ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ.604/2001, 605/2001, 714/2001 και 722/2001, 18 Απριλίου, 2003 ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ.604/2001, 605/2001, 714/2001 και 722/2001, 18 Απριλίου, 2003

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ.604/2001, 605/2001, 714/2001 και 722/2001)

 

18 Απριλίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ.604/2001)

ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________

(Υπόθεση Αρ.605/2001)

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_______________

(Υπόθεση Αρ.714/2001)

 

ιωαννησ μοδιτη,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_______________

 

 

 

(Υπόθεση Αρ 722/2001)

σπυροσ τιγγιριδησ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_______________

 

Α. Νικολετοπούλου (κα), για τον αιτητή στην 604/2001.

Ο αιτητής στην 605/2001, παρουσιάζεται προσωπικά.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή στην 714/2001 και 722/2001,

Ρ. Παπαέτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για τα ενδιαφερόμενο μέρος Γιόλα Δημητρίου.

_______________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι παρούσες προσφυγές στρέφονται εναντίον της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, αναδρομικά από τις 15.3.1997. Οι προσφυγές υπ΄ αρ. 714/2001, 722/2001 και η 605/2001 στρέφονται εναντίον και των πέντε ενδιαφερομένων μερών, ενώ η προσφυγή υπ΄ αρ. 604/2001 εναντίον μόνο τριών.

Μετά την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19.3.2001 της προαγωγής έξι λειτουργών, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (στο εξής «η Επιτροπή»), παρέπεμψε το θέμα στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή για επανεξέταση.

Στις 15.5.2001 η Επιτροπή υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στη συνεδρία ημερ. 22.5.2001, στην οποία ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή προχώρησε, για το λόγο που θα δούμε στη συνέχεια, στην επιλογή των πέντε ενδιαφερομένων μερών.

Με τις παρούσες προσφυγές εγείρεται αριθμός λόγων. Ως πρώτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται ισχυρισμός για παραβίαση του άρθρου 34(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90. Το άρθρο προβλέπει ότι ο αριθμός των υποψηφίων που θα συστήνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, εφ΄ όσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι, θα είναι τετραπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων που θα δημοσιευτούν. Επειδή η Ειρήνη Αττεσλή, ένα από τα πρόσωπα των οποίων η προαγωγή είχε ακυρωθεί από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είχε ήδη προαχθεί αναδρομικά από 1.4.1996 στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, αποφασίστηκε όπως η επανεξέταση γίνει για πέντε μόνο θέσεις. Έτσι η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε 20 υποψήφιους.

Θα πρέπει να θυμίσουμε πως ξεκίνησε η διαδικασία. Με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 17.5.1996, γνωστοποιήθηκε ότι γίνονταν δεκτές αιτήσεις για δύο θέσεις Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού. Στη συνέχεια, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, στις 9.9.1996 ζήτησε την πλήρωση μιας ακόμα θέσης που κενώθηκε μετά από πρόωρη αφυπηρέτηση του κατόχου της, ενώ στις 3.12.1996, υπέβαλε και πάλι πρόταση για πλήρωση ακόμα τριών θέσεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 34(14) οι θέσεις που κενώθηκαν ή δημιουργήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο που βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία για την πλήρωση άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο, θεωρούνται ότι δημοσιεύτηκαν την ημέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκαν οι άλλες θέσεις. Οι θέσεις που συνολικά δημοσιεύτηκαν ήταν έξι, αλλά λόγω της προαγωγής της Αττεσλή αποφασίστηκε η επανεξέταση για πέντε.

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 34(7), να συστήσει τετραπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων, έπρεπε να περιλάβει 24 υποψήφιους και όχι 20. Υποστηρίζουν ακόμα ότι η Επιτροπή δεν είχε βάσει νόμου εξουσία να μειώσει τον αριθμό των θέσεων που δημοσιεύτηκαν, αφού σύμφωνα με το άρθρο 29(4) πρόταση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση μιας θέσης δεν μπορεί να αποσυρθεί.

Η αναδρομική προαγωγή ενός των προσώπων που κατείχαν προηγουμένως τη θέση, δεν ισοδυναμεί, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, με μείωση των θέσεων που δημοσιεύτηκαν και που αφορούσαν την ανάγκη για πλήρωση έξι θέσεων. Οι θέσεις στη δημόσια υπηρεσία δεν είναι προσωποπαγείς, αλλά συνιστούν την ανάγκη της υπηρεσίας για στελέχωση από συγκεκριμένο αριθμό υπαλλήλων.

Στις 19.10.1999, ημερομηνία προαγωγής της Αττεσλή, η εκδίκαση των προσφυγών εναντίον της προηγούμενης προαγωγής δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί και συνεπώς, από της ημέρας προαγωγής της, ως προς την Αττεσλή, κατέστη άνευ αντικειμένου. Το γεγονός, εκ παραδρομής, δεν δηλώθηκε στο εκδικάζον δικαστήριο και ως εκ τούτου, στην απόφαση που εκδόθηκε στις 19.3.2001, φαίνεται ότι, μαζί με των υπόλοιπων πέντε ενδιαφερομένων μερών ακυρώθηκε και η προαγωγή της Αττεσλή. Εν τω μεταξύ και πριν εκδοθεί η απόφαση, η Επιτροπή στις 14.12.1999, εξέτασε το αίτημα του κ. Ιάκωβου Παπαδόπουλου, Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανίας, για εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 45 του Νόμου και αφού διαπίστωσε την ύπαρξη κενής θέσης, αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, που μετονομάστηκε σε θέση Διευθυντή Διοίκησης. Ως αποτέλεσμα, κατά την επανεξέταση, η πλήρωση έξι θέσεων ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη, αφού η Επιτροπή είχε ενώπιόν της μόνο πέντε κενές θέσεις. Ο λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε δεν ευσταθεί.

Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή στερείται αιτιολογίας, είναι δε αμφίβολης αξίας και μηδαμινής σημασίας. Ο Αναπληρωτής Διευθυντής συνέστησε χωρίς άλλα σχόλια τους πέντε υποψήφιους που τελικά επιλέγηκαν.

Θα πρέπει να πω στο σημείο αυτό ότι δεν συμφωνώ με την άποψη που εκφράστηκε (Γερμανού κ.α. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υποθ. Αρ. 805/1999, κ.α. ημερ. 22.5.2001 και Χατζηβασιλείου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υποθ. Αρ. 1361/2000, ημερ. 29.10.2001) ότι η αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή σε διαδικασία πρώτου διορισμού και προαγωγής, είναι μηδενικής αξίας. Ο νομοθέτης έκρινε ότι στη διαδικασία αυτή δεν απαιτείται αιτιολογία της σύστασης και δεν βλέπω πως μπορεί να δικαιολογηθεί η μείωση της σημασίας της. Διαφορετική βέβαια η περίπτωση όπου η σύσταση, εκεί που δίδεται, δεν συνάδει με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων.

Η Επιτροπή υποχρεούται, βάσει του άρθρου 34(9), να λάβει υπ΄ όψιν τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος, όπως και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν βέβαια μια τέτοια εξέταση πραγματοποιηθεί. Με άλλα λόγια, οι συστάσεις του Προϊστάμενου αποτελούν στοιχείο κρίσης το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί από την Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν κάποιος δεκτεί το επιχείρημα ότι η άνευ αιτιολογίας σύσταση του Διευθυντή είναι μηδενικής αξίας, δεν σημαίνει ότι η υιοθέτησή της από την Επιτροπή, καθιστά την τελική επιλογή τρωτή. Η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν, μεταξύ όλων των άλλων στοιχείων κρίσης και τη σύσταση του Διευθυντή.

Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄αρ. 605/2001 υποστήριξε ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε λόγω συμμετοχής σ΄ αυτήν του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. Παπαγεωργίου, υπό την ιδιότητά του ως Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, γιατί αυτό παραβιάζει τα εδάφια 1 και 2 του άρθρου 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, καθώς και το άρθρο 60(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1999, Ν.1/90. Και τα δύο άρθρα έχουν σχέση με την εξασφάλιση των εχέγγυων της αμερόληπτης κρίσης.

Το επιχείρημα στερείται βάσης. Ο κ. Παπαγεωργίου δεν συμμετέσχε και δεν έλαβε μέρος στις εργασίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ακριβώς γιατί ήταν υποψήφιος στη διαδικασία. Επειδή ο κ. Παπαγεωργίου συμμετείχε στη Συμβουλευτική ex officio (άρθρο 32(1)(δ) του Νόμου 1/90), η αντικατάστασή του δεν ήταν επιτρεπτή (βλέπε Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κ.α., Α.Ε. 2157, ημερ. 21.6.1996, όπου επανατονίστηκε ότι όταν ο νόμος εναποθέτει την άσκηση εξουσίας σε καθορισμένο αξιωματούχο, εκτός αν προνοείται ρητά κάτι τέτοιο, η εκχώρησή της δεν επιτρέπεται).

Το άρθρο 32 επιβάλλει την παρουσία του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ως μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής και συνεπώς ο κ. Παπαγεωργίου δεν μπορούσε να αντικατασταθεί με άλλο λειτουργό που δεν ήταν Διευθυντής ή Αναπληρωτής Διευθυντής της εν λόγω Υπηρεσίας.

Αναπλήρωση γίνεται βάσει του άρθρου 42(1) του Νόμου αρ. 1/90 σε περίπτωση απουσίας με άδεια ή όπου ο λειτουργός δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του. Κάτι που δεν ίσχυε στην παρούσα περίπτωση. Δεν θα μπορούσε να διοριστεί Αναπληρωτής Διευθυντής και ταυτόχρονα να υπάρχει Διευθυντής ο οποίος ασκούσε κανονικά τα υπόλοιπά του καθήκοντα.

Εν πάση περιπτώσει η ακυρωθείσα απόφαση της Επιτροπής με την οποία είχε προαχθεί ο κ. Παπαγεωργίου στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού είχε ληφθεί στις 14.10.1999, ενώ Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού διορίστηκε στις 15.3.2001. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού που ετοιμάστηκε στις 7.5.2001 αναφέρει ακριβώς και το λόγο για τον οποίο ο κ. Παπαγεωργίου δεν έλαβε μέρος στις εργασίες της Επιτροπής.

Παρά τη μη συμμετοχή του κ. Παπαγεωργίου απαρτία υπήρχε κατά τη λήψη της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού σύμφωνα με το άρθρο 32(4) του Νόμου αρ. 1/90, τρία από τα μέρη της Συμβουλευτικής αποτελούν απαρτία. Με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε και ο Δικαστής Χατζηχαμπής στην υπόθεση Μιχαηλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 382/96 κ.α., ημερ. 7.9.1999, ο οποίος καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα.

Οι αιτητές στις προσφυγές υπ΄ αρ. 714/2001 και 722/2001, υποστηρίζουν περαιτέρω ότι με βάση την υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη, Α.Ε. 2641, ημερ. 16.11.2001, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιβαλλόταν νέα συνέντευξη.

Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Στην υπόθεση Κοντογιώργη, εξετάστηκε η αναγκαιότητα διεξαγωγής νέων συνεντεύξεων, ύστερα από ακυρωτική απόφαση, στα πλαίσια του άρθρου 33 (10) και (11), που αφορά πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού, όπου η διεξαγωγή συνεντεύξεων αποτελεί επιτακτική νομοθετική πρόνοια. Στις θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής η συνέντευξη, όπως προκύπτει από τη διατύπωση των εδαφίων (4) (6) και (9) του άρθρου 34 δεν είναι υποχρεωτική.

Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 604/2001 υποστηρίζει ότι στην απόφαση της Επιτροπής εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα, αφού παραγνωρίστηκε η υπεροχή του σε αρχαιότητα και προσόντα. Εκτός από τα προσόντα του αναφέρεται και στην αρχαιότητά του έναντι ορισμένων ενδιαφερομένων μερών.

Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Εξέταση των φακέλων δείχνει ότι τόσο η αρχαιότητα του αιτητή, όσο και τα προσόντα του, λήφθηκαν δεόντως υπ΄ όψιν. Η Επιτροπή, αιτιολογώντας εκτενώς την επιλογή της, κατέγραψε τα στοιχεία κρίσης που βάρυναν προς την επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών έναντι του αιτητή. Δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε κατάληξη ότι στην απόφαση της Επιτροπής εμφιλοχώρησε πλάνη.

Προβάλλεται ακόμα ισχυρισμός ότι δεν έγινε έρευνα αναφορικά με την κατοχή της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής από το Ε.Μ.3, Γ. Προύντζο, ο οποίος είναι απόφοιτος αναγνωρισμένης σχολής μέσης εκπαίδευσης.

Ο κ. Προύντζος κατά τεκμήριο κατείχε την πολύ καλή γνώση της αγγλικής. Υπηρετούσε στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού για την οποία απαιτείται το συγκεκριμένο προσόν. Συγκεκριμένα, το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού απαιτεί τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α΄, θέση που προϋποθέτει την κατοχή της πολύ καλής γνώσης τόσο της αγγλικής, όσο και της ελληνικής γλώσσας.

Είναι καθιερωμένο νομολογιακά (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας, (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, Δημοκρατία ν. Χ” Βασιλείου κ.α., Α.Ε.3007, ημερ. 8.4.2002 και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α.(Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347), ότι η κατοχή προηγούμενης θέσης της οποίας το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε το ίδιο προσόν, προς το σκοπό διεκδίκησης της επίδικης θέσης δημιουργεί τεκμήριο ότι το προσόν κατέχεται.

Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄αρ. 605/2001, εγείρει σωρεία λόγων, οι περισσότεροι των οποίων έχουν εγερθεί κατ΄ επανάληψη από τον ίδιο και έχουν απορριφθεί από το Δικαστήριο. Η εξέτασή τους θα παραβίαζε το δεδικασμένο (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 518/96, ημερ. 10.9.1997 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 594/97, ημερ. 3.2.2000. Βλέπε επίσης Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έκτη έκδοση, σελ. 548, παραγρ. 571).

Ο ίδιος αιτητής ισχυρίζεται ότι υπερέχει σε προσόντα, αξία και αρχαιότητα. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. ΄Οπως έχω πει και πιο πάνω, με αφορμή παρόμοιο επιχείρημα του αιτητή στην προσφυγή υπ΄αρ. 604/2001, τα προσόντα, τόσο των αιτητών, όσο και των ενδιαφερομένων μερών, βρίσκονταν στους προσωπικούς τους φακέλους και τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής, η οποία και τα έλαβε υπ΄ όψιν μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία. Εξ άλλου, στην κατοχή προσόντων, πρόσθετων των απαιτουμένων, ακόμα και αν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αποδίδεται μόνο περιορισμένη βαρύτητα (Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2847 κ.α., ημερ. 30.4.2001 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 917/2000, ημερ. 18.1.2002).

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή επιδεικνύει έντονη προκατάληψη εναντίον του, λόγω της καταγωγής του. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του προβαίνει σε εκτενή αναφορά σε δικαστικές αποφάσεις που πέτυχε ή και σε υποθέσεις που εκκρεμούν ακόμα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ισχυρίζεται ότι υπάρχει σωρευτική παραβίαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης και σαφείς εκδικητικές τάσεις και ετσιθελικές ενέργειες.

Το ίδιο ακριβώς θέμα απασχόλησε το Δικαστήριο και στις προσφυγές Χατζηχάννας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1096/2000 κ.α., ημερ. 22.7.20002.

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η διοίκηση πρέπει να ενεργεί αμερόληπτα. Η μεροληψία αποτελεί βασικό στοιχείο εγκυρότητας κάθε διοικητικής απόφασης. Η έλλειψη αμεροληψίας έναντι υπαλλήλου θα πρέπει να αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που αναδύονται από τα σχετικά έγγραφα ή από ασφαλή συμπεράσματα που θα συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων (βλέπε Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, 449 και 450, Soteriadou and others ν. Republic (1983) 3 C.L.R. 921, 946 και Kontemeniotis ν. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027).

Στην παρούσα περίπτωση οι ισχυρισμοί για έλλειψη αμεροληψίας δεν έχουν τεκμηριωθεί και όπως έχει ορθά επισημανθεί στην υπόθεση Χατζηχάννας κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η επιτυχής έκβαση προσφυγών που έχει καταχωρήσει εναντίον της Επιτροπής, δεν μπορεί να τεκμηριώσει ισχυρισμό για προκατάληψη. Στην ίδια απόφαση αναφέρεται ακόμα ότι εξ ίσου μετέωρη παρέμεινε και η εισήγηση ότι η προκατάληψη πιθανόν να οφείλεται στο θρήσκευμά του.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπ΄ όψιν τον περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο του 1997, Ν.55(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.100(Ι)/98. Σύμφωνα με το συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση, ο αιτητής δεν εμπίπτει στις κατηγορίες προσώπων που θα έπρεπε να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης με βάση το άρθρο 3 των πιο πάνω νόμων. Δεν είναι ούτε ανάπηρος, ούτε εξαρτώμενος πεσόντων ή αγνοουμένων ή αναπήρων. Από την άλλη, κατά το χρόνο ισχύος του Νόμου, δηλαδή στις 11.7.1997, ο αιτητής δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί τέκνο εγκλωβισμένων, αφού οι γονείς του είχαν ήδη αποβιώσει το 1979 και 1992.

Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση. Ο αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι εμπίπτει στις πρόνοιες των ρηθέντων νόμων, οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, κρίθηκαν ως αντισυνταγματικοί, με την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου, Α.Ε. 3385, ημερ. 26.9.2002.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η Επιτροπή, χρησιμοποίησαν μια γενική και αόριστη αιτιολογία αναφορικά με τη γνώση των αγγλικών που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας. Κατά τον αιτητή, τα ενδιαφερόμενα μέρη Προύντζος και Παπουρίδης, δεν κατέχουν αμάχητο τεκμήριο για την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Η Συμβουλευτική Επιτροπή ικανοποιήθηκε, με βάση διάφορα δικαιολογητικά που υποβλήθηκαν, καθώς και από το περιεχόμενο των φακέλων, ότι οι υποψήφιοι κατείχαν την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της ελληνικής, ενώ όσον αφορά την πολύ καλή γνώση της αγγλικής, διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι είχαν ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα στην έκθεση τεκμήρια που βεβαίωναν την κατοχή του προσόντος, δηλαδή επιτυχία σε εξετάσεις ή φοίτηση σε πανεπιστήμια ή κατοχή θέσης που το σχέδιο υπηρεσίας της προβλέπει ως απαιτούμενο προσόν την πολύ καλή γνώση της αγγλικής.

Ο αιτητής υποστήριξε ακόμα ότι υπερέχει σε αξία, κάτι που ο Διευθυντής δεν έλαβε καν υπ΄ όψιν. Ο αιτητής προέβη σε σύγκριση των υπηρεσιακών του εκθέσεων μόνο με το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοφίλου. Η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε, ορθώς, ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, πλην του Θεοφίλου, που υστερεί σε αξία έναντι του αιτητή κατά το έτος 1992, αλλά υπερτερεί στο έτος 1995, υπερείχαν του αιτητή σε αξία. Εξέταση των φακέλων δείχνει ότι ο αιτητής υστερεί όλων των ενδιαφερομένων μερών σε αξία και αρχαιότητα, άνκαι με τον Θεοφίλου μπορεί να θεωρηθεί ως ίσος, χωρίς όμως να έχει τη σύσταση του Διευθυντή, ενώ η υπεροχή του σε προσόντα αναφέρεται σε πέραν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας, στα οποία, εν πάση περιπτώσει, δόθηκε η δέουσα βαρύτητα.

Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄αρ. 714/2001, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απέτυχε να επιλέξει τους καταλληλότερους για προαγωγή, ότι αγνοώντας τα ανώτερα καθήκοντα που ασκούσε τα τελευταία πέντε χρόνια και παραγνωρίζοντας την αξία και τις πρόσθετές του εμπειρίες. Αυτό καθιστά την απόφαση της Ε.Δ.Υ. αναιτιολόγητη.

Ο ισχυρισμός δεν είναι βάσιμος. Η αιτιολογία που παρέχεται στο σχετικό πρακτικό είναι λεπτομερής. Η Επιτροπή σημείωσε ότι ο αιτητής διαθέτει υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα, έκρινε όμως ότι το στοιχείο αυτό δεν μπορούσε από μόνο του να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων, δεδομένου ότι ο αιτητής δεν διέθετε τη σύσταση του Διευθυντή. Σημείωσε ακόμα ότι υστερούσε όλων των υποψηφίων σε αρχαιότητα, δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε θέση με μισθοδοτική κλίμακα χαμηλότερη με των άλλων επιλεγέντων.

Ο συνήγορος του αιτητή θεωρεί ότι τα πιο πάνω δεν αποτελούν αιτιολογία γιατί σε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, η αρχαιότητα δεν έχει ουσιώδη σημασία. Η διαπίστωση αυτή είναι ορθή. Από την άλλη όμως, φαίνεται ότι η σημασία που δόθηκε στην αρχαιότητα δεν ήταν ουσιαστική.

Εξ άλλου, όπως ορθά έχει επισημανθεί στην υπόθεση Πανταζής ν. Ε.Δ.Υ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, 54, η αρχαιότητα για σκοπούς πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας, ιδιαίτερα για διευθυντικές θέσεις.

Η Επιτροπή έδωσε βαρύτητα σε άλλα στοιχεία, όπως για παράδειγμα τη σύσταση του Διευθυντή. Γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε όλους τους επιλεγέντες και με επισήμανση των σημείων επί των οποίων η Επιτροπή βασίζει την κρίση της ότι υπερέχουν. Η αιτιολογία που δόθηκε κρίνεται ως επαρκής.

Παρόμοια επιχειρήματα προβάλλει τέλος και ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄αρ. 722/2001, υποστηρίζοντας ότι υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών σε αξία και αρχαιότητα, ενώ είναι ισοδύναμος σε προσόντα με δύο ενδιαφερόμενα μέρη, τον Παπαρίδη και Προύντζο, ενώ κατέχει το προβλεπόμενο από τα σχέδια υπηρεσίας πλεονέκτημα.

Ούτε αυτού οι ισχυρισμοί ευσταθούν. Ο αιτητής ισοβαθμεί ως προς την αξία με τα ενδιαφερόμενα μέρη Προύντζο, Παπαγεωργίου και Παπαρίδη, ενώ υπερτερεί της Γιόλας Δημητρίου και Κ. Θεοφίλου. Υστερεί σε αρχαιότητα έναντι του Παπαρίδη, ενώ είναι ίσος με το ενδιαφερόμενο μέρος Δημητρίου και υπερέχει ελαφρά του Προύντζου και κατά λίγο περισσότερο του Παπαγεωργίου. ΄Ολα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως και ο αιτητής, κατέχουν το προβλεπόμενο από τα σχέδια υπηρεσίας πλεονέκτημα. Ο αιτητής υστερεί σε προσόντα των Δημητρίου, Παπαγεωργίου, Θεοφίλου και Παπαρίδη και είναι ίσος με τον Προύντζο. ΄Ολα τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή, που δεν έχει ο αιτητής. Εν κατακλείδι, ούτε ο αιτητής αυτός έχει αποδείξει ότι υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών και συνεπώς ούτε και η δική του προσφυγή μπορεί να ευσταθήσει.

Οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των αιτητών, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400, για κάθε αιτητή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο