ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ ν. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 300/2003, 20 Νοεμβρίου, 2003 ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ ν. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 300/2003, 20 Νοεμβρίου, 2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 300/2003)

 

20 Νοεμβρίου, 2003

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 6, 28, 29, 31, 35 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16.10.2003.

Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

Π. Πολυβίου με Ε. Δαμιανού (κα.) και Κλ. Πολυβίου (κα.), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν ένας από τους υποψηφίους στις Προεδρικές Εκλογές οι οποίες έλαβαν χώραν στις 16.2.2003. Στη συνεδρία τους ημερ. 14.1.2003 οι καθ΄ ων η αίτηση εξέτασαν κατά πόσο ο αιτητής δικαιούται ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης της υποψηφιότητας του για τις επικείμενες Προεδρικές Εκλογές με βάση τις πρόνοιες του Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποιητικού) Νόμου του 1987 (Ν 212/87). Αποφάσισαν ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις (α), (β) και (γ) του αρ. 2 του Νόμου 212/87 και ότι δεν καλύπτεται από την προϋπόθεση (δ) «καθ΄ ότι κατά την άποψη του Συμβουλίου, με βάση την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, δεν έχει διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ή οικονομική ή κοινωνική ζωή της Κύπρου, ούτε και είναι προσωπικότητα απολαμβάνουσα κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ μέρους του εκλογικού σώματος». Παραθέτω το κείμενο της απόφασης:

«Υποψηφιότητα Χρίστου Ιωσηφίδη.

Ο Νομικός Σύμβουλος αναφέρθη στις νομικές πτυχές του θέματος, έκαμε αναφορά στις πρόνοιες του Νόμου 212/87 και παρέπεμψε σε προηγούμενες γνωματεύσεις του επί του θέματος.

Ο Νομικός Σύμβουλος έκαμε ιδιαίτερη αναφορά στις Υποθέσεις Θράσος Γεωργιάδης ν. ΡΙΚ (1987), καθώς και στην Υπόθεση Γιώργος Μαυρογένης ν. ΡΙΚ (1993).

Ενώπιον του Συμβουλίου βρίσκονταν επιστολή του κου Χρίστου Ιωσηφίδη ημ. 5.1.2003 καθώς και σύντομο βιογραφικό σημείωμα που απέστειλε στο ΡΙΚ ο υποψήφιος κ. Χρίστος Ιωσηφίδης.

Στο σημείο αυτό απεχώρησαν από τη συνεδρία ο Νομικός Σύμβουλος κ. Π.Γ. Πολυβίου, ο Γενικός Διευθυντής και ο Βοηθός Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ.

Το Συμβούλιο μετά από προσεκτική μελέτη του όλου θέματος και εκτενή ανταλλαγή απόψεων αποφάσισε τα πιο κάτω:

Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο ο κ. Χρίστος Ιωσηφίδης δικαιούται ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης της υποψηφιότητας του για τις επικείμενες προεδρικές εκλογές με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 212/87. Οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, δηλ. οι πρόνοιες του άρθρου 2 του Νόμου 212/87, πρέπει να ερμηνευθούν και εφαρμοσθούν, στην προκείμενη περίπτωση από το Συμβούλιο, με βάση τα δικά της γεγονότα, στοιχεία και δεδομένα.

Ο κ. Χρίστος Ιωσηφίδης δεν πληροί τις προϋποθέσεις (α), (β) και (γ) του άρθρου 2 του Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικού) Νόμου 1987, διότι δεν κατέχει το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας (προϋπόθεση (α)), δεν είναι αρχηγός πολιτικού κόμματος (προϋπόθεση (β)), και δεν τυγχάνει της υποστήριξης ενός ή περισσότερων κομμάτων (προϋπόθεση (γ)), όπως οι σχετικοί όροι διασαφηνίζονται στο άρθρο 2 του Νόμου.

Πρόσθετα ο κ. Χρίστος Ιωσηφίδης δεν καλύπτεται από την προϋπόθεση (δ) του άρθρου 2 του Νόμου, καθ΄ ότι κατά την άποψη του Συμβουλίου, με βάση την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, ο κ. Ιωσηφίδης δεν έχει ‘διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ή οικονομική ή κοινωνική ζωή της Κύπρου’, ούτε και είναι ‘προσωπικότης απολαμβάνουσα κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ μέρους του εκλογικού σώματος’. Επί του προκειμένου το Συμβούλιο σημείωσε ότι ο κ. Ιωσηφίδης κατά τις Δημοτικές Εκλογές του Δεκεμβρίου κατήλθε ως ανεξάρτητος υποψήφιος Δήμαρχος Αθηαίνου και συγκέντρωσε 10% των ψήφων. Επίσης ως ανεξάρτητος υποψήφιος σε εκλογές στη ΣΠΕ Αθηαίνου έλαβε 23% των ψήφων.

Καταλήγοντας στην κρίση αυτή, το Συμβούλιο δεν αμφισβήτησε τις ικανότητες και την προσφορά του κου Ιωσηφίδη σε εξειδικευμένους τομείς της νομικής, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες καθώς και την συμμετοχή του ως εκπρόσωπος συγκεκριμένων πολιτικών κινήσεων. Σκοπός όμως του Νόμου είναι η παροχή ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης σε ορισμένες συγκεκριμένες και περιορισμένες κατηγορίες πολιτών που διεκδικούν εκλογή στο ύπατο αξίωμα της πολιτείας, και είναι με γνώμονα το σκοπό αυτό – και με βάση τις πολιτικές πραγματικότητες του τόπου – που πρέπει να εφαρμοσθούν οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου 212/87.

Επομένως, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 212/87 όπως τροποποιήθηκε και σύμφωνα με τους κώδικες προεκλογικής κάλυψης του ΡΙΚ, το Συμβούλιο έκρινε ότι υπήρχαν έκδηλες διαφορές μεταξύ από την μιά των κ.κ. Γλαύκου Κληρίδη, Τάσσου Παπαδόπουλου, Νίκου Κουτσού και Αλέκου Μαρκίδη, τους οποίους το ΡΙΚ ανεγνώρισε σας ‘Υποψήφιους Προέδρους’ με βάση το άρθρο 2 του Νόμου 212/87, και του κ. Χρίστου Ιωσηφίδη, από την άλλη. Επομένως, κατά την άποψη του Συμβουλίου, ο κ. Χρίστος Ιωσηφίδης δεν δικαιούται σε ίση ραδιοτηλεοπτική κάλυψη με τους υποψηφίους αυτούς, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 212/87.

Ταυτόχρονα το Συμβούλιο έδωσε εντολή στους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες να παραχωρήσουν στον κ. Χρίστο Ιωσηφίδη, τόσο στο ραδιόφωνο όσο και στην τηλεόραση, χρόνο, ούτως ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να εκθέσει τις θέσεις και απόψεις του, χωρίς τούτο να σημαίνει οιαδήποτε αλλοίωση της θέσης του ΡΙΚ, όπως εκτίθεται πιο πάνω.»

Στις 28.3.2003 ο αιτητής άσκησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

«1. Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση με ημερομηνία 14.01.2003, η οποία έγινε γνωστή στον αιτητή στις 07.02.2003, με την οποία ο καθ΄ ου η αίτηση αποφάσισε ότι ο αιτητής ‘... κ. Χρίστος Ιωσηφίδης δεν δικαιούται σε ίση ραδιοτηλεοπτική κάλυψη ...’ με άλλο/άλλους υποψηφίους προέδρους ενόψει των προεδρικών εκλογών της 16ης Φεβρουαρίου 2003, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.

2. Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του καθ΄ ου η αίτηση να ‘... διασφαλίζει την ακριβοδίκαιη μεταχείριση ...’ του αιτητή ως υποψηφίου προέδρου από τις 2 Δεκεμβρίου 2002 που δημοσιοποίησε την υποψηφιότητά του και ‘... καθ΄ όλο το (εναπομείναν) χρονικό διάστημα της Χρονικής περιόδου ...’, είναι άκυρη, παράνομη και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεστεί.»

Η γραπτή αγόρευση του καταχωρήθηκε στις 9.9.2003 και εκείνη των καθ΄ ων η αίτηση στις 29.9.2003.

Στις 16.10.2003 ο αιτητής καταχώρησε αίτηση δια κλήσεως με την οποία ζητά:

«Άδεια και/ή οδηγίες και/ή Διαταγή Δικαστηρίου για την προσαγωγή της μαρτυρίας του Σάββα Κατσικίδη, Κοινωνιολόγου, Αν. Καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου, και/ή του Σάββα Ιακωβίδη, δημοσιογράφου και/ή του Αντώνη Άσσου, δημοσιογράφου και/ή του Κώστα Ιεροδιακόνου, δάσκαλου-συνδικαλιστή και/ή άλλων, προς υποστήριξη των ισχυρισμών του Αιτητή στην παρούσα Υπόθεση.»

Σημειώνεται ότι κατά την ακρόαση της αίτησης ο αιτητής περιόρισε την προσαγωγή μαρτυρίας στα 4 πρόσωπα που κατονομάζονται πιο πάνω. Όπως αναφέρεται στην αίτηση «τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται εμφανίζονται στη δικογραφία και στην ένορκη δήλωση του ενόρκως δηλώνοντος Κώστα Ιεροδιακόνου απ΄ όπου προκύπτει η αναγκαιότητα , για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η μαρτυρία τους».

Στην πιο πάνω ένορκη δήλωση υποστηρίζεται ότι το ΡΙΚ «επιφύλαξε πολύ δυσμενή μεταχείριση του υποψηφίου Προέδρου Χρίστου Ιωσηφίδη, στον οποίο το ΡΙΚ δεν αναγνώρισε αυτή την ιδιότητα». Στην ίδια ένορκη δήλωση ο ομνύσας διαπιστώνει ότι ο αιτητής «είναι άτομο το οποίο κατά την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Κύπρου και είναι προσωπικότητα που απολαμβάνει κύρους και σεβασμού μεταξύ σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος».

Σύμφωνα με τον ομνύσαντα η «πιο πάνω διαπίστωση επιβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε ιδιαίτερα μέσα από την προεκλογική εκστρατεία και το εκλογικό αποτέλεσμα (10%) που πέτυχε ο κ. Ιωσηφίδης ως πραγματικά ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος Αθηαίνου το Δεκέμβριο του 2001, παρά την απουσία δικών του υποψηφίων δημοτικών συμβούλων και τον έντονο χαρακτήρα κομματικοποίησης των δημοτικών εκλογών. Το Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών υποστήριξε επίσημα την υποψηφιότητα του κ. Ιωσηφίδη μετά που επέλεξε τον κ. Ιωσηφίδη ως το μόνο ανά το παγκύπριο υποψήφιο δήμαρχο, η προσωπικότητα και το πολιτικό πρόγραμμα του οποίου ικανοποιούσαν το Κίνημα». Περαιτέρω ο ομνύσας «κατά τη διάρκεια της έντονης προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές διαπίστωσε μέσα από πάρα πολλές συνομιλίες και/ή επαφές με γνωστούς και άγνωστους πολίτες-ψηφοφόρους σε όλες τις επαρχίες της Κύπρου ότι ο κ. Ιωσηφίδης είναι άτομο το οποίο, κατά την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, έχει διαδραματίσει και διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Κύπρου και είναι προσωπικότητα που απολαμβάνει κύρους και σεβασμού μεταξύ σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος». Γι΄ αυτό το λόγο – συνεχίζει – «ο συνετός μέσος πολίτης διερωτάτο για τους λόγους της απουσίας του κ. Ιωσηφίδη από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο». Έχει δε περιέλθει στην αντίληψη του ότι λόγω αυτής της απουσίας από τα ΜΜΕ, παρά το κύρος και το σεβασμό που αναπτύσσει και διατηρεί σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος έναντι του κ. Ιωσηφίδη, ο συνετός μέσος πολίτης υπέκυψε τελικά στην κομματική λογική, στη λογική των ΜΜΕ και στη λογική της «χαμένης ψήφου» ενισχυόμενης διά της απουσίας του υποψηφίου Ιωσηφίδη από τα ΜΜΕ.

Τέλος ο ομνύσας δηλώνει «ότι ως πολύ καλός γνώστης της προσωπικότητας,του κύρους του σεβασμού και της εκτίμησης που χαίρει ο κ. Ιωσηφίδης μεταξύ του πολιτικού κόσμου της Κύπρου και σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος, η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή και ήταν τουλάχιστο πεπλανημένη και/ή αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και αποτελεί έκδηλη κατάχρηση της εξουσίας του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ, καθότι αποδεικνύεται έκδηλη προσβολή της επικρατούσας άποψης στα ευρύτερα στρώματα του συνετού μέσου πολίτη και του κοινωνικού συνόλου σε σχέση με τον κ. Χρίστο Ιωσηφίδη και το σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Κύπρου και σε σχέση με το μεγάλο κύρος και σεβασμό που απολαμβάνει στην Κύπρο και στο εξωτερικό ως εξέχουσα κυπριακή προσωπικότητα».

Για τους πιο πάνω λόγους – καταλήγει η ένορκη δήλωση – ο ομνύσας πιστεύει ότι είναι ορθό και δίκαιο και εξυπηρετεί τους σκοπούς της ορθής απονομής δικαιοσύνης να δοθεί άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας κατά τρόπο ώστε να επιτραπεί στο σεβαστό Δικαστήριο να κρίνει αντικειμενικά κατά πόσο η απόφαση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου να μη θεωρήσει τον κ. Χρίστο Ιωσηφίδη «Υποψήφιο Πρόεδρο» ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η πιο πάνω αίτηση συνάντησε την ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση. Παραθέτω τους λόγους της ένστασης:

  1. Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για προσαγωγή της αιτούμενης μαρτυρίας και/ή δεν αποδείχθηκε η αναγκαιότητα να προσαχθεί στο στάδιο αυτό μαρτυρία. Η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας είναι παράτυπη, ασαφής, αόριστη και αντικανονική.
  2. Η προσαγωγή της προτεινόμενης μαρτυρίας θα προκαλέσει εκτροπή της υπόθεσης, θα εισάξει νομικά «άσχετα» στοιχεία και δεν συνάδει με τις αρχές και μεθοδολογία της διοικητικής δίκης.
  3. Η εισαγωγή της προτεινόμενης μαρτυρίας είναι παντελώς ανεπίτρεπτη και αντιμάχεται τη θεωρία και πρακτική του Διοικητικού Δικαίου, όπως εφαρμόζεται σε ηπειρωτικά συστήματα δικαίου και στο Κυπριακό Δίκαιο.
  4. Η «μαρτυρία» την οποία ο αιτητής θέλει να προσάξει δεν σχετίζεται με οποιαδήποτε σχετικά γεγονότα και/ή με οποιαδήποτε από τα επίδικα θέματα. Μάλλον, αφορά εντυπώσεις και αυθαίρετες προσωπικές κρίσεις, αντί για πραγματική μαρτυρία επί θεμάτων τα οποία σχετίζονται άμεσα και/ή επαρκώς με το επίδικο θέμα.

Κατά την ακρόαση της αίτησης ο αιτητής υπέβαλε ότι με την προτεινόμενη μαρτυρία προτίθεται να αποδείξει:

(α) Το γεγονός ότι οι καθ΄ ων η αίτηση – χωρίς φαινομενικά να είχαν λάβει οποιαδήποτε απόφαση – δεν εξασφάλισαν την αντικειμενική μεταχείριση του έναντι των άλλων υποψηφίων, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2.12.2002 – 14.1.2003, παρόλο ότι είχε εξαγγείλει την υποψηφιότητα του από τις 2.12.2002.

(β) Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστώσουν τα γεγονότα που αφορούν τον αιτητή προτού καταλήξουν στην επίδικη απόφαση. Ένα από αυτά τα γεγονότα είναι η υποστήριξε του αιτητή από τους Οικολόγους κατά τις Δημοτικές Εκλογές Αθηαίνου στις οποίες ήταν υποψήφιος και οι οποίες έλαβαν χώραν τον Δεκέμβριο του 2001.

(γ) Το γεγονός ότι «είναι άτομον το οποίον, κατά την αντίληψιν του συνετού μέσου πολίτου, έχει διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλον εις την πολιτικήν ή οικονομικήν ή κοινωνικήν ζωήν της Κύπρου ή είναι προσωπικότης απολαμβάνουσα κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ μέρους του εκλογικού σώματος».

(δ) Τα ποσοστά που έλαβε στις πιο πάνω δημοτικές εκλογές και στις εκλογές για την ανάδειξη της Επιτροπής της ΣΠΕ Αθηαίνου.

Τέλος ο αιτητής υπέβαλε ότι η προτεινόμενη μαρτυρία θα δοθεί από πρόσωπα που έχουν προσωπική γνώση των γεγονότων και τα οποία έχουν υψηλή επαγγελματική κατάρτιση.

Από την άλλη ο κ. Πολυβίου, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι στην αναθεωρητική διαδικασία η πρωτοβουλία για προσαγωγή μαρτυρίας ανήκει στο Δικαστήριο. Εναπόκειται στο Δικαστήριο – συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος – να αποφασίσει κατά πόσο η προτεινόμενη μαρτυρία είναι εύλογα σχετική. Αφού ανέλυσε την προσβαλλόμενη απόφαση και αναφέρθηκε στις σχετικές αυθεντίες (Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd, Α.Ε. 982-983/16.11.90, James Peters v. Δημοκρατίας, Υποθ. 491/97/8.12.98, Στυλιανού ν. ΡΙΚ κ.α., Υποθ. 251/97/20.4.99, ΠΑΚΟΠ κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α., Υποθ. 318/91, 525/91/27.5.92, Γεωργιάδης ν. ΡΙΚ (1987) 3 C.L.R. 2000) ο κ. Πολυβίου παρατήρησε ότι η αίτηση είναι αντικανονική γιατί, ανάμεσα σ΄ άλλα, δεν συγκεκριμενοποιείται η προτεινόμενη μαρτυρία. Τέλος ο κ. Πολυβίου υποστήριξε ότι το μόνο επίδικο θέμα της προσφυγής είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Επομένως – κατέληξε – η εύλογα σχετική μαρτυρία είναι εκείνη που είναι εύλογα σχετική με τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.

Στην Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, 68 λέχθηκε ότι ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδεικτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του (βλ. και την απόφαση της Ολομέλειας Ζαβρού ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106 ).

Με το ρυθμιστικό ρόλο του δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης στη διοικητική δίκη έχει ασχοληθεί η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Kassinos Constructions (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835. Είπε ο Νικήτας, Δ., στις σελ. της απόφασης:

“Ο ρυθμιστικός ρόλος του δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης στη διοικητική δίκη είναι διάφορος και ευρύτερος από αυτόν που επιτρέπει το δικονομικό σύστημα που επικρατεί στην πολιτική δίκη. Η διαφορά εκπηγάζει από την ύπαρξη και εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας σε συνδυασμό με τη φύση του ανακριτικού συστήματος. Σε αντίθεση με το σύστημα της αντιδικίας, που διέπει την πολιτική δίκη και που η ευθύνη για την εισαγωγή μαρτυρίας βαρύνει τους διαδίκους, στο ανακριτικό σύστημα η πρωτοβουλία ανήκει και στο δικαστή. Οι αρχές αυτές είναι διάχυτες στο διαδικαστικό κανονισμό του 1962. Στον Γ. Παπαχατζή ‘Μελέται επί του Δικαίου των Διοικητικών Διαφορών’ στη σελ. 36 συναντούμε την ακόλουθη εύστοχη παρατήρηση επί του θέματος:

‘Ο Δικαστής, ουχί δ΄ οι διάδικοι, διευθύνει την έρευναν του πραγματικού μέρους της υποθέσεως.’”.

(Βλ. και Malais and Others v. Republic (1965) 3 C. L.R. 572, 574).

Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στη Ράφτης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3269/18.4.2003 στην οποία λέχθηκαν και τα εξής:

«Γνώμονας είναι πάντα η σχετικότητα της μαρτυρίας, έχοντας βέβαια πάντοτε κατά νου τον εξεταστικό χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι, λαμβανομένων βέβαια υπ΄ όψιν των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή, τα γεγονότα τα οποία επιδιώκεται να αποδειχθούν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα (Petrolina Ltd κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. 223/2000 κ.α./4.4.2002).

Ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που ακολουθούνται στην εξέταση για αποδοχή οποιασδήποτε μαρτυρίας, είναι το κατά πόσο η μαρτυρία αυτή είναι εύλογα σχετική και αποδεικνύει οιονδήποτε επίδικο θέμα, μπορεί δε να βοηθήσει το Δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ζαβρού ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106 και Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66).

Ακόμα θα πρέπει η μαρτυρία να σχετίζεται με την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης με τέτοιο τρόπο που το ίδιο το δικαστήριο να θέλει να την αναζητήσει (Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72, 74). Πρωταρχικό καθήκον του δικαστηρίου είναι η διερεύνηση των συνθηκών λήψης της απόφασης (Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 739/87 κ.α./26.4.1989).

Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνο όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων δυνατόν να τεκμηριώσει οποιονδήποτε των λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. 999/91/24.9.1992, Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. 71/97/18.11.1999), αλλά και όπου η απόδειξή τους δυνατόν να απορρίψει κάποιο λόγο ακύρωσης.

.................................. .................................................. .................................................. ...............

Η αξιολόγηση των γεγονότων δεν βαρύνει το Δικαστήριο, αλλά βέβαια το ίδιο το διοικητικό όργανο (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, ανωτέρω και Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325).»

Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας έγινε και στην Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3420/29.9.93 στην οποία τονίσθηκαν τα εξής:

«Πρέπει να τονισθεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως (Βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1883/14.7.97).»

Τέλος χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α., Α.Ε. 2064/21.7.99 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«΄Εχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δε μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης. Το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνισή τους δεν εναπόκειται στο δικαστήριο αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους (Βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. 999/91/24.9.92 και Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325). Βλ. επίσης και Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 911/93 και 951/93/18.4.97 - απόφαση της Ολομέλειας, στην οποία κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η πρωτογενής κρίση στοιχείων τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. (Βλ. και Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 590/96/13.6.97 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 716/96/27.3.98).

Το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης πηγάζει από τη φύση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων. Ως προς το πρώτο ζήτημα - τη φύση της δικαιοδοσίας - ο έλεγχος που συντελείται με την άσκηση προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, είναι ακυρωτικός, δηλαδή έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και όχι έλεγχος ουσίας. Ως προς το δεύτερο ζήτημα - του δικαστικού ελέγχου - σύμφωνα με πάγια και καλώς θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις διαπιστώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιον της η διοίκηση.

Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί ότι αυτή ‘μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ.’. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων συγκρούεται με την νομολογιακή αρχή η οποία έχει διατυπωθεί στις υποθέσεις Κωνσταντίνου και Συμεωνίδου (πιο πάνω), με την οποία συμφωνούμε. Ακολουθεί πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή την αποδοχή της σχετικής μαρτυρίας. Εφόσο είχε κριθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε λόγω απουσίας δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα του Ε.Μ. το θέμα της κατοχής των προσόντων έπρεπε να είχε αφεθεί να διερευνηθεί από το διορίζον όργανο. Ούτε και ήταν επιτρεπτή η προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας για το λόγο που είχε προσδιορίσει το πρωτόδικο δικαστήριο - προς διασαφήνιση του βάθρου της προσβαλλόμενης απόφασης - γιατί η αποσαφήνιση των στοιχείων ανήκει στο διορίζον όργανο (Βλ. Κωνσταντίνου, πιο πάνω). Το μη αποδεκτό της μαρτυρίας αφαιρεί το βάθρο πάνω στο οποίο έχει θεμελιωθεί η επίδικη πρωτόδικη κρίση. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να πετύχει και το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου πρέπει να παραμερισθεί.»

Κυρίαρχο στοιχείο είναι κατά πόσο η προτεινόμενη μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα και αποδεικτική οποιουδήποτε επιδίκου θέματος. Έχω την άποψη πως για να κριθεί η σχετικότητα πρέπει η προτεινόμενη μαρτυρία να συγκεκριμενοποιείται στην αίτηση. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει γίνει τέτοια συγκεκριμενοποίηση. Η ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση (έχει παρατεθεί στις σελ. 4-6, πιο πάνω) περιέχει τις απόψεις και διαπιστώσεις του ομνύσαντα επί του κατά πόσο ο αιτητής ικανοποιεί τις προϋποθέσεις (δ) του άρ. 2 του πιο πάνω Νόμου 212/87. Είναι αλήθεια ότι ο αιτητής έχει εξειδικεύσει και συγκεκριμενοποιήσει την προτεινόμενη μαρτυρία στη διάρκεια της αγόρευσης του (βλ. σελ. 7-8, πιο πάνω). Ωστόσο αυτό δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της Νομολογίας. Είναι απαραίτητο όπως η σχετική εξειδίκευση γίνεται στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει. Εν όψει των ανωτέρω θεωρώ ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου το υλικό που είναι απαραίτητο για να αποφασισθεί κατά πόσο η προτεινόμενη μαρτυρία είναι εύλογα σχετική με τα επίδικα θέματα της προσφυγής. Για το λόγο αυτό η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει.

Έστω όμως και αν μπορούσα να εξετάσω τη σχετικότητα με βάση την προτεινόμενη μαρτυρία, όπως αυτή έχει προσδιορισθεί στην αγόρευση του αιτητή και πάλιν η αίτηση δεν θα μπορούσε να πετύχει. Οι λόγοι είναι οι εξής:

(α) Αποδοχή της προτεινόμενης μαρτυρίας θα ισοδυναμούσε με διαφοροποίηση, αλλοίωση ή μεταβολή του περιεχομένου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ ων η αίτηση.

(β) Το Δικαστήριο θα αναλάμβανε να προβεί σε πρωτογενή κρίση στοιχείων τα οποία δεν είχαν τεθεί – και δεν ευρίσκοντο – ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση.

Οι πιο πάνω συνέπειες έχουν τύχει αποδοκιμασίας από τη νομολογία (βλ. Ρούσος, πιο πάνω και τη νομολογία στην οποία αναφέρεται).

Ειδικά και σε σχέση με την προτεινόμενη μαρτυρία που σχετίζεται με την υποστήριξη των Οικολόγων το ζητούμενο δεν είναι ποιός και πόσοι υποστήριξαν τον αιτητή σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις αλλά το αποτέλεσμα τους. Αυτό βρισκόταν ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση και το αξιολόγησαν. Εναπόκειται στο Δικαστήριο όταν θα επιληφθεί της ουσίας της προσφυγής να κρίνει κατά πόσο η αξιολόγηση ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση το υλικό που βρισκόταν ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση.

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της προσφυγής αλλά σε καμιά περίπτωση να επιδικασθούν εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο