ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΖΑΝΤΗ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1100/2000, 9 Ιουλίου, 2003 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΖΑΝΤΗ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1100/2000, 9 Ιουλίου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1100/2000)

9 Ιουλίου, 2003

 

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΖΑΝΤΗ,

2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΖΑΝΤΗ,

Αιτητών,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
      2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Χρ. Ιωσηφίδης, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την ΚΔΠ213, 14.9.1979, καθορίσθησαν οι πολεοδομικές ζώνες του Δήμου Πόλης Χρυσοχούς. Με βάση τις πρόνοιές τους τα τεμάχια 347 και 348 Φ/ΣχXXVI/51, ιδιοκτησία των αιτητών, εντάχθηκαν στην πολεοδομική ζώνη Ζ2 όπου επιτρεπόταν η ανέγερση οικοδομών, εκτός αποθηκών βιομηχανικών οικοδομών και κτηνοτροφικών υποστατικών, με συντελεστή δόμησης 0,05:1 και αρ. ορόφων 2.

Στις 3.2.1995, με την ΑΔΠ137, δημοσιεύθηκε το Τοπικό Σχέδιο Πόλης Χρυσοχούς (το Σχέδιο) που εκπονήθηκε στα πλαίσια των άρθρων 10, 11 και 12 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων.

Με την εφαρμογή του Σχεδίου και τα δύο τεμάχια των αιτητών εντάχθηκαν στην πολεοδομική ζώνη Κα9 με πρωτεύουσα/επικρατούσα χρήση την οικιστική, με συντελεστή δόμησης 0,40:1, ποσοστό κάλυψης 0,25:1 και αρ. ορόφων 2. Παράλληλα, το μεγαλύτερο μέρος των τεμαχίων εντάχθηκε σε Περιοχή Κατοικίας και Μικρών Τουριστικών Μονάδων.

Οι αιτητές υπέβαλαν εμπρόθεσμα ένσταση κατά τον προνοιών του Σχεδίου, ζητώντας την ένταξη των δύο τεμαχίων στη ζώνη Κα6α ή τουλάχιστον Κα8, αντί την Κα9. Πρόβαλαν, μεταξύ άλλων, λόγω ίσης και ομοιόμορφης μεταχείρισης των ιδιοκτησιών της περιοχής, ορθότερη διαβάθμιση των πυκνοτήτων και άλλων επιμέρους ιδιαιτεροτήτων των τεμαχίων τους.

Για τη μελέτη των ενστάσεων ακολουθήθηκε διαδικασία η οποία, κατά τους ισχυρισμούς των καθ΄ων η αίτηση, καθορίσθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών με την υπ΄αριθμό 65/1991/2 επιστολή του, ημερομηνίας 14.5.1997. Καταρτίστηκε και λειτούργησε Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή και Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο. Η Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή εισηγήθηκε την απόρριψη της ένστασης, το δε Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο υιοθέτησε την εισήγηση. Ακολούθως, το Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο παρουσίασε την εισήγησή του στο Πολεοδομικό Συμβούλιο το οποίο και συμφώνησε. Τελικά, ο Υπουργός Εσωτερικών διαβίβασε την ένσταση στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο, με τη σειρά του, την απέρριψε προβαίνοντας, ταυτόχρονα, σε περιορισμένης έκτασης τροποποίηση του Σχεδίου (ΑΔΠ136, 3.3.2000) η οποία, όμως, δεν επέφερε οποιαδήποτε αλλαγή του πολεοδομικού καθεστώτος των δύο τεμαχίων των αιτητών.

Οι αιτητές ενημερώθηκαν σχετικά με επιστολή του Γ.Δ. Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 15.6.2000 (Παράρτημα ΙΑ στην Ένσταση).

Η πιο πάνω απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να τοποθετηθούν, δηλαδή, τα τεμάχια των αιτητών στη ζώνη Κα9 αντί στη ζώνη Κα6α ή στη ζώνη Κα8, ως η εισήγηση στην ένστασή τους, είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους, Τεκμήρια 1 και 2, δεν υπάρχει η κατ΄ισχυρισμό επιστολή του Υπουργού Εσωτερικών με αρ. φακέλου 65/1991/2, ημερομηνίας 14.5.1997, είναι άγνωστο ποιος και πότε διόρισε τα μέλη της Επαρχιακής Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Κεντρικού Συντονιστικού Κλιμακίου, ούτε υπάρχουν οποιαδήποτε πρακτικά των συνεδριάσεων της Επαρχιακής Συμβουλευτικής Επιτροπής, του Κεντρικού Συντονιστικού Συμβουλίου, του Πολεοδομικού Συμβουλίου ή του Υπουργικού Συμβουλίου, ώστε να προκύπτει τόσο η σύνθεσή τους όσο και το τι διημείφθη προτού διαμορφωθεί, ανάλογα με την περίπτωση, εισήγηση ή τελική απόφαση.

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Στα Τεκμήρια 1 και 2 δεν υπάρχει η κατ΄ισχυρισμό επιστολή του Υπουργού Εσωτερικών με αρ. φακέλου 65/1991/2 της 14.5.1997. Ούτε υπάρχουν οποιαδήποτε πρακτικά των συνεδριάσεων των διοικητικών οργάνων στα οποία αναφέρθηκε ο δικηγόρος των αιτητών. Σύμφωνα με τη νομολογία η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία γιατί συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. (Βλ. μεταξύ άλλων, Medcon Construction and others v. The Republic (1968) CLR 535 και Zenios Closures Ltd v. Δήμου Λεμεσού, Προσφυγή Αρ. 1/92, 29.5.1992). Η ίδια αρχή περιέχεται και στο άρθρο 24(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), όπου αναφέρεται ότι, «Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικών των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.».

Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι ο δικαστικός έλεγχος του κύρους της προβαλλόμενης απόφασης είναι ανέφικτος και, ως εκ τούτου, αυτή είναι ακυρωτέα.

 

 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Με έξοδα υπέρ των αιτητών.

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο