
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 241/2002)
11 Ιουνίου 2003
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΛΕΚΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ ων η Αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης,
για τον Αιτητή.Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Καμιά εμφάνιση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 6 Δεκεμβρίου 2001 με την οποία επελέγη για προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Ελέγχου, Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων (Θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής) το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Ανδρέας Παπασωζόμενος. Η προαγωγή, με ισχύ από 15 Ιανουαρίου 2002, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 25 Ιανουαρίου 2002 με αρ. Γνωστοποίησης 357.
Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συγκαταλέγονταν στους τέσσερις υποψηφίους τους οποίους σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Και οι δύο ήταν βαθμολογημένοι με εξαίρετα σε όλα τα επαγγελματικά στοιχεία κρίσης από το 1996 μέχρι το 2000, στη δε ενώπιον της προφορική εξέταση, για λόγους που η Συμβουλευτική Επιτροπή εξήγησε, η εντύπωσή της για τον αιτητή ήταν εξαίρετη και για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σχεδόν εξαίρετη.
Προφορική εξέταση διεξήγαγε και η Ε.Δ.Υ. στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ως του προϊσταμένου, ο οποίος είχε προεδρεύσει της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αυτός χαρακτήρισε τον αιτητή ως εξαίρετο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως πάρα πολύ καλό. Σύστησε για προαγωγή τον αιτητή. Και επειδή σε αυτές τις περιπτώσεις ο νόμος – άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε) – δεν απαιτεί αιτιολόγηση, ο Γενικός Διευθυντής επέλεξε να μην αναφέρει ο,τιδήποτε. Η προτίμησή του εξηγείται σε κάποιο βαθμό και από την καλύτερη εντύπωση που απεκόμισε για την απόδοση του αιτητή στην προφορική εξέταση.
Η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. – τέσσερα μέλη – δεν συμμερίστηκε την άποψη του Γενικού Διευθυντή. Η δική της εντύπωση ήταν πως ο αιτητής στην προφορική εξέταση ήταν όχι εξαίρετος αλλά πάρα πολύ καλός ενώ εξαίρετο ήταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ο Πρόεδρος ως μειοψηφία διαφώνησε, χαρακτηρίζοντας τους δύο υποψηφίους κατά τρόπο αντίστροφο. Τόσο η πλειοψηφία όσο και η μειοψηφία εξήγησαν την αντίστοιχη προτίμησή τους. Έπειτα, κατά την τελική κρίση, η πλειοψηφία έκρινε ως καταλληλότερο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αναφέρθηκε στη «σχεδόν εξαίρετη» εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στη δική της άποψη για «εξαίρετη» απόδοσή του στις αντίστοιχες προφορικές εξετάσεις, υπενθύμισε ότι ήταν σε όλα βαθμολογημένος με εξαίρετα, υπέδειξε ότι υπερείχε σε αρχαιότητα αφού βρισκόταν στην κλίμακα Α14 ενώ ο αιτητής στην Α13, αναφέρθηκε στην πείρα του και πρόσθεσε ότι αυτός κατείχε υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, ήτοι, διδακτορικό πτυχίο το οποίο, παρόλον που δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, ήταν άμεσα σχετικό με τις ευθύνες της θέσης. Σημείωσε ιδιαίτερα ότι στην υπέρ του αιτητή σύσταση του διευθυντή δεν μπορούσε να δοθεί παρά μόνο περιορισμένη βαρύτητα γιατί δεν ήταν σύμφωνη με ό,τι επέβαλλαν τα θεσμοθετημένα κριτήρια αξίας, προσόντων και αρχαιότητας. Η μειοψηφία από την άλλη μεριά, εκφράζοντας την προτίμησή της για τον αιτητή, αναφέρθηκε στην εξαίρετη εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την πάρα πολύ καλή εντύπωση της πλειοψηφίας της Ε.Δ.Υ. για την απόδοσή του στην προφορική εξέταση, στην υπέρ του αιτητή σύσταση του Γενικού Διευθυντή, και στη βαθμολογημένη του αξία. Έπειτα εξέφρασε την άποψη ότι ο αιτητής διέθετε μοναδική πείρα και διοικητικά προσόντα, και υπέδειξε ότι αφού επρόκειτο για διευθυντική θέση η αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου δεν είχε ιδιαίτερη σημασία.
Με την προσφυγή του ο αιτητής παραπονείται ότι η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό πλάνη αναφορικά με τα δικά του προσόντα. Και αυτό γιατί δεν περιλαμβάνονταν όλα στη συνοπτική κατάσταση η οποία είχε ετοιμαστεί και βρισκόταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. για διευκόλυνση του έργου της. Τέτοιο ζήτημα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο και στο παρελθόν. Καθώς υποδεικνύεται από νομολογία, από τη στιγμή που ο φάκελος του υποψηφίου βρίσκεται ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και σημειώνεται ότι λήφθηκε υπόψη, δεν έχει σημασία το ότι η συνοπτική κατάσταση δεν περιλαμβάνει το κάθε τι: βλ. ενδεικτικά την Ευθύβουλου Αναστασιάδη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 764/1996 ημερ. 12 Φεβρουαρίου 1998 (Κωνσταντινίδη, Δ.). Ο αιτητής προβάλλει επίσης το επιχείρημα, σε σχέση αυτή τη φορά με τα πρόσοντα του ενδιαφερομένου προσώπου, ότι η Ε.Δ.Υ. απέδωσε σημασία στο διδακτορικό του χωρίς προηγουμένως να προβεί σε έρευνα για να διαπιστώσει τη σημασία του. Επισημαίνω ότι τα στοιχεία που αφορούσαν σε αυτό το προσόν βρίσκονταν στο φάκελο του ενδιαφερομένου προσώπου. Είναι δε κατά την άποψη μου πρόδηλο ότι η Ε.Δ.Υ. κατηύθυνε την προσοχή της στο ποια θα μπορούσε να ήταν η σημασία του εν λόγω προσόντος και το αξιολόγησε ως σχετικό με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Δεν διακρίνω έρεισμα για να πω ότι ο τρόπος με τον οποίο το αντίκρισε ήταν εσφαλμένος.
Στη συνέχεια υποβάλλεται ότι η γενική εντύπωση την οποία απεκόμισε η Ε.Δ.Υ. από την προφορική εξέταση των υποψηφίων είναι αναιτιολόγητη αλλά και γενικότερα ότι η ίδια η προφορική εξέταση διεξήχθη πλημμελώς. Εισηγείται, μεταξύ άλλων ότι θα έπρεπε η Ε.Δ.Υ. – ο αιτητής δεν επικρίνει αναφορικά με αυτό και τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία τον χαρακτήρισε ως εξαίρετο – να τηρούσε πρακτικό της διεξαγωγής της εξέτασης. Αυτό το ζήτημα απασχόλησε την Ολομέλεια στην Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2847 κ.α. ημερ. 30 Απριλίου 2001 όπου εξηγήθηκε γιατί αυτό δεν χρειάζεται. Ο αιτητής εισηγήθηκε εξ άλλου πως αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης. Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Είναι νομίζω προφανές ότι δόθηκε μεν βαρύτητα, έχοντας όμως υπόψη μου το σύνολο των στοιχείων, όσο και αν μπορεί το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης να απέβη κρίσιμο στην έκβαση, δεν θα έλεγα ότι η προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. ήταν εσφαλμένη. Διατηρούσε τη δυνατότητα, μέσα στο πλαίσιο στάθμισης των διαφόρων στοιχείων και παραγόντων, να αποδώσει περισσότερη σημασία στο ένα στοιχείο αντί στο άλλο. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι εν προκειμένω η Ε.Δ.Υ. υπερέβη τα λογικώς επιτρεπόμενα όρια: βλ. Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 1841 ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 1998 και Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74 στη σελ. 82.
Ο αιτητής επίσης παραπονείται για ό,τι θεωρεί ως την παράλειψη της Ε.Δ.Υ. να αιτιολογήσει την απόκλιση της από την υπέρ του σύσταση στην οποία προέβη ο Γενικός Διευθυντής. Όπως ήδη παρατήρησα, η Ε.Δ.Υ. αναφέρθηκε στο ζήτημα και έδωσε λόγο για τη μη υιοθέτηση της σύστασης. Και παρόλον που διατυπώθηκε με γενικότητα, συναρτάται με τα όσα προηγήθηκαν ως εξειδικεύσεις των λόγων για τους οποίους εξέφρασε προτίμηση για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντί για τον αιτητή. Σε αυτά περιλαμβανόταν και το αυτονόητο – που είχε προδήλως τη σημασία του, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό – το ότι η ίδια έκρινε την απόδοση του ενδιαφερομένου προσώπου στην ενώπιον της προφορική εξέταση καλύτερη από εκείνη του αιτητή. Γι΄ αυτό θεωρώ ότι υπάρχει εν προκειμένω ειδική αιτιολογία για το ότι η Ε.Δ.Υ. δεν ακολούθησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Τέλος, ο αιτητής φαίνεται να εισηγείται ότι αποδόθηκε υπερβολική σημασία στην οριακή αρχαιότητα του ενδιαφερομένου προσώπου. Η αρχαιότητα αναφέρθηκε από την πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. ως ένα από τα στοιχεία, αλλά δεν αντιλήφθηκα να ήταν εκείνο που βάρυνε περισσότερο για την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου.
Συνεπώς δεν διακρίνω οποιαδήποτε πλημμέλεια, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, σε μια υπόθεση όπου μεταξύ δύο άριστων υποψηφίων θα έπρεπε να επιλεγεί ο ένας στη βάση κρίσης που δεν μπορούσε παρά να ήταν η κρίση της πλειοψηφίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο