GOLDEN TRANS LIMITED ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 537/2002, 25 Σεπτεμβρίου, 2003 GOLDEN TRANS LIMITED ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 537/2002, 25 Σεπτεμβρίου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 537/2002)

 

25 Σεπτεμβρίου, 2003

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

GOLDEN TRANS LIMITED,

Αιτητές,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

Θ. Ιωαννίδης, για τους Αιτητές.

Δ. Κούσιου (κα.), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

_________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:

«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 18.04.2002, διά της οποίας απεφασίσθη ότι οι αιτητές παρέλειψαν να αποδώσουν φόρον εκροών συνολικού ύψους £65.546,51 σεντ για την περίοδο 01.09.93 έως 30.11.2001, είναι άκυρη και στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή είναι τα εξής:

Η αιτήτρια εταιρεία ασχολείται με διεθνείς μεταφορές τροφίμων. Είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) από την 1.7.1992 με αρ. 100232576.

Την 1.12.93 Λειτουργός της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. επισκέφθηκε τα γραφεία του λογιστή της αιτήτριας με σκοπό τον λεπτομερή έλεγχο των στοιχείων που σχετίζονται με το Φ.Π.Α. για την περίοδο από 1.6.93 μέχρι 31.8.93. Μετά από έλεγχο των τιμολογίων και άλλων στοιχείων (λεπτομέρειες φαίνονται στο Φακ. Τεκ. 1, Ερ. 16-19) ο πιο πάνω Λειτουργός κατέληξε στο εξής συμπέρασμα:

«Βάσει των ανωτέρω όλες οι εκροές της εταιρείας είναι μηδενικού συντελεστή όπως πηγάζει από τα ii και iii του Παραρτήματος ΙΙ του Νόμου περί Φ.Π.Α.»

Τα στοιχεία που παρέθεσε ο πιο πάνω Λειτουργός εξετάσθηκαν από άλλο Λειτουργό ο οποίος σε σημείωμα του, ημερ. 12.1.94, προς το Λειτουργό Φ.Π.Α. Α΄ ανέφερε τα εξής:

 

 

«Προς Λειτουργό Φ.Π.Α. Α΄

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Β΄ Λειτουργός, φαίνεται ότι (α) οι εκροές της επιχείρησης είναι όλες μηδενικού συντελεστή, και (β) δεν έχει προκύψει σοβαρό πρόβλημα όσο αφορά τη διεκδίκηση του φόρου εκροών.

&# 9;Υπογ: 12.1.94»

Ο Λειτουργός Προϊστάμενος με σημείωμα του ημερ. 14.1.94 συμφώνησε με το πιο πάνω συμπέρασμα και πρόσθεσε ότι «η υπόθεση δε χρήζει περαιτέρω ενέργειας» (βλ. K.16 στο Φακ. Τεκ. 1).

Το σκηνικό άρχισε να μεταβάλλεται μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Xyrishis Transport Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. 610/98/14.10.99 (απόφαση Νικολάου, Δ.) στην οποία κρίθηκε ότι Διεθνείς Μεταφορές από την Κύπρο στο εξωτερικό και το αντίθετο είναι φορολογητέες με το θετικό φορολογικό συντελεστή για το μέρος της διεθνούς χερσαίας μεταφοράς.

Μετά την έκδοση της απόφασης στην Xyrishis (πιο πάνω) ο Λειτουργός Φ.Π.Α. κ. Νίκος Σταύρου σε σημείωμα του προς την Προϊσταμένη Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λευκωσίας ημερ. 28.6.2001 αναφέρθηκε στην πιο πάνω επίσκεψη ελέγχου και στο αποτέλεσμα της. Σημείωσε ότι λογιστής της αιτήτριας είναι ο Γιώργος Νικολάου, «ο οποίος είναι και λογιστής της Xyrishis Transport Ltd και θα ήταν αναμενόμενο από αυτόν τουλάχιστον μετά την ημερομηνία της πιο πάνω απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου να γνωρίζει την ορθή φορολογική μεταχείριση των διεθνών μεταφορών αγαθών». Εισηγήθηκε την «πραγματοποίηση επίσκεψης ελέγχου και την βεβαίωση του φόρου για το μέρος της αμοιβής που σχετίζεται με την διεθνή χερσαία μεταφορά». Το σημείωμα κατέληγε ως εξής:

«Μετά και τη διενέργεια του ελέγχου και τη βεβαίωση φόρου, εναπόκειται στην Έφορο Φ.Π.Α. κατά πόσο, μέσα στα πλαίσια των οδηγιών για χρηστή διοίκηση και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κοινού στις φορολογικές αρχές θα επιδιωχθεί η είσπραξη του ποσού αυτού.»

Στις 20.2.92 η αιτήτρια υπέβαλε «Έντυπο για Αρχική Εγγραφή» με το οποίο γνωστοποίησε ότι δεν υποχρεούται να εγγραφεί στο Μητρώο Φ.Π.Α.. Στις 19.6.1992 η υπηρεσία Φ.Π.Α. αποφάσισε όπως η αιτήτρια εγγραφεί στο Μητρώο. Σε σημείωμα του Λειτουργού Φ.Π.Α. κ. Γαβριήλ Χριστοφόρου προς την Έφορο Φ.Π.Α. ημερ. 10.9.2001 (βλ. Κ. 44-46 στο Φακ. Τεκ. 1) γίνεται αναφορά στο γεγονός της υποβολής του πιο πάνω εντύπου και της πιο πάνω απόφασης ημερ. 19.6.1992. Αναφέρεται, επίσης, ότι από την μελέτη το φακέλου εξηγείται ότι η μέτοχος της αιτήτριας κα. Χλόη Κωνσταντίνου είχε ενημερωθεί από την Υπηρεσία ότι οι μεταφορές δεν υπάγονται στο μηδενικό συντελεστή και ότι η ίδια ενημέρωση έγινε και προς τον λογιστή της εταιρείας κ. Γιώργο Νικολάου. Αναφέρεται, επίσης, ότι ο κ. Νικολάου είναι λογιστής και στις δυο εταιρείες στις οποίες έγινε έλεγχος και η απόφαση του Δικαστηρίου για την Xyrishis Transport Ltd (ημερομηνίας 14.10.99) ήταν εις γνώση του. Παρά το γεγονός αυτό η εταιρεία συνέχιζε να εκδίδει τιμολόγια χωρίς να επιβάλει φόρο.

Το σημείωμα του κ. Χριστοφόρου καταλήγει ως εξής:

«Κατά την επίσκεψη ελέγχου που άρχισε στις 20.7.2001 έχω προβεί σε καταρχήν υπολογισμό του ποσοστού που αφορά χερσαία μεταφορά από τόπο σε τόπο εκτός της Δημοκρατίας. Το ποσοστό είναι ανάλογα με τον τόπο προορισμού/αναχώρησης, από ανάλυση που έκανα των τιμολογίων του 2000 το σταθμισμένο ποσοστό είναι περίπου μεταξύ 35% - 40%. Λαμβάνοντας υπόψη ότι από 1.7.92 μέχρι 31.5.2001 έχουν δηλωθεί εκροές μηδενικού συντελεστή ύψους £1.665.969 οι υπολογιζόμενες εκροές θετικού συντελεστή ανέρχονται μεταξύ £585.000 και £667.000 και η βεβαίωση φόρου μεταξύ £47.000 και £53.500.

Παρακαλώ όπως έχουμε την οδηγία σας κατά πόσο θα προβούμε σε βεβαίωση φόρου, ενόψει πιθανής υπαιτιότητας από μέρους της Υπηρεσίας για μη ορθή ενημέρωση του υφπ κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης ελέγχου που ολοκληρώθηκε στις 12.1.94, και εάν ναι για ποιές περιόδους.»

Το πιο πάνω σημείωμα του κ. Χριστοφόρου σχολιάσθηκε ως εξής από την Προϊσταμένη Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λευκωσίας κα. Δρουσιώτη - βλ. σημείωμα της προς την Έφορο Φ.Π.Α. ημερ. 14.11.2001, Κ. 47-48, στο Φακ. Τεκ. 1:

«2.Πιστεύω ότι υπάρχει θέμα παραγραφής του δικαιώματος για βεβαίωση φόρου για τις περιόδους από 1.7.92 μέχρι 18.1.94 που ο Προϊστάμενος του Επαρχιακού Γραφείου Λευκωσίας έγκρινε την επιστροφή για την περίοδο 1.6.93 – 31.8.93.

3.Μετά τις 18.1.94 οι επιστροφές φόρου γίνονταν από τον Τομέα Μηχανογράφησης.

4. Μετά τον πρώτο έλεγχο που ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1994 η εταιρεία πιστεύοντας ότι η φορολογική μεταχείριση των δραστηριοτήτων της ήταν ορθή, συνέχισε να επιβαρύνει όλες τις υπηρεσίες που παρείχε με μηδενικό συντελεστή. Συνεπώς με βάση τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου εισηγούμαι να μη γίνει βεβαίωση φόρου ούτε για την περίοδο μέχρι 14.10.99 ημερομηνία που εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την εταιρεία Xyrishis Transport Ltd. Όπως αναφέρθηκε και στο σημείωμα του λειτουργού και οι δυο εταιρείες έχουν τον ίδιο λογιστή μέχρι σήμερα και συνεπώς από την ημερομηνία αυτή ο λογιστής ήταν γνώστης της φορολογικής μεταχείρισης των συναλλαγών του πελάτη του. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο λογιστής για τον πελάτη του Xyrishis Transport Ltd επικοινώνησε με το Επαρχιακό Γραφείο για ν΄ αναθεωρηθεί η βεβαίωση φόρου μετά την απόφαση του Δικαστηρίου αλλά παρέλειψε να ζητήσει από την εταιρεία Golden Trans Ltd να προβεί σε διόρθωση λογαριασμού και ν΄ αποδώσει τον οφειλόμενο φόρο.

5. Να γίνει βεβαίωση φόρου για τις φορολογικές περιόδους από 14.10.99 μέχρι σήμερα δεδομένου ότι ο λογιστής μετά την απόφαση του Δικαστηρίου όφειλε να ενημερώσει ανάλογα τον πελάτη του.

6. Να κληθεί το υ.φ.π. όπως καταβάλει στον Έφορο το ποσό που λανθασμένα του επιστράφηκε επιπλέον οφειλόμενους τόκους για την περίοδο από 1.7.92 μέχρι 14.10.99. Με τη φορολογική δήλωση της περιόδου που έληξε τις 30.11.99 η Υπηρεσία μας επέστρεψε το ποσό των £26900,26 ενώ ο αναμενόμενος φόρος εκροών ανέρχεται σε £36472 δηλαδή επεστράφηκε το ποσό των £9572 περίπου που η εταιρεία δεν εδικαιούτο. Μέχρι σήμερα έγιναν επιστροφές φόρου ύψους £38902,29 στην εταιρεία.

7.Να ειδοποιηθεί το υ.φ.π. εγγράφως για την ορθή φορολογική μεταχείριση των υπηρεσιών που

παρέχει.»

Η κα. Δρουσιώτου επανήλθε με νέο σημείωμα προς την Έφορο Φ.Π.Α. ημερ. 21.11.2001 (βλ. K. 49-50 στο Φακ. Τεκ. 1). Ανέλυσε την απόφαση στην Xyrishis (πιο πάνω). Υπέδειξε ότι από το φάκελο προκύπτει ότι τόσο ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου όσο και ο Σύνδεσμος Διεθνών Οδικών Μεταφορών γνώριζαν για την ορθή φορολογική μεταχείριση των υπηρεσιών διεθνούς οδικής μεταφοράς τουλάχιστον από τον 11/95. Επομένως δεν δικαιολογούνται να μην εφάρμοζαν ορθά τη νομοθεσία και να επιβάλλουν Φ.Π.Α. στους πελάτες τους για τις υπηρεσίες που τους πρόσφεραν. Υπέδειξε, επίσης, ότι ο λογιστής της Xyrishis που είναι και λογιστής της εταιρείας Golden Trans γνώριζε για την αρχική θέση της Υπηρεσίας για τη φορολογική μεταχείριση των διεθνών οδικών μεταφορών από τις 2 Ιουλίου του 1998 και συνεπώς όφειλε να ενημερώσει τους πελάτες του.

Το σημείωμα κατέληγε ως εξής:

«Με βάση τα πιο πάνω η εισήγησή μου για βεβαίωση φόρου στην εταιρεία Golden Trans μετά τις 14.10.99 ημερομηνίας της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την προσφυγή της εταιρείας Xyrishis Transports Ltd δεν ευσταθεί πλέον. Παραμένει όμως το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε επίσκεψη ελέγχου κατά την οποία εξετάστηκαν όλα τα τιμολόγια που είχε εκδώσει η εταιρεία που ασχολείται μόνο με χερσαίες μεταφορές και η Υπηρεσία επιβεβαίωσε με την επιστροφή φόρο ότι οι εν λόγω υπηρεσίες είναι του μηδενικού συντελεστή.

Παρακαλώ όπως έχω τις οδηγίες σας για την περίοδο που πρέπει να καλύψει η επικείμενη βεβαίωση φόρου.»

Την 6.2.2002 η κα. Δρουσιώτου υπέβαλε και τρίτο σημείωμα της προς την Έφορο Φ.Π.Α. (βλ. Κ. 64 στο Φακ. Τεκ. 1). Ανέφερε ότι από το σχετικό φάκελο διαπιστώθηκε ότι «ο Έφορος απέστειλε επιστολές προς το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, το Σύνδεσμο Εγκεκριμένως Λογιστών Κύπρου και Γραμματέα του Συνδέσμου Διεθνών Μεταφορών στις 22 Νοεμβρίου 1995 και 29 Δεκεμβρίου 1995 αντίστοιχα πληροφορώντας τους ότι οι υπηρεσίες μεταφοράς αγαθών που πραγματοποιούνται με χερσαία μέσα μεταφοράς επιβαρύνονται με θετικό συντελεστή. Επιπρόσθετα τους καλούσε να ενημερώσουν ανάλογα τα μέλη πελάτες τους για να αποφευχθεί τυχόν λανθασμένη φορολογική μεταχείριση των εν λόγω υπηρεσιών». Ανέφερε, επίσης, ότι «με βάση τα πιο πάνω τόσο ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου όσο και ο Σύνδεσμος Διεθνών Οδικών Μεταφορών γνώριζαν για την ορθή φορολογική μεταχείριση των υπηρεσιών διεθνούς οδικής μεταφοράς τουλάχιστον από τον 11/95 ή 12/95 κι έπρεπε να προβούν σε διόρθωση του λογαριασμού Φ.Π.Α. σε περίπτωση που δεν εφάρμοζαν ορθά τη Νομοθεσία.

Το σημείωμα κατέληγε ως εξής:

«Συνεπώς και η εταιρεία Golden Trans Ltd έπρεπε να προβεί στις σχετικές διορθώσεις για να καλύψει την περίοδο μετά την πρώτη επίσκεψη ελέγχου που είχε σκοπό το λεπτομερή έλεγχο της περιόδου από 1.6.93 μέχρι 31.8.93.

Γίνεται λοιπόν εισήγηση να προβούμε σε βεβαίωση φόρου για την περίοδο από 1.9.93 μέχρι σήμερα κι όχι από τον 12/95 που οι δυο Σύνδεσμοι γνώριζαν μετά βεβαιότητας την ορθή φορολογική μεταχείριση.

Παρακαλώ όπως έχω τρις οδηγίες σας.»

Η Έφορος Φ.Π.Α. έδωσε τις πιο κάτω οδηγίες (βλ. Κ. 64(α) στο Φακ. Τεκ. 1):

«Κα. Δρουσιώτου,

Με βάση τα δεδομένα που αναφέρονται στο σημείωμα σας συμφωνώ με την εισήγηση σας. Παρακαλώ για ανάλογη ενέργεια.»

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη βάση της πιο πάνω εισήγησης της κας Δρουσιώτου. Η αιτήτρια πληροφορήθηκε σχετικώς με επιστολή της Εφόρου Φ.Π.Α. ημερ. 18.4.2002. Μεταφέρω το σχετικό μέρος της:

«Βεβαίωση φόρου

Αναφέρομαι στην επίσκεψη ελέγχου που άρχισε στις 19.7.2001 και σας πληφοφορώ ότι από το φορολογικό έλεγχο της περιόδου 1.9.93 μέχρι 30.11.01, έχουν διαπιστωθεί τα ακόλουθα που επηρεάζουν τις φορολογικές σας δηλώσεις:

Α. Λανθασμένα έχετε θεωρήσει ότι οι εκροές σας από υπηρεσίες διεθνών μεταφορών υπόκεινται εξολοκλήρου στον μηδενικό συντελεστή με αποτέλεσμα να μην έχετε αποδώσει φόρο εκροών. Για το μέρος της χρέωσης που αφορά χερσαία μεταφορά η Υπηρεσία Φ.Π.Α. έχει προβεί σε βεβαίωση φόρου εκροών με την πιο κάτω μέθοδο:

.................................. .................................................. .................................................. ....................

Ενόψει των πιο πάνω:

το συνολικό ποσό των £65546,51 (εξήντα πέντε χιλιάδες πεντακόσιες σαράντα έξι λίρες και 51 σεντ) βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του άρθρου 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990.

καλείστε, δυνάμει του άρθρου 36 του ιδίου Νόμου, να καταβάλετε το ποσό των £65546,51 το οποίο αντιπροσωπεύει τον πληρωτέο φόρο.»

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτο λόγος ακύρωσης – Οι καθ΄ ων η αίτηση εσφαλμένα θεώρησαν ότι η παραγ. (ιιι) του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΙΙ (αρ. 27) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (246/90) δεν καλύπτει τις χερσαίες διεθνείς μεταφορές.

Ο κ. Ιωαννίδης υπέβαλε ότι η πιο πάνω παραγ. (ιιι) καλύπτει και τις χερσαίες μεταφορές γιατί η παράγραφος αυτή «πρέπει να διαβάζεται και να ερμηνεύεται σε σχέση με την παραγ. (ιι) που αφορά μεταφορά αγαθών εντός της Δημοκρατίας ή σε τόπο εκτός της Δημοκρατίας για το διανυόμενο στο εσωτερικό τμήμα της ολικής διαδρομής».

Η παραγ. (ιιι) έχει ερμηνευθεί από το Νικολάου, Δ. στην Xyrishis (πιο πάνω). Συμφωνώ με την δοθείσα ερμηνεία και την υιοθετώ. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τη χρηστή διοίκηση και τις αρχές της καλής πίστης.

Έρεισμα του πιο πάνω λόγου ακύρωσης είναι η διαπίστωση στην οποία είχαν προβεί οι καθ΄ ων η αίτηση μετά τον έλεγχο της περιόδου 1.6.93 μέχρι 31.8.93 σύμφωνα με την οποία «οι εκροές της εταιρείας είναι μηδενικού συντελεστή».

Ο κ. Ιωαννίδης, εκ μέρους της αιτήτριας, υπέβαλε ότι με την πιο πάνω διαπίστωση οι καθ΄ ων η αίτηση εβεβαίωσαν ως ορθό τον τρόπο που ενεργούσε η αιτήτρια. Ενώ – συνέχισε – εξέτασαν τα τιμολόγια της αιτήτριας και εγνώριζαν ότι και για τις χερσαίες μεταφορές εχρεώνετο μηδενικός συντελεστής, χωρίς να προειδοποιήσουν την αιτήτρια για τον τρόπο χρέωσης, της ανέφεραν ότι λανθασμένα εθεώρησε ότι οι εκροές από υπηρεσίες διεθνών μεταφορών υπόκεινται σε μηδενικό συντελεστή και της εζήτησαν να αποδώσει φόρο εκροών αναδρομικά από την 1.9.1993. Η αιτήτρια – συμπλήρωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος – εχρέωνε μηδενικό συντελεστή «κατόπιν της βεβαίωσης των καθ΄ ων η αίτηση, που έλεγξαν τα βιβλία και τα τιμολόγια της και επιστοποίησαν της ορθότητα τους». Η προσβαλλόμενη απόφαση – κατέληξε δεν ευρίσκεται εντός των πλαισίων της χρηστής διοίκησης «αφού εξ αιτίας των καθ΄ ων η αίτηση η αιτήτρια δεν εισέπραξε τον σχετικό φόρο που απαιτείται από αυτή να αποδώσει».

Η κα. Κούσιου-Χρυσανδρέα, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης «αποτελεί λόγο ακυρότητας που αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας και που δεν περιλαμβάνεται στους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν στο δικόγραφο της αίτησης ούτε και αφορά θέμα δημόσιας τάξης, γι΄ αυτό και δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο».

Επί της ουσίας του λόγου ακύρωσης η ευπαίδευτη συνήγορος υποστήριξε ότι με βάση το πραγματικό υλικό δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι κανόνες της χρηστής διοίκησης και ειδικότερα της καλής πίστης. Υπέβαλε ότι η ενέργεια της Εφόρου να προβεί σε βεβαίωση φόρου, μετά από επίσκεψη ελέγχου, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και το προηγούμενο λάθος, δεν παραβιάζει τις πιο πάνω αρχές. Με δεδομένη τη φύση του Φ.Π.Α. ως αυτοβεβαιούμενου φόρου, η βεβαίωση και πληρωμή του οποίου, σύμφωνα με τη νομολογία, αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία, ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως η αναζήτηση και πληρωμή του «αποτελεί εκτροπή από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης» πρέπει να απορριφθεί.

Αναφορικά με την μη περίληψη του πιο πάνω λόγου ακύρωσης στο δικόγραφο της προσφυγής ο κ. Ιωαννίδης υπέδειξε ότι στο δικόγραφο αναφέρεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης και ότι είναι αντίθετη με την υπάρχουσα νομολογία και τις επικρατούσες αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Αναφέρεται, επίσης, ότι είναι αντίθετη με προηγούμενη απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που είχε κοινοποιηθεί στους αιτητές. Αυτή – συμπλήρωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος – είναι η έννοια της καλής πίστης. Εφόσον ο χειρισμός της διοίκησης είναι αντιφατικός και αντίθετος με προηγούμενες αποφάσεις της, αντίκειται στην έννοια της καλής πίστης.

Στην Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728 ο αιτητής υποστήριξε ότι το καθ΄ ου η αίτηση Διοικητικό Συμβούλιο ενήργησε κατά τρόπο παράνομο αφού τα μέλη του έλαβαν υπόψη το «εξωγενές στοιχείο κρίσεως» της προσωπικής γνώσης των υποψηφίων για προαγωγή. Το επιχείρημα ότι ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν είχε εγερθεί με το δικόγραφο της προσφυγής απορρίφθηκε. Το θέμα τέθηκε ως εξής στη σελ. 732:

«Διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Στα νομικά σημεία πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή περιλαμβάνεται και η κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Αυτός ο λόγος ακύρωσης είναι τόσο ευρύς ώστε να περιλαμβάνει και το υπό εξέταση θέμα.»

Οι αρχές – της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης - τις οποίες επικαλείται η αιτήτρια στην παρούσα υπόθεση αναλύονται στο σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη εκ., του Π.Δ. Δαγτόγλου κάτω από το κεφάλαιο «Όρια και Έλεγχος της Διακριτικής Ευχέρειας», στο οποίο περιλαμβάνεται και η κατάχρηση εξουσίας. Στην παραγ. 382 υποδεικνύεται ότι «η χρηστή διοίκηση οφείλει να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον βοηθά στην άσκηση των δικαιωμάτων του». Στην παραγ. 388 υποδεικνύεται ότι «η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη». Τέλος στην παραγ. 389 υποδεικνύεται ότι «η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως».

Λαμβάνω υπόψη τα νομικά σημεία της προσφυγής τα οποία εκτός των πιο πάνω νομικών σημείων περιλαμβάνουν και το νομικό σημείο της κατάχρησης και υπέρβασης εξουσίας καθώς και το νομικό σημείο της αυθαιρεσίας. Επίσης, λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη το νομικό σημείο 5 – «η απόφαση είναι αντίθετη με προηγούμενη απόφαση της διοίκησης που είχε κοινοποιηθεί στους αιτητές» – καθώς και το νομικό σημείο 7 – «η απόφαση ελήφθη κατά τρόπο παράνομο και /ή αντίθετο με την υπάρχουσα νομολογία και τις επικρατούσες αρχές του διοικητικού δικαίου» – σε συνάρτηση με την έννοια της αρχής της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, όπως αυτή αναλύεται από το Δαγτόγλου, πιο πάνω (βλ. παραγ. 382, 388 και 389). Θεωρώ ότι αυτές οι αρχές αποτελούν αρχές του διοικητικού δικαίου. ΄Εχω, επομένως, την άποψη πως τα νομικά σημεία που έχουν περιληφθεί στην προσφυγή επιτρέπουν την προβολή και συζήτηση του πιο πάνω λόγου ακύρωσης.

Στη συνέχεια θα εξεταστεί η ουσία του πιο πάνω λόγου ακύρωσης.

Από το ενώπιον μου υλικό φαίνεται ότι η εφαρμογή των αρχών – της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης – που επικαλείται η αιτήτρια, είχε απασχολήσει τους καθ΄ ων η αίτηση από το αρχικό στάδιο της διαδικασίας λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. τα σημειώματα των Λειτουργών Σταύρου (ημερ. 28.6.2001), Χριστοφόρου (ημερ. 10.9.2001), Δρουσιώτη (ημερ. 14.11.2001 και 21.11.2001) λεπτομέρειες των οποίων έχουν παρατεθεί στις σελ. 3-6, πιο πάνω.

Από τα πιο πάνω σημειώματα διαπιστώνω τα εξής:

(α) Οι αρμόδιοι Λειτουργοί του Φ.Π.Α. αναγνώριζαν ότι το πρόβλημα είχε εγερθεί λόγω της μη ορθής ενημέρωσης της αιτήτριας κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης ελέγχου της περιόδου 1.6.93 – 31.8.93.

(β) Ως εκ της πιο πάνω αναγνώρισης η Λειτουργός κα. Δρουσιώτου εισηγήθηκε να μη γίνει βεβαίωση φόρου ούτε για την περίοδο μέχρι 14.10.99 – ημερ. έκδοσης της απόφασης στη Xyrishis (πιο πάνω) αλλά να γίνει βεβαίωση για τις φορολογικές περιόδους «από 14.10.99 μέχρι σήμερα δεδομένου ότι ο λογιστής της αιτήτριας είναι ο ίδιος με εκείνο της Xyrishis και συνεπώς από τις 14.10.99 ήταν γνώστης της φορολογικής μεταχείρισης της αιτήτριας και όφειλε να την ενημερώσει ανάλογα (βλ. σημείωμα ημερ. 14.11.2001 στις σελ. 4-5, πιο πάνω).

(γ) Η εισήγηση που αναφέρεται στην παραγ. (β), πιο πάνω, εγκαταλείφθηκε με το σημείωμα ημερ. 21.11.2001 με το δικαιολογητικό ότι «τόσο ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου όσο και ο Σύνδεσμος Διεθνών Οδικών Μεταφορών γνώριζαν για την ορθή φορολογική μεταχείριση των υπηρεσιών διεθνούς οδικής μεταφοράς από τον Νοέμβριο του 1995.

(δ) Ο λόγος για τον οποίο δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός της μη ορθής ενημέρωσης της αιτήτριας κατά τη διάρκεια του ελέγχου της περιόδου 1.6.93 – 31.8.93, με συνέπεια να μην τύχουν εφαρμογής οι πιο πάνω αρχές, είναι η ενημέρωση της οποίας έτυχαν το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου και ο Σύνδεσμος Διεθνών Μεταφορών, με επιστολές 22.11.95, 22.11.95 και 29.12.95, αντιστοίχως – σε σχέση με τον ορθό συντελεστή της επίδικης υπηρεσίας – με τις οποίες κλήθηκαν να ενημερώσουν ανάλογα τους πελάτες τους.

Η αρχή της χρηστής διοίκησης ή των χρηστών διοικητικών ηθών, δηλαδή της χρηστότητας της συμπεριφοράς των διοικητικών οργάνων προς τους διοικούμενους έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη νομολογία μας και αποτελεί στοιχείο της αμεροληψίας της διοίκησης (Βλ. Tasmi Trading v. Republic (1988) 3 C.L.R. 782, Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη, Α.Ε. 1209-1210/10.7.96, Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589/18.6.96, Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, 36 και Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Α.Τ. Τάχου, 4η έκδοση, σελ. 300).

Στο Δαγτόγλου (πιο πάνω) αναφέρονται τα εξής – στις παραγ. 387, 388 και 389 – σε σχέση με τις αρχές της καλής πίστεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και της ασυνεπούς ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοικήσεως:

«387. Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στην διοίκηση την λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι΄ αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.

388. Συγγενής είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σε ένα κοινωνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής ζωής ρυθμίζεται, εξαρτάται ή, εν πάση περιπτώσει, θίγεται από την παροχική και ρυθμιστική κυρίως, διοίκηση, ένα minimum εμπιστοσύνης του ιδιώτη είναι sine qua non. Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος δεν επιδέχεται βέβαια ως κανόνα συμβατικές ή ημι-συμβατικές δεσμεύσεις της διοικήσεως, όπως εκείνες στις οποίες αρχικώς αναφερόταν η αρχή της καλής πίστεως. ο βασικός τρόπος ενέργειας της διοικήσεως παραμένει λοιπόν κατ΄ ανάγκη μονομερής. Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος στους διαρκώς μεταβαλλόμενους και διεθνώς επηρεαζόμενους όρους της οικονομικής κυρίως ζωής επιβάλλει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της διοικήσεως να μεταβάλει πορεία, όπου το κρίνει αναγκαίο.

389. Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας. Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντί της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως. ........»

Στην παρούσα υπόθεση μετά τον έλεγχο της περιόδου 1.6.93 – 31.8.93 η Διοίκηση βεβαίωσε την αιτήτρια ότι οι επίδικες υπηρεσίες είχαν μηδενικό συντελεστή. Η αιτήτρια έκτοτε και μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης λειτούργησε στη βάση εκείνης της βεβαίωσης. Έχει ενεργήσει στη βάση της νομικής προσέγγισης η οποία είχε εγκριθεί από τη Διοίκηση. Με βάση τη νομική προσέγγιση της διοίκησης έχει δημιουργηθεί από πολύ χρόνο μια ευνοϊκή πραγματική κατάσταση για τον ιδιώτη για την οποία δεν είναι υπαίτιος ο ίδιος. Επομένως η διοίκηση δεν μπορεί να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νομίμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.

Ακολουθεί πως η μεταβολή της στάσης της Διοικήσεως συνιστά παράβαση της αρχής της καλής πίστης (βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 387). Περαιτέρω αποτελεί εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας η οποία προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της (βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 389).

Στη συνέχεια θα εξεταστεί κατά πόσο η πιο πάνω παραβιάσεις συνεπάγονται και την παρανομία της διοικητικής πράξεως. Επί του προκειμένου αναφέρονται τα εξής στο Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 390 και 391:

«390. Τα ανωτέρω ισχύουν όμως μόνο στις περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως. Στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας, καμιά εσφαλμένη πληροφορία δεν μπορεί να απαλλάξει την διοίκηση από την υποχρέωση της να εφαρμόσει τον νόμο, αν και μπορεί να θεμελιώσει την υποχρέωση του κράτους προς αποζημίωση.

391. Το Συμβούλιο της Επιρατείας δέχεται (αν και όχι σταθερά) ότι δεν είναι καλόπιστη και επομένως δεν συγχωρείται η ανατροπή μιας παράνομης πραγματικής καταστάσεως, που έγινε ανεκτή επί πολύ χρόνο, εκτός εάν πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξεως ή αν συντρέχει δόλος του ιδιώτη.»

Σε σχέση με το θέμα που μας απασχολεί αναφέρονται τα εξής στην παραγ. 392:

«392. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε μάλιστα ότι, στις ακραίες περιπτώσεις που, εν όψει των συγκεκριμένων συνθηκών και της συμπεριφοράς των αρμοδίων για τη βεβαίωση του φόρου οργάνων, δημιουργήθηκε στον φορολογούμενο σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν υπόκειται στον ειδικό φόρο κύκλου εργασιών και ότι, για τον λόγο αυτό και μόνο, δεν επέρριπτε (όπως είχε κανονικά το δικαίωμα) τον φόρο αυτόν στους αγοραστές, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοικήσεως και δεν είναι επιτρεπτή από τον νόμο ή μετά μακρό χρόνο αναδρομική επιβολή εις βάρος του των οφειλόμενων φόρων. Η νομολογία όμως αυτή προχωρεί πάρα πολύ, αφού ισοδυναμεί με την επιταγή στην διοίκηση να εξαιρέσει ένα πολίτη από την εκτέλεση ενός νόμου – μια εξαίρεση που το Σύνταγμα απαγορεύει ρητώς (άρθρο 43 παρ. 1). Ορθό είναι ότι η εφαρμογή κανόνων δικαίου δημόσιας τάξεως δεν μπορεί να ματαιωθεί με την επίκληση της αρχής της καλής πίστεως ή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Την αποκατάσταση όμως της ζημιάς που προξένησε η κακόπιστη συμπεριφορά της διοικήσεως μπορεί να επιδιώξει ο ιδιώτης εγείροντας αγωγή περί αποζημιώσεως.»

Η νομολογιακή αρχή που διατυπώνεται στην πιο πάνω παράγραφο έχει διατυπωθεί στην απόφαση ΣτΕ 2441/66 η οποία εστήριξε την ακύρωση της διοικητικής πράξεως και στην επικίνδυνη ανωμαλία που μπορεί να επιφέρει η αναδρομική επιβάρυνση στην επιχείρηση του φορολογούμενου.

Τα όσα έχουν αποφασισθεί στην ΣτΕ 2441/66 και τα οποία συνοψίζονται στην παραγ. 392 (πιο πάνω) αποτελούν νομολογιακή αρχή. Το υπόλοιπο μέρος της παραγράφου αποτελεί σχόλια του ευπαίδευτου συγγραφέα. Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια έχει εγείρει εμμέσως και θέμα αδυναμίας να εισπράξει το σχετικό φόρο από τους πελάτες της (βλ. την αγόρευση του συνήγορου της στη σελ. 9, πιο πάνω). Μεταξύ των δύο θέσεων – της νομολογιακής και της θέσεως του ευπαίδευτου συγγραφέα – προτιμώ και υιοθετώ τη νομολογιακή εν όψει και των συγκεκριμένων περιστατικών της παρούσας υπόθεσης ήτοι τη μακρά διάρκεια της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί και τη δυσκολία της αιτήτριας να εισπράξει τους απωλεσθέντες φόρους. Πρόσθετα, με βάση το δικό μας νομικό σύστημα, αποζημιώσεις είναι πληρωτέες μόνο μετά από ακύρωση της διοικητικής πράξεως (βλ. Takis P. Makrides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, 1433). Εφόσον πρόκειται για διοικητική πράξη, η διαπίστωση της παραβίασης των πιο πάνω αρχών χωρίς την ακύρωση της πράξης θα άφηνε έκθετη σε σίγουρη απόρριψη τυχόν αγωγή της αιτήτριας στο Πολιτικό Δικαστήριο για αποζημιώσεις (βλ. Takis P. Makrides Ltd, πιο πάνω). Κρίνω, επομένως, ότι η παραβίαση των πιο πάνω αρχών συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως.

Στη συνέχεια θα εξεταστεί η εγκυρότητα των λόγων η οποία έχει οδηγήσει στην μη εφαρμογή των πιο πάνω αρχών.

Ενώ η Διοίκηση αναγνώριζε ότι δυνατόν να τυγχάνουν εφαρμογής οι πιο πάνω αρχές στο τέλος δεν προχώρησε στην εφαρμογή τους.

Έχω ήδη αποφανθεί ότι η μεταβολή πορείας της Διοίκησης οφείλεται στην ενημέρωση της οποίας έτυχαν τα Σώματα που αναφέρονται πιο πάνω κατά το έτος 1995. Στο σχετικό σημείωμα ημερ. 6.2.2002 (βλ. σελ. 7, πιο πάνω) αναφέρεται ότι ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών έπρεπε να είχε ειδοποιήσει το Λογιστή της αιτήτριας η οποία επίσης έπρεπε να είχε ενημερωθεί και από το Σύνδεσμο Διεθνών Μεταφορών. Με άλλα λόγια η προσβαλλόμενη απόφαση το θεωρεί δεδομένο ότι η αιτήτρια έπρεπε να είχε ενημερωθεί από τα πιο πάνω δύο Σώματα. Στην παρούσα υπόθεση δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Λογιστής της αιτήτριας είναι μέλος του Συνδέσμου Λογιστών ούτε είναι βέβαιο ότι η αιτήτρια είναι μέλος του Διεθνούς Συνδέσμου Μεταφορών. Περαιτέρω δεν είναι βέβαιο ότι τα πιο πάνω δύο Σώματα πληροφόρησαν τους λογιστές – μέλη τους – ή τους μεταφορείς μέλη τους. Επομένως υπάρχει αμφιβολία ως προς το κατά πόσο η αιτήτρια έλαβε γνώση της νομικής προσέγγισης της Διοίκησης η οποία είχε κοινοποιηθεί στα πιο πάνω Σώματα περί το τέλος του 1995. Πρόκειται για φορολογική υπόθεση και σύμφωνα με τη Νομολογία τυχόν αμφιβολία για την ορθή πραγματική κατάσταση επιλύεται υπέρ του φορολογούμενου (National Bank of Greece v. Republic (1970) 3 C.L.R. 430). Επομένως το πραγματικό βάθρο το οποίο οδήγησε στην μη εφαρμογή των πιο πάνω αρχών είναι ανύπαρκτο. Κατά συνέπεια εσφαλμένα δεν έχουν τύχει εφαρμογής οι πιο πάνω αρχές. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Λογιστής της αιτήτριας έπρεπε να είχε λάβει γνώση της απόφασης στην υπόθεση Xyrishis από την ημερομηνία έκδοσης της – 14.10.99 – γιατί είχε ζητήσει αναθεώρηση της βεβαίωσης φόρου με την έκδοση της απόφασης και εφόσον ήταν και λογιστής της αιτήτριας έπρεπε να είχε ειδοποιήσει σχετικώς την αιτήτρια δεν έχει αντικρουσθεί. Τούτου δοθέντος και εν όψει της παράκλησης του λογιστή (βλ. επιστολή του ημερ. 1.7.96) όπως τα έντυπα Φ.Π.Α. της αιτήτριας εταιρείας αποστέλλονται στη Διεύθυνση του νομίζω ότι μπορώ να συμπεράνω με ασφάλεια ότι έλαβε γνώση της απόφασης στην υπόθεση Xyrishis. Εν όψει λοιπόν της σχέσης του με την αιτήτρια έπρεπε να την είχε πληροφορήσει και συμβουλεύσει καταλλήλως. Για το λόγο αυτό η κριθείσα παραβίαση των πιο πάνω αρχών (βλ. σελ. 14, πιο πάνω) η οποία συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως δεν μπορεί να καλύπτει την περίοδο μετά τις 14.10.99. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται μερικώς ήτοι σε σχέση με το μέρος της που αναφέρεται στην περίοδο μέχρι τις 14.10.99.

Τρίτος λόγος ακύρωσης – Λανθασμένα και αυθαίρετα οι καθ΄ ων η αίτηση υπολόγισαν το συνολικό ποσοστό της χρέωσης που αφορά χερσαία μεταφορά στο εξωτερικό ως προς την συνολική χρέωση σε 40%.

Για να γίνει κατανοητός ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης παρίσταται ανάγκη να παρατεθεί η μέθοδος που έχει υιοθετηθεί. Παρατίθεται στο Κ. 76 του Φακ. Τεκ. 1 και έχει ως εξής:

«ΙΙΙ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ.

Ο διαχωρισμός της χρέωσης έγινε βάσει των εξόδων. Αφού διαχώρισα τις μεταφορές του υφπ σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με την χώρα αφετηρίας και προορισμού υπολόγισα τα έξοδα της χερσαίας μεταφοράς και στη συνέχεια τα έξοδα της θαλάσσιας μεταφοράς και το ποσοστό εξόδων χερσαίας μεταφοράς επί των συνολικών εξόδων. Λόγω του ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία από τα τιμολόγια εξόδων του υφπ (ούτως ώστε να καθορισθεί επακριβώς το κόστος για συγκεκριμένες μεταφορές), έγιναν αποδεκτές οι δηλώσεις του κ. Κωνσταντίνου όπως αναλύονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4.

Επιβεβαίωσα τις δηλώσεις του αφού πραγματοποίησα τους ακόλουθους γενικούς ελέγχους:

Σύγκριση κόστους με χρέωση: Το κόστος βάσει των δηλώσεων του κ. Ιατρόπουλου είναι μικρότερο από τη συνηθισμένη χρέωση.

Έλεγξα και διαπίστωσα ότι για τις μεταφορές προς Ευρώπη όντως χρησιμοποιεί πλοίο (Πάτρα-Ιταλία) και το κόστος του ατμοπλοϊκού εισιτηρίου συμφωνεί με τις δηλώσεις του.

.................................. .................................................. .................................................. ..................»

Ο κ. Ιωαννίδης υπέβαλε ότι δεν υπάρχει η άρνηση της αιτήτριας να παρουσιάσει στοιχεία, ώστε να μπορέσει να καταστεί εφικτός ο διαχωρισμός των συμβολαίων που αφορούν χερσαίες μεταφορές για να επιβληθεί ο φόρος. Η παρούσα περίπτωση – συμπλήρωσε ο κ. Ιωαννίδης – πρέπει να διαχωριστεί από την περίπτωση που φορολογούμενος δεν διατηρεί βιβλία ή αρνείται να παρουσιάσει βιβλία, οπότε ο Έφορος έχει εξουσία να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο τρόπο την κρίση του σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (246/90).

Στην παρούσα υπόθεση ο τρόπος υπολογισμού του φόρου έχει παρατεθεί στην ένσταση. Σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στο Φακ. Τεκ. 1 (βλ. κ. 76) «δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία από τα τιμολόγια εξόδων και έγιναν αποδεκτές οι δηλώσεις του κ. Κωνσταντίνου». Εν όψει της ένστασης, η οποία αναφέρεται σε ανυπαρξία στοιχείων, το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της αιτήτριας ότι υπήρχαν στοιχεία βαρύνει την αιτήτρια και δεν το έχει αποσείσει. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης ο οποίος - πρέπει να διευκρινιστεί – αφορά την περίοδο μετά τις 14.10.99 γιατί η φορολογία προ της 14.10.99 έχει ήδη ακυρωθεί – δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς ως ανωτέρω με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με την περίοδο από 1.9.93 – 14.10.99 ακυρώνεται.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο