ΑΝΘΗ ΗΣΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 409/02, 28 Νοεμβρίου, 2003 ΑΝΘΗ ΗΣΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 409/02, 28 Νοεμβρίου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Υπόθεση αρ. 409/02)

28 Νοεμβρίου, 2003

[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΘΗ ΗΣΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθής η αίτηση.

----------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια,

Δ. Μέρτακα, για την καθής η αίτηση

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Σε συνεδρία του Διοικητικού της Συμβουλίου η καθής η αίτηση (στο εξής η Αρχή) επιλήφθηκε σημειώματος που ετοίμασε ο Γενικός Διευθυντής σε σχέση με την πλήρωση τριών θέσεων Βοηθού Τεχνικού Επιθεωρητή που είχαν κενωθεί λόγω προαγωγής των κατόχων τους. H θέση ήταν θέση προαγωγής. Με το σημείωμα του ο Γενικός Διευθυντής θεωρεί σαν εκ πρώτης όψεως πληρούντες τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας τον αιτητή και τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη.

Το Συμβούλιο της Αρχής αφού έλαβε και γνωμάτευση από το νομικό της σύμβουλο αποφάσισε να προχωρήσει σε πλήρωση των θέσεων σε συνεδρία του στις 27/3/02. Διαπίστωσε ότι και οι τέσσερεις υποψήφιοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Έκρινε πρώτα ότι ορισμένες εμπιστευτικές εκθέσεις ήταν παράτυπες λόγω αλλαγής της βαθμολογίας από τον προσυπογράφοντα λειτουργό χωρίς προηγούμενη συζήτηση με τον αξιολογούντα και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία των τροποποιήσεων και αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις. Έλαβε υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις των υποψηφίων συνολικά με έμφαση σ’ αυτές των ετών 1998 μέχρι 2000.

Οι υποψήφιοι δεν κλήθηκαν σε προφορική εξέταση. Κλήθηκε ο Γενικός Διευθυντής για να κάμει τις συστάσεις του. Ο τελευταίος έκαμε τις ακόλουθες συστάσεις όπως καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό:

“Ο Γενικός Διευθυντής είπε ότι, έχοντας υπόψη και συνεκτιμώντας την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των 4 υποψηφίων κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

(α) Καθόσο αφορά την αξία, από τις εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων – με έμφαση στα τελευταία 3 χρόνια – που εμελέτησε (1998, 1999, 2000), φαίνεται ότι οι κοι Χρίστος Πορνάρης και Ιωάννης Κουμίδης υπερτερούν συγκριτικά σε σχέση με τον κ. Άνθη Ησαία, για τα χρόνια 1999 και 2000 και με τον κ. Μιχαήλ Αργυρίδη για το χρόνο 1999. Ο κ. Μ. Αργυρίδης υπερτερεί του κ. Α. Ησαία για το χρόνο 2000.

(β) Από πλευράς προσόντων όλοι οι υποψήφιοι έχουν όλα τα προαπαιτούμενα προσόντα από το σχέδιο υπηρεσίας. Ο κος Μ. Αργυρίδης, Ι. Κουμίδης και Α. Ησαίας έχουν διπλώματα του ΑΤΙ ή ισάξια αυτού, ωστόσο τα προσόντα τα οποία δεν προαπαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε καθορίζονται από σχέδιο υπηρεσίας ως πρόσθετα, λαμβάνονται υπόψη χωρίς να τους δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα ή καθοριστική σημασία.

(γ) Όσον αφορά την αρχαιότητα, πρώτος κατατάσσεται ο Χρ. Πορνάρης με τρία χρόνια διαφορά από τους Μ. Αργυρίδη και Ι. Κουμίδη ενώ ο κος Α. Ησαίας υστερεί ελαφρώς των άλλων τριών υποψηφίων.

Στη συνέχεια Ο Δρ. Α. Τουμαζής ανέφερε ότι, έχοντας προσωπική άμεση γνώση σε σχέση με όλους τους υποψηφίους, θεωρεί ότι οι κοι Χρ. Πορνάρης και Ι. Κουμίδης και Μ. Αργυρίδης υπερτερούν έναντι του κου Α. Ησαία σε θέματα τεχνικής αξιοπιστίας μια και διαθέτουν μεγαλύτερη ικανότητα για αντιμετώπιση σοβαρών τεχνικών προβλημάτων. Έχοντας επιπλέον υπόψη και τη γενική υπηρεσιακή εικόνα που έχουν οι υποψήφιοι από πλευράς αξίας, θεωρεί ότι οι ρηθέντες υπάλληλοι συγκεντρώνουν περισσότερες προϋποθέσεις και θα είναι σε συγκριτικά καλύτερη θέση από τον κο Α. Ησαία να εκτελούν τα καθήκοντα της θέσης του Βοηθού Τεχνικού Επιθεωρητή. Επίσης από πλευράς αρχαιότητας οι κοι Χρ. Πορνάρης, Μ. Αργυρίδης και Ι. Κουμίδης υπερτερούν έναντι του κ. Α. Ησαία. Από πλευράς προσόντων οι κοι Χρ. Πορνάρης, Μ. Αργυρίδης και Ι. Κουμίδης έχουν όλα τα προαπαιτούμενα και οι κοι Ι. Κουμίδης και Μ. Αργυρίδης διαθέτουν δίπλωμα του ΑΤΙ ή ισάξιο του όπως και ο κ. Α. Ησαίας. Ο κ. Χρ. Πορνάρης δεν διαθέτει αυτό το δίπλωμα ή ισάξιο του αλλά εφόσον δεν προαπαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορεί να του δίνεται ιδιαίτερη σημασία. Εν πάσει περιπτώσει ο κ. Χρ. Πορνάρης υπερτερεί του κ. Α. Ησαία σε αξία και αρχαιότητα (4 χρόνια). Ως εκ των ανωτέρω, και έχοντας υπόψη τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους με τις ετήσιες εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και με βάση τα νόμιμα κριτήρια στο σύνολο τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) συστήνει ως καταλληλότερους για προαγωγή στις εν λόγω θέσεις του κους Χρ. Πορνάρη, Μ. Αργυρίδη και Ι. Κουμίδη.»

Το Συμβούλιο αποφάσισε να διορίσει τα τρία ενδιαφερόμενα πρόσωπα με το πιο κάτω σκεπτικό:

«Από την εξέταση όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, το Συμβούλιο κατά πλειοψηφία, διαφωνούντος του κ. Σ. Νεοφύτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη επαρκώς και, ως εκ τούτου, μπορεί να τη δεχθεί. Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του ουσιώδη στοιχεία, το Συμβούλιο έκρινε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), με διαφωνία του κ. Σάββα Νεοφύτου ο οποίος ανέφερε ότι κατά τη γνώμη του οι καλύτεροι είναι οι κοι Χρ. Πορνάρης, Μ. Αργυρίδης και Α. Ησαίας, να προαγάγει τους κους Χρ. Πορνάρη, (Κλάδο Ηλεκτρολογίας) Μ. Αργυρίδη (Κλάδο Μηχανολογίας) και Ι. Κουμίδη (Κλάδο Μηχανολογίας), στις πιο πάνω θέσεις από σήμερα.»

Ο αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση και επιδιώκει την ακύρωση της με σχετική δήλωση του Δικαστηρίου. Επικαλείται σειρά λόγων που δικαιολογούν την ακύρωση.

 

 

(α) Υπηρεσιακές εκθέσεις

Κατά την εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή το Συμβούλιο δεν είχε αρμοδιότητα να διαγράψει μέρος των εκθέσεων διότι το θεώρησε παράτυπο αλλ’ όφειλε να ζητήσει αποκατάσταση της νομιμότητας από αυτούς που τις συνέταξαν. Επικαλείται προς τούτο τρεις αποφάσεις τις οποίες και θα σχολιάσω πιο κάτω.

Είναι αντίθετα η θέση της άλλης πλευράς ότι με τον τρόπο που ενήργησε η Αρχή δεν τέθηκε ο αιτητής σε μειονεκτική θέση, αφού χρησιμοποιήθηκε κοινό μέτρο.

Οι δύο πρώτες αποφάσεις που επικαλείται ο συνήγορος του αιτητή είναι η Ανδρέας Χαραλάμπους ν. Δημοκρατία προσφ. αρ. 410/96, ημερ. 31/3/98 και η Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους, Α.Ε. 2638 ημερ. 9/4/01. Πρόκειται στην ουσία για την ίδια υπόθεση. Δεν έχουν τα γεγονότα της σχέση με αυτά της παρούσας. Η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ακυρώθηκε γιατί διαπιστώθηκε παράβαση συγκεκριμένων κανονισμών όσον αφορά τον τρόπο βαθμολογίας των υποψηφίων που οδήγησε τελικά σε διαπίστωση ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα και πλάνη ως προς το κριτήριο της αξίας. Δεν βοηθά στην επίλυση αυτού που εδώ απασχολεί το Δικαστήριο.

Η άλλη υπόθεση είναι η Λίζα Σάββα ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1987) 3 Α.Α.Δ. 715. Ούτε και αυτής τα γεγονότα προσομοιάζουν αυτά της παρούσας. Δεν αποφασίστηκε στην υπόθεση το θέμα που εδώ απασχολεί το Δικαστήριο.

Πιστεύω ότι απόλυτα σχετικές με το υπό κρίση θέμα είναι οι αποφάσεις στις οποίες ο συνήγορος της Αρχής παραπέμπει. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Παπακυριακού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2365, ημερ. 26/10/99:

«Υποστηρίχτηκε, όμως, πως στις εμπιστευτικές εκθέσεις υπήρχε τροποποίηση υπέρ του εφεσείοντα από τον προσυπογράφοντα λειτουργό χωρίς αιτιολόγηση και πως πρέπει να συμπεραίνουμε ότι η ΕΔΥ τις παραγνώρισε ενόψει της νομολογίας μας, όπως τη διαμόρφωσαν οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Republic ν. Argyrides (1987) 3 C.L.R. 1092 και Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136. Τονίστηκε συναφώς πως η ΕΔΥ είχε διευκρινίσει εξ’ αρχής πως έλαβε υπόψη τις εμπιστευτικές/υπηρεσιακές εκθέσεις «όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια.»

Απόλυτα δε σχετικά είναι όσα αναφέρονται στην Κοφτερού ν. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 656/95, ημερ. 13/11/97.

Προκύπτει ότι είναι απόλυτα θεμιτό για το αποφασίζον όργανο να αγνοήσει παράτυπα συνταχθείσες ετήσιες εκθέσεις πολύ περισσότερο αν αυτό εφαρμόζεται με το ίδιο κοινό μέτρο για όλους τους υποψήφιους , χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας. Από την άλλη θα πρέπει ακόμη και στην περίπτωση που καταδεικνύεται παρατυπία-παρανομία στις εκθέσεις να πείθει το μέρος που την επικαλείται ότι επηρέασε ουσιωδώς την προσβαλλόμενη υπόθεση.

Στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ότι αγνοήθηκαν από την Αρχή οι παράτυπα συνταχθείσες εκθέσεις κατά τρόπον που δεν προσβάλλει την αρχή της ισότητας ή τουλάχιστον δεν υπήρξε από πλευράς αιτητή ισχυρισμός για κάτι τέτοιο. Ούτε εξάλλου υπάρχει ισχυρισμός αλλά και δεν αποδείχθηκε ότι η ενέργεια της Αρχής επηρέασε ουσιωδώς την επίδικη απόφαση. Κατά συνέπεια αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

(β) Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή

Το επόμενο ζήτημα στο οποίο και ο συνήγορος του αιτητή αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσης του είναι η κατ’ ισχυρισμό πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Το παράπονο μπορεί να συνοψισθεί. Ο Γενικός Διευθυντής προέβη σε συστάσεις χωρίς να έχει το χρόνο να προετοιμασθεί πολύ περισσότερο αναγκαίο εφόσον οι υπηρεσιακές εκθέσεις είχαν σφάλματα. Η σύσταση του είναι γενική και αόριστη στηριγμένη στις ελλειπείς υπηρεσιακές εκθέσεις και αποτελούν ανάπλαση των φακέλων και γενικά της υπηρεσιακής εικόνας εκάστου, χωρίς μάλιστα επαρκή αιτιολογία. Η προσωπική γνώση του υποκατέστησε τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια χωρίς επαρκή αιτιολογία.

Ο συνήγορος της Αρχής απαντά εν πρώτοις ότι δεν στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός για πρόχειρη μελέτη των φακέλων όταν μάλιστα λειτουργεί υπέρ της πράξης το τεκμήριο της κανονικότητας. Στο σημείο αυτό θα συμφωνήσω με τη θέση του συνηγόρου της Αρχής. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις επηρέασαν δυσμενώς ή δεν μελετήθηκαν επαρκώς από το Διευθυντή λόγω των τροποποιήσεων που υπήρξαν. Αντίθετα υπάρχει σαφής αναφορά στο πρακτικό ότι «οι συστάσεις του (Γενικού Διευθυντή) γίνονται χωρίς να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού σε ορισμένες εμπιστευτικές εκθέσεις .......» Αυτό δείχνει και γνώση των εκθέσεων γενικά αλλά και αντίληψη των όσων έπρεπε να αγνοηθούν ειδικότερα.

Όσον αφορά τα υπόλοιπα παράπονα για τη σύσταση του Διευθυντή βρίσκω ότι δεν δικαιολογούνται. Η σύσταση θα πρέπει να ιδωθεί σαν ένα ενιαίο σύνολο. Δεν μπορούν ν’ απομονώνονται λέξεις και φράσεις και να ερμηνεύονται. Ο Διευθυντής έδειξε με τη γενική εικόνα που δίδει για τον κάθε υποψήφιο να τον γνωρίζει και προσωπικά και να είναι σε θέση να εκτιμήσει τις ικανότητες τους, αλλά και να μπορεί να τους αξιολογήσει μέσα από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις. Έλαβε επίσης υπόψη την αξία τους καθώς επίσης και τα προσόντα και την αρχαιότητα τους. Έκαμε μια σύγκριση των πιο πάνω μεταξύ των υποψηφίων. Δεν τα κατέγραψε απομονωμένα. Σημείωσε μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν αρχαιότεροι του αιτητή σε μια θέση μάλιστα που δεν ήταν ψηλά στην ιεραρχία και η αρχαιότητα μπορούσε να έχει την ανάλογη βαρύτητα. Η αξιολόγηση του δεν ήταν έξω από τις ετήσεις υπηρεσιακές εκθέσεις. Ο συνήγορος του αιτητή παραπονείται για κάτι τέτοιο αλλά δεν υπέδειξε πως αυτό δικαιολογείται κατά συγκεκριμένο τρόπο. Ο διευθυντής με τις συστάσεις του δεν διαμορφώνει νέα κατάσταση έξω από τις ετήσιες αξιολογήσεις. Ο συνήγορος του αιτητή επικαλείται για υποστήριξη των θέσεων του ιδιαίτερα την υπόθεση Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2374, ημερ. 15/9/99 και παραθέτει το πιο κάτω απόσπασμα:

«(Δεν παρέχεται) δυνατότητα ανάπλασης της εικόνας για αναγνώριση υπέρ υποψηφίου κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με τη μορφή διαπίστωσης, πως υπερέχει στην πραγματικότητα εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει ......

Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργιών.»

Ο Διευθυντής δεν ενήργησε έξω από το πλαίσιο των πιο πάνω αρχών. Όπως δε ήδη έχω αναφέρει δεν υποδείχθηκε από τον αιτητή κατά τρόπο συγκεκριμένο πώς ο διευθυντής ενήργησε έξω από τα όσα δείχνουν οι ετήσιες εκθέσεις.

Παραπονείται εξάλλου ο αιτητής για την εκτίμηση που ο Διευθυντής εκφράζει βασισμένος στην προσωπική του γνώση. Ο τελευταίος ανέφερε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου ότι είχε άμεση προσωπική γνώση των υποψηφίων. Είναι μια σαφής θέση. Δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς αιτητή. Δεν είναι αντίθετος ο τρόπος που ο διευθυντής ενήργησε επί του προκειμένου με τα όσα αναφέρονται στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2134 ημερ. 25/9/98 την οποία ο συνήγορος του αιτητή επικαλείται. Ο διευθυντής εδώ δηλώνει ότι είχε άμεση προσωπική γνώση των υποψηφίων και δεν υποδείχθηκε από πλευράς αιτητή ότι ο Διευθυντής δεν είχε την ευκαιρία να τον γνωρίζει άμεσα ή ότι οι ευκαιρίες γνώσης του μεταξύ των υποψηφίων δεν ήταν ισάριθμες.

Βρίσκω εν κατακλείδι ότι η σύσταση του διευθυντή είναι σαν σύνολο ισορροπημένη και αιτιολογημένη και δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Και αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

(3) Απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου

Το παράπονο εδώ του αιτητή εντοπίζεται κυρίως στο ότι το Συμβούλιο υιοθέτησε την πάσχουσα σύσταση του διευθυντή χωρίς μάλιστα να προβεί σε δική του έρευνα.

Από τη στιγμή που το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύσταση του διευθυντή δεν είναι ελαττωματική το παράπονο μερικώς τουλάχιστο μένει μετέωρο. Όμως το Δικαστήριο έχοντας υπόψη την απόφαση της Αρχής όπως αυτούσια έχει παρατεθεί πιο πάνω δεν βρίσκει ότι είναι αναιτιολόγητη καίτοι σε κάποιο βαθμό λακωνική. Λήφθηκαν όλα τα στοιχεία και κριτήρια που έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Δεν βρίσκω ότι η απόφαση της Αρχής πάσχει. Η υπάρχουσα αιτιολογία παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για διακρίβωση της νομιμότητας της πολύ περισσότερο εφόσον συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

(4) Κακή συγκρότηση του Συμβουλίου

Ο αιτητής όμως με την αγόρευση του σε απάντηση εγείρει ακόμη ένα πρόσθετο λόγο ακύρωσης. Τη μη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου. Δικαιολογείται η μη έγερση του λόγου τούτου σε προγενέστερο στάδιο από το γεγονός ότι δεν ήταν στην κατοχή του αιτητή το πρακτικό με την πλήρη σύνθεση του Συμβουλίου. Εν πάση όμως περιπτώσει η κακή σύνθεση του συλλογικού οργάνου σαν λόγου ακύρωσης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σαν ζήτημα δημόσιας τάξης (βλ. Σύνδεσμος Αφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, Α.Ε 2728, ημερ. 5/6/02). Ο συνήγορος του αιτητή επικαλείται σαν λόγο μη νόμιμης συγκρότησης την απουσία από την κρίσιμη συνεδρία ενός μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου. Θα ήθελα εν πρώτοις να επισημάνω ότι στην πραγματικότητα δεν αφορά ο ισχυρισμός μη νόμιμη συγκρότηση αλλά μη νόμιμη σύνθεση. Υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των δύο. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 3η έκδοση, σελ. 451-452:

«Νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου είναι η θεμελίωση του σε έγκυρο κανόνα δικαίου και ο νόμιμος καθορισμός (διορισμός, εκλογή κλπ.) όλων των υπό του νόμου προβλεπόμενων μελών, καθώς και του προεδρείου.

.................................. .................................................. .................................

Η σύνθεση του συλλογικού οργάνου αναφέρεται, αντιθέτως προς την συγκρότηση, όχι στο όργανο καθ’ εαυτό και αφηρημένως, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργίας του.»

Εν πάση περιπτώσει η απόφαση στην οποία ο συνήγορος του αιτητή παραπέμπει για υποστήριξη του πιο πάνω λόγου είναι η υπόθεση A.J. Pericleous (Services) Ltd. v. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 57/99 ημερ. 27/3/00 στην οποία ετέθη το θέμα μη νόμιμης συγκρότησης ή σύνθεσης του συλλογικού οργάνου.

Στην εν λόγω υπόθεση υιοθετήθηκαν τα πιο κάτω από το σύγγραμμα του Η.Γ. Κυριακόπουλου «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον» Β΄Γενικό Μέρος, 4η έκδοση, σελ. 23:

«Όπως νομίμως συνεδριάση το συλλογικόν όργανον, δέον ν’ απευθυνθή νομοτύπως και εμπροθέσμως κλήσις προς πάντα τα μέλη αυτού, κατά τα ειδικώτερον εν τη ειδική νομοθεσία οριζόμενα .......................

Παράλειψις της νομοτύπου κλήσεως συνεπάγεται το ανίσχυρον της ληφθείσης αποφάσεως και αν έτι ετέλει το συλλογικόν όργανον εν απαρτία. Σ.Ε. 346/1933, 810/1936.»

Εξάλλου με όμοιο τρόπο τίθεται το θέμα στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 σελ. 110-111. Σχετικό απόσπασμα ακολουθεί που είχε επίσης υιοθετηθεί στην υπόθεση A.J. Pericleous (ανωτέρω).

«Δεν αρκεί η παρουσία των συγκροτούντων νόμιμον απαρτίαν μελών, ίνα θεωρηθή το συλλογικόν όργανον ως συντεθειμένον νομίμως, αλλά δέον να προκύπτη συνάμα ότι η Διοίκησις κατέστησε δυνατήν την παρουσίαν απάντων των μελών του οργάνου δι’ εγκαίρου προσκλήσεως των, όπως παραστώσιν εις την συνεδρίασιν ....................Η πρόσκλησις των μελών του συλλογικού οργάνου δέον να προκύπτη είτε εξ αποδεικτικού επιδόσεως της σχετικής προσκλήσεως, είτε εκ βεβαιώσεως του μέλους: 1845 (53), 658 (57), 2208(58), είτε εξ ετέρων εγγράφων: 913 (59), ουχί πάντως μεταγενεστέρων της συνεδριάσεως του οργάνου: 1845 (53), 558 (57), 913 (59). Πράξις συλλογικού οργάνου εκδοθείσα κατά παράβασιν των ως άνω αρχών είναι ακυρωτέα ένεκα κακής συνθέσεως αυτού»).

Η ίδια πιο πάνω απόφαση καταλήγει:

«Στην κρινόμενη περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον του δικαστηρίου από το οποίο να προκύπτει η πρόσκληση των μελών του Κεντρικού Συμβουλίου όπως απαιτείται από το Νόμο και από τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη και ακυρώνεται.»

Η υπόθεση A.J. Pericleous Ltd. (ανωτέρω) ακολουθήθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Marketway & αλλος ν. Κ.Ο.Τ., προσφ. αρ. 1583/99, Gremona Advertising Ltd. & άλλος ν. Κ.Ο.Τ, προσφ. αρ. 1610/99 και Pandora Advertisint Ltd. & άλλος ν. Κ.Ο.Τ., προσφ. αρ. 1623/99,ημερ. 31/12/01. Το Δικαστήριο και εδώ ακύρωσε την επίδικη απόφαση εφόσον δεν υπήρχε τίποτε ενώπιον του από το οποίο να προκύπτει ότι το απουσιάζον μέλος του συλλογικού οργάνου είχε προσκληθεί στις σχετικές συνεδρίες του.

Με τα πιο πάνω βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία το άρθρ. 21(3) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99 όπου αναφέρεται ότι:

«Για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες.»

 

Το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εφαρμόσει και στην παρούσα υπόθεση τα πιο πάνω. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κατά την κρίσιμη συνεδρία της Αρχής το μέλος Θ. Καζάκος ήταν απών. Δεν δόθηκαν οι λόγοι της απουσίας του ούτε και τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι προσκλήθηκε στη συνεδρία του Συμβουλίου της Αρχής.

 

 

Γιαυτό και μόνο το λόγο η επίδικη απόφαση πάσχει και ακυρώνεται. Η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται δήλωση ως επιδιώκεται από τον αιτητή. Η καθής η αίτηση να πληρώσει τα έξοδα.

Γ. Αρέστης, Δ.

 

/ΚΑς

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο