ΘΕΟΦΑΝΗΣ Χ’’ ΓΙΑΝΝΗ κ.α. ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 846/2001, 30 Μαϊου, 2003 ΘΕΟΦΑΝΗΣ Χ’’ ΓΙΑΝΝΗ κ.α. ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 846/2001, 30 Μαϊου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 846/2001)

 

30 Μαϊου, 2003

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

  1. ΘΕΟΦΑΝΗΣ Χ’’ ΓΙΑΝΝΗ,
  2. ΗΛΙΑΣ Χ’’ ΓΙΑΝΝΗ,
  3. ΣΠΥΡΟΣ Χ’’ ΓΙΑΝΝΗ,
  4. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Χ’’ ΓΙΑΝΝΗ,
  5. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΡ. ΜΑΝΩΛΗ,
  6. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΧΡ. ΜΑΝΩΛΗ,
  7. ΚΥΠΡΟΣ ΧΡ. ΜΑΝΩΛΗ,
  8. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΑΝΩΛΗ,
  9. ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΓΚΟΥ Χ’’ ΓΙΑΝΝΗ,
  10. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ Χ’’ ΓΙΑΝΝΗ,
  11. ΕΛΕΝΗ Χ’’ ΓΙΑΝΝΗ,

Αιτητές,,

v.

 

 

 

  1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
  2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
  3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

Σ. Δράκος, για τους Αιτητές.

Χρ. Ιωσηφίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

«Α. Απόφαση και/ή δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη του καθ΄ ου η αίτηση που κοινοποιήθηκε εις τους Αιτητές και/ή τους δικηγόρους τους με επιστολή ημερομηνίας 31.7.01 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αδικαιολόγητη και/ή λανθασμένη και/ή πάρθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή είναι αντισυνταγματική και/ή στερείται οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, και/ή

Β. Απόφαση και/ή δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη του καθ΄ ου η αίτηση που κοινοποιήθηκε εις τους Αιτητές και/ή τους δικηγόρους τους με επιστολή ημερομηνίας 14.8.2001 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αδικαιολόγητη και/ή λανθασμένη και/ή πάρθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή είναι αντισυνταγματική και/ή στερείται οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, και/ή

Γ. Απόφαση και/ή δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη του καθ΄ ου η αίτηση που κοινοποιήθηκε εις τους Αιτητές και/ή τους δικηγόρους τους με επιστολή ημερομηνίας 14.8.2001 και εμμένει στην επιβολή των όρων 4, 60, 69, 71, 90, 500 και 501 της πολεοδομικής άδειας σε σχέση με το τεμάχιο τους στο Μενεού της επαρχίας Λάρνακας, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αδικαιολόγητη και/ή λανθασμένη και/ή πάρθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή στερείται οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.»

 

Σημειώνεται ότι στο στάδιο των διευκρινίσεων οι αιτητές απέσυραν το αιτητικό που σχετίζεται με τις θεραπείες Β και Γ.

Τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με την προσφυγή:

Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του τεμαχίου με αρ. 127 στο χωριό Μενεού Λάρνακας. Την 1.3.99 υπέβαλαν αίτηση στην Πολεοδομική Αρχή (Επαρχιακό Λειτουργό Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακας) για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας.

Με απόφαση της ημερ. 21.4.99 η Πολεοδομική Αρχή ενέκρινε την αίτηση. Επέβαλε, όμως, αριθμό όρων τους οποίους επεσύναψε στην άδεια. Σχετικοί είναι οι όροι με αρ. 4, 60, 69, 71, 90, 500 και 501 (οι επίδικοι όροι). Τους παραθέτω:

«(4) Τα σύνορα τεμαχίου/ων σε σχέση με την εκτέλεση των όρων της παρούσας άδειας είναι αυτά που θα προκύψουν μετά την παραχώρηση γης για σκοπούς διάνοιξης, διεύρυνσης ή συνέχισης δημόσιας οδού (δρόμος, πεζόδρομος, κ.λ.π.) ή παραχώρησης προς το δημόσιο χώρου για δημιουργία δημόσιας πλατείας, χώρου πρασίνου κλπ.

(60) Το/Τα τμήμα/τα της υπό ανάπτυξη ακίνητης ιδιοκτησίας, που δείχνεται/ονται με κόκκινη γραμμή και κίτρινο χρώμα στο εγκριμένο/χωρομετρικό σχέδιο, να παραχωρηθεί/ούν και να εγγραφεί/ούν ως δημόσιος/οι δρόμος/οί. Κατά μήκος του/των οδικού/ών συνόρου/ων να κατασκευαστούν προκατασκευασμένα κράσπεδα από σκυρόδεμα και πλακόστρωτα πεζοδρόμια με προκατασκευασμένες τσιμεντόπλακες διαστάσεων 0,40 μ. Χ 0,40 μ. ενώ η υπόλοιπη/ες παραχωρούμενη/ες λωρίδα/ες γης να κατασκευαστεί/ούν με ‘πρέμιξ’

(69) Όπου το τελικό πλάτος δρόμου δεν συμπληρώνεται, το πεζοδρόμιο που περιγράφεται στον όρο αρ. (60) πιο πάνω να κατασκευαστεί μόνο στη μια πλευρά.

(90) Τα τόξα στροφής στις συμβολές των δρόμων να είναι ακτίνας 10,00 μ. και τα τόξα στροφής των κρασπέδων ανάλογης ακτίνας, εκτός όπου αναγράφεται διαφορετικά πάνω στο εγκριμένο χωρομετρικό σχέδιο.

(500) Στα τμήματα του τεμαχίου που επηρεάζονται από σχέδιο διάνοιξης μελλοντικών δρόμων και πεζοδρόμων όπως δείχνεται με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή και καφέ χρώμα στο εγκριμένο χωρομετρικό σχέδιο, δε θα γίνει καμιά κατασκευή και ο χώρος αυτός θα διαφυλαχθεί για να παραχωρηθεί και εγγραφεί μελλοντικά ως ‘δημόσιος δρόμος’ και κατασκευαστεί σύμφωνα με τις υποδείξεις και προς ικανοποίηση της Πολεοδομικής Αρχής.

(501) Στα τμήματα του τεμαχίου που επηρεάζονται από σχέδιο δημιουργίας μελλοντικών δημόσιων χώρων πρασίνου, όπως δείχνεται με διακεκομμένη γραμμή και πράσινο χρώμα στο εγκριμένο χωρομετρικό σχέδιο δε θα γίνει καμιά κατασκευή και οι χώροι τούτοι θα διαφυλαχθούν για να παραχωρηθούν μελλοντικά και εγγραφούν ως ‘ανοικτοί δημόσιοι χώροι’ και τοπιοτεχνηθούν κατάλληλα σύμφωνα με τις υποδείξεις και προς ικανοποίηση της Πολεοδομικής Αρχής.»

Οι αιτητές άσκησαν ιεραρχική προσφυγή εναντίον των επίδικων όρων (βλ. επιστολή τους ημερ. 5.5.99 προς το Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργού Εσωτερικών – Παράρτημα 3 στην ένσταση). Ισχυρίστηκαν ότι:

«(α) Η ανάπτυξη είναι μικρού μεγέθους και σημασίας ως ποσοστό της επιτρεπόμενης που μπορεί να πραγματοποιηθεί στο τεμάχιο (ίδε παράγραφο 3.3 (γ) Δήλωσης Πολιτικής).

(β) Το υπό ανάπτυξη τεμάχιο βρίσκεται σε ζώνη χαμηλού συντελεστή δόμησης (εκτός ορίου ανάπτυξης) και η εφαρμογή των πιο πάνω όρων δεν κρίνονται αναγκαίοι για την δημιουργία δημοσίων χώρων πρασίνου ή για την προστασία χαρακτηριστικών στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος (ίδε παράγραφο 3.3 (θ) Δήλωσης Πολιτικής.»

Το Υπουργείο Εσωτερικών ζήτησε τις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής, του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Επάρχου Λάρνακας επί της Ιεραρχικής Προσφυγής (βλ. επιστολή του ημερ. 2.6.99 – Παράρτημα 4 στην ένσταση).

Η Πολεοδομική Αρχή (Επαρχιακός Λειτουργός Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακας) εισηγήθηκε απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής για τους πιο κάτω λόγους (βλ. επιστολή της ημερ. 24.9.99 – Παράρτημα 5 στην ένσταση):

«(α) Το επιχείρημα των ενισταμένων που αφορά το μικρό μέγεθος της ανάπτυξης και τη σημασία της ως ποσοστό σε σχέση μ΄ αυτό που μπορεί να επιτραπεί στο τεμάχιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Η Πολεοδομική Αρχή ακριβώς λαμβάνοντας υπ΄ όψη:

(ι) Το γεγονός ότι το τεμάχιο περιλαμβάνεται στην Οικιστική Ζώνη Κα6 όπου ισχύουν οι πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας και όχι αυτές της Δήλωσης Πολιτικής όπως αναφέρεται στην παρούσα προσφυγή από τους αιτητές και όπου επιβάλλεται η κατασκευή του προβλεπόμενου αναγκαίου οδικού δικτύου της περιοχής.

(ιι) Το ότι τμήμα του τεμαχίου έχει αναπτυχθεί ήδη με την ανέγερση κατοικιών σ΄αυτό και το οδικό δίκτυο της περιοχής διασφαλιζόταν με την χορηγηθείσα Πολεοδομική ΄Αδεια, ΛΑΡ/347/91 που αφορούσε διαίρεση του τεμαχίου σε οικόπεδα και η οποία έληξε χωρίς να υλοποιηθεί.

(ιιι) Το προβλεπόμενο κύριο οδικό δίκτυο που δημοσιεύτηκε με το Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας (Αναθεωρημένο 1996) το οποίο ουσιαστικά τέμνει το τεμάχιο σε δύο τμήματα με αποτέλεσμα το τμήμα του τεμαχίου που προτείνεται η εν λόγω ανάπτυξη να περιλαμβάνεται μέρος στην οικιστική ζώνη και μέρος στην γεωργική ζώνη.

Αποφάσισε μόνο την επιβολή όρων για παραχώρηση/εγγραφή στο δημόσιο και την κατασκευή τμήματος νέου οδικού δικτύου που περιλαμβάνεται στο τμήμα του τεμαχίου από τον υφιστάμενο δημόσιο δρόμο μέχρι την προτεινόμενη ανάπτυξη και που εμπίπτει στην ζώνη Κα6 ώστε να διασφαλίζονται οι ελάχιστες συνθήκες ανάπτυξης το οδικού δικτύου της περιοχής και να διαφυλάσσεται ταυτόχρονα το υπόλοιπο οδικό δίκτυο για μελλοντική παραχώρηση. Προς τον σκοπό αυτό τέθηκε και η σχετική σημείωση στους αιτητές στην Γνωστοποίηση Χορήγησης Άδειας ότι σε μελλοντική ανάπτυξη του τεμαχίου θα απαιτηθεί προηγουμένως η οικοπεδοποίηση του.

(β) Σε σχέση με την άποψη των ενισταμένων ότι δεν απαιτείται η παραχώρηση στο δημόσιο χώρο για διαμόρφωση ανοικτού χώρου πρασίνου επειδή το τεμάχιο βρίσκεται σε ζώνη με χαμηλό συντελεστή δόμησης, αναφέρεται ότι ακριβώς η Πολεοδομική Αρχή επειδή η ανάπτυξη κρίθηκε ως μικρού μεγέθους ή σημασίας ως ποσοστό της επιτρεπόμενης ανάπτυξης που μπορεί να πραγματοποιηθεί στο τεμάχιο και βρίσκεται σε ζώνη ανάπτυξης με ψηλό συντελεστή δόμησης έκρινε σκόπιμο να διαφυλάξει στο παρόν στάδιο τους απαιτούμενους χώρους πρασίνου και σύμφωνα με την Πρόνοια 3.3(γ) των Γενικών Προνοιών Πολιτικής του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας επιβάλλοντας τους όρους (500) και (501) αντίστοιχα.»

Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (βλ. επιστολή του ημερ. 26.7.99) όπως επίσης και ο Έπαρχος Λάρνακας εισηγήθηκαν την απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής. Υιοθέτησαν τις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής.

Μετά τη λήψη των πιο πάνω απόψεων το Υπουργείο Εσωτερικών ετοίμασε σημείωμα για την Υπουργική Επιτροπή. Το σημείωμα περιλαμβάνει το ιστορικό της Προσφυγής και τις απόψεις/εισηγήσεις των πιο πάνω Τμημάτων. Καταλήγει ως εξής:

«7. Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού έλαβε υπόψη τις πιο πάνω εισηγήσεις των ενδιαφερομένων Τμημάτων και τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, εισηγείται όπως η Υπουργική Επιτροπή απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πρόνοιες των Σχεδίων Ανάπτυξης.»

Η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής λήφθηκε στις 10.12.99. Την παραθέτω:

«2.3.7. Ιεραρχική Προσφυγή των κ.κ. Θεοφάνη Χ‘‘ Γιάννη κ.α. με βάση το άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, εναντίον απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, να επιβάλει όρους, στη χορηγηθείσα πολεοδομική άδεια οικιστικής μονάδας στο Μενεού (Αρ.Φακ. 79/91/Γ/76).

Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. 38/60 του Υπουργείου Εσωτερικών, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και αποφάσισε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή, θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή, εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας.»

Η πιο πάνω απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής φέρεται να γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 3.2.2000.

Η προδικαστική ένσταση.

Με την ένσταση τους οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση. Ισχυρίστηκαν ότι «η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 15.10.2001 εναντίον απόφασης η οποία επί της ουσίας λήφθηκε στις 10.12.99 και γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 3.2.2000 και ως εκ τούτου είναι εκπρόθεσμη».

Γεγονότα που σχετίζονται με την προδικαστική ένσταση.

Η διεύθυνση των αιτητών, όπως καταγράφεται στην Ιεραρχική Προσφυγή τους, είναι: «Φ/δι Τ.Κ. 28052, 2090 Λευκωσία». Η διεύθυνση η οποία καταγράφεται στην εν λόγω επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 3.2.2000 είναι: «Τ.Κ. 2805220, 2090 Λευκωσία».

Στις 21.2.2003 δόθηκε, «εκ συμφώνου», άδεια στους αιτητές για προσαγωγή μαρτυρίας «εκ μέρους του δικαιούχου» του πιο πάνω Τ.Κ. 28052. Δόθηκε, επίσης, άδεια στους καθ΄ ων η αίτηση να παρουσιάσουν μαρτυρία «ότι η επίδικη επιστολή είχε ταχυδρομηθεί και μαρτυρία που σχετίζεται με το γεγονός της εσφαλμένης καταγραφής του ταχυδρομικού κώδικα». Ωστόσο με έγγραφη δήλωση του ημερ. 28.2.2003 ο συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση δήλωσε ότι δεν προτίθεται να προσκομίσει μαρτυρία «για την αποστολή και/ή παράδοση της επιστολής των καθ΄ ων η αίτηση με ημερ. 3.2.2000 προς τους αιτητές».

Ο δικαιούχος του Τ.Κ. 28052 στη σχετική ένορκη δήλωση του ανέφερε ότι ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή ημερ. 3.2.2000. Ανέφερε επίσης ότι το Τ.Κ. 2805220 δεν είναι δικό του.

Ήταν η θέση του κ. Δράκου, εκ μέρους των αιτητών, ότι οι αιτητές «δεν πληροφορήθηκαν την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση» γιατί στάληκε σε λάθος διεύθυνση. Στάληκε στο Τ.Κ. 2805220 ενώ η διεύθυνση των αιτητών, όπως την υπέδειξαν στην Ιεραρχική Προσφυγή τους είναι Τ.Κ. 28052. Ήταν – συνέχισε ο κ. Δράκος – λόγω της μη λήψης της επιστολής ημερ. 3.2.2000 που οι αιτητές με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 27.7.2001 ζήτησαν να μάθουν σε ποιό στάδιο βρίσκεται η ιεραρχική τους προσφυγή και έλαβαν για πρώτη φορά γνώση της πιο πάνω επιστολής ημερ. 3.2.2000 με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 31.7.2001. Επομένως – κατέληξε - η προσφυγή τους, η οποία ασκήθηκε στις 15.10.2001, είναι εμπρόθεσμη.

 

 

 

Από την άλλη ο κ. Ιωσηφίδης, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, παρέπεμψε στο άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Υπέβαλε ότι, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του Νόμου, η επίδοση της επιστολής των καθ΄ ων η αίτηση, με ημερομηνία 3.2.2000 «λογίζεται» ότι έγινε «με την κανονική αποστολή ...» και ότι «εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδιδόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου». Οι αιτητές – συνέχισε – δεν έχουν αποδείξει με οποιοδήποτε τρόπο ότι, υπό τις περιστάσεις, η επιστολή δεν παραδόθηκε «με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου» και γι΄ αυτό το λόγο ο ισχυρισμός τους περί μη παράδοσης της επιστολής παραμείνει απλός ισχυρισμός χωρίς οποιαδήποτε νομική θεμελίωση.

Παρέπεμψε, επίσης, στην Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566 στην οποία λέχθηκε ότι το πιο πάνω άρθρο 2 του Κεφ. 1 εναποθέτει το βάρος απόδειξης της μη λήψης της επιστολής στον παραλήπτη.

Στην Theodorou v. The Abbot of Kykko Monstery (1965) 1 C.L.R. 9, 18, λέχθηκε ότι «υφίσταται τεκμήριο ότι αν αποδειχθεί ότι μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη της παράδοσης της στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται».

Λέχθηκε, επίσης, (βλ. σελ. 17), ότι αν αποδειχθεί ότι μια επιστολή η οποία φέρει την ορθή διεύθυνση ταχυδρομήθηκε και δεν επεστράφη τεκμαίρεται ότι έφθασε στον προορισμό της (βλ. και Ανδρέου ν. P. & D. Crystal Line Co. Ltd, Πολιτική Έφεση 10498/15.10.2001).

Το βάρος απόδειξης ότι ο φάκελος έφερε την ορθή διεύθυνση και ότι ταχυδρομήθηκε και δεν επεστράφηκε το φέρουν οι καθ΄ ων η αίτηση και δεν το έχουν αποσείσει με οποιοδήποτε τρόπο. Αντίθετα οι αιτητές με μαρτυρία που δεν έχει αντικρουστεί και την οποία αποδέχομαι έχουν αποδείξει ότι δεν έχουν παραλάβει την επίμαχη επιστολή ημερ. 3.2.2000. Διαπιστώνω, επομένως, ότι οι αιτητές έλαβαν γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης σε κάποιο χρόνο μετά τις 31.7.2001, μέσα από την επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 31.7.2001. Κρίνω, επομένως, ότι η προσφυγή τους η οποία ασκήθηκε στις 15.10.2001 δεν είναι εκπρόθεσμη.

Η ουσία της προσφυγής.

Ο κ. Δράκος υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί οι καθ΄ ων η αίτηση όταν σχεδίαζαν το τοπικό σχέδιο δεν μπήκαν στον κόπο να ενημερώσουν τους αιτητές και/ή με οποιοδήποτε τρόπο να διαβουλευθούν με αυτούς και να τους δώσουν την ευκαιρία ακρόασης. Το ζήτημα αυτό επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα των αιτητών επί της ακίνητης περιουσίας τους και είχαν δικαίωμα να τύχουν ενημέρωσης και ακρόασης.

Υπέβαλε, επίσης, ότι «η επιβολή των επιδίκων όρων σημαίνει στην ουσία αποστέρηση της ιδιοκτησίας των αιτητών με παράλληλη επιβάρυνση των ιδιοκτητών με ένα τεράστιο κόστος κατασκευής του δρόμου και είναι έξω από τις πρόνοιες του Νόμου όσο και του Συντάγματος. Δηλαδή τέθηκαν οι όροι αυτοί χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση».

Τέλος ο κ. Δράκος υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος, αφού περιορίζεται η χρήση και/ή υπάρχει στέρηση της περιουσίας των αιτητών χωρίς προηγουμένως να διενεργηθεί απαλλοτρίωση του ακινήτου των αιτητών. «Επιπλέον, το δικαίωμα των αιτητών επί της γης τους μπορούσε να περιοριστεί μόνο και μόνο εφόσον τηρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23 του Συντάγματος. Αυτές οι προϋποθέσεις δεν έχουν τηρηθεί και έτσι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί αφού είναι ενάντια της καθιερωμένης πρακτικής και αρχές του Συντάγματος».

Η εκπόνηση και δημοσίευση τοπικού σχεδίου διέπεται από τα άρθρα 10-19 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν 90/72 όπως έχει τροποποιηθεί). Τα άρθρα αυτά δεν εναποθέτουν οποιαδήποτε υποχρέωση στη Διοίκηση να ακούει τους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες. Οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα ένστασης (βλ. άρθρο 18(5) του Νόμου) μετά τη δημοσίευση του σχεδίου.

Σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, 104: «Η παροχή ευκαιρίας στον επηρεαζόμενο να ακουστεί δεν αποτελεί προϋπόθεση ή ενέργεια η οποία επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας».

Κρίνω, επομένως, ότι η Διοίκηση δεν είχε υποχρέωση να ακούσει τους αιτητές. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Αναφορικά με τις εισηγήσεις που σχετίζονται με την παραβίαση του άρθρου 23 του Συντάγματος λόγω περιορισμού στη χρήση του ακινήτου «και /ή λόγω στέρησης της ιδιοκτησίας των αιτητών» το θέμα έχει τύχει ενδελεχούς εξέτασης στη Δημητριάδη (πιο πάνω, σελ. 102 και 103) στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«’Οροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας, που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση.

Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της, μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή – (βλ. Κυριακόπουλου – «Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο», Τόμος Γ, σελ. 366 και 368, Π.Δ. Δαγτόγλου – «Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα Β», σελ. 907, 936, 937, 938, Lanitis E.C. Estates Ltd και ’Αλλοι ν. Δημοκρατίας και ’Αλλου (Υπόθεση αρ. 108/88 κ.α. – 21.12.1989)).

6. Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.

Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους.

.................................. .................................................. .................................................< /P>

7. Οι όροι οικοδομικής ανάπτυξης μιας περιοχής, που τίθενται με ένταξή της σε πολεοδομική ζώνη, επάγονται, κατά κανόνα, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, περιορισμό της χρήσης και όχι στέρηση ιδιοκτησίας – (βλ. Tryphonos and Others v. Nicosia Municipality (1988) 3 C.L.R. 901, Μιχαήλ Κωνσταντινίδης και ’Αλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου και ’Αλλων (Υποθ. Αρ. 216/86, 220/86, 222/86, 224/86 και 225/86- 30.4.1990)).

Οι πολεοδομικές ζώνες προδιαγράφουν τους όρους ανάπτυξης της περιοχής. Δεν αποστερούν τους ιδιοκτήτες του δικαιώματος χρήσης της ιδιοκτησίας τους στην κατάσταση στην οποία ευρίσκεται, ή, γενικότερα, της χρήσης της για τους σκοπούς για τους οποίους την προοιωνίζει η φυσική της κατάσταση.

Η επιβολή ζωνών συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο.

8. Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση της ιδιοκτησίας οποτεδήποτε καθιστούν τη γη αδρανή για το σκοπό για τον οποίο, εξ αντικειμένου, προορίζεται. Σ’ εκείνη την περίπτωση, το δικαίωμα ιδιοκτησίας καθίσταται άνευ αντικειμένου, εφόσον δεν παρέχεται η δυνατότητα χρήσης της γης για οποιοδήποτε γόνιμο σκοπό.

Η ιδιοκτησία γης συναρτάται με οικοδομικούς σκοπούς μόνο στην περίπτωση που το ακίνητο συνιστά οικόπεδο. Η φύση του ακινήτου προοιωνίζει, σ’ εκείνη την περίπτωση, τη χρήση του για οικοδομικούς σκοπούς.»

 

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει αποδειχθεί από τους αιτητές, οι οποίοι φέρουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση η ιδιοκτησία τους θα καταστεί «αδρανής για το σκοπό για τον οποίο εξ αντικειμένου προορίζεται». Έπεται πως δεν έχει σημειωθεί παραβίαση του άρθρου 23 του Συντάγματος. Οι σχετικές εισηγήσεις απορρίπτονται.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα, εξαιρουμένων των εξόδων που έχουν προκληθεί σε σχέση με την αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας. Λόγω της προδικαστικής ένστασης των καθ΄ ων η αίτηση το σχετικό διάβημα των αιτητών ήταν δικαιολογημένο. Δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα της αίτησης εκείνης.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο