ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.694/01)
13 Ιουνίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση
------------------------
Ο αιτητής παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.Α. Ευσταθίου για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Αυτή είναι η τρίτη προσφυγή του αιτητή σε σχέση με την πλήρωση της θέσης Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας. Στο πλαίσιο της πρώτης (Προσφυγή 4/98 ημερομηνίας 15.10.99) ο διορισμός ακυρώθηκε επειδή διαπιστώθηκε παράλειψη αιτιολόγησης της αξιολόγησης και βαθμολογίας των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Στο πλαίσιο της δεύτερης (Προσφυγή 25/00 ημερομηνίας 12.4.01) ο διορισμός ακυρώθηκε επειδή, όπως διαπιστώθηκε, κακώς δόθηκε σύσταση από το Γενικό Διευθυντή αντί από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος.
Ο αιτητής υπηρετεί στη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄ από το 1982. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Α. Κωνσταντίνου κατείχε την ανώτερη θέση του Προϊσταμένου Κτηνοτροφίας από τις 15.9.92. Επομένως, υπερέχει έναντι του αιτητή σε αρχαιότητα. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις ιδίως των τελευταίων ετών αναδεικνύουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, έστω οριακά, καλύτερο. Περαιτέρω, κατά την κρίση της ΕΔΥ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε αποδώσει καλύτερα στην προφορική εξέταση. Σημειώνω πως κατά τη δεύτερη επανεξέταση η ΕΔΥ είχε αιτιολογήσει τις εντυπώσεις της από την προφορική εξέταση με τη χρήση των σημειώσεων τις οποίες, όπως αναφέρεται, τήρησε. Επιπλέον, με τη νέα σύσταση που δόθηκε υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου προτάθηκε για διορισμό το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τα προσόντα των υποψηφίων καταγράφονται στους φακέλους στους οποίους και περιέχονται τα δικαιολογητικά τους. Η ΕΔΥ, με την προσβαλλόμενη απόφασή της ημερομηνίας 16.5.01, κατέληξε στην επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου με αναφορά στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, στην υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου σε αξία όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις και επίσης στην υπεροχή του σε αρχαιότητα. Επιπλέον, όπως σημειώνει, με αναφορά στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συστήθηκε από το Γενικό Διευθυντή.
Ο αιτητής, με τις πολυσέλιδες αγορεύσεις του εγείρει μεγάλο αριθμό ζητημάτων, πολλά χωρίς αντιστοίχηση είτε προς τα πρακτικά που τηρήθηκαν είτε προς το εν γένει περιεχόμενο των φακέλων. Διερωτάται αναφορικά με το πώς η ΕΔΥ κατέληξε στην κρίση πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερέχει έναντί του και χαρακτηρίζει την απόφαση που λήφθηκε ως εντελώς αναιτιολόγητη και αυθαίρετη ενώ είναι καταγραμμένη στα πρακτικά η ρητή αιτιολογία στη βάση της οποίας έγινε η επιλογή. Περαιτέρω, ενώ είναι εμφανής η κάποια υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου στις ετήσιες αξιολογήσεις, άλλoτε ισχυρίζεται ότι υπερέχει και άλλοτε ότι δεν υστερεί. Σ΄αυτό το πλαίσιο παρέπεμψε σε συγχαρητήριες επιστολές και άλλα έγγραφα ως ενδεικτικά της αξίας του, για να αντιπαραβάλει βέβαια και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντίστοιχες επιστολές και άλλα στοιχεία από το περιεχόμενο των δικών του φακέλων. Θεωρώ ότι, αντίθετα προς τις εισηγήσεις του αιτητή, η απόφαση της ΕΔΥ είναι αιτιολογημένη και πως δεν διαπιστώνεται πλάνη οποιασδήποτε μορφής σε σχέση με τα στοιχεία κρίσης που εξειδίκευσε ως δικαιολογούντα την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου. Σημειώνω ότι ορισμένοι ισχυρισμοί του αιτητή σε σχέση με την υπηρεσιακή έκθεση του 1992, και με την υπόθεση ότι ευσταθούν, δεν θα άλλαζαν τη γενική εικόνα όπως την αποκαλύπτουν οι υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών.
Προβλήθηκαν δυο ακόμα ισχυρισμοί που επίσης επιδέχονται σύντομης απάντησης. Κατά τον ένα, όλη η διαδικασία είναι εξ υπαρχής άκυρη επειδή η ΕΔΥ διακατεχόταν από έχθρα και προκατάληψη εναντίον του. Αυτοί οι ισχυρισμοί, συναρτημένοι προς το αποτέλεσμα αριθμού επιτυχών προσφυγών του κατά πράξεων της ΕΔΥ αλλά και προς ορισμένες επιστολές ή ανακοινώσεις τις οποίες παλαιότερα η ΕΔΥ, όπως προκύπτει ακόμα και υπό άλλη σύνθεση, απέστειλε ή εξέδωσε, δεν τεκμηριώνονται και υπόκεινται σε απόρριψη. Σημειώνω πως όμοιους ισχυρισμούς, ουσιαστικά στηριγμένους στο ίδιο γενικό υπόβαθρο, απέρριψα σε παλαιότερη προσφυγή του αιτητή με αριθμό 389/98 ημερομηνίας 30.9.99 Κατά τον δεύτερο, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη επειδή κακώς δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση του αιτητή ο περι Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμος του 1997 (Ν.55(Ι)/97 όπως τροποποιήθηκε). Η υπόδειξη από τους καθ΄ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πως αυτός ο Νόμος κρίθηκε από την Ολομέλεια ως αντισυνταγματικός στη Δημοκρατία ν. Ελένης Κωνσταντίνου, ΑΕ 3385, ημερομηνίας 26.9.02 θέτει τέρμα στο θέμα και καθιστά αχρείαστη οποιαδήποτε συζήτηση αναφορικά με την ακόμα και κατά τα άλλα δυνατότητα εφαρμογής του πιο πάνω νόμου στην περίπτωση.
Το επόμενο θέμα αφορά στον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο επειδή η νέα σύσταση δόθηκε και πάλιν από το Γενικό Διευθυντή. Παρενεβλήθη η θέσπιση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (αρ. 2) Νόμου του 2000 [Ν. 156(Ι)/00] σύμφωνα με τον οποίο "όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του προϊσταμένου Τμήματος στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου" και τίθεται προς συζήτηση το κατά πόσο ο τροποποιητικός νόμος ήταν εφαρμόσιμος κατά την επανεξέταση. Οι καθ΄ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αναφέρθηκαν στις γενικές αρχές αλλά ειδικά, για όμοιο θέμα, στην απόφαση του δικαστή Κραμβή στην Ευπραξία Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 583/01 ημερομηνίας 7.10.02 στην οποία κρίθηκε πως η ΕΔΥ ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τη νομοθεσία που ίσχυε κατά το χρόνο της επανεξέτασης. Σημειώνω και την πιο πρόσφατη απόφαση, επίσης του Δικαστή Κραμβή, στην Χριστόδουλος Γρουτίδης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 1021/01 κ.α. ημερομηνίας 21.3.03 στην οποία αιτιολογεί το όμοιο αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε με παραπομπή στο άρθρο 58 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, ο γενικός κανόνας πως κατά την επανεξέταση εφαρμόζεται το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της ακυρωθείσας πράξης υπόκειται σε εξαίρεση όταν ο νέος νόμος είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από το νέο νόμο πως ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων. Κρίθηκε πως ορθά δόθηκαν οι συστάσεις από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου επειδή θεωρήθηκε ότι προέκυπτε ότι με το Ν. 156(Ι)/00 ο νομοθέτης υποδήλωσε πρόθεση να μήν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.
Ο αιτητής αντιτείνει πως ούτε ο Ν. 156(Ι)/00 ούτε ο Ν. 158(Ι)/99 ορίζεται να είναι αναδρομικής ισχύος. Επομένως, όπως καταλήγει, παρανόμως και κατά παραβίαση του δεδικασμένου λήφθηκε εκ νέου σύσταση από το Γενικό Διευθυντή.
Το άρθρο 58 του Ν. 158(Ι)/99 απλώς απέβλεψε στην κωδικοποίηση ήδη καθιερωμένων αρχών του διοικητικού δικαίου. Τόσο σε σχέση με το γενικό κανόνα όσο και σε σχέση με τις εξαιρέσεις του. Σημειώνω την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ηλιάδης κ.α. ν. Χριστοφή (1991) 3 ΑΑΔ 25 στην οποία, με αναφορά στην ελληνική νομολογία, αναγνωρίζεται τόσο ο κανόνας όσο και οι εξαιρέσεις όπως ακριβώς προσδιορίζονται στο άρθρο 58 του Νόμου 158(Ι)/99. Επομένως, απολήγει ως εντελώς ακαδημαϊκής σημασίας το ζήτημα της αναδρομικότητας του άρθρου 58 του Ν. 158(Ι)/99. Θεωρώ όμως πως παρέλκει και η συζήτηση σε σχέση με το κατά πόσο προκύπτει από τις πρόνοιες του Ν. 156/00 ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.
Είναι η πάγια νομολογία μας πως νομοθετικές πρόνοιες δικονομικής φύσης, σε αντιδιαστολή προς ουσιαστικές πρόνοιες, έχουν αναδρομική ισχύ εκτός αν προβλέπεται το αντίθετο ή συντρέχει καλός λόγος για το αντίθετο. (Βλ. μεταξύ άλλων Varnavides v. Ioannou (1982) 1 CLR 263, Datamedia A.E. v. K.S.M. (1990) 1 AAΔ 13, Σοφοκλέους και άλλη ν. Στυλιανού (1992) 1 ΑΑΔ 81, P. Georghiou Catering Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 323). Στην Αντένα Τ.V. Limited v. Kυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2772 ημερομηνίας 18.7.01 οι πρόνοιες σε σχέση με την αντικατάσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής κρίθηκαν ως εμπίπτουσες στο διαδικαστικό μέρος του Νόμου και όχι στο ουσιαστικό. Επομένως, αποφασίστηκε πως ορθά εφαρμόστηκαν οι νέες και όχι εκείνες που ίσχυαν κατά το χρόνο της αρχικής απόφασης. Το ίδιο και εδώ. Η πρόνοια σε σχέση με το ποιός προβαίνει σε σύσταση είναι δικονομικής φύσης. Δεν αφορά σε οτιδήποτε το ουσιαστικό σε σχέση με το θεσμό και το περιεχόμενό της ίδιας της σύστασης όπως αυτός εισάγεται δυνάμει άλλων διατάξεων του Νόμου. Η ανάλυση του θέματος από την Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου στο έργο της Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως, ανατύπωση 1988, ιδιαιτέρως στις σελ. 251 και 252 είναι σχετική. Δεν υπάρχει αιτία απομάκρυνσης από το τεκμήριο της αναδρομικότητας της σχετικής διαδικαστικής πρόνοιας και καταλήγω πως ορθά η ΕΔΥ, στο πλαίσιο της επανεξέτασης, ενόψει της αλλαγής, πήρε σύσταση από το Γενικό Διευθυντή.
Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του αιτητή αφορούν στη συγκριτική καταλληλότητα, στη βάση των καθιερωμένων κριτηρίων. Προεξάρχων είναι ο ισχυρισμός του πως πάσχει κατ΄ουσίαν η σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο χωρίς να αιτιολογήσει τη σύστασή του. Κατά τον αιτητή όφειλε να την είχε αιτιολογήσει ιδίως αφού κατά την προηγούμενη διαδικασία ο τότε Γενικός Διευθυντής είχε συστήσει άλλο. Περαιτέρω, προέκυπτε από τα στοιχεία ότι ο νέος Γενικός Διευθυντής δεν γνώριζε προσωπικά τους υποψήφιους για να μπορεί να προβεί σε σύσταση και, επιπλέον, στη βάση των κριτηρίων της αξίας και των προσόντων αυτός θα έπρεπε να είχε συστηθεί. Σ΄αυτό το πλαίσιο, αλλά και κάτω από ξεχωριστό κεφάλαιο στην αγόρευσή του, ανέπτυξε σε έκταση αυτές τις θέσεις του. Στο θέμα της αξίας έχω ήδη αναφερθεί. Προσθέτω και τους ιδιαίτερους ισχυρισμούς του αιτητή αναφορικά με τις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση. Υπενθυμίζω πως η πρώτη απόφαση της ΕΔΥ ακυρώθηκε επειδή δεν ήταν αιτιολογημένες οι εντυπώσεις της. Και πως κατά τη δεύτερη, η αιτιολογία συμπληρώθηκε με τη χρήση σημειώσεων που είχαν κρατήσει τα μέλη της ΕΔΥ. Τα μέλη της ΕΔΥ παρέμειναν τα ίδια και ο αιτητής με την κύρια αγόρευσή του, έθεσε δυο θέματα. Υποστηρίζει πως θα έπρεπε να προσκομιστούν οι σημειώσεις που χρησιμοποιήθηκαν και πως ήταν αυθαίρετη, πεπλανημένη και αντιεπιστημονική η κρίση της ΕΔΥ "σχετικά με τα στοιχεία της προσωπικότητας των υποψηφίων", για την οποία χρειάζονταν ψυχολόγοι και ψυχίατροι και όχι μικρής διάρκειας συνέντευξη από την ΕΔΥ. Με την απαντητική του αγόρευση εισάγει και νέο θέμα σε σχέση με τον κατ΄ισχυρισμό ρόλο του τότε Γενικού Διευθυντή στη διαμόρφωση των εντυπώσεων. Χωρίς την απαραίτητη τεκμηρίωση όμως και, πάντως, απαραδέκτως αφού δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή νέων θεμάτων με την απαντητική αγόρευση. (Βλ. Μισιρλής ν. Δημοκρατίας αρ. 1 (1995) 3 ΑΑΔ 379, Ανδρέας Κούρτης ν. Δημοκρατίας ΑΕ 2163 κ.α. ημερομηνίας 25.6.99).
Ως προς τα προσόντα ο αιτητής παρέθεσε μακρύ κατάλογο των δικών του και κατ΄επανάληψη τόνισε πως κατείχε πλεονέκτημα δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας το οποίο αναιτιολογήτως παραγνωρίστηκε. Υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως κατά ελλιπή έρευνα προσδόθηκε σημασία στα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου. Ιδίως στο διδακτορικό του, υπό την αντίληψη πως θα έπρεπε να δημιουργηθούν ερωτηματικά σε σχέση με το πώς σε διάστημα τεσσάρων έως πέντε χρόνων έμαθε τη γερμανική γλώσσα και πήρε πρώτο πτυχίο, μεταπτυχιακό και διδακτορικό. Για να απαντήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με δική του εκτεταμένη ανάλυση πως δεν ήταν τόση αλλά μεγαλύτερη η χρονική διάρκεια των σπουδών του και πως, με υπόδειξη των στοιχείων από τους φακέλους, η εξασφάλιση των πτυχίων του σε χρόνο μικρότερο από άλλους οφειλόταν στην εξαιρετική του επίδοση όπως αυτή αναγνωρίστηκε από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα στα οποία φοίτησε τα οποία και στη συνέχεια των τίμησαν ως εξαιρετικό φοιτητή. Και για να αντιστρέψει το ερώτημα αφού ο αιτητής επικαλείται σειρά ακαδημαϊκών προσόντων που απέκτησε όντας στη δημόσια υπηρεσία σε μικρά χρονικά διαστήματα.
Μελέτησα τα δεδομένα και κατέληξα πως δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), σε αντίθεση προς το άρθρο 35(4) που αφορά σε θέσεις προαγωγής, δεν απαιτεί στην περίπτωση (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής) αιτιολόγηση της σύστασης. Επομένως, δεν έχουμε παράβαση τύπου επιβαλλόμενου από το Νόμο. Περαιτέρω, δεν είναι ορθό πως επιβαλλόταν αιτιολόγηση ενόψει της πρώτης σύστασης που δόθηκε υπέρ άλλου. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, εκείνη η πρώτη σύσταση κρίθηκε άκυρη και, επομένως, ήταν κατά πάντα ανύπαρκτη. Οι ισχυρισμοί δε αναφορικά με την ανάγκη προσωπικής γνώσης των υποψηφίων από το Γενικό Διευθυντή αντιστρατεύονται τη νομολογία μας σε σχέση με την εν γένει λειτουργία και το νόημα της σύστασης. (Βλ. Ιωάννης Μοδίτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2852 ημερομηνίας 25.10.02). ΄Εχω υπόψη μου τη διάσταση που εκδηλώθηκε στη νομολογία μας σε σχέση με τη βαρύτητα αναιτιολόγητης σύστασης, όσο και αν αυτή είναι κατά τύπο νόμιμη. (βλ. Μιχάλης Παρέλλης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1033/97 ημερομηνίας 30.12.99, Δώρα Γερμανού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 805/99 κ.α. ημερομηνίας 22.5.01, Άδωνις Χατζηβασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1361/00 ημερομηνίας 29.10.01, Κάκια Πάτσαλου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Προσφυγή αρ. 255/01 ημερομηνίας 14.12.01, Στυλιανός Τσιακλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 656/00, ημερομηνίας 27.11.01, Ιφιγένεια Πετροκώστα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 988/01, ημερομηνίας 27.6.02, Στέλιος Βασιλείου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 605/01 κ.α. ημερομηνίας 18.4.03 και συναφώς Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χριστοδούλου κ.α. ΑΕ 2208 ημερομηνίας 15.5.98). Δεν χρειάζεται όμως να εξετάσω το ζήτημα κάτω από αυτή τη σκοπιά. ΄Οπως προκύπτει από την αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης είχε κλίνει η πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου ενόψει των άλλων στοιχείων υπεροχής του και η σύσταση σημειώθηκε ως συμπληρωματική, "επιπλέον" όπως καταγράφεται στα πρακτικά.
Η δυνατότητα εκ των υστέρων αιτιολόγησης των εντυπώσεων από προφορική εξέταση με τη χρήση σημειώσεων, αναγνωρίστηκε στην Σ. Σωτηρίου ν. Χαράλαμπος Κολοκοτρώνη κ.α. ΑΕ 2508 κ.α. ημερομηνίας 15.6.1998, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη ΑΕ 2536 κ.α. ημερομηνίας 26.11.99 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Αντωνίου, ΑΕ 2879 ημερομηνίας 15.2.02 και δεν τελεί, όπως εξηγήθηκε, υπό την προϋπόθεση της προσκόμισης των ίδιων των σημειώσεων. ΄Οσα επ’ αυτού υποστήριξε ο αιτητής δεν βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία. Κατά τα λοιπά, δεν διακρίνω υπόβαθρο στους ισχυρισμούς περί τη διάγνωση χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του ίδιου ή του ενδιαφερόμενου προσώπου. ΄Οσα έχουν καταγραφεί εμφανώς συναρτώνται προς την ποιότητα της απόδοσης κατά την εξέταση, βεβαίως κατά υποκειμενική κρίση, και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση. Παραθέτω τις εντυπώσεις όπως αυτές έχουν καταγραφεί στα πρακτικά.
Για τον αιτητή:
"Σχεδόν Πολύ Καλός. Περιορισμένες γνώσεις για απλά τρέχοντα θέματα του Τμήματος. Είναι έξυπνος και εκφράζεται με άνεση όχι όμως και με πειστικότητα λόγω επιφανειακής και προχειρολόγου προσέγγισης στην τεκμηρίωση των θέσεών του. Είναι ευγενής, αλλά χωρίς όραμα για το μέλλον και την επίλυση των διαρθρωτικών και άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει τώρα το Τμήμα".
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο:
"Σχεδόν Εξαίρετος. Εξαίρετο επίπεδο γνώσεων ιδιαίτερα σε θέματα Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Προτείνει αξιόλογες θέσεις για οργανωτικά θέματα. ΄Ανετος στην επιχειρηματολογία του με εξαίρετο επίπεδο σκέψης και κρίσης, δυναμικός και με αυτοπεποίθηση. Άνθρωπος με όραμα που τεκμηριώνει τις θέσεις του κάνοντας εισηγήσεις για βελτίωση των πραγμάτων στο Τμήμα".
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με ρητή αναφορά στα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Τους συσχετισμούς σε σχέση με την αξία και τα προσόντα τους έχω σημειώσει. Τα προσόντα και των δυο, και παρεμβάλλω πως η ΕΔΥ δεν θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε σ΄αυτά έναντι του αιτητή, βρίσκονταν στο φάκελο με τα δικαιολογητικά τους και δεν θεωρώ ότι οι συλλογισμοί που ανέπτυξε ο αιτητής θεμελιώνουν την άποψη του πως η ΕΔΥ θα έπρεπε, προς αποφυγή του ενδεχόμενου πλάνης, να τα υπερβεί για να διεξαγάγει ειδική έρευνα. Από την άλλη, όσα λέχθηκαν σε σχέση με τα προσόντα του ίδιου του αιτητή δεν μπορούν να κάμψουν το τεκμήριο της κανονικότητας και κάθε άλλο παρά στοιχειοθετείται υπεροχή που μάλιστα θα έπρεπε να τον αναγάγει στο σύνολο ως εκδήλως υπερέχοντα, αν επρόκειτο να στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας. Και παραγνωρίζουν και το στοιχειώδες πως το σχέδιο υπηρεσίας δεν προβλέπει πλεονέκτημα με αναφορά στα προσόντα.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι
.C:\My Documents\2003\part4\694-01.doc
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο