ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΠΑΝΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.77/2001, 12 Σεπτεμβρίου, 2003 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΠΑΝΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.77/2001, 12 Σεπτεμβρίου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

< I>(Υπόθεση Αρ.77/2001)

12 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΠΑΝΟΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.

Ε. Αντωνίου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

Ι. Νικολάου, για το Ενδ. Μέρος.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής η ΕΔΥ) ημερομηνίας 11.11.00 με την οποία, η Ρένα Ιωάννου (ε.μ.) προάχθηκε στη μόνιμη θέση Επιμελητή, (Ακτινοθεραπείας) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας από τις 15.11.00.

Η διαδικασία πλήρωσης της θέσης ξεκίνησε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία, εξέτασε τις αιτήσεις των τεσσάρων υποψηφίων, τρεις εκ των οποίων ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, μεταξύ αυτών και ο αιτητής. Προέβη επίσης σε προφορική εξέταση των υποψηφίων κατά την οποία, τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι. Στη συνέχεια, η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε στην ΕΔΥ τέσσερις υποψηφίους για επιλογή στην επίδικη θέση αφού τους αξιολόγησε όλους ως εξαίρετους.

Η συνεδρία της ΕΔΥ πραγματοποιήθηκε στις 11.10.00 και σ΄ αυτή παρευρίσκοντο ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και ο κ. Ρωσσίδης Αντώνης , Ειδικός Ιατρός (Ακτινοθεραπείας) προκειμένου να βοηθήσουν την ΕΔΥ κατά την προφορική εξέταση. Μετά τις προφορικές συνεντεύξεις, ο Διευθυντής, με βάση την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές, σύστησε για προαγωγή την Ιωάννου (ε.μ.), την οποία αξιολόγησε ως «εξαίρετη» έναντι του «σχεδόν πάρα πολύ καλός» που έκρινε τον αιτητή.

Καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή του ε.μ. υπήρξε η απόδοση της στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ. Το κριτήριο των συνεντεύξεων αμφισβητείται έντονα από τον αιτητή και γι’ αυτό κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τα σχόλια με τα οποία η ΕΔΥ αξιολόγησε τους υποψηφίους μετά το πέρας των συνεντεύξεων:

«1. ΙΩΑΝΝΟΥ Ρένα: Εξαίρετη. Εχει άρτια επιστημονική κατάρτιση και διαθέτει αξιόλογες εμπειρίες στον τομέα της ακτινοθεραπευτικής. Αναλύει με επιστημονικότητα τις σκέψεις της, εμβαθύνει στην ουσία των θεμάτων και τεκμηριώνει τις θέσεις που υποστηρίζει με ισχυρά επιχειρήματα. Εχει αυτοπεποίθηση και εμπνέει εμπιστοσύνη.»

 

«2. ΣΠΑΝΟΣ Χαράλαμπος: Πολύ καλός. Είναι καταρτισμένος σε ικανοποιητικό επίπεδο στο γνωστικό αντικείμενο και διαθέτει αρκετές εμπειρίες για τις ευθύνες της θέσης. Προσπαθεί να προσεγγίζει τα θέματα σφαιρικά και επιδιώκει να αιτιολογεί τις θέσεις που υποστηρίζει, ενίοτε, όμως, δεν διεισδύει όσο πρέπει στην ουσία των θεμάτων. Κάποια κενά, επίσης, παρουσίασε στην κριτική θεώρηση καταστάσεων.»

 

 

Το πόσο βάρυνε στη σκέψη της ΕΔΥ η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, προκύπτει από το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης της το οποίο, περιέχει και την αξιολόγηση των λοιπών στοιχείων κρίσης και αποκαλύπτει τη δοθείσα αιτιολογία:

«Επιλέγοντας την Ιωάννου Ρένα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή χαρακτηρίστηκε ως Εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και οι υπόλοιποι υποψήφιοι, και επίσης αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην ενώπιόν της προφορική εξέταση. Επιπλέον, η Ιωάννου έχει τη σύσταση του Διευθυντή και διαθέτει διδακτορικό τίτλο, έστω και αν αυτός δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και δεν αποτελεί πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν. Η Επιτροπή σημείωσε σχετικά ότι διδακτορικό τίτλο διαθέτει και ο υποψήφιος Παντελής Παναγιώτης, ο οποίος όμως αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην ενώπιόν της προφορική εξέταση και επιπλέον, δεν έχει τη σύσταση του Διευθυντή.»

Αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας που σαφώς έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του αιτητή, η ΕΔΥ σημείωσε τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει επίσης ότι η Ιωάννου υστερεί σε αρχαιότητα έναντι του υποψήφιου Σπανού Χαράλαμπου, αλλά, σε μία συνεκτίμηση όλων των δεδομένων, έκρινε ότι το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να υπερνικήσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, όπως αυτή πηγάζει από το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για την επιλογή. Η Επιτροπή δεν παραγνωρίζει τη σημαντική από πλευράς διάρκειας υπεροχή σε αρχαιότητα του Σπανού, ωστόσο, έχοντας υπόψη ότι η υπό πλήρωση θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ακριβώς για να δίδεται στο διορίζον όργανο η ευχέρεια επιλογής από ένα ευρύτερο αριθμό υποψηφίων και σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως έχει νομολογηθεί, το στοιχείο της αρχαιότητας δεν παίζει σημαντικό ρόλο, έκρινε ότι δεν μπορεί να προσδώσει σ΄ αυτό υπέρμετρη βαρύτητα. Εξάλλου, ο Σπανός υστέρησε αρκετά έναντι της Ιωάννου κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, δεν διαθέτει τη σύσταση του Διευθυντή και, επίσης, υστερεί σε προσόντα (δεν διαθέτει διδακτορικό τίτλο), έστω και αν αυτά δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας.»

 

Οι λόγοι ακυρώσεως

Το πρώτο ζήτημα που θέτει ο αιτητής, είναι το ότι η σύσταση, ως αναιτιολόγητη, είχε μηδενική αξία και δεν θα έπρεπε να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα επιλογής του ενδ. μέρους. Η υπέρ του ενδ. μέρους σύσταση του Διευθυντή όντως δεν έχει αιτιολογηθεί. Ωστόσο, τέτοια αιτιολογία δεν επιβάλλεται από το Νόμο, επειδή η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και η διαδικασία, που τη διέπει με βάση το άρθρο 34(9) του Ν.1/90 δεν απαιτεί τέτοια αιτιολόγηση. Βλ. Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2775, 29.6.01.

Η σημασία της σύστασης του Διευθυντή, ως νομοθετημένου κριτηρίου, δεν μπορεί να υποβαθμίζεται επειδή δεν φέρει αιτιολογία, εφόσον ο νόμος δεν καθιστά υποχρεωτική την αιτιολόγηση της σύστασης η οποία, δεν παύει να εκφράζει την πληροφορημένη γνώμη και εκτίμηση του προϊσταμένου, ως εκ της ιδιάζουσας θέσης του, καθόσον αφορά προς τον καταλληλότερο υποψήφιο για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Στα πλαίσια αυτά, η μη αιτιολογημένη σύσταση εξακολουθεί να αποτελεί την υποκειμενική αξιολόγηση της προσφοράς και δραστηριότητας του κάθε υποψηφίου που ορθά προσμετράται από την ΕΔΥ. Βλ. Θεοκλήτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 2366, 13.7.99.

Εξάλλου, η εισήγηση του αιτητή ότι η σύσταση αποτέλεσε το μείζον κριτήριο επιλογής δεν τεκμηριώνεται από το σκεπτικό της απόφασης. Απλά, η σύσταση συνεκτιμήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα θεσμοθετημένα κριτήρια, ο δε βαθμός στον οποίο η σύσταση λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ δεν ήταν τέτοιος που να θεωρείται ότι κατέστη αυτοτελές συγκριτικό στοιχείο, καθοριστικό της αξίας των υποψηφίων, ώστε να εκφεύγει των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής.

Ο επόμενος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει ο αιτητής αναφέρεται στην αξιολόγηση της επίδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Ισχυρίζεται αφενός ότι πάσχει η αιτιολογία της γιατί συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων και ανατρέπει τα αντικειμενικά δεδομένα των υποψηφίων και αφετέρου ότι αποτέλεσε αυτοτελές και ανεξέλεγκτο κριτήριο επιλογής.

Υποστηρίζει συναφώς ότι τα σχόλια που αναφέρονται στην «επιστημονική κατάρτιση» και στις «εμπειρίες» του αιτητή συγκριτικά με αυτά που αποδίδονται στο ενδ. μέρος, τον θέτουν σε δυσμενέστερη μοίρα και ανατρέπουν την αντικειμενική τους εικόνα. Επικαλείται προς τούτο, το γεγονός ότι τόσο ο ίδιος όσο και η Ιωάννου βαθμολογούνται το ίδιο εξαίρετα στο στοιχείο αξιολόγησης (Ι) «Επαγγελματική κατάρτιση» των εμπιστευτικών εκθέσεων, καθώς και αναφορικά με τις «εμπειρίες», το ότι η πείρα του στην αμέσως προηγούμενη θέση υπερβαίνει αυτή της Ιωάννου κατά 13 ολόκληρα χρόνια.

Τα σχόλια με τα οποία η ΕΔΥ επιλέγει να χαρακτηρίσει την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις αποτελούν την υποκειμενική εκτίμηση της επίδοσης τους και των στοιχείων που τη συνθέτουν και που σκοπεί η συνέντευξη να διευκρινίσει για κάθε υποψήφιο. Η εντύπωση από τις απαντήσεις και την όλη παρουσία των υποψηφίων στις συνεντεύξεις ως ξεχωριστό υποκειμενικό στοιχείο κρίσεως δεν αναμένεται να αποτελεί μηχανιστική αναπαραγωγή του βαθμολογικού περιεχομένου των εμπιστευτικών εκθέσεων, γι’ αυτό και δε μπορεί κατά τη γνώμη μου να αντιπαραβάλλεται προς την αντικειμενική εικόνα των υποψηφίων όπως αναδύεται από τις εκθέσεις και να ελέγχεται υπό αυτό το πρίσμα.

Εξάλλου είναι αρκετό ως υπόβαθρο της αιτιολογίας των συνεντεύξεων να καταγράφονται στο πρακτικό τα στοιχεία και οι παρατηρήσεις που εξηγούν την γενική εντύπωση. Βλ. Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΑΕ 2847, 2857 και 2858, 30.4.01.

Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση η ΕΔΥ στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει τη γενική της εντύπωση για τους υποψηφίους, αναφέρθηκε σε τομείς που άπτονται άμεσα και συγκρούονται με τα αντικειμενικά δεδομένα. Ειδικότερα απέδωσε «αξιόλογες εμπειρίες στον τομέα της ακτινοθεραπευτικής» στο ε.μ. ενώ για τον αιτητή «διαθέτει αρκετές εμπειρίες για τις ευθύνες της θέσης».

Τα στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο του ενδ. μέρους δεν παρέχουν πεδίο προς θεμελίωση του ευρήματος της ΕΔΥ ότι το ενδ. μέρος διέθετε αξιόλογες ή ευρύτερες εμπειρίες από τον αιτητή. Αντιθέτως ο αιτητής, ο οποίος είναι αρχαιότερος κατά 13 χρόνια στην προηγούμενη θέση του Ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης (διορίστηκε στις 15.4.79, ενώ το ενδ. μέρος την 1.12.92), εκτελούσε ακριβώς τα ίδια καθήκοντα με αυτά του ενδ. μέρους και ήταν για όλα τα χρόνια εξαίρετος υπάλληλος, υπερτερεί σημαντικά σε πείρα έναντι του ενδ. μέρους. Βλ. Χριστοδουλίδου ν. ΕΔΥ, Υποθ. Αρ. 229/01, 26.7.02, Δημοκρατία ν. Πετρίδη, (1991) 3 ΑΑΔ, 740.

Η πολύχρονη πείρα του αιτητή στον τομέα της ειδικότητας του - σε συνδυασμό με τα πολυάριθμα σεμινάρια, συνέδρια ακτινοθεραπευτικής (ανάμεσα στα οποία και η παρακολούθηση σειράς μαθημάτων στο Inst. οf Cancern Research & Royal College of Radiologists με υποτροφία της W.H.O.) στα οποία συμμετείχε -, είναι δηλωτική του γνωσιολογικού του βάθρου και επαυξητική της αξίας του ως αρχαιότερου του ενδ. μέρους. Οι συγκριτικές αναφορές της ΕΔΥ στις εμπειρίες και στην επιστημονική κατάρτιση των διαδίκων είναι γενικές και αόριστες, εφόσον ανατρέπουν την αντικειμενική εικόνα. Γι΄ αυτό, αποφαίνομαι ότι η αιτιολογία των συνεντεύξεων πάσχει.

Θα ασχοληθώ τώρα με το θέμα της υπερβολικής, όπως εισηγείται ο αιτητής, βαρύτητας που δόθηκε στις συνεντεύξεις. Ο αιτητής αξιολόγηθηκε «πολύ καλός» ενώ το ε.μ. ως «εξαίρετη». Σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του περί Δημόσια Υπηρεσίας Νόμου η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση είναι ένα μόνο από τα θεσμοθετημένα κριτήρια το οποίο πρέπει να συνεκτιμάται με την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων που διεκδικούν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Στην παρούσα υπόθεση το κριτήριο των συνεντεύξεων κατέστη υπερκριτήριο. Η ΕΔΥ είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δυο υποψηφίους που έχουν ακριβώς την ίδια εξαίρετη βαθμολογία στις εμπιστευτικές εκθέσεις, είναι ισοδύναμοι στα προσόντα (το διδακτορικό δίπλωμα το οποίο κατείχε το ενδ. μέρος δεν αποτελούσε πλεονέκτημα με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και επομένως μόνο οριακή σημασία θα μπορούσε να έχει) και συστήθηκαν ως εξαίρετοι από τη Συμβουλευτική Eπιτροπή. Το ενδ. μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή και είχε καλύτερη απόδοση στις συνεντεύξεις, ο αιτητής όμως, υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 13 χρόνια.

Είναι προφανές ότι η καλύτερη αξιολόγηση του ενδ. μέρους στις προφορικές συνεντεύξεις υπερνίκησε, ως στοιχείο συγκριτικής αξίας, την επί σειρά ετών αναγνωρισθείσα αντικειμενικά και συγκριτικά ψηλή αξία του αιτητή. Εξουδετέρωσε επίσης τα όσα συνεπαγόταν η κατά δεκατρία ολόκληρα χρόνια αρχαιότητα του.

Η αρχαιότητα και η πείρα του αιτητή λόγω υπηρεσίας στην αμέσως προηγούμενη θέση είχε ασφαλώς αποφασιστική βαρύτητα (βλ. Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 1861, 16.2.98, Ακκελίδου ν. Μιχαήλ κ.α., ΑΕ 2458, 16.5.00). Η κρατούσα επί των θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής γραμμή της νομολογίας ότι η αρχαιότητα έχει υποδεέστερη σημασία από την αξία, δεν εξασθενεί το καταλυτικό προβάδισμα των 13 ετών αρχαιότητας του αιτητή λαμβανομένων υπόψη και των υπολοίπων κριτηρίων στην παρούσα περίπτωση. Εξάλλου, η νομολογία καθιέρωσε την αρχή ότι η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2879, 19.10.00.

Παρόλον ότι πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία, η υπέρ του ενδ. μέρους σύσταση και η καλύτερη απόδοση της στις συνεντεύξεις δεν την καθιστούσαν καταλληλότερη από τον αιτητή δεδομένου ότι αυτός υπερείχε κατά 13 χρόνια σε εύρος υπηρεσίας και ήταν αναντίλεκτα εξαίρετος υπάλληλος με μεγαλύτερη πείρα και εξίσου προσοντούχος με το ενδ. πρόσωπο.

Από το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιον της η ΕΔΥ και τα δεδομένα των υποψηφίων, φαίνεται ότι η ΕΔΥ ενήργησε έξω από τα όρια της διακριτικής ευχέρεια που της αναγνωρίζεται. Εχοντας υπόψη την υπέρμετρη βαρύτητα που δόθηκε στις συνεντεύξεις καθώς και την υποβάθμιση της πολύ σημαντικής αρχαιότητας και πείρας του αιτητή, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν λογικά εφικτή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο