ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ, Υπόθεση Αρ. 17/2002, 5 Μαϊου, 2003 ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ, Υπόθεση Αρ. 17/2002, 5 Μαϊου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 17/2002)

 

5 Μαϊου, 2003

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ,

Αιτητής,

v.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ,

Καθ’ ου η αίτηση.

____________________

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Τσιρίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Ευσταθίου (κα.), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 30.11.01 και με την οποίαν διόρισαν τον Τάσο Σωτήρη Νεοφύτου στην έκτακτη θέση Λειτουργού Αμπελουργικών Προϊόντων αντί και/ή του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Η επίδικη θέση προκηρύχθηκε στις 25.5.2001 με δημοσίευση στις καθημερινές εφημερίδες. Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα είναι τα εξής:

«1. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στις Οικονομικές ή Εμπορικές Επιστήμες, Πολιτικές Επιστήμες, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Δημόσια Διοίκηση, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Γεωπονία, Οινολογία.

  1. Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας. Γνώση της Γαλλικής γλώσσας θα θεωρηθεί πλεονέκτημα.
  2. Γνώση της Κοινοτικής & Κυπριακής Νομοθεσίας για τα αμπελοοινικά προϊόντα θα θεωρηθεί πλεονέκτημα.
  3. Γνώση των προβλημάτων της αμπελοοινικής βιομηχανίας της Κύπρου.
  4. Γνώση χρήσης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών-Προγραμμάτων.
  5. Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα, υπομονετικότητα και ευθυκρισία.»

Ως αποτέλεσμα της δημοσίευσης της επίδικης θέσης υπέβαλαν αίτηση για διορισμό ο αιτητής, το Ε.Μ. και 7 άλλοι υποψήφιοι. Οι αιτήσεις εξετάστηκαν από την Επιτροπή Προσωπικού του Καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου στις 5.9.2001. Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό τα μέλη της Επιτροπής έκριναν ότι ο αιτητής, το Ε.Μ. και 6 άλλοι υποψήφιοι «κατέχουν τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και θα πρέπει να κληθούν σε προφορική εξέταση σε ημερομηνία που θα καθορίσει το Διοικητικό Συμβούλιο».

Η πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής Προσωπικού εξετάσθηκε από το Καθ΄ ου η Αίτηση Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 19.9.2001. Καθώς φαίνεται από τα πρακτικά «Το Συμβούλιο ύστερα από ανταλλαγή απόψεων ενέκρινε τις εισηγήσεις της Επιτροπής Προσωπικού, που παρουσιάζονται στο σημείο 1 των πρακτικών της Επιτροπής, ημερ. 5.9.2001». Παράλληλα αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους σε προφορική συνέντευξη στις 7.10.2001, και ώρα 5 μ.μ..

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία του Καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου ημερ. 17.10.2001. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίας στη συνέντευξη παρέστησαν 7 υποψήφιοι – απουσίαζε ο υποψήφιος Μιχάλης Ιωάννου. Το τί έλαβε χώραν στην πιο πάνω συνεδρία φαίνεται στα πρακτικά. Τα παραθέτω:

«Από τους πιο πάνω οκτώ υποψήφιους ο κ. Μιχάλης Ιωάννοου δεν ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόσκληση του Συμβουλίου για συνέντευξη. Πριν την έναρξη των συνεντεύξεων τα μέλη καθόρισαν τις ερωτήσεις στην Ελληνική και Αγγλική που θα υποβληθούν στους υποψηφίους με σκοπό την αξιολόγηση τους σ΄ ότι αφορά την προσωπικότητα τους, την ικανότητα συνεννόησης και προφορικής έκφρασης και ικανότητας διατύπωσης και υποστήριξης απόψεων.

Οι πιο πάνω ερωτήσεις αποφασίστηκε να υποβληθούν οι ίδιες σε όλους τους υποψηφίους. Στη συνέχεια το Συμβούλιο προχώρησε και συμπλήρωσε τις συνεντεύξεις με τους επτά υποψηφίους που προσήλθαν στην προφορική εξέταση σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(2) των Περί Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (Όροι Υπηρεσίας των Υπαλλήλων του Συμβουλίου) Κανονισμών του 1976 και 1990.

Το Συμβούλιο αφού έλαβε υπόψη του όλα τα ενώπιον του στοιχεία που αφορούν τους επτά υποψηφίους, δηλ. τα προσόντα, την ενημέρωση σε συναφή θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, την ικανότητα συνεννόησης και προφορικής έκφρασης τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά, και την επίδοση τους κατά την προφορική εξέταση, δηλαδή την ορθότητα των απαντήσεων στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, κατέληξε ομόφωνα ότι ο υποψήφιος Τάσος Νεοφύτου υπερτερούσε των άλλων υποψηφίων και συγκέντρωσε την ψηλότερη βαθμολογία.

Ενόψει των πιο πάνω το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα όπως προσφέρει στον κ. Τάσο Νεοφύτου διορισμό στην έκτακτη θέση του Λειτουργού Αμπελουργικών Προϊόντων, για περίοδο ενός έτους.

Η ημερομηνία έναρξης του διορισμού του κ. Νεοφύτου θα καθορισθεί σε επόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου.»

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης ο Διευθυντής του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου πρόσφερε διορισμό για ένα χρόνο στο Ε.Μ. στην επίδικη θέση (βλ. επιστολή του ημερ. 25.10.2001).

Ο διορισμός του Ε.Μ. εγκρίθηκε από τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού στις 26.11.2001 σύμφωνα με την εξουσία που εκχωρήθηκε στον Υπουργό από το Υπουργικό Συμβούλιο με την Κ.Δ.Π. 396/97 (βλ. επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ημερ. 26.11.2001 στο φακ. τεκ. 1).

Με έγγραφο του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου ημερ. 6.12.2001 το Ε.Μ. διορίστηκε στην επίδικη θέση από τις 10.12.2001 «σύμφωνα με τους όρους υπηρεσίας που εκτίθενται στην πιο πάνω προσφορά διορισμού ημερ. 25.10.2001.

Με επιστολή του Διευθυντή του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου ημερ. 30.11.2001 ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι δεν κατέστη δυνατό να επιλεγεί για διορισμό στην επίδικη θέση.

Οι προδικαστικές ενστάσεις.

Το καθ΄ ου η αίτηση Συμβούλιο ήγειρε προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκε ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη γιατί «έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα των 75 ημερών από τη μέρα κατά την οποία ο αιτητής έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης».

Προδικαστική ένσταση έχει εγερθεί και από το Ε.Μ.. Ισχυρίσθηκε ότι έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον του αιτητή λόγω λήξης της ισχύος του επίδικου διορισμού.

Έρεισμα της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου είναι η επιστολή του αιτητή ημερ. 25.10.2001 προς την Επίτροπο Διοικήσεως με την οποία ο αιτητής υπέβαλε παράπονο κατά του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου για την επιλογή του Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου υπέβαλε ότι «ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι από την καταχώρηση της αίτησης, στις 8.1.2002, παρήλθαν ακριβώς 75 μέρες δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η αίτηση είναι εμπρόθεσμη αφού από τα γεγονότα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής πρέπει να γνώριζε το περιεχόμενο της απόφασης τουλάχιστον από την προηγούμενη μέρα».

Βέβαιο είναι ότι στις 25.10.2001 ο αιτητής είχε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ένας ο οποίος λαμβάνει γνώση μιας απόφασης σε συγκεκριμένη ημερομηνία μπορεί την ίδια ημερομηνία να υποβάλει και παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως. Η υποβολή παραπόνου στις 25.10.2001 δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι ο αιτητής είχε λάβει γνώση πριν από τις 25.10.2001. Μια απλή επιστολή προς την Επίτροπο Διοικήσεως μπορεί ευχερώς να συνταχθεί κατά την ημερομηνία που ένας λαμβάνει γνώση της απόφασης. Συνεπώς η εισήγηση περί γνώσεως του αιτητή «τουλάχιστον από την προηγούμενη μέρα» αποτελεί μια απλή εικασία και πολύ απέχει από την βεβαιότητα. Τα γεγονότα καταδεικνύουν την ύπαρξη τουλάχιστον αμφιβολίας ως προς την ακριβή ημερομηνία που ο αιτητής έλαβε γνώση της απόφασης. Σύμφωνα με τη νομολογία σε περίπτωση αμφιβολίας αυτή επιλύεται υπέρ του αιτητή (Neophytou v. Republic (1964) C.L.R. 280 και Georghiades and Another v. Republic (1966) 3 C.L.R. 827). Κρίνω επομένως ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης στις 25.10.2001 και άσκησε την προσφυγή στις 8.1.2002, εντός δηλαδή της προθεσμίας των 75 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Έπεται πως η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη. Η σχετική προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Η προδικαστική ένσταση του Ε.Μ. έχει σαν έρεισμα τη χρονική διάρκεια του επίδικου διορισμού. Ήταν διάρκειας ενός έτους από τις 10.12.2001. Επομένως έληξε στις 9.12.2001. Συνεπώς, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο του Ε.Μ. «με το δεδομένο ότι αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι το απαιτούμενο έννομο συμφέρον πρέπει να ενυπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας από την έγερση μέχρι και την εκδίκαση της προσφυγής, καθίσταται απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως εφόσον το έννομο συμφέρον κατέστη παρελθόν».

Το θέμα που εγείρεται με την προδικαστική ένσταση του Ε.Μ. έχει επιλυθεί από την Ελληνική Νομολογία. Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-59, σελ. 242-243:

«δδ΄. Πράξεις περιωρισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ΄ ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ΄ ον ίσχυσεν, εφ΄ όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις. Εφ΄ όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυεν πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου. Η πλέον πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ΄ όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ΄ ον χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχη λήξει η ισχύς ταύτης, εφ΄ όσον δεν ήρθησαν τα κατά τον χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα.»

Η πιο πάνω θέση της Ελληνικής Νομολογίας έχει υιοθετηθεί και από τη δική μας Νομολογία. (βλ. Maliotis v. Municipality of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 75, 94, Kittou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 603, 609 και Christodoulides v. Republic (1978) 3 C.L.R. 193). Η δυνατότητα ακύρωσης μιας πράξης μετά τη λήξη της ισχύος της υπάρχει γιατί ο αιτητής μπορεί να επιδιώξει αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 146.6 μόνο μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Αυτή η αρχή έχει διατυπωθεί στην Kyriakides v. The Republic, 1 R.S.C.C. 66, 74.

Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι ο μη διορισμός του αιτητή έχει παραγάγει δυσμενή αποτελέσματα για τον αιτητή. Θεωρώ επομένως ότι ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ακόμη και μετά που έχει παύσει να ισχύει ο διορισμός του Ε.Μ. γιατί μόνο μετά την ακυρωτική απόφαση μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα του για διεκδίκηση αποζημιώσεων δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Έπεται πως η σχετική προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Η Νεοφύτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 713/98 κ.α./21.12.2000 στην οποία έχει αναφερθεί η ευπαίδευτη συνήγορος του Ε.Μ. δεν μπορεί, με όλο το σεβασμό, να τύχει εφαρμογής γιατί δεν είναι ευθυγραμμισμένη με τη Νομολογία στην οποία έχω αναφερθεί πιο πάνω (Βλ. Scruttons Ltd v. Midland Silicone Ltd (1962) 1 All E.R. 1, 12 και Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, 168, 169).

Η ουσία της προσφυγής.

Πρώτος λόγος ακύρωσης – Παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε ο αιτητής χωρίς ειδική αιτιολογία.

Σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας «γνώση της Γαλλικής γλώσσας θα θεωρηθεί πλεονέκτημα». Στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων για την πλήρωση της επίδικης θέσης (βλ. Παράρτημα Β στην ένσταση) αναφέρεται ότι ο αιτητής κατέχει «πολύ καλή γνώση της Γαλλικής γλώσσας». Ως εκ τούτου ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι το καθ΄ ου η αίτηση Συμβούλιο δεν είχε αιτιολογήσει την παραγνώριση του πιο πάνω προσόντος-πλεονέκτημα που κατέχει ο αιτητής.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση υπέβαλε ότι «όπως φαίνεται στο Παράρτημα Β, ο αιτητής κατείχε όλα τα απαιτούμενα προσόντα, με εξαίρεση αυτού της γνώσης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών Προγραμμάτων». Υπέβαλε ότι ο αιτητής δεν κρίθηκε προσοντούχος από τον καθ΄ ου η αίτηση αλλά μόνο από την Επιτροπή Προσωπικού της οποίας ο ρόλος δεν είναι αποφασιστικός και δεν μπορεί να υποκαταστήσει το καθ΄ ου η αίτηση Συμβούλιο στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Προσωπικού – συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος – είναι «προπαρασκευαστικές και/ή υποβοηθητικές του έργου του Συμβουλίου». Είναι προφανές- συμπλήρωσε – ότι «ο αιτητής δεν κατείχε τα προβλεπόμενα προσόντα και θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι η Διοίκηση, δεσμευμένη από μια προκαταρκτική πράξη, πρέπει να είναι υποχρεωμένη να προσλάβει σε μια θέση κάποιο πρόσωπο που δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα για να εκπληρώσει τα καθήκοντα του». Το καθήκον – κατέληξε – και η ευθύνη διακρίβωσης των προσόντων των υποψηφίων ανήκει αποκλειστικά στο αποφασίζον όργανο.

Η εισήγηση ότι ο αιτητής είχε κριθεί ως προσοντούχος μόνο από την Επιτροπή Προσωπικού και όχι από το καθ΄ ου η αίτηση Συμβούλιο παραγνωρίζει:

(α) Την πιο πάνω απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου ημερ. 19.9.2001 (βλ. σελ. 3, πιο πάνω), με την οποία το Συμβούλιο ύστερα από ανταλλαγή απόψεων ενέκρινε τις εισηγήσεις της Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 5.9.2001 και με την οποία «παράλληλα αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους σε προφορική συνέντευξη στις 17.10.2001».

(β) Ότι ο αιτητής κλήθηκε σε προφορική συνέντευξη από το καθ΄ ου η αίτηση Συμβούλιο.

(γ) Ότι δεν υπάρχει απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου με την οποία να κρίνεται ότι ο αιτητής δεν κατέχει το πιο πάνω προσόν.

(δ) Ότι ο αιτητής ήταν ένας από τους υπόψηφιους που είχε κληθεί – και εξεταστεί – στη συνέντευξη και παρόλο ότι στην επίδικη απόφαση αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων δεν υπάρχει διαπίστωση του διορίζοντος οργάνου ότι ο αιτητής δεν κατέχει το πιο πάνω προσόν.

Πράγματι η ευθύνη για την διαπίστωση της κατοχής των σχετικών προσόντων βαρύνει το διορίζον όργανο. Ωστόσο δεν έχουμε εδώ πρωτογενή αξιολόγηση του διορίζοντος οργάνου για τη μη κατοχή του σχετικού προσόντος από τον αιτητή. Είναι δε νομολογημένο ότι μια τέτοια πρωτογενής αξιολόγηση πρέπει να γίνεται από το διορίζον όργανο και όχι από το Δικαστήριο (βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, 164, 169).

Στην απουσία πρωτογενούς διαπίστωσης του διορίζοντος οργάνου ότι ο αιτητής δεν κατέχει όλα τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και εν όψει της απόφασης της Επιτροπής Προσωπικού – η οποία έτυχε και της έγκρισης του διορίζοντος οργάνου – ότι ο αιτητής κατέχει τα προσόντα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο αιτητής κατείχε όλα τα προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας. Κατείχε, επίσης, και το πιο πάνω προσόν πλεονέκτημα το οποίο έχει παραγνωρισθεί από το διορίζον όργανο.

΄Εχει νομολογηθεί ότι σε περίπτωση που παραγνωρίζεται υποψήφιος που κατέχει το προσόν-πλεονέκτημα το διορίζον όργανο έχει υποχρέωση να παράσχει ειδική αιτιολόγηση για την ενέργεια του. Στην Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1 υποδεικνύεται ότι η αρχή της ειδικής αιτιολόγησης αποτελεί αταλάντευτη αρχή της νομολογίας μας. Λέχθηκαν, επίσης, τα εξής (βλ. σελ. 7):

“Αφετηρία της - σχετικής αρχής - ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία - έκτοτε - έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετον προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι΄ αυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στην Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της ολομέλειας) επισημαίνεται ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.”

 

(Βλ. και Χ‘‘ Ρούσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 572/97/30.3.98, Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1034/97/18.3.99 και Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 806/99/22.6.2000).

Στην παρούσα υπόθεση το διορίζον όργανο δεν έχει αιτιολογήσει την παραγνώριση του προσόντος πλεονέκτημα που κατέχει ο αιτητής. Έπεται πως έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια με πλημμελή τρόπο με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το Νόμο και καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Bagdades v. Republic (1973) 3 C.L.R. 417, Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476) και πρέπει ν΄ ακυρωθεί.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Μη καταγραφή των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 3, πιο πάνω) λήφθηκε υπόψη η επίδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Ωστόσο – συνέχισε – «έπρεπε να καταγραφούν οι εντυπώσεις στο πρακτικό και να επεξηγηθεί γιατί επιλέγηκε και με βάση αυτές το Ε.Μ.». Πουθενά – κατέληξε – «δεν υπάρχουν οι εντυπώσεις και ούτε τηρήθηκαν πρακτικά της συνέντευξης». Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στο άρθρο 24(1) (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99) το οποίο προβλέπει:

«24.-(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.

(2) Στις περιπτώσεις διορισμών ή προαγωγών επιβάλλεται η καταγραφή των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης. Δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης ούτε και η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων. Οι τυχόν προσωπικές σημειώσεις των μελών σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδονται από τα μέλη αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων και αποτελούν μέρος του οικείου φακέλου.»

Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος του Ε.Μ. υπέβαλε ότι ο Καν. 10(2) των περί Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (Όροι Υπηρεσίας των Υπαλλήλων του Συμβουλίου) Κανονισμών του 1976 «δεν επιτάσσει την αιτιολόγηση των προφορικών εξετάσεων και κατ΄ επέκταση η τελική αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων».

Η ανάγκη καταγραφής των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης υπαγορεύεται από τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Οι αρχές αυτές έχουν κωδικοποιηθεί με το πιο πάνω άρθρο 24 του Νόμου 158(Ι)/99. Ο πιο πάνω Καν. 10(2) δεν αναιρεί με οποιοδήποτε τρόπο τις σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως αυτές έχουν κωδικοποιηθεί με τον πιο πάνω Νόμο. Έπεται πως αυτές ισχύουν. Κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί με τρόπο αντίθετο προς το Νόμο ήτοι το άρθρο 24(2) του Νόμου 158(Ι)/99. Ακυρώνεται και γι΄ αυτό το λόγο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο