ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 931/2001, 28 Μαΐου, 2003 ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 931/2001, 28 Μαΐου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 931/2001)

28 Μαΐου, 2003

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΚΑΙ

ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΠΟΘΗΚΗΣ ΒΑΣΕΩΣ

ΥΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 691,

Καθ’ων η αίτηση.

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της επιβολής πειθαρχικών ποινών 4ήμερης και 6ήμερης κράτησης που του επιβλήθηκαν για παραβίαση του Πειθαρχικού Κανονισμού της Εθνικής Φρουράς.

(α) Τα γεγονότα.

Ο αιτητής, που είναι μόνιμος αξιωματικός του Σώματος Υλικού Πολέμου του Στρατού Ξηράς με το βαθμό του Υπολοχαγού, ήταν αποσπασμένος στην Εθνική Φρουρά και υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο στην 691 Αποθήκη Βάσεως Υλικού Πολέμου (ΑΒΥΠ) με την ιδιότητα του Διοικητή Λόχου Γενικού Υλικού. Στις 16 Αυγούστου 2001 τιμωρήθηκε από το Διοικητή της Μονάδας του με τις ποινές της 6ήμερης και 4ήμερης κράτησης αφού κρίθηκε ένοχος πειθαρχικά αξιόποινης διαγωγής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Συγκεκριμένα του επιβλήθηκε ποινή 6ήμερης κράτησης γιατί στις 19, 20 και 27 Ιουλίου 2001 ενώ συναντήθηκε με τον Υποδιοικητή της Μονάδας του στο χώρο του Τσιρείου Γυμνασίου όπου διεξάγονταν οι αθλητικές δοκιμασίες νεοσυλλέκτων οπλιτών στην παρουσία και άλλων στελεχών της Εθνικής Φρουράς, δεν απένειμε τον οφειλόμενο χαιρετισμό, και επίσης ποινή 4ήμερης κράτησης γιατί ως Αξιωματικός Πληρωμών επί σειρά μηνών εξουσιοδοτούσε εθελόντρια για την παραλαβή των μισθολογικών καταστάσεων και των χρημάτων από το Υπουργείο Άμυνας χωρίς να ενημερώσει τον Υποδιοικητή – ΕΟΥ και το Διοικητή της Μονάδας, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στην Πάγια Διαταγή 0-10/96/ΓΕΕΦ/ΔΟΡ. Πριν την επιβολή των πειθαρχικών ποινών δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να απολογηθεί γραπτώς, πράγμα που έπραξε προβάλλοντας τη δική του εκδοχή για τα αποδιδόμενα σε αυτόν πειθαρχικά αδικήματα. Στις 31/8/2001 ο αιτητής αμφισβήτησε τις πειθαρχικές ποινές που του επιβλήθηκαν με την υποβολή αντίστοιχων αναφορών παραπόνου (δυνατότητα που παρέχεται από τον Κανονισμό 12 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964-1979), στις οποίες δήλωνε παραπονούμενος και αμφισβητώντας τις ποινές που του επιβλήθηκαν, επικαλέσθηκε “παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης και της έννοιας της δίκαιης δίκης”. Ο καθ’ου η αίτηση, Διοικητής της 691 Αποθήκης Βάσεως Υλικού Πολέμου, με δύο ξεχωριστά έγγραφά του, ημερομηνίας 6/9/2001, πληροφόρησε τον αιτητή ότι έκρινε τα παράπονά του ως αβάσιμα και τις πειθαρχικές ποινές ως σύννομες και “καλώς επιβληθείσες”. Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή αμφισβητώντας την ορθότητα των δύο ξεχωριστών αποφάσεων της 6/9/2001.

(β) Η συνάφεια των δύο προσβαλλόμενων πράξεων.

Άνκαι δεν έχει επισημανθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ’ων η αίτηση, το Δικαστήριο θα εξετάσει αυτεπάγγελτα κατά πόσο ο αιτητής θα μπορούσε με την παρούσα προσφυγή να προσβάλει πέραν από τη μια πράξη (βλ. Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429, 447). Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι δεν επιτρέπεται η προσβολή με την ίδια προσφυγή πέραν της μίας διοικητικών πράξεων που δεν είναι συναφείς μεταξύ τους. Σε μια τέτοια περίπτωση η προσφυγή περιορίζεται στην εξέταση μόνο ως προς την προτασσόμενη από τη σχετική δικογραφία διοικητική πράξη. (Βλ. Χριστοφίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2401 της 29/11/99)

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση η πρώτη ποινή της 4ήμερης κράτησης επιβλήθηκε όταν διαπιστώθηκε πως την 31/7/2001 ο αιτητής, με δική του πρωτοβουλία και κατά παράβαση των υπηρεσιακών κανονισμών, εξουσιοδότησε εθελόντρια Λοχία να μεταβεί στο Υπουργείο Άμυνας για παραλαβή των μισθολογικών καταστάσεων πληρωμής των οπλιτών, χωρίς να ενημερωθεί ο Υποδιοικητής – ΕΟΥ και χωρίς να θεωρήσει την εξουσιοδότηση ο διοικητής της μονάδας.

Η δεύτερη ποινή της 6ήμερης κράτησης ήταν πειθαρχική κύρωση που επιβλήθηκε γιατί κατά την 19, 20 και 27/7/2001 ο αιτητής, ενώ συναντήθηκε τρεις φορές με τον Υποδιοικητή της μονάδας του σε χώρο όπου διεξάγονταν αθλητικές δοκιμασίες νεοσυλλέκτων και στην παρουσία και άλλων στελεχών της Εθνικής Φρουράς, παρέλειψε να απονείμει τον οφειλόμενο χαιρετισμό.

Έχοντας υπόψη ότι στην παρούσα υπόθεση οι επίδικες πειθαρχικές ποινές έχουν επιβληθεί σε σχέση με παραπτώματα διαφορετικής φύσης τα οποία έλαβαν χώραν σε διαφορετικές ημερομηνίες και κάτω από διαφορετικές περιστάσεις, έπεται πως οι δύο προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις δεν είναι συναφείς και δεν μπορούν να προσβληθούν με το ίδιο δικόγραφο. Αποτελούν αυτοτελείς διοικητικές ενέργειες, δεν αποτελούν προϋπόθεση η μια της άλλης και δεν περιέχουν την ίδια αιτιολογία. Η προσφυγή είναι έγκυρη σε σχέση με την προτασσόμενη στο δικόγραφο θεραπεία που αφορά την απόφαση απόρριψης παραπόνου για την 4ήμερη κράτηση και απορρίπτεται σε σχέση με την ποινή που αφορά την 6ήμερη κράτηση.

(γ) Οι λόγοι της προσφυγής.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω

  1. Αναρμοδιότητας οργάνου,
  2. Παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας,
  3. Έλλειψης αιτιολογίας, και
  4. Παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας.

 

 

 

  1. Αναρμοδιότητα οργάνου.
  2. Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι ο Διοικητής της 691 ΑΒΥΠ ενήργησε κατά παράβαση των προνοιών του Κανονισμού 12 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.

    Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το κείμενο του πιο πάνω ΄Αρθρου.

    “12.-(1) Παν μέλος της Δυνάμεως δικαιούται να παραπονεθή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, εάν θεωρήση εαυτόν αδικούμενον εκ τινος δοθείσης αυτώ διαταγής, ή εκ τινος πράξεως ή μέτρου των προϊσταμένων του:

    Νοείται ότι το τοιούτο μέλος οφείλει προηγουμένως να υπακούση και συμμορφωθή πλήρως προς την δοθείσαν διαταγήν ή προς τα ληφθέντα μέτρα, άλλως όχι μόνον δεν γίνεται δεκτόν το παράπονόν του, αλλά υπέχει ακεραίαν την ευθύνην εκ της μη υπακοής ή μη συμμορφώσεώς του.

    .................................. .................................................. ....................................

    (3) Παν παράπονον υποβάλλεται ιεραρχικώς, εγγράφως μεν υπό των αξιωματικών και μονίμων υπαξιωματικών, προφορικώς δε υπό των οπλιτών.

    .................................. .................................................. ....................................

    (6) Πας διοικητής οφείλει να δέχεται τα παράπονα παντός υφισταμένου του, εκτός εάν ταύτα υποβάλλονται κατά παράβασιν των προνοιών των παραγράφων (1) έως (4) του παρόντος Κανονισμού.

    (7) Ο δεχόμενος το παράπονον διοικητής επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του παραπόνου και εφ’ όσον διαπιστώσει την βασιμότητα αυτού προβαίνει εις την προσήκουσαν θεραπείαν. Εάν το παράπονον χρήζει περαιτέρω ερεύνης ο δεχόμενος τούτο διοικητής διατάσσει ανάκρισιν.

    (8) Εάν το υποβληθέν παράπονον δεόντως εξετασθέν αποδεικνύεται αβάσιμον, ο κρίνων τούτο διοικητής εξηγεί εις τον παραπονούμενον, προφορικώς μεν εάν ούτος είναι οπλίτης, εγγράφως δε εάν είναι αξιωματικός ή μόνιμος υπαξιωματικός, τους λόγους δι’ ους τούτο κρίνεται αβάσιμον. Εάν ο παραπονούμενος δεν πεισθή περί του αβασίμου του παραπόνου του, αν μεν είναι οπλίτης δύναται να ζητήση όπως παρουσιασθή εις την αμέσως προϊσταμένην αρχήν, αν δε είναι αξιωματικός ή μόνιμος υπαξιωματικός, δύναται να επανυποβάλη το παράπονόν του ίνα προωθηθή εις την αμέσως προϊσταμένην αρχήν. Ο κρίνας το παράπονον διοικητής υποβάλλει εις την προϊσταμένην αυτού αρχήν, την περί παρουσιάσεως του παραπονουμένου οπλίτου αίτησιν, ή την αναφορά παραπόνου του αξιωματικού ή μόνιμου υπαξιωματικού, μετά των ιδίων αυτού παρατηρήσεων.

    (9) Ο προϊστάμενος διοικητής δεχόμενος το παράπονον επιλαμβάνεται της ερεύνης τούτου και εφ’ όσον διαπιστώσει ότι τούτο είναι βάσιμον προβαίνει εις την προσήκουσαν θεραπείαν. Εάν το παράπονον αποδειχθή αβάσιμον και ο παραπονούμενος δεν πεισθή περί του αβασίμου τούτου, δύναται να ζητήση όπως τούτο εξετασθή υπό της αμέσως προϊσταμένης αρχής:

    Νοείται ότι εάν και υπό της προϊσταμένης αρχής κριθή το παράπονον αβάσιμον, ο δε παραπονούμενος και αύθις δεν πείθεται περί του αβασίμου αυτού, δύναται να ζητήση όπως το παράπονον αυτού εξετασθή διαδοχικώς υπό των περαιτέρω διοικητικώς προϊσταμένων αρχών μέχρις ότου τούτο εξετασθή από την κατά την παράγραφον (10) ανωτάτην κατά περίπτωσιν αρχήν:

    Νοείται περαιτέρω ότι η εξέτασις του παραπόνου υπό του προϊσταμένου διοικητού ως και υπό των προϊσταμένων αυτού αρχών, η κοινοποίησις των αποφάσεων αυτών εις τον παραπονούμενον και η υποβολή του παραπόνου του μη πεισθέντος περί του αβασίμου τούτου παραπονουμένου εις τας προϊσταμένας αρχάς, γίνονται συμφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου (8) του παρόντος Κανονισμού.

    .................................. .................................................. ....................................

    (12) Η υποβολή του παραπόνου ακολουθεί αυστηρώς την ιεραρχικήν οδόν. Εάν λόγω επελθούσης εν τω μεταξύ μεταθέσεως, ο παραπονούμενος δεν τελή υπό τας διαταγάς του ανωτέρου εις ον αφορά το παράπονον, τούτο υποβάλλεται ιεραρχικώς μέχρι του διοικητού όστις προΐσταται, αμέσως ή εμμέσως, τόσον του παραπονουμένου όσον και εκείνου εις ον αφορά τούτο. Ο διοικητής ούτος αποφασίζει επί του παραπόνου, αφού λάβη και τας εξηγήσεις του καθ’ου στρέφεται το παράπονον.

    (13) Η υπέρβασις της ιεραρχίας κατά την υποβολήν του παραπόνου συνιστά παράπτωμα. Ο δεχόμενος το παράπονον διοικητής επιβάλλει εις τον παραπονούμενον την κατά την κρίσιν του ποινήν, απορρίπτει το παράπονον και διατάσσει την εκ νέου υποβολήν τούτου ιεραρχικώς.”

     

    Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού ο Διοικητής θα έπρεπε να υποβάλει την αναφορά παραπόνου στην “προϊσταμένη αρχή”. Επιπρόσθετα είναι η θέση του αιτητή ότι σύμφωνα με την παράγραφο (ιγ) ενός εγγράφου ημερομηνίας 14/5/1997 του 1ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΕΦ, ο Διοικητής δεν έχει εξουσία να εξετάσει το παράπονο. Η πιο πάνω παράγραφος (ιγ) αναφέρει ότι:

    “Σε περίπτωση που το υποβληθέν παράπονο στρέφεται προσωπικά εναντίον του Διοικητή της Μονάδας αυτός δεν έχει δικαίωμα να εξετάσει το παράπονο αλλά θα υποβάλει τη σχετική αλληλογραφία στον προϊστάμενό του για εξέταση.”

    Είναι η θέση του αιτητή ότι στην προκείμενη περίπτωση παραβιάσθηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης εφόσον, αφενός με την αναφορά παραπόνου του αιτητή ζητήθηκε εξέταση του θέματος από την ιεραρχικά προϊστάμενη αρχή και αφετέρου κατά ανεπίτρεπτο τρόπο ο Διοικητής του αιτητή, ο οποίος τον είχε τιμωρήσει πειθαρχικά, ανέλαβε την εξέταση του παραπόνου αντί να το παραπέμψει στην προϊστάμενη αρχή.

    Εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση υποβλήθηκε ότι τα παράπονα εξετάζονται σε πρώτο βαθμό από το Διοικητή του παραπονουμένου και στον τελευταίο παρέχεται από τους Κανονισμούς η δυνατότητα για επανυποβολή του παραπόνου στην αμέσως προϊστάμενη αρχή, διαδοχικά μέχρι τον Υπουργό στην περίπτωση που ο παραπονούμενος δεν πείθεται για το αβάσιμο της αναφοράς του. Επιπρόσθετα οι καθ’ων η αίτηση εισηγούνται σε σχέση με τη Διαταγή του Γ.Ε.Ε.Φ. της 14/5/1997 ότι, η συγκεκριμένη παράγραφος που επισημάνθηκε (ιγ) δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση γιατί δεν επρόκειτο για παράπονο προσωπικής φύσης εναντίον του Διοικητή, αλλά παράπονο που αφορούσε πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν μέσα στα πλαίσια άσκησης υπηρεσιακών καθηκόντων.

    Η εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

    Οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί ρυθμίζουν το θέμα της αρμοδιότητας στα πλαίσια της διαδικασίας υποβολής παραπόνου και είναι σαφείς. Η δυνατότητα υποβολής παραπόνου παρέχεται σε κάθε μέλος της Δύναμης που θεωρεί ότι αδικείται από κάποια διαταγή που του δόθηκε ή από κάποια πράξη ή μέτρο, όπως έχει συμβεί στην προκείμενη περίπτωση, των προϊσταμένων του. Σύμφωνα με την πρόνοια του Κανονισμού 12(3) κάθε παράπονο υποβάλλεται “ιεραχικώς”. Αυτή ακριβώς τη διαδικασία ακολούθησε ο αιτητής. Είναι προφανές από τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί ότι η αναφορά παραπόνου απευθυνόταν προς την 691 ΑΒΥΠ και συνεπώς προς το Διοικητή της και όχι προς οποιαδήποτε προϊστάμενη αρχή. Ο Διοικητής του αιτητή δεχόμενος το παράπονο ως όφειλε σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 12(6) και (7), το διερεύνησε προσωπικά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εστερείτο βασιμότητας. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του της 6/9/2001 εξήγησε στον παραπονούμενο τους λόγους για τους οποίους θεώρησε το παράπονο αβάσιμο. Η απόφαση του ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με το γράμμα του Κανονισμού 12(8). Ο Διοικητής της 691 ΑΒΥΠ δεν είχε εκ του νόμου υποχρέωση για την υποβολή του παραπόνου στην “αμέσως προϊσταμένην αρχήν”. Η διαδικασία διαδοχικής επανυποβολής του παραπόνου στις προϊστάμενες αρχές ενεργοποιείται, σύμφωνα με τον Κανονισμό 12(8) κατόπιν πρωτοβουλίας του ίδιου του παραπονουμένου.

    Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής που δεν πείσθηκε ότι το παράπονο του ήταν αβάσιμο, μπορούσε να επανυποβάλει το παράπονό του για να προωθηθεί στην αμέσως προϊστάμενη αρχή. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε υποχρέωση ο Διοικητής της 691 ΑΒΥΠ, να το προωθήσει ιεραρχικά. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο στην παρούσα περίπτωση και συνεπώς ο αιτητής δεν μπορεί να επικαλείται παράλειψη συμμόρφωσης του Διοικητή του προς τους σχετικούς Κανονισμούς.

    Η εισήγηση ότι το παράπονο του αιτητή θα έπρεπε να υποβληθεί από το Διοικητή στον προϊστάμενο του για εξέταση σύμφωνα με τις πρόνοιες της επιστολής του ΓΕΕΦ της 14/5/1997, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς την εμβέλεια της πιο πάνω επιστολής, κατά πόσο δηλαδή αποτελούσε απλά οδηγίες ή είχε πάρει τη μορφή εγκυκλίου. Έστω και αν η επιστολή μπορούσε να θεωρηθεί σαν εγκύκλιος, δεν θα μπορούσε να υπερισχύσει των κανονισμών. Επιπρόσθετα θα πρέπει να λεχθεί ότι η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ’ων η αίτηση είναι ορθή.

    Το παράπονο του αιτητή δεν στρεφόταν προσωπικά εναντίον του Διοικητή, αλλά επρόκειτο για παράπονο εναντίον ποινής που επιβλήθηκε ως συνέπεια πειθαρχικού παραπτώματος μέσα σε υπηρεσιακά πλαίσια και δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική χροιά.

  3. Παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας.
  4. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι “εκδικητική και μεροληπτική”. Προς ενίσχυση του πιο πάνω ισχυρισμού ο αιτητής αναφέρεται σε προγενέστερη πειθαρχική τιμωρία του από το Διοικητή της 691 ΑΒΥΠ, και σε έγγραφο αίτημα του για μετάθεση, στο οποίο επικαλείτο διατάραξη της “οικογενειακής και ψυχολογικής του γαλήνης”, ως συνέπεια έντονου διαπληκτισμού που είχε με το Διοικητή του, τον οποίο κατηγορεί μάλιστα ότι τον εξύβρισε με εξευτελιστικές εκφράσεις. Όπως πολύ ορθά ανταπαντά ο δικηγόρος των καθ’ων η αίτηση, δεν έχουν προσκομισθεί στοιχεία που να τείνουν να αποδείξουν στον απαιτούμενο βαθμό τους σχετικούς ισχυρισμούς. Η άσκηση πειθαρχικού ελέγχου εκ μέρους Στρατιωτικού Διοικητή προς υφιστάμενο αξιωματικό αναμφίβολα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνει εκδικητική ή μεροληπτική συμπεριφορά. Τα όσα δε περιέχονται στο έγγραφο αναφοράς παραπόνου της 21/5/2001 και αφορούν βασικά ισχυρισμό για υβριστική συμπεριφορά, δεν φαίνεται να τεκμηριώνονται με την ανάλογη προσκόμιση οποιουδήποτε στοιχείου. Η απλή αναφορά στο συγκεκριμένο παράπονο δεν μπορεί να τεκμηριώσει συμπέρασμα για την ύπαρξη μεροληψίας και εκδικητικής στάσης.

    Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) ΑΑΔ 426, 431,

    “Ο διοικούμενος έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη κρίση της διοίκησης σε κάθε περίπτωση. Απόφαση που φέρει το στίγμα της προκατάληψης υπόκειται σε ακύρωση. Η ανάγκη αμεροληψίας του οργάνου που συμμετέσχε στη λήψη της απόφασης αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας της. Ο λόγος γιαυτό είναι ότι συνδέεται άμεσα με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, που είναι εμπεδωμένη με συνταγματικές διατάξεις, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τους.

    .................................. .................................................. ...............................

    Η προκατάληψη πρέπει να στοιχειοθετείται με ικανοποιητική βεβαιότητα είτε από τα στοιχεία των φακέλων ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων.”

     

    Με βάση τα πιο πάνω ο ισχυρισμός για την ύπαρξη μεροληψίας απορρίπτεται.

     

  5. Έλλειψη αιτιολογίας.
  6. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι γενική και αόριστη, δεν έλαβε υπόψη την αναφορά παραπόνου και κατ’ επέκταση είναι αναιτιολόγητη. Οι καθ’ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η σχετική απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το κείμενο της σχετικής απόφασης.

     

     

     

     

    “1. Σας γνωρίζουμε σε απάντηση του (δ) σχετικού με το οποίο παραπονείσθε για την πειθαρχική ποινή 4ήμερης κράτησης που σας επεβλήθηκε με το (γ) όμοιο, τα παρακάτω:

    α. Στην αναφορά σας δεν αναφέρατε οποιοδήποτε νέο στοιχείο που να σας απαλλάσσει από την ευθύνη που σας αποδόθηκε με το (γ) σχετικό.

    β. Ως Αξιωματικός πληρωμών της Μονάδας, είχατε υποχρέωση σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στην ΠαΔ 0-10/96/ΓΕΕΦ/ΔΟΡ (σελίδα ΣΤ-5-1 παρ§ 2α) για την αυτοπρόσωπη παραλαβή από το ΥΠΑΜ των μισθολογικών καταστάσεων πληρωμής των κληρωτών και του αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Επίσης είχατε υποχρέωση σύμφωνα με την παραπάνω ΠαΔ και τις δοθείσες εντολές από τον Υδκτή – Δκτή, (καθήκοντα ΕΟΥ σελίδα ΣΤ-1-1) να ενημερώνετε τον Δκτή – ΕΟΥ για τις δραστηριότητες σας προκειμένου να ασκείται ο προβλεπόμενος έλεγχος και να ενημερώνεται έγκαιρα ο Δκτής της Μονάδας για την ορθή λειτουργία της οικονομικής υπηρεσίας. Πλέον των παραπάνω ως στέλεχος της ΕΦ, έχετε πάγια υποχρέωση να αναφέρετε έγκαιρα για την εκτέλεση ή μη των καθηκόντων σας, ή των δοθεισών εντολών (Πειθαρχικοί Κανονισμοί ΕΦ) Πρώτος Πίνακας Πειθαρχικού Κώδικα, σελίδα 27 παρ§ (3) (ε)).

    γ. Η ποινή που σας επιβλήθηκε είναι απολύτως σύννομη τόσο από τυπικής, όσο και από ουσιαστικής πλευράς.

    2. Για τους παραπάνω λόγους τα παράπονα σας κρίνονται αβάσιμα και η ποινή καλώς επιβληθείσα.

    Άνχης (ΥΠ) Καπράλος Αθανάσιος

    Δ Ι Ο Ι Κ Η Τ Η Σ”

     

    Η παράθεση του περιεχομένου της απόφασης αποκαλύπτει με σαφήνεια τους λόγους της επιβολής της πειθαρχικής ποινής όσο και αυτούς της απόρριψης του παραπόνου που την αμφισβητούσε. Η εκδοχή του αιτητή για το περιστατικό που οδήγησε στην τιμωρία του δόθηκε στην έγγραφη απολογία του της 10/8/2001 που προηγήθηκε της ποινής και λήφθηκε υπόψη κατά την επιβολή της. Με την αναφορά παραπόνου που ακολούθησε δεν προσκομίσθηκε οποιοδήποτε στοιχείο που να δικαιώνει την άποψή του. Κάτω από τις περιστάσεις βρίσκω ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πλήρης και συμπληρώνεται με τις λεπτομέρειες που υπάρχουν στο φάκελο. Ο ισχυρισμός του αιτητή απορρίπτεται.

     

  7. Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και νομιμότητας.

Ο αιτητής υπέβαλε ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας “επέβαλλαν την άρση των ποινών”. Δεν υπήρξε προώθηση της εισήγησης και ο ισχυρισμός του δεν θεμελιώθηκε με συγκεκριμένα στοιχεία ή με αναφορά σε επίσημα έγγραφα που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την εισήγηση. Έχω ήδη σημειώσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ασκήθηκε νόμιμα μέσα στα πλαίσια των σχετικών Κανονισμών. Η εισήγηση απορρίπτεται.

Συνακόλουθα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο