της ΕΔΥ όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους παραπέμπουν στο σχετικό πρακτικό του Παραρτήματος 10 της ένστασης, όπου γίνεται ρητή αναφορά στα προσόντα του αιτητή που προεκτέθηκαν. Ενόψει ακριβώς του περιεχομένου του πρακτικού της ΕΔΥ, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω, δεν διακρίνεται λόγος ακυρότητας σε σχέση με την επάρκεια της έρευνας ως προς τα προσόντα. Μεταπτυχιακό τίτλο διέθετε, όπως ήδη επισημάνθηκε, και το ενδιαφερόμενο μέρος. Το ακαδημαϊκό αυτό προσόν
δεν ήταν απαραίτητο, ούτε έδιδε πλεονέκτημα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, αλλά συνεκτιμήθηκε αναλόγως. Η ΕΔΥ έλαβε επίσης υπόψη την εκ μέρους του αιτητή κατοχή των επαγγελματικών προσόντων για τα οποία γίνεται ρητή μνεία στο πρακτικό της. Ούτε αυτά προσδιορίζονται ως πλεονέκτημα, και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας καλύπτοντας διαζευκτικά την κατοχή του βασικού πανεπιστημιακού προσόντος. Αντιμετωπίστηκαν δεόντως από την ΕΔΥ η οποία τα συνεκτίμησε και ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια κατέληξε στην επίδικη απόφαση, η οποία δεν είναι μεμπτή γι’ αυτό το λόγο. Αποτελεί θεμελιωμένο νομολογιακά αξίωμα ότι η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων είναι έργο του διορίζοντος σώματος. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση HjiIoannou v. Republic (1983) 3 CLR 1041, αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα,"Possession of academic qualifications additional to those required by the scheme of service, which are not specified in the scheme of service as an advantage, should not weigh greatly in the mind of the Commission who should decide in selecting the best candidate on the totality of the circumstances before them. Additional academic qualifications to those provided by the scheme of service do not indicate by themselves a striking superiority. (See Elli Chr. Korai and Another v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1973) 3 C.L.R. 546; Andreas D. Georghakis v. The Republic (1977) 3 C.L.R. 1; Evangelos HadjiGeorghiou v. The Republic (1977) 3 C.L.R. 35; Cleanthis Cleanthous v. The Republic (1978) 3 C.L.R. 320).
As was aptly observed by Hadjianastassiou, J., in Bagdades v. The Central Bank of Cyprus (1973) 3 C.L.R. 417, at p. 428:-
"Had it been otherwise, I would be inclined to the view that there would be no reason in inviting other candidates for that particular post once they knew in advance that amongst the candidates there was a person with higher qualifications.""
Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές ότι τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα του αιτητή δεν παραγνωρίσθηκαν αλλά συνεκτιμήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία στη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων. Με αυτά τα δεδομένα το επιχείρημα για ανεπάρκεια της έρευνας της ΕΔΥ ως προς τα προσόντα κρίνεται ανεδαφικό.
Το Άρθρο 3(6) των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας προνοεί ότι “πείρα που αποκτήθηκε σε ένα ή περισσότερους Κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας θα αποτελεί πλεονέκτημα”. Ο αιτητής που διέθετε αυτό το πλεονέκτημα ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ το παραγνώρισε, χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς και ειδικώς τους λόγους της επιλογής της, επικαλούμενος τις αρχές της σχετικής νομολογίας που καθορίζουν την ανάγκη εξειδίκευσης των λόγων προτίμησης υποψηφίου έναντι ανθυποψηφίου που κατέχει προσόν που θεωρείται ως πλεονέκτημα. (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 1 και Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 347). Οι δικηγόροι της ΕΔΥ και του ενδιαφερόμενου μέρους αρνούνται την πιο πάνω εισήγηση και επικαλούνται το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της ΕΔΥ που φαίνεται ότι το θέμα είχε εξεταστεί.
Η εισήγηση τους είναι βάσιμη αφού φαίνεται ότι η ΕΔΥ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο θέμα του πλεονεκτήματος.
Στην παρούσα περίπτωση η σταδιοδρομία του αιτητή στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του προσέδιδε αναμφίβολα την ανάλογη πείρα η οποία αναγνωρίσθηκε από την ΕΔΥ και του πιστώθηκε υπό τη μορφή του πλεονεκτήματος. Ταυτόχρονα όμως η εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους κατοχή διευθυντικής θέσης στο Τμήμα Αναδασμού του προσέδιδε επίσης τις ανάλογες “εμπειρίες και παραστάσεις” οι οποίες θα τον βοηθούσαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της νέας του θέσης. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό, η διαπίστωση στην οποία προέβηκε η ΕΔΥ σχετικά με την εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους κατοχή του προσόντος της “δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση σε θέματα σχετικά με έναν ή περισσότερους κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας από την οποίαν πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα”, όπως επίσης και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το διορίζον όργανο, μέσα από τη διαδικασία που αναφέρθηκε, ότι δηλαδή το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε και το προσόν της άριστης γνώσης των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Είναι προφανές ότι με δεδομένη τη διαφορετική υπηρεσία από την οποία προέρχονταν ο αιτητής (Τμήμα Κτηματολογίου) και το ενδιαφερόμενο μέρος (Τμήμα Αναδασμού), το μέτρο σύγκρισης και στάθμισης στο συγκεκριμένο τομέα της πείρας θα έπρεπε να ήταν ανάλογα διαφοροποιημένο. Η ΕΔΥ επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρώντας ότι η εκ μέρους του
κατοχή διευθυντικής θέσης, όπως επίσης και η διαπιστωμένη πείρα του σε υπεύθυνη θέση σε θέματα αρμοδιότητας των Κλάδων του Κτηματολογίου, και η ενασχόληση του με συναφή θέματα που περιγράφονται στη διευκρινιστική επιστολή του της 11/2/98, αντιστάθμιζαν το πλεονέκτημα που παρείχε στον αιτητή η σταδιοδρομία και η πείρα που απέκτησε υπηρετώντας εξ ολοκλήρου στο Τμήμα Κτηματολογίου. Στην παρούσα υπόθεση προκύπτει μέσα από τα σχετικά πρακτικά η ειδική αιτιολόγηση της παραγνώρισης του αιτητή που κατείχε το προσόν του πλεονεκτήματος. Εφόσον δε η ερμηνεία που υιοθετήθηκε είναι εύλογη, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να αντικαταστήσει την κρίση της ΕΔΥ. (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 72).Η σχετική εισήγηση του αιτητή απορρίπτεται.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας της 19/1/2000 παρέστη και προέβηκε σε σύσταση ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών Ανδρέας Παναγιώτου. Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90 που προνοούσε ότι,
"(9) Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου."
Μετά την έκδοση των αποφάσεων Λάρκου ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 2482 της 3/11/2000) και Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 2672 της 8/3/2001), σύμφωνα με τις οποίες αποδοκιμάστηκε κάτω από παρόμοιες συνθήκες η υποβολή σύστασης εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου σε διαδικασία πλήρωσης θέσης Διευθυντή Τμήματος με εισήγηση ότι η ορθότερη κάτω από τις περιστάσεις λύση θα ήταν ο διορισμός Αναπληρωτή Διευθυντή, το Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 τροποποιήθηκε με το Νόμο 15
6(Ι)/2000 (που τέθηκε σε ισχύ στις 24/11/2000) με την προσθήκη της πιο κάτω επιφύλαξης:"Νοείται ότι, όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου."
Μετά την ανάκληση της απόφασης για την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, η ΕΔΥ κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης για την πλήρωση της θέσης κάλεσε στις 8/5/2001 το νέο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ο οποίος προέβηκε στη σύσταση του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι εφόσον ο τροποποιητικός Νόμος 156(Ι)/2000 δεν είχε αναδρομική ισχύ, η παρουσία του Γενικού Διευθυντή ήταν αντίθετη με τη νομολογία.
Η εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Είναι ορθό ότι η επανεξέταση διέπετο από το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, δηλαδή της 19/1/2000. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ενήργησε η ΕΔΥ. Το νομικό καθεστώς όπως ίσχυε τότε δεν απαγόρευε την εμπλοκή του Γενικού Διευθυντή του οικείου Υπουργείου σε τέτοιας φύσης διαδικασία. Απουσίαζε η ρητή διευκρίνιση που επέφερε η τροποποίηση της σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης. Οι δικαστικές αποφάσεις Λάρκου και Νεοφύτου (πιο πάνω) δεν μπορούσαν να δεσμεύσουν την ΕΔΥ με τον κανόνα του δεδικασμένου. Και τούτο γιατί η επανεξέταση προέκυψε μέσα από ανάκληση και όχι από ακυρωτική απόφαση. Με άλλα λόγια δεν υπήρχε ως προς το εγειρόμενο θέμα, λειτουργικό εύρημα του Δικαστηρίου (operative finding) δεσμευτικό για τη διοίκηση, από το οποίο δεν μπορούσε να αποστεί. Συνεπώς αφού η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου δεν αντίκειτο στο ισχύον κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο νομοθετικό καθεστώς, ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή απορρίπτεται.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι αν η εισήγηση γινόταν αποδεκτή, ο διορισμός Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος για να προβεί σε σύσταση σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, θα δημιουργούσε ένα σοβαρό πρόβλημα. Και τούτο γιατί στη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας βρισκόταν διορισμένος ο ίδιος ο αιτητής.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Ο αιτητής διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο