(2003) 4 ΑΑΔ 1
[*1]7 Ιανουαρίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 12, 19, 24, 25, 26, 28, 35
ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SIGMA RADIO T.V. LTD,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1096/2001)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας νόμων.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Άρθρο 19 του Συντάγματος ― Δικαίωμα ελευθερίας του λόγου ― Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998 (Ν.7(Ι) του 1998) ― Δεν είναι αντίθετο με το Άρθρο 19 του Συντάγματος.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Άρθρο 25 του Συντάγματος ― Ελευθερία άσκησης του επαγγέλματος ― Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998 (Ν.7(Ι) του 1998) δεν είναι αντίθετος με το Άρθρο 25 του Συντάγματος.
[*2]Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Άρθρο 26 του Συντάγματος ― Διασφαλίζει το δικαίωμα σύναψης νόμιμων συμβάσεων και όχι των δικαιωμάτων που δημιουργούνται δυνάμει τέτοιων συμβάσεων ― Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998 (Ν.7(Ι) του 1998) δεν είναι αντίθετος με το άρθρο 26 του Συντάγματος.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Αρχή της ισότητας ― Έννοια και αρχές ― Επιτρεπτή η διαφορετική ρύθμιση ανόμοιων περιπτώσεων ― Η κρατική επιχορήγηση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, δεν αντιβαίνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998 (Ν.7(Ι)/98) ― Κυρώσεις για παραβάσεις του Άρθρου 33(2)(η) του Νόμου ― Κατά πόσο αποτελούν ποινές ή διοικητικά πρόστιμα ― Ανάλυση και ερμηνεία του όρου «ποινή» και κριτήρια διάκρισης ― Οι κυρώσεις του Νόμου 7(Ι)/98, δεν αποτελούν ποινές εντός της έννοιας του Άρθρου 12 του Συντάγματος ― Νόμιμα επιβλήθηκαν από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ως διοικητικά πρόστιμα.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικών προστίμων για παραβίαση του Άρθρου 33(2)(η) ― Ισχυρισμός για παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, επειδή λειτούργησε ως κατήγορος, μάρτυρας και δικαστής ― Απόρριψη του ισχυρισμού βάσει των δεδομένων βάσει των οποίων και της διαδικασίας λήψης της απόφασης.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικών προστίμων για παράβαση του Άρθρου 33(2)(η) ― Ισχυρισμός για παράλειψη αιτιολογίας περί την ερμηνεία του άρθρου ― Δεν εξετάστηκε ελλείψει επεξήγησης.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικού προστίμου, για παράβαση του Άρθρου 33(2)(η) ― Αιτιολογία για το ύψος της κύρωσης ― Το ύψος της κύρωσης επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του οργάνου ― Αιτιολογία ― Η επάρκεια της εξετάζεται βάσει της πιο πάνω αρχής.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Έκδοση πορίσματος για παραβάσεις των άρθρων του Νόμου ― Κανονισμός 42 της Κ.Δ.Π. 10/2000 απαιτεί πλήρως αιτιολογημένο πόρισμα ― Υπό τις περιστάσεις πλήρως αιτιολογημένο το επίδικο πόρισμα.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Κ.Δ.Π. 10/2000 ― Παράρτημα ΙΧ, [*3]παράγραφος Στ(3) ― Ισχυρισμός ότι βρίσκεται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης (ultra vires) ― Ισχυρισμός βάσει των προνοιών των Άρθρων 51(1) και (2) και 3(2)(ζ)(ι) του Ν.7(Ι)/98, απορρίπτεται.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε με την προσφυγή της την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση να της επιβάλει πρόστιμο £10.400 για παραβιάσεις του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου (Ν. 7(Ι)/98) και των σχετικών Κανονισμών (ΚΔΠ 10/2000).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στην Lapertas Fisheries κ.ά. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335, έγινε επισκόπηση των αρχών που διέπουν το θέμα του ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου. Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα:
«Οι αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων έχουν τεθεί στην Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 (απόφαση Ιωσηφίδη, Δ.). Τις παραθέτουμε:
(1) Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία». Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
(2) Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.
(3) Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
(4) Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, με άλλα λόγια τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.
(Βλ. και Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 339 (απόφαση Πική, Π.): «Η με[*4]δοθολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα» (βλ. επίσης, The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, Πρόδερος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441 και Miliotis v. Police (1966) 2 C.L.R. 62).»
Η εξέταση των εισηγήσεων του κ. Αγγελίδη περί αντισυνταγματικότητας θα γίνει υπό το φως των πιο πάνω αρχών.
2. Η Δημοκρατία, καθώς ρητά ορίζεται από το Άρθρο 19.5 του Συντάγματος, έχει δικαίωμα να απαιτεί την έκδοση άδειας ή λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών. Οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη ρύθμιση των θεμάτων της άδειας λειτουργίας με Νόμο επεξηγούνται ως εξής στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Α’», εκ. 1991, παραγ. 895.
Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση των Harris, O’ Boyle και Warbrick στο σύγγραμμα τους «Law of the European Convention on Human Rights». Υποδεικνύουν (βλ. σελ. 384) ότι υπάρχουν ακόμη τεχνικοί λόγοι όπως τα κράτη συνεχίσουν να ρυθμίζουν τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως δεδομένου του περιορισμένου αριθμού των συχνοτήτων για να υπάρχει αποτελεσματική χρήση αυτών των μέσων. Υποδεικνύουν, επίσης, ότι το Άρθρο 10(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης επιτρέπει στα κράτη να αποφασίσουν ποιός θα έχει άδεια να λειτουργεί ραδιοσταθμό ή σταθμό τηλεοράσεως και με βάση ποιούς τεχνικούς ή οικονομικούς όρους.
Στην κρινόμενη περίπτωση το θέμα της χορήγησης άδειας προβλέπεται από το Άρθρο 19.5 του Συντάγματος και το Άρθρο 10(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Έχει ρυθμισθεί με τον επίδικο Νόμο. Είναι αυτονόητο ότι, εφόσον το Σύνταγμα παρέχει εξουσία για χορήγηση άδειας, η εξουσία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει και την [*5]εξουσία θέσπισης νομοθεσίας που να ρυθμίζει και ελέγχει τον τρόπο λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Μια τέτοια νομοθεσία δεν αντίκειται στο Άρθρο 19 του Συντάγματος. Έπεται πως ο επίμαχος Νόμος δεν παραβιάζει το Άρθρο 19 του Συντάγματος.
Ο κρατικός έλεγχος της λειτουργίας της ραδιοτηλεοράσεως είναι γνωστός και στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο πιο πάνω Νόμος δεν αντίκειται στο Άρθρο 19 του Συντάγματος. Περαιτέρω θεωρείται ότι οι διατάξεις του επίμαχου Νόμου, που σχετίζονται με τις διαφημίσεις, στοχεύουν στο να τηρήσουν την διαφήμιση στο μέτρο του ευλόγου, θεμιτού και νομίμου και να απαγορεύσουν τις διάφορες μορφές κατάχρησης της. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι δεν παραβιάζουν το Άρθρο 19 του Συντάγματος.
3. Σχετικά με το Άρθρο 25 μόνο όπου ρυθμίσεις συνήθεις για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή τη διεξαγωγή εμπορίου «πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 και τείνουν να εξουδετερώσουν την ελευθερία που εγγυάται, δικαιολογείται η αποκήρυξη τους ως αντισυνταγματικών.
Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να λεχθεί ότι η επίδικη ρύθμιση πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος. Ακολουθεί πως δεν παραβιάζεται το Άρθρο 25 του Συντάγματος. Όπως έχει λεχθεί σκοπός των επίμαχων διατάξεων είναι η τήρηση της διαφήμισης στο μέτρο του ευλόγου, θεμιτού και νομίμου. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται λόγος για επηρεασμό του πυρήνα του δικαιώματος που διασφαλίζεται από το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος.
4. Αναφορικά με το Άρθρο 26 του Συντάγματος και πάλιν ο κ. Αγγελίδης δεν έχει επεξηγήσει δεόντως γιατί παραβιάζεται το Άρθρο 26 του Συντάγματος. Το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος, καθώς έχει νομολογηθεί, διασφαλίζει το δικαίωμα σύναψης νομίμων συμβάσεων και όχι των δικαιωμάτων που δημιουργούνται δυνάμει τέτοιων συμβάσεων. Πρόσθετα το Άρθρο 26 του Συντάγματος δεν αποκλείει την θέσπιση νομοθεσίας που να ρυθμίζει τις συμβατικές σχέσεις. Στην κρινόμενη περίπτωση η σχετική πρόνοια δεν απαγορεύει τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ των διαφημιζομένων και του Σταθμού. Απλώς στοχεύει στην τήρηση της διαφήμισης στο μέτρο του ευλόγου κλπ. Θεωρείται, επομένως, ότι δεν πλήττεται με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το Άρθρο 26 του Συντάγματος. Έπεται πως ο ισχυρισμός [*6]περί παραβίασης του δεν ευσταθεί.
Όπως έχει ήδη υποδειχθεί λειτουργεί τεκμήριο υπέρ της συνταγματικότητας των Νόμων, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καμφθεί το τεκμήριο συνταγματικότητας σε σχέση με οποιοδήποτε από τα πιο πάνω Άρθρα 19, 24, 25 και 26.
5. Αναφορικά με το Άρθρο 28 του Συντάγματος ο κ. Αγγελίδης έχει συνδέσει το θέμα της παραβίασης του Άρθρου 28 με την κρατική επιχορήγηση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (το Ρ.Ι.Κ.) το οποίο «διαφημίζει πωλώντας τηλεοπτικό χρόνο». Υπέβαλε ότι οι ιδιωτικοί ραδιοσταθμοί, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, δεν τυγχάνουν τέτοιας επιχορήγησης.
Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων.
Στην υπόθεση Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294 έχουν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:
(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση «πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων» (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).
(2) Το Άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω Άρθρο 28.1 - «αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων» (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).
(3) «Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ’ όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ αυτών» (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).
(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται «επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας» (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).
[*7]Οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί και το Ρ.Ι.Κ. δεν τελούν υπό τας αυτάς συνθήκας. Πρόκειται για ρύθμιση σχέσεων που δεν τελούν υπό τας αυτάς συνθήκας. Επομένως η κρατική επιχορήγηση του Ρ.Ι.Κ. δεν καθιστά την επίμαχη διάταξη αντίθετη με το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.
6. Ήταν περαιτέρω η θέση του κ. Αγγελίδη ότι η επίδικη παραβίαση θα έπρεπε, σύμφωνα με το Άρθρο 12 του Συντάγματος, να δικάζεται από Δικαστήριο «και εάν ο Νόμος είναι συνταγματικός». Υπέβαλε ότι η ποινή που προβλέπεται από τον επίμαχο Νόμο είναι η ποινή «που προβλέπει το Άρθρο 19(3) του Συντάγματος και κατ’ επέκταση το Άρθρο 12 και άρα δεν τίθεται θέμα να εξαιρεθούν των διαδικασιών του Δικαστηρίου η τιμωρία δια χρηματικών ποινών μέσω δήθεν διοικητικού προστίμου.
Σε σχέση με το Άρθρο 19(3) του Συντάγματος πρέπει να λεχθεί ότι με τον επίμαχο Νόμο δεν επιβάλλονται περιορισμοί, όροι κλπ. στα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το Άρθρο 19 (1) και (2) εντός της έννοιας του Άρθρου 19.3 του Συντάγματος. Οι επίδικες διατάξεις βρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 19.5 του Συντάγματος. Έπεται πως δεν εγείρεται θέμα ερμηνείας του όρου «ποινάς» που συναντούμε στο Άρθρο 19.3 του Συντάγματος. Απομένει να εξεταστεί κατά πόσο η επίδικη κύρωση συνιστά ποινή εντός της έννοιας του Άρθρου 12.1* του Συντάγματος. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η Αρχή έχει παραβιάσει το Άρθρο 12 του Συντάγματος.
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εταιρείας υποστήριξε ότι η επιβολή της χρηματικής ποινής αποτελεί αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και οι επίδικες πρόνοιες του Άρθρου 8 είναι αντίθετες με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Για υποστήριξη παρέθεσε την απόφαση Chrysostomou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2666, 2674.
Στην απόφαση της Ολομέλειας (απόφαση πλειοψηφίας) έγινε ερμηνεία του όρου «ποινική κατηγορία» που συναντάται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, με αναφορά σε νομολογία του Δι[*8]καστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ερμηνευτική του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο είναι ταυτόσημο με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:
«Στην υπόθεση Engel and others, Eur. Court H.R., Απόφαση 8 Ιουνίου/23 Νοεμβρίου, 1976, Series A, No. 22, το Δικαστήριο είπε ότι ο όρος ‘criminal charge’ είναι αυτόνομος και πρέπει να ερευνάται μέσα στα πλαίσια της Σύμβασης. Η Σύμβαση επιτρέπει σε κάθε χώρα να καθιδρύει και διατηρεί διάκριση μεταξύ του ποινικού νόμου και του πειθαρχικού. Κάθε χώρα είναι ελεύθερη να καθορίζει ως ποινικό αδίκημα πράξη ή παράλειψη ή να μην ποινικοποιεί ορισμένες πράξεις ή παραλείψεις.
Τα κριτήρια για την ύπαρξη ή όχι ποινικής κατηγορίας είναι τρία:-
(α) Ο χαρακτηρισμός που δίδει το δίκαιο μιας χώρας.
(β) Η φύση του αδικήματος αυτού. και
(γ) Ο βαθμός αυστηρότητας της προνοουμένης κύρωσης.
Λαμβάνονται υπόψη τα πιο πάνω τρία κριτήρια. Ο Νόμος 7(Ι)/98 δε χαρακτηρίζει ως ποινικές τις επίδικες παραβάσεις (βλ. κριτήριο (α)). Ούτε και η φύση των παραβάσεων είναι ποινική (βλ. κριτήριο (β)). Μάλιστα στο Νόμο 7(Ι)/98 γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ παραβάσεων που τιμωρούνται από την Αρχή και των ποινικών αδικημάτων. Με το Άρθρο 48(1)(2)(3)(4)(5) και (6) του Νόμου 7(Ι)/98 δημιουργούνται ορισμένα ποινικά αδικήματα. Πρόσθετα στο ίδιο άρθρο προνοούνται και οι ποινές. Αποτελούνται από «φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή και τις δύο ποινές». Περαιτέρω σύμφωνα με το Άρθρο 48(4) «το δικαστήριο μπορεί επιπρόσθετα με την επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής να διατάξει τον άμεσο τερματισμό της λειτουργίας του σταθμού ... ή για όσο χρόνο και με τέτοιους όρους που το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να επιβάλει».
Αναφορικά με το κριτήριο (γ) - αυστηρότητα της προνοούμενης κύρωσης - θεωρείται ότι οι προβλεπόμενες από το Νόμο κυρώσεις (έχουν παρατεθεί πιο πάνω) δεν είναι της αυστηρότητας εκεί[*9]νης που θα μπορούσαν να τις εντάξουν εντός της έννοιας του όρου «ποινή» που συναντούμε στο Άρθρο 12 του Συντάγματος. Το ανώτατο όριο του διοικητικού προστίμου – Λ.Κ.5.000 – και οι άλλες κυρώσεις που προβλέπονται από το Νόμο 7(Ι)/98, δεν μπορούν λαμβανομένης υπόψη και της αξίας του χρήματος και των οικονομικών δεδομένων ενός τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας να θεωρηθούν ως ποινή εντός της έννοιας του πιο πάνω Άρθρου 12 του Συντάγματος. Πρόσθετα λαμβάνεται υπόψη ότι οι προβλεπόμενες κυρώσεις έχουν πάρα πολύ περιορισμένο κύκλο εφαρμογής – τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς. Αυτός ο παράγοντας, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, μπορεί να ληφθεί υπόψη. Τέλος λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης. Ούτε και οι κατηγορίες που έχουν προσαφθεί κατά των αιτητών συνιστούν «ποινικές κατηγορίες εντός της έννοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος». Ακολουθεί πως η Αρχή μπορούσε να επιληφθεί των επιδίκων παραβάσεων. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
7. Ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε περαιτέρω ότι έχει σημειωθεί παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, για το λόγο ότι η Αρχή λειτούργησε ως κατήγορος, μάρτυρας και Δικαστής.
Παρόμοιος λόγος ακύρωσης είχε προβληθεί και στην Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ.2), (2001) 4 Α.Α.Δ. 1086. Ο Αρτέμης, Δ., έθεσε το θέμα ως εξής:
«Αναφέρθηκε πιο πάνω η δυνατότητα της Αρχής για αυτεπάγγελτη διερεύνηση παραβάσεων του Νόμου. Περιέπεσαν στην αντίληψη της οι αναφερθείσες παραβάσεις, έδωσε την ευκαιρία στους υπεύθυνους του σταθμού να προβάλουν τις απόψεις και θέσεις τους και αφού μελέτησε τα ενώπιον της στοιχεία, προχώρησε στη λήψη της επίδικης απόφασης. Αυτό αίρει την υποψία ότι η Αρχή ενεργούσε ως Δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε προδιαγράψει την κύρωση. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης για παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 12 του Συντάγματος απορρίπτεται.»
Υιοθετείται η πιο πάνω προσέγγιση. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
8. Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε «πρόσθετα ή διαζευκτικά» ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας περί την ερμηνεία και/ή εφαρμογή του Άρθρου 33(2) (η) του Νόμου 7(Ι)/98 από τους καθ’ ων η αίτηση, όπως επίσης και της παραγράφου [*10]Στ(3) του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000 με βάση τα όσα οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν στην απόφαση τους».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν έχει επεξηγήσει με ποιό τρόπο η προσβαλλόμενη απόφαση «πάσχει περί την ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων». Κατά συνέπεια η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να εξεταστεί.
9. Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε, επίσης, ότι δεν υπάρχει αιτιολογία της ποινής των Λ.Κ.10.400. Η Αρχή επέβαλε πρόστιμο Λ.Κ.10.400 δηλαδή κοστολόγησαν την κάθε παράβαση για Λ.Κ.100. Διερωτήθηκε κατά πόσο «οι δήθεν παραβάσεις ήσαν της αυτής βαρύτητας και ταυτόσημες ως προς το χρόνο». Πρόσθετα διερωτήθηκε με ποιά αιτιολογία «επεβλήθη η ίδια ποινή για παράβαση 1 λεπτού πέραν των 3½ της διαφήμισης και η ίδια ποινή για την παράβαση 2 ή 3 λεπτών».
Έχει νομολογηθεί ότι η φύση της αιτιολογίας που απαιτείται είναι πάντοτε θέμα βαθμού που εξαρτάται από τη φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για κυρώσεις που επιβάλλονται στη διαδικασία άσκησης ελέγχου επί του τρόπου λειτουργίας του Σταθμού. Οι κυρώσεις αυτές έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών κυρώσεων. Στη διαδικασία της προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, το Δικαστήριο «δεν ελέγχει την κρίσιν του πειθαρχικού δικαστού περί της βαρύτητος του παραπτώματος και της επιβλητέας ποινής, διότι ταύτα απόκεινται εις την ελευθέραν εκτίμησιν του δικάσαντος οργάνου. Έλεγχον όμως από απόψεως νομιμότητος την ελευθέραν εκτίμησιν του πειθαρχικού δικαστού, δικαιούται να ερευνήση μη τι ούτος περιέπεσεν εις πλάνην περί τα πράγματα».
Έπεται πως η επίδικη αιτιολογία θα εξεταστεί υπό το φως της πιο πάνω θέσης της νομολογίας. Έχει ήδη παρατεθεί η απόφαση της Αρχής που σχετίζεται με το επίδικο πρόστιμο.
Αφού λήφθηκε υπόψη η δοθείσα αιτιολογία σε συνάρτηση με την πιο πάνω θέση της νομολογίας κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.
10. Με άλλο λόγο ακύρωσης ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η Αρχή δεν έχει εφαρμόσει τον Καν. 42 της Κ.Δ.Π. 10/2000. Ο Καν. 42 απαιτεί πόρισμα πλήρως αιτιολογημένο ενώ το επίδικο πόρισμα ούτε [*11]πόρισμα είναι ούτε αιτιολογημένο.
Πράγματι ο Καν. 42(5) απαιτεί πλήρως αιτιολογημένο πόρισμα. Ανάγνωση του πορίσματος αποκαλύπτει ότι περιέχει τα εξής στοιχεία σε σχέση με κάθε μια από τις επίδικες παραβάσεις: ημερομηνία, ώρα και διάρκεια της παράβασης. Δίνει, επίσης, τις λεπτομέρειες της νομοθετικής διάταξης που έχει παραβιασθεί. Τα πιο πάνω στοιχεία ικανοποιούν πλήρως την απαίτηση του κανονισμού για πλήρη αιτιολογία. Περαιτέρω πρέπει να τονισθεί, ότι οι αιτητές δέχθηκαν την διάπραξη των παραβάσεων και απολογήθηκαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η εισήγηση περί έλλειψης αιτιολογίας στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
11. Τέλος ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η Αρχή καταδίκασε τους αιτητές με βάση την παραγ. Στ(3) του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000, η οποία είναι ultra vires και εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης. Δεν μπορεί – συνέχισε ο κ. Αγγελίδης – «αυτεξούσια ένας κανονισμός να προνοεί για παραβάσεις αν οι παραβάσεις αυτές δεν προνοούνται σε συγκεκριμένη διάταξη Νόμου και προφανώς δεν είναι δυνατή η μετά από τέτοια διαδικασία εκτός Νόμου, επιβολή χρηματικής ποινής». Ο κ. Αγγελίδης έκαμε αναφορά στο πιο πάνω Άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου 7(Ι)/98 το οποίο δίνει τον ορισμό του όρου «κύρωση». Υποστήριξε ότι οι κυρώσεις αφορούν σε παράβαση του Νόμου και των όρων άδειας «χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη και για τους Κανονισμούς, οι οποίοι δεν μπορούν από μόνοι τους (έξω από την εξουσιοδότηση του Νόμου), να καθορίζουν παραβάσεις και κυρώσεις».
Το Άρθρο 51(1) του Νόμου παρέχει εξουσία στην Αρχή για έκδοση Κανονισμών «για την καλύτερη εφαρμογή» του Νόμου.
Λαμβάνονται υπόψη τις πρόνοιες του Άρθρου 51(2)(ζ) του Νόμου 7(Ι)/98. Η Κ.Δ.Π. 10/2000 έχει θεσπισθεί με νομοθετική εξουσιοδότηση, ήτοι δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 51(2)(ζ) του Νόμου. Περαιτέρω το λεκτικό του εδαφίου (ζ) του Άρθρου 51(2) είναι τέτοιο που επιτρέπει σαφώς την θέσπιση κανονισμών, οι οποίοι να περιέχουν πρόνοιες για παραβάσεις του κώδικα διαφημίσεων.
Τέλος λαμβάνονται υπόψη τις πρόνοιες του Άρθρου 3(2)(ζ)(ι) του Νόμου 7(Ι)/98 σύμφωνα με τις οποίες η Αρχή επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση «των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν». Θεωρείται ότι ο Νόμος παρέχει εξουσία στην Αρχή να επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση [*12]και των Κανονισμών. Επομένως η περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Αγγελίδη δεν ευσταθεί. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Lapertas Fisheries κ.ά. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335,
Πληροφορική και Πολιτιστική Εταιρεία «ο Λόγος» Ο.Ε. κ.ά. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 590,
Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616,
Ralip, 3 R.S.C.C. 102,
Police v. Liveras, 3 R.S.C.C. 65,
Nicosia Police v. Georghiou a.o., 4 R.S.C.C. 36,
District Officer Nicosia a.o. v. Michael, 4 R.S.C.C. 126,
Police v. Lanitis Bros Ltd (Coca-Cola), 3 R.S.C.C. 10,
Kontos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 112,
Marabou Floating Restaurant Ltd v. Republic (1973) 3 C.L.R. 397,
Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930,
Eleourghia Pettemerides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1880,
Vorkas a.o. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 757,
Nanoka Ltd v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 471,
Εταιρεία Ανδρόνικος Βασιλειάδης & Υιοί Λτδ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 715,
Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125,
Loizou v. Poulis (1969) 1 C.L.R. 17,
Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125,
[*13]Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294,
ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. ΛΤΔ κ.ά. ν. Α.Η.Κ. κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 793,
Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co. Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 460,
Chrysostomou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2666,
Weber v. Switzerland A 177 [1990],
Oerlermans v. Netherlands A219 [1991],
Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2), (2001) 4 Α.Α.Δ. 1086,
Hadjivassiliou a.o. v. Republic (1974) 3 C.L.R. 130,
Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210,
Christodoulides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99.
Προσφυγή.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ν. Χαραλάμπους, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή της καθ’ ης που στάληκε την 17.10.2001 και με την οποίαν έκρινε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους του τηλεοπτικού σταθμού των αιτητών του άρθρου 33(2)(η) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/1998 και της παραγράφου Στ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της ΚΔΠ 10/2000 και τους επέβαλε πρόστιμο ύψους £10.4000 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.
Οι αιτητές είναι δημόσια εταιρεία ιδιωτικού δικαίου. Λειτουρ[*14]γούν τον τηλεοπτικό σταθμό «ΣΙΓΜΑ» (ο σταθμός).
Η Αρχή Ραδιοτηλεοράσης Κύπρου (η Αρχή) εξέτασε αυτεπάγγελτα τις από μέρους του σταθμού πιθανές παραβάσεις του άρθρου 33(2)(η) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(1) του 1998 όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) (ο Νόμος) και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας όπως εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000). Η Λειτουργός που ανέλαβε την αυτεπάγγελτη διερεύνηση σε πόρισμά της ημερ. 18.6.2001 διαπίστωσε 104 πιθανές παραβάσεις του πιο πάνω άρθρου 33(2) (η) του Νόμου και της παραγράφου ΣΤ.3 της Κ.Δ.Π. 10/2000, και υπέβαλε έκθεση ημερ. 18.6.2001. Η έκθεση περιέχει τις λεπτομέρειες της κάθε μιας από τις 104 παραβάσεις (ημερομηνία και ώρα της παράβασης και διάρκεια της).
Στη συνεδρία της Αρχής ημερ.20.6.2001, η Αρχή εξέτασε το πόρισμά που υπέβαλε η πιο πάνω Λειτουργός σύμφωνα με τον κανονισμό 42(5) της Κ.Δ.Π. 10/2000. Αποφάσισε όπως η υπόθεση προωθηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό 42(6) των πιο πάνω Κανονισμών. Η Αρχή με επιστολή της ημερ. 25.6.2001 έθεσε ενώπιον του σταθμού την πιο πάνω έκθεση «για οποιεσδήποτε εξηγήσεις και/ή παραστάσεις». Ταυτόχρονα κάλεσε τον εκπρόσωπο του σταθμού όπως δηλώσει κατά πόσο επιθυμεί να παρευρεθεί κατά την εξέταση της υπόθεσης. Τονίστηκε επίσης ότι σε περίπτωση που δε ληφθεί οποιαδήποτε απάντηση μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, η Αρχή θα είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει στη λήψη απόφασης χωρίς την απάντηση του σταθμού. Ο σταθμός με επιστολή του 19.7.2001 υπέβαλε εξηγήσεις. Δεν εξέφρασε την επιθυμία να παρευρεθεί κατά την εξέταση της υπόθεσης.
Με την πιο πάνω επιστολή του, ημερ. 19.7.2001, ο σταθμός δέχθηκε ότι υπήρξε υπέρβαση του διαφημιστικού χρόνου στα διαφημιστικά διαλείμματα αρκετών προγραμμάτων το μήνα Μάιο και εξήγησε τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην υπέρβαση. Ο πρώτος – και κύριος λόγος – ήταν η μεταφορά διαφημιστικών κονδυλίων από διαφημίσεις στο μήνα Μάιο από άλλους μήνες λόγω των βουλευτικών εκλογών και της αυξημένης τηλεθέασης που προέκυψε. Ο δεύτερος λόγος ήταν η μεγάλη ζήτηση που υπήρχε το μήνα Μάιο λόγω της Κρατικής Έκθεσης. Η επιστολή του σταθμού καταλήγει ως εξής:
«2. Τα προγράμματα «Αδιάφθοροι» και «Κύριε Πρόεδρε» δια[*15]κόπηκαν σε χρόνους που δεν ήταν γνωστοί. Ο λόγος ήταν ότι τα συγκεκριμένα επεισόδια ήταν επανάληψη και ήταν καθορισμένοι οι χρόνοι διακοπής.
3. Απολογούμαστε για τις υπερβάσεις τόσο των διαφημιστικών διαλειμμάτων όσο και των χρόνων διακοπής. Πιστεύουμε όμως πως αντιλαμβάνεστε την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου μηνός λόγω των προαναφερθέντων γεγονότων και πιστεύουμε πως αυτό δεν θα επαναληφθεί στο μέλλον.»
Η Αρχή εξέτασε τις παραβάσεις στην συνεδρία της ημερ. 6.8.2001. Αφού παρέθεσε τις λεπτομέρειες της κάθε μιας από τις παραβάσεις και σημείωσε ότι ο σταθμός δεν εξέφρασε επιθυμία να παρευρεθεί κατά την εξέταση της υπόθεσης η Αρχή κατέληξε με τη διαπίστωση ότι υπάρχουν παραβάσεις του άρθρου 33(2)(η) του Νόμου και της παραγράφου ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 10/2000.
Η πιο πάνω απόφαση της Αρχής κοινοποιήθηκε στο σταθμό με επιστολή της ημερ. 9.8.2001. Με την ίδια επιστολή η Αρχή κάλεσε τον σταθμό όπως υποβάλει τις εισηγήσεις και απόψεις του εγγράφως για σκοπούς επιβολής κυρώσεων μέσα σε δέκα μέρες.
Ο σταθμός δεν ανταποκρίθηκε στην πιο πάνω επιστολή και δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε εισηγήσεις ή/και απόψεις.
Με απόφαση της ημερ. 19.9.2001 η Αρχή επέβαλε στο σταθμό το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.100 για κάθε μια από τις 104 παραβάσεις, ήτοι Λ.Κ. 10.400. Παραθέτω το σχετικό μέρος της απόφασης:
«Η Αρχή επισημαίνει ότι η φιλοσοφία ρύθμισης της συχνότητας και της διάρκειας των διαφημιστικών μηνυμάτων πηγάζει μέσα από δύο βασικές αρχές: το δικαίωμα του τηλεθεατή να παρακολουθεί απρόσκοπτα ένα πρόγραμμα χωρίς συχνές και μεγάλες σε διάρκεια διακοπές και το σεβασμό προς το έργο που επιβάλλεται να μεταδοθεί ενιαίο, ως ανθρώπινη δημιουργία.
Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κρίνει και αποφασίζει όπως επιβάλει στο σταθμό το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.100, για κάθε μια από τις 104 παραβάσεις, ήτοι Λ.Κ.10.400, του άρθρου 33(2)(η) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και της παραγράφου Στ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας όπως [*16]εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
Ο σταθμός καλείται να εμβάσει προς την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου το διοικητικό πρόστιμο που του έχει επιβληθεί μέσα σε τριάντα (30) μέρες από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της παρούσας απόφασης.»
Οι λόγοι ακύρωσης.
Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι το άρθρο 19 του Συντάγματος δεν πρόβλεψε τη σύσταση Οργάνου όπως είναι η Αρχή με εξουσία να ελέγχει την κάθε πλευρά της δραστηριότητας ενός μέσου μαζικής επικοινωνίας ή πληροφόρησης και ούτε πρόβλεψε εξουσία στο όργανο αυτό να τιμωρεί με πρόστιμο τυχόν παραβάτες της Νομοθεσίας.
Ο Νόμος – συνέχισε ο κ. Αγγελίδης – θα μπορούσε, κατά το Σύνταγμα, να προστάτευε τα όσα αναφέρει το άρθρο 19(3) του Συντάγματος επιβάλλοντας πιθανούς όρους ή προϋποθέσεις για την χορήγηση και χρήση της άδειας (βλ. άρθρο 19(5) του Συντάγματος). Επομένως κάθε τυχόν παραβίαση των όσων ήθελε να προστατεύσει το άρθρο 19(3) του Συντάγματος θα έπρεπε να δικάζεται από Δικαστήριο. Ποινές χρηματικές – συμπλήρωσε ο κ. Αγγελίδης – «επιβάλλει μόνο το Δικαστήριο και εάν ο Νόμος είναι Συνταγματικός».
Ο κ. Αγγελίδης έκαμε αναφορά στο άρθρο 19(1) και (2) του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και «της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως και το δικαίωμα της ελευθερίας και της γνώμης και της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών». Υπέβαλε ότι τα δικαιώματα αυτά μπορεί να περιοριστούν μόνο για τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 19.3* του Συντάγματος. Η «προσφορά ενός τηλεοπτικού σταθμού με διαφημίσεις (που ανάγονται σε σχέση προς [*17]την έννοια του άρθρου 26 του Συντάγματος που περιορισμούς έχει μόνο ότι το άρθρο αυτό προβλέπει) δεν επηρεάζει κανένα δικαίωμα ή αγαθό που το άρθρο 19.3 προστατεύει ή αναφέρει προς προστασία». Η προσβαλλόμενη απόφαση - σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη - «είναι το αποτέλεσμα αντισυνταγματικής πρόνοιας του Νόμου και εξουσίας που χορήγησε στην Αρχή που παραβιάζει τα δικαιώματα που προστατεύουν τα άρθρα 12, 19, 24, 25, 26 και 28 του Συντάγματος και στηρίχθηκε σε νόμο που είναι αντισυνταγματικός». Ήταν, περαιτέρω, η θέση του κ. Αγγελίδη ότι ο Νόμος «καθιερώνει μια κατά παραβίαση του Συντάγματος αλλά και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης δικαστική ή τιμωρητική αρχή έξω από το άρθρο 12 του Συντάγματος, που γίνεται ταυτόχρονα κατήγορος - διώκτης, μάρτυρας και δικαστής - τιμωρός».
Σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη η εργασιακή-επαγγελματική επιβίωση της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης εξαρτάται από τη διαφήμιση. Είναι επομένως εύλογο και ευνόητο ότι πρέπει να μπορούν και να έχουν το «δικαίωμα να ρυθμίζουν το μοναδικό αυτό έσοδο τους στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων ως άσκηση εργασίας και στα πλαίσια της άνισης εισοδηματικής μεταχείρισης που τυγχάνουν έναντι του Ρ.Ι.Κ.».
Η «υποχρέωση του άρθρου 33(2) (η) από το Νόμο 7(Ι)/98 και της παραγ. Στ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000 - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης – είναι αντίθετη στα άρθρα 19, 26, 28 και 25 του Συντάγματος. Άνισα μάλιστα προς το Ρ.Ι.Κ. που έχει κρατική επιχορήγηση αλλά και υποχρέωση για εισφορά από τους πολίτες».
Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998 (Ν. 7(Ι)/98).
Με τον πιο πάνω Νόμο έχει ιδρυθεί μια ανεξάρτητη Αρχή, καλούμενη «Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου» (βλ. άρθρο 3(1) του Νόμου). Μια από τις αρμοδιότητες της Αρχής είναι η χορήγηση, ανάκληση, ανανέωση και τροποποίηση αδειών ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών σταθμών, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (βλ. άρθρο 3(2)(α) του Νόμου). Η αρμοδιότητα της αρχής για επιβολή κυρώσεων διέπεται από το άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου το οποίο προβλέπει:
«3(2) Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(ζ) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση –
[*18] (ι) Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·
(ιι) του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας·
(ιιι) των όρων της άδειας·
(ιν) εγκυκλίων οδηγιών ή συστάσεων που εκδίδονται βάσει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ‘κύρωση’ περιλαμβάνει σύσταση, προειδοποίηση, προσωρινή αναστολή λειτουργίας σταθμού για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, ανάκληση της άδειας όπως καθορίζεται στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:
(ι) Μέχρι Λ.Κ.5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό,
(ιι) μέχρι Λ.Κ.2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό,
(ιιι) μέχρι Λ.Κ.1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό,
(ιν) μέχρι Λ.Κ.500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.»
Το θέμα των διαφημίσεων διέπεται από το άρθρο 33 του Νόμου. Το σχετικό με την παρούσα υπόθεση είναι το άρθρο 33(2)(η) του Νόμου το οποίο έχει ως εξής:
«(2) Η μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας από το σταθμό πρέπει να συνάδει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να μην παραβιάζει τις πιο κάτω διατάξεις:
............................................................................................................
(η) Όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύματα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.»
[*19]Δικαστικός έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων.
Στην Lapertas Fisheries κ.ά. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335 έγινε επισκόπηση των αρχών που διέπουν το πιο πάνω θέμα. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:
«Οι αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων έχουν τεθεί στην Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 (απόφαση Ιωσηφίδη, Δ.). Τις παραθέτουμε:
(1) Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία». Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
(2) Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.
(3) Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
(4) Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, με άλλα λόγια τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.
(Βλ. και Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 339 (απόφαση Πική, Π.): «Η μεδοθολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα» (βλ. επίσης, The Improvement Board of Eylenja v. Andreas [*20]Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, Πρόδερος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441 και Miliotis v. Police (1966) 2 C.L.R. 62).»
Η εξέταση των εισηγήσεων του κ. Αγγελίδη περί αντισυνταγματικότητας θα γίνει υπό το φως των πιο πάνω αρχών.
Θα πραγματευθώ πρώτα την εισήγηση του κ. Αγγελίδη περί αντισυνταγματικότητας του πιο πάνω Νόμου λόγω αντίθεσης του με τα άρθρα 19, 24, 25, 26 και 28 του Συντάγματος. Αρχίζω με το άρθρο 19 του Συντάγματος.
Η Δημοκρατία, καθώς ρητά ορίζεται από το άρθρο 19.5 του Συντάγματος, έχει δικαίωμα να απαιτεί την έκδοση άδειας ή λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών. Οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη ρύθμιση των θεμάτων της άδειας λειτουργίας με Νόμο επεξηγούνται ως εξής στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα Α’», εκ. 1991, παραγ. 895:
«Πουθενά, άλλωστε, δεν αναγνωρίζεται ‘ελευθερία ραδιοτηλεοράσεως’ ανάλογη με την ελευθερία του τύπου. Αυτό έχει διπλή σημασία:
α) Η οφειλόμενη σε λόγους τεχνικούς (περιορισμένος αριθμός διαθέσιμων συχνοτήτων) και οικονομικούς (υψηλό κόστος) ιδιοτυπία της ραδιοτηλεοράσεως έναντι του τύπου δεν επιτρέπει ακόμη στην Ευρώπη και μάλιστα στην χώρα μας, το δε Σύνταγμα δεν εγγυάται την ελευθερία εκπομπής ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων ανάλογα με την ελευθερία του τύπου. Μια τέτοια ελευθερία θα οδηγούσε, όπως παρατηρήθηκε, αφενός σε ραδιοτηλεοπτικό χάος αλληλοεξουδετερούμενων ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, και αφετέρου στην περιέλευση της ραδιοτηλεοράσεως στα χέρια ενός πολιτικού, κοσμοθεωριακου ή οικονομικού (ιδιωτικού) ολιγοπωλίου ή και μονοπωλίου.
β) Αντίθετα, προς αποφυγή των κινδύνων αυτών επιβάλλεται η απαίτηση ειδικής κρατικής άδειας για εγκατάσταση και λειτουργία ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, γενικά δε ο κρατικός έλεγχος επί του τρόπου λειτουργίας του. Η ριζικότερη λύση της αναθέσεως της ραδιοτηλεοράσεως σε κρατικό μονοπώλιο εν όψει των εκτεθέντων κινδύνων (ιδίως του δευτέρου) δεν επιβάλλεται μεν, αλλά και δεν αποκλείεται από το Σύνταγμα, ακρι[*21]βώς γιατί το Σύνταγμα δεν αναγνωρίζει ‘ελευθερία ραδιοτηλεοράσεως’ στους πάντες κατ’ αναλογία της ελευθερίας του τύπου.
Αν η άσκηση κρατικού ελέγχου σε ιδιωτικούς φορείς της ραδιοτηλεοράσεως είναι άσκηση δημόσιας εξουσίας, αυτό αληθεύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση που το κράτος (άμεσα ή έμμεσα, δηλ. μέσω αυτοδιοικούμενων δημόσιων οργανισμών) ασκεί de jure μονοπώλιο επί της ραδιοτηλεοράσεως. Επί των πράξεων εκείνων των άμεσα ή έμμεσα κρατικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, που πληρούν τις προϋποθέσεις της εκτελεστής διοικητικής πράξεως, μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος ύστερα από άσκηση αιτήσεως, ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο δικαστικός αυτός έλεγχος αποτελεί ένα από τους φραγμούς του κρατικού μονοπωλίου της ραδιοτηλεοράσεως».
Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση των Harris, O΄Boyle και Warbrick στο σύγγραμμα τους «Law of the European Convention on Human Rights». Υποδεικνύουν (βλ. σελ. 384) ότι υπάρχουν ακόμη τεχνικοί λόγοι όπως τα κράτη συνεχίσουν να ρυθμίζουν τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως δεδομένου του περιορισμένου αριθμού των συχνοτήτων για να υπάρχει αποτελεσματική χρήση αυτών των μέσων. Υποδεικνύουν, επίσης, ότι το άρθρο 10(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης επιτρέπει στα κράτη να αποφασίσουν ποιός θα έχει άδεια να λειτουργεί ραδιοσταθμό ή σταθμό τηλεοράσεως και με βάση ποιούς τεχνικούς ή οικονομικούς όρους.
Στην κρινόμενη περίπτωση το θέμα της χορήγησης άδειας προβλέπεται από το άρθρο 19.5 του Συντάγματος και το άρθρο 10(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Έχει ρυθμισθεί με τον επίδικο Νόμο. Είναι αυτονόητο ότι, εφόσον το Σύνταγμα παρέχει εξουσία για χορήγηση άδειας, η εξουσία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει και την εξουσία θέσπισης νομοθεσίας που να ρυθμίζει και ελέγχει τον τρόπο λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Μια τέτοια νομοθεσία δεν αντίκειται στο άρθρο 19 του Συντάγματος. Έπεται πως ο επίμαχος Νόμος δεν παραβιάζει το άρθρο 19 του Συντάγματος.
Αναφορικά με τη διαφήμιση ο Δαγτόγλου (πιο πάνω) σχολιάζει ως εξής - στην παράγραφο 884 – την οδηγία του Συμβουλίου 89/552/ΕΟΚ:
«884. Η διαφήμιση είναι η χρυσοφόρα πλευρά της τηλεοράσεως. Δεν είναι φυσικά καθόλου επίμεμπτη καθ’ εαυτήν. Αντι[*22]θέτως καθιστά δυνατή την ανεξαρτησία των τηλεοπτικών σταθμών από την κρατική ή άλλη κηδεμονία και εξυπηρετεί αναμφισβήτητα την λειτουργία της αγοράς.
Συνεπάγεται όμως και αρκετούς κινδύνους καταχρήσεως. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί, εν όψει των υψηλών εισοδημάτων από την διαφήμιση, μπορούν να κλείνουν τα μάτια ή και να επιδιώκουν όλο και μεγαλύτερη έκταση των διαφημιστικών εκπομπών και μάλιστα στον δημοφιλή τηλεοπτικό χρόνο και εις βάρος όλων των άλλων προγραμμάτων, διακόπτοντας οποιεσδήποτε και μάλιστα τις δημοφιλείς εκπομπές. Μπορούν ακόμη, έναντι ανάλογης αμοιβής, να δέχονται/ανέχονται συγκεκαλυμμένες διαφημίσεις που καταλαμβάνουν τον θεατή απροετοίμαστο ή ακόμη απευθύνονται στο υποσυνείδητο του ώστε να μη μπορεί να κρίνει και να συγκρίνει λογικά και ψύχραιμα και να υποκύπτει ‘άμαχος’ στις εμπορικές ή άλλες υπαγορεύσεις τηλεοράσεως. Η διαφήμιση μπορεί να έχει περιεχόμενο αντικοινωνικό, προσβλητικό των ατομικών δικαιωμάτων ή και ποινικώς κολάσιμο, καθώς και να εκμεταλλεύεται την απειρία και ευπιστία των ανηλίκων. Οι καταχρήσεις αυτές γίνονται πιθανότερες και επικινδυνότερες σε μια ‘καταναλωτική κοινωνία’.
Η διαφήμιση πρέπει επομένως να κατοχυρωθεί μεν, αλλά και προστατευθεί από τις ίδιες τις καταχρήσεις της. Για τον λόγο αυτό η οδηγία προβλέπει κανόνες που τηρούν την διαφήμιση στο μέτρο του ευλόγου, θεμιτού και νομίμου αφενός και απαγορεύουν τις διάφορες μορφές καταχρήσεως της αφετέρου .....................................................................................................….
886. Σχετικά με τον χρονικό παράγοντα στις διαφημίσεις η οδηγία περιέχει κανόνες αφενός για την διάρκεια τους και αφετέρου για το χρονικό σημείο μεταδόσεως τους, επιτρέποντας όμως και αυστηρότερες εθνικές ρυθμίσεις (άρθρο 19).
Ο χρόνος μεταδόσεως (διάρκεια) που αφιερώνεται στις διαφημίσεις δεν πρέπει να υπερβαίνει το 15% του καθημερινού χρόνου μεταδόσεως (με εξαιρέσεις που φθάνουν το 20%), αλλά όχι περισσότερο της μιας ώρας την ημέρα). Το ποσοστό αυτό μπορεί να κατανέμεται κατά την διάκριση του τηλεοπτικού σταθμού, αλλά δεν μπορεί ποτέ να υπερβαίνει το 20% μιας οποιασδήποτε ώρας, δηλαδή το πολύ 12 λεπτά την ώρα (άρθρο 18).
Το χρονικό σημείο μεταδόσεως των διαφημίσεων ορίζεται κατ’ αρχήν ελεύθερα από τον τηλεοπτικό σταθμό. Υπάρχουν [*23]όμως σπουδαίοι περιορισμοί σχετικά με τις διακοπές για να μεταδοθούν διαφημίσεις (άρθρο 11).
Ο κανόνας είναι ότι η διαφήμιση πρέπει να παρεμβάλλεται μεταξύ των εκπομπών, δηλαδή να μην τις διακόπτει. Ο κανόνας αυτός ισχύει ανεξαίρετα για τις μεταδόσεις θρησκευτικών τελετών, καθώς και τις μη υπερβαίνουσες τα 30 προγραμματισμένα λεπτά μεταδόσεις λοιπών θρησκευτικών εκπομπών, δελτίων ειδήσεων, προγραμμάτων επικαίρων, ‘ντοκυμανταίρ’ και παιδικών εκπομπών. Επίσης στις εκπομπές που αποτελούνται από αυτόνομα μέρη, στις αθλητικές εκπομπές και στα θεάματα ανάλογης διαρθρώσεως που περιλαμβάνουν διαλείμματα η διαφήμιση μπορεί να παρεμβάλλεται μόνο μεταξύ των αυτόνομων μερών ή στα διαλείμματα. Η μετάδοση άλλων εκπομπών μακράς προγραμματισμένης διάρκειας (άνω των 45 λεπτών) μπορεί να διακόπτεται κάθε 45 λεπτά, ή μια φορά ακόμη για εκπομπές διάρκειας άνω των 110 λεπτών. Εν πάση περιπτώσει οι διακοπές πρέπει να απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον 20 λεπτά.»
Βλέπουμε επομένως πως ο κρατικός έλεγχος της λειτουργίας της ραδιοτηλεοράσεως είναι γνωστός και στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχω ήδη αποφανθεί (βλ. πιο πάνω) ότι ο πιο πάνω Νόμος δεν αντίκειται στο άρθρο 19 του Συντάγματος. Περαιτέρω θεωρώ ότι οι διατάξεις του επίμαχου Νόμου, που σχετίζονται με τις διαφημίσεις, στοχεύουν στο να τηρήσουν την διαφήμιση στο μέτρο του ευλόγου, θεμιτού και νομίμου και να απογορεύσουν τις διάφορες μορφές κατάχρησης της. Διαπιστώνω, επομένως, ότι δεν παραβιάζουν το άρθρο 19 του Συντάγματος. Πριν τελειώσω την παρούσα ενότητα θεωρώ ότι έχουν τη θέση τους τα όσα λέχθηκαν στην Πληροφορική και Πολιτιστική Εταιρεία «ο Λόγος» Ο.Ε. κ.ά. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 590:
«Η πολυφωνία είναι χρήσιμη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Προάγει τους σκοπούς της Δημοκρατίας και υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός ιδεών και συμφερόντων είναι στοιχείο συστατικό της Δημοκρατίας. Από την άλλη δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η ραδιοτηλεόραση είναι θεμελιώδης παράγων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Είναι, λοιπόν, επιθυμητό όπως η λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών υπόκειται σε άδεια λειτουργίας με βάση προϋποθέσεις και κριτήρια που θέτει ο Νόμος για να διασφαλίζεται ότι η άδεια λειτουργίας χορηγείται σε άτομα ή οργανισμούς που κατά τεκμή[*24]ριο είναι σε θέση να υπηρετήσουν σωστά το δημόσιο συμφέρον και τους σκοπούς της Δημοκρατίας και δεν θα περιορίσουν ή θα νοθεύσουν τα συστατικά στοιχεία της Δημοκρατίας.»
Παραβίαση των άρθρων 24, 25, 26 και 28 του Συντάγματος.
Ο κ. Αγγελίδης δεν έχει υποδείξει με ποιό τρόπο έχει παραβιασθεί το άρθρο 24 του Συντάγματος. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Σχετικά με το άρθρο 25 μόνο όπου ρυθμίσεις συνήθεις για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή τη διεξαγωγή εμπορίου «πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 και τείνουν να εξουδετερώσουν την ελευθερία που εγγυάται, δικαιολογείται η αποκήρυξη τους ως αντυσυνταγματικών (Βλ. Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616. Βλ. επίσης In re Ali Ralip, 3 R.S.C.C. 102, 105, Police v. Liveras, 3 R.S.C.C. 65, Nicosia Police v. Georghiou and Others, 4 R.S.C.C. 36, District Officer Nicosia and Others v. Michael, 4 R.S.C.C. 126, Police v. Lanitis Bros Ltd (Coca-Cola), 3 R.S.C.C. 10, Kontos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 112, Marabou Floating Restaurant Ltd v. Republic (1973) 3 C.L.R. 397, Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930, Eleourghia Pettemerides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1880, Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 757, Nanoka Ltd v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 471, Εταιρεία Ανδρόνικος Βασιλειάδης & Υιοί Λτδ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 705 και Lapertas Fisheries Ltd (πιο πάνω)).
Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να λεχθεί ότι η επίδικη ρύθμιση πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 25.1 του Συντάγματος. Ακολουθεί πως δεν παραβιάζεται το άρθρο 25 του Συντάγματος. Όπως έχει λεχθεί σκοπός των επίμαχων διατάξεων είναι η τήρηση της διαφήμισης στο μέτρο του ευλόγου, θεμιτού και νομίμου. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται λόγος για επηρεασμό του πυρήνα του δικαιώματος που διασφαλίζεται από το άρθρο 25.1 του Συντάγματος.
Αναφορικά με το άρθρο 26 του Συντάγματος και πάλιν ο κ. Αγγελίδης δεν έχει επεξηγήσει δεόντως γιατί παραβιάζεται το άρθρο 26 του Συντάγματος. Το άρθρο 26.1 του Συντάγματος, καθώς έχει νομολογηθεί, διασφαλίζει το δικαίωμα σύναψης νομίμων συμβάσεων και όχι των δικαιωμάτων που δημιουργούνται δυνάμει τέτοιων συμβάσεων (Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125). Πρόσθετα το άρθρο 26 του Συντάγματος δεν αποκλείει την [*25]θέσπιση νομοθεσίας που να ρυθμίζει τις συμβατικές σχέσεις (Loizou v. Poulis (1969) 1 C.L.R. 17). Στην κρινόμενη περίπτωση η σχετική πρόνοια δεν απαγορεύει τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ των διαφημιζομένων και του Σταθμού. Απλώς στοχεύει στην τήρηση της διαφήμισης στο μέτρο του ευλόγου κλπ. (βλ. πιο πάνω). Θεωρώ, επομένως, ότι δεν πλήττεται με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το άρθρο 26 του Συντάγματος. Έπεται πως ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δεν ευσταθεί.
Όπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. πιο πάνω) λειτουργεί τεκμήριο υπέρ της συνταγματικότητας των Νόμων, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καμφθεί το τεκμήριο συνταγματικότητας σε σχέση με οποιοδήποτε από τα πιο πάνω άρθρα 19, 24, 25 και 26.
Αναφορικά με το άρθρο 28 του Συντάγματος ο κ. Αγγελίδης έχει συνδέσει το θέμα της παραβίασης του άρθρου 28 με την κρατική επιχορήγηση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (το Ρ.Ι.Κ.) το οποίο «διαφημίζει πωλώντας τηλεοπτικό χρόνο». Υπέβαλε ότι οι ιδιωτικοί ραδιοσταθμοί, κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος, δεν τυγχάνουν τέτοιας επιχορήγησης.
Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125).
Στην υπόθεση Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294 έχουν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:
(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση «πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων» (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).
(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 – το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 – «αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων» (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).
(3) «Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ’ [*26]όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ αυτών» (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).
(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται «επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας» (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).
Στην Αntenna T.V. ΛΤΔ κ.ά. ν. Α.Η.Κ. κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 793, έχει επιχειρηθεί σύγκριση των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών με το Ρ.Ι.Κ.:
«Η δημιουργία ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών μπορεί να συμβάλλει στην πολυφωνία στον τομέα της πληροφόρησης και υπό κατάλληλες συνθήκες μπορεί να εξασφαλίζει πραγματική άμιλλα και άνοδο της ποιότητας των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων. Ωστόσο πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί διοικούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες, όπως είναι φυσικό, στοχεύουν στο κέρδος. .........................................................
Θεωρούμε επομένως ότι η ύπαρξη και λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στον τόπο μας, η οποία δεν αποβλέπει στο κέρδος, συνιστά μια μορφή έμμεσου κρατικού ελέγχου που στοχεύει και στην εγγύηση της αντικειμενικότητας της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης. Μια τέτοια εγγύηση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Επομένως η ύπαρξη και λειτουργία του Ρ.Ι.Κ., το οποίο αποτελεί Οργανισμό Δημόσιας Ωφελείας, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Όπως δε αναφέρεται και στο προοίμιο του Νόμου 14/79 η λειτουργία του Ρ.Ι.Κ. αποτελεί εις το σύγχρονον κράτος ουσιώδη κοινωνικήν λειτουργίαν. Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι η ανάγκη για την εξασφάλιση πόρων οι οποίοι θα διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη θέσπιση του Νόμου 120/90.»
Έχω την άποψη πως, για τους λόγους που εκτίθενται στην πιο πάνω υπόθεση, οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί και το Ρ.Ι.Κ. δεν τελούν υπό τας αυτάς συνθήκας. Πρόκειται για ρύθμιση σχέσεων που δεν τελούν υπό τας αυτάς συνθήκας. Επομένως η κρατική επιχορήγηση του Ρ.Ι.Κ. δεν καθιστά την επίμαχη διάταξη αντίθετη με το άρθρο 28 του Συντάγματος. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.
[*27]Παραβίαση του άρθρου 12 του Συντάγματος.
Ήταν περαιτέρω η θέση του κ. Αγγελίδη ότι η επίδικη παραβίαση θα έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Συντάγματος, να δικάζεται από Δικαστήριο «και εάν ο Νόμος είναι συνταγματικός». Υπέβαλε ότι η ποινή που προβλέπεται από τον επίμαχο Νόμο είναι η ποινή «που προβλέπει το άρθρο 19(3) του Συντάγματος και κατ’ επέκταση το άρθρο 12 και άρα δεν τίθεται θέμα να εξαιρεθούν των διαδικασιών του Δικαστηρίου η τιμωρία δια χρηματικών ποινών μέσω δήθεν διοικητικού προστίμου».
Σε σχέση με το άρθρο 19(3) του Συντάγματος πρέπει να λεχθεί ότι με τον επίμαχο Νόμο δεν επιβάλλονται περιορισμοί, όροι κλπ. στα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το άρθρο 19(1) και (2) εντός της έννοιας του άρθρου 19.3 του Συντάγματος. Οι επίδικες διατάξεις βρίσκουν έρεισμα στο άρθρο 19.5 του Συντάγματος. Έπεται πως δεν εγείρεται θέμα ερμηνείας του όρου «ποινάς» που συναντούμε στο άρθρο 19.3 του Συντάγματος. Απομένει να εξεταστεί κατά πόσο η επίδικη κύρωση συνιστά ποινή εντός της έννοιας του άρθρου 12.1* του Συντάγματος. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η Αρχή έχει παραβιάσει το άρθρο 12 του Συντάγματος.
Στη Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co. Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 460 αντικείμενο της προσφυγής ήταν η απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων με την οποία «απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή της εφεσίβλητης εταιρείας εναντίον της απόφασης της Αρμόδιας Αρχής για επιβολή χρηματικής ποινής £700,00, με βάση το Άρθρο 8 του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, του Πρωτοκόλλου αυτής του 1978 και των Αποφάσεων MSC1(XLV) και MSC2(XLV) του 1981 (Κυρωτικός) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1985, (Αρ. 77/85), (ο ‘Νόμος’)».
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εταιρείας υποστήριξε ότι η επιβολή της χρηματικής ποινής αποτελεί αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και οι επίδικες πρόνοιες του Άρθρου 8 είναι [*28]αντίθετες με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Για υποστήριξη παρέθεσε την απόφαση Chrysostomou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2666, 2674.
Πρόβαλε ότι, στη διοικητική διαδικασία, με βάση τις προσβαλλόμενες πρόνοιες του Νόμου, η εφεσίβλητη εταιρεία στερείται των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος για κάθε κατηγορούμενο.
Στην απόφαση της Ολομέλειας (απόφαση πλειοψηφίας) έγινε ερμηνεία του όρου «ποινική κατηγορία» που συναντούμε στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος με αναφορά σε νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ερμηνευτική του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο είναι ταυτόσημο με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Στην υπόθεση Engel and others, Eur. Court H.R., Απόφαση 8 Ιουνίου/23 Νοεμβρίου, 1976, Series A, No. 22, το Δικαστήριο είπε ότι ο όρος ‘criminal charge’ είναι αυτόνομος και πρέπει να ερευνάται μέσα στα πλαίσια της Σύμβασης. Η Σύμβαση επιτρέπει σε κάθε χώρα να καθιδρύει και διατηρεί διάκριση μεταξύ του ποινικού νόμου και του πειθαρχικού. Κάθε χώρα είναι ελεύθερη να καθορίζει ως ποινικό αδίκημα πράξη ή παράλειψη ή να μην ποινικοποιεί ορισμένες πράξεις ή παραλείψεις.
Τα κριτήρια για την ύπαρξη ή όχι ποινικής κατηγορίας είναι τρία:-
(α) Ο χαρακτηρισμός που δίδει το δίκαιο μιας χώρας.
(β) Η φύση του αδικήματος αυτού· και
(γ) Ο βαθμός αυστηρότητας της προνοουμένης κύρωσης.
Αυτό επαναλήφθηκε σε αριθμό υποθέσεων – (βλ. τελευταία υπόθεση Demicoli, Eur. Court H.R., Απόφαση 27 Αυγούστου, 1991, Series A, No. 210).
Στην Αίτηση 8998/80 – X. v. Austria – ημερομηνίας 3 Μαρτίου, 1983, D. & R. 32, σελ. 150, η Επιτροπή είπε:
[*29]“The availability of a criminal penalty in the formal sense, the nature of the offence and the kind and degree of severity of the sanction are criteria to be applied in determining whether administrative proceedings which have a punitive character concern the ‘determination of a criminal charge’.”*
Στην Ελλάδα, το Σύνταγμα, και ειδικά του 1975 όπως και του 1952, προβλέπει διαχωρισμό των εξουσιών.
Το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας, σε μια σειρά υποθέσεων του, αποφάσισε ότι η χρηματική ποινή ως διοικητικό μέτρο δεν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα.
Η επιβολή χρηματικής κύρωσης με τη μορφή χρηματικής ποινής από Λιμενική Αρχή θεωρήθηκε ως εκτελεστή διοικητική πράξη (Απόφαση Συμβουλίου Επικρατείας 671/55 (Ολομέλειας)).
Στην Απόφαση 1829/87 το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ότι η επιβολή ‘της διοικητικής ποινής του προστίμου και μάλιστα ανεξαρτήτως της τυχόν ποινικής ευθύνης των παραβατών, η οποία διαπιστούται υπό των ποινικών δικαστηρίων, ουδόλως συνιστά ρύθμιση ενέχουσα παράβαση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχής της διακρίσεως των εξουσιών ή αντιβαίνουσα στα άρθρα 7 και 8 του Συντάγματος, δεδομένου ότι απόκειται στην ευχέρεια του νομοθέτου να ρυθμίζει τη συναλλακτική δραστηριότητα με την πρόβλεψη διοικητικής παρεμβάσεως’.
Στην Απόφαση 257/87 ειπώθηκε:
‘Επειδή η διά των ανωτέρω διατάξεων του νόμου ανάθεσις εις διοικητικά όργανα της διαπιστώσεως αγορανομικής παραβάσεως και επιβολής συντρεχούσης περιπτώσεως, πλην άλλων και του διοικητικού μέτρου του προστίμου και δη ανεξαρτήτως της τυχόν ποινικής ευθύνης των παραβατών, η οποία διαπιστούται υπό των ποινικών δικαστηρίων, απόκειται εις την ευχέρειαν του νομοθέτου να ρυθμίζη την συναλλακτικήν δραστηριότητα με την πρόβλεψιν καταλλήλου διοικητικής παρεμ[*30]βάσεως, ώστε δια της θεσπίσεως των διατάξεων αυτών δεν παραβιάζονται συνταγματικαί διατάξεις και ειδικώτερον αι περί διακρίσεως των λειτουργιών (ΣΕ 4299/86). Συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος αντισυνταγματικότητος των διατάξεων αυτών, διότι η διαπίστωσις αγορανομικής παραβάσεως θα έπρεπε να ανατίθεται εις τα αρμόδια δικαστήρια και όχι εις όργανα της διοικήσεως, πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμος. (βλ., επίσης, Απόφαση 688/87).
.........................................................
Το Συμβούλιο Επικρατείας αποφάσισε ότι η ανεξαρτησία, κατ’ αρχήν, της επιβολής διοικητικών κυρώσεων από εκείνη των ποινικών αποτελεί γενική αρχή του διοικητικού δικαίου – (Βλ. Απόφαση 1840/89). Η επιβολή διοικητικών κυρώσεων αποτελεί άσκηση διοικητικής κατ’ ουσίαν αρμοδιότητας (βλ. Αποφάσεις 671/1955, 1396/1976, 688/1987).
Οι διοικητικές κυρώσεις δεν αντίκεινται στις διατάξεις του Συντάγματος για το φυσικό Δικαστή – (Άρθρο 8, παράγραφος 1) – και ούτε αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών – (βλ. Απόφαση 1396/1976). Οι διοικητικές ποινές αφορούν τους μη συμμορφούμενους προς τη διοικητική νομοθεσία ιδιώτες και επιβάλλονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. Απόφαση 688/1987). Η γενική αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται κατά την επιβολή δυσμενών διοικητικών μέτρων ή ποινών, δηλαδή, πρέπει η διοίκηση να προβαίνει σε συνεκτίμηση της βαρύτητας της παράβασης και της επιβαλλόμενης κύρωσης – (βλ. Αποφάσεις 257/1987, 1829/1987, 4024/1990).
Το Γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο (Conseil Constitutionnel), στην Απόφαση 88-248 DC, της 17ης Ιανουαρίου, 1989 – (βλ. Debbasch (Ch) “Les Grands Arrets du Droit de I’ Audiovisuel”, Paris, Sirey 1991, σελ. 319-336) – αποφάσισε ότι οι πρόνοιες του Νόμου περί Ελέγχου της Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης (Κρατικής και Ιδιωτικής), με τις οποίες δίδεται εξουσία στο Ανώτερο Συμβούλιο Οπτικοακουστικών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, να επιβάλλει:-
(α) με βάση το Άρθρο 42-1, τις ακόλουθες ποινές:- αναστολή της άδειας λειτουργίας ή αναστολή ενός μέρους των προγραμμάτων του σταθμού, αλλά όχι περισσότερο από ένα μήνα και μετά από όχληση.
[*31]- μείωση της διάρκειας της άδειας λειτουργίας, αλλά όχι περισσότερο από ένα χρόνο·
- εάν η παράλειψη δεν αποτελεί ποινική παράβαση, χρηματική ποινή, συνδυασμένη ενδεχομένως με αναστολή της άδειας λειτουργίας ή με αναστολή μέρους των προγραμμάτων·
- Ανάκληση της άδειας λειτουργίας· και
(β) με βάση το Άρθρο 42-2, χρηματική ποινή που δεν μπορεί να υπερβεί το 3% του κύκλου εργασιών (αφορολόγητου) του αδειούχου, υπολογιζόμενου σε μια περίοδο 12 μηνών, δεν είναι αντίθετες με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, όπως διακηρύχθηκε με το Άρθρο 16 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789.
Το Γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε τη συνταγματικότητα των διοικητικών ποινών, οι οποίες, όμως, πρέπει να σέβονται τις πιο κάτω αρχές:-
1. Ουδεμία ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο.
2. Αναγκαιότητα της ποινής στη συγκεκριμένη περίπτωση.
3. Μη αναδρομική εφαρμογή αυστηρότερης νομοθεσίας.
4. Αρχή του δικαιώματος της υπεράσπισης.
5. Η απόφαση, με την οποία επιβάλλεται η διοικητική χρηματική ποινή, πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
6. Η χρηματική διοικητική ποινή να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Το ποσό της ποινής εξαρτάται από τη σοβαρότητα της παράλειψης.
7. Οι διοικητικές αποφάσεις που επιβάλλουν τις ποινές αυτές να υπάγονται στο δικαστικό έλεγχο του Γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας.
Η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών είναι διάχυτη σ΄ ολόκληρο το συνταγματικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Άρθρο ΙΙΙ, s. 1, προβλέπει:-
Η Πέμπτη και η Δέκατη Τέταρτη Τροποποίηση του Συντάγματος επιβάλλουν:-
‘No person shall be … deprived of his life, l liberty or property, without due process of law.’
Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισε ότι η επιβολή χρηματικής ποινής από διοικητικό όργανο, [*32]όχι, όμως, οποιασδήποτε ποινής η οποία να προσβάλλει την ελευθερία του ατόμου, δεν είναι αντίθετη με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, ούτε με την αρχή του due process of law – (βλ. Basu’s “Commentary on the Constitution of India, 6η έκδοση, Τόμος Β, 1975, σελ. 56, Oceanic Steam Nav. Co. v. Stranahan, 53 Law Ed., U.S. 25, 211-214, σελ. 1013).
............................................................................................................
Η διοικητική ποινή διακρίνεται από την ποινική ποινή – (sanction administrative ή penale). Οι δυο διαφορετικές κυρώσεις αντιστοιχούν με το διοικητικό μέτρο και την ποινική ποινή κολασμού ποινικών αδικημάτων. Είναι στην τελευταία που αναφέρεται η φράση «criminal charge» - «ποινική κατηγορία».
Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης εκτελεστής διοικητικής απόφασης. Εξετάζεται, παρεμπιπτόντως, η συνταγματικότητα του μέρους του νόμου που επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Το Δικαστήριο δεν επεκτείνεται στην έρευνα της γενικής αντισυνταγματικότητας. Μόνο, αν η διάταξη νόμου, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, είναι, πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, αντίθετη και ασύμφωνη με συνταγματική διάταξη, παραμερίζεται και δεν εφαρμόζεται και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ακυρώνεται – (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αντρέα Κ. Χ”Ιωάννου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 401).
Στην παρούσα υπόθεση εξετάσαμε το επίδικο Άρθρο 8 του Νόμου, με βάση τις αρχές που έχουμε προαναφέρει.
Η Διοίκηση έχει την εποπτεία της εφαρμογής του Νόμου και τήρησης της Σύμβασης από τα πλοία που είναι γραμμένα στο Κυπριακό Νηολόγιο, οπουδήποτε και αν βρίσκονται, και από τα αλλοδαπά πλοία μέσα στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας.
Λάβαμε υπόψη της παραβάσεις, όπως καταγράφονται στην έκθεση των Βελγικών Αρχών που έχουμε αναφέρει. Είναι διοικητικές παραβάσεις και δε συνιστούν ποινικά αδικήματα.
............................................................................................................
Δεν υπάρχει στην παρούσα υπόθεση, με βάση όλα τα κριτήρια στα οποία έχουμε αναφερθεί, «ποινική κατηγορία». Οι αρ[*33]χές της φυσικής δικαιοσύνης τηρούνται και το πλοίο έχει το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο ασκείται με υποβολή γραπτής έκθεσης, όπως ορίζει ο Νόμος. Η χρηματική ποινή, απλώς, αποτελεί επιβάρυνση πάνω στο πλοίο. Δε συνεπάγεται προσβολή της ελευθερίας του ατόμου που διασφαλίζεται από το Άρθρο 11 του Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας τηρείται και περιέχεται στο κείμενο του ίδιου του Άρθρου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και υπόκειται σε αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφέρεται σε ποινική κατηγορία μόνο και δεν αποκλείει την επιβολή χρηματικής διοικητικής ποινής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, βρίσκουμε ότι το Άρθρο 8 του Νόμου δεν είναι αντίθετο ή ασύμφωνο με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη της επιβολής της χρηματικής ποινής των £700,00 δεν εκδόθηκε με βάση αντισυνταγματική νομική διάταξη.»
Στο βιβλίο των D.J. Harris, M. O’ Boyle και C. Warbrick “Law of the European Convention on Human Rights”, στις σελ. 167-173, επιχειρείται ανάλυση του όρου «ποινική κατηγορία» (“criminal charge”) με αναφορά στην Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στα πιο πάνω 3 κριτήρια (βλ. πιο πάνω) τα οποία είχαν τεθεί στην υπόθεση Engel (βλ. πιο πάνω). Υποδεικνύεται (βλ. σελ. 169) ότι ένας άλλος παράγοντας που εξετάζεται είναι κατά πόσο η σχετική νομοθετική διάταξη τυγχάνει γενικής εφαρμογής ήτοι κατά πόσο εφαρμόζεται στο κοινό γενικά ή μέρος αυτού και όχι απλώς στα μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας. Γίνεται αναφορά στην υπόθεση Weber v. Switzerland A 177 [1990] στην οποία ο αιτητής υπέβαλε παράπονο το οποίο οδήγησε σε ποινική διαδικασία εναντίον άλλου προσώπου. Kαταδικάσθηκε δυνάμει του Ελβετικού Νόμου για το αδίκημα της αποκάλυψης πληροφοριών κατά παράβαση εμπιστοσύνης σε σχέση με τη διεξαγωγή της δικαστικής έρευνας που ήταν το αποτέλεσμα του παραπόνου του. Παρόλο ότι το αδίκημα δεν είχε ταξινομηθεί ως ποινικό αδίκημα, δυνάμει του Ελβετικού Νόμου, κρίθηκε ότι εμπίπτει εντός του άρθρου 6 της Σύμβασης γιατί ετύγχανε εφαρμογής σε ολόκληρο τον πληθυσμό και ετιμωρείτο με πρόστιμο ή πιθανή φυλάκιση.
Ένας άλλος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη είναι η δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης [*34]από αρμόδιο Δικαστήριο το οποίο έχει την εξουσία να αποφανθεί επί όλων των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που επιθυμεί να εγείρει ένας διάδικος (βλ. Harris κλπ., πιο πάνω, σελ. 193 και Oerlermans v. Netherlands A219 [1991] – στην οποία κρίθηκε ότι η δυνατότητα έγερσης διαδικασίας ενώπιον Πολιτικών Δικαστηρίων τα οποία μπορούσαν να αποφανθούν ότι η απόφαση παραβιάζει τα νόμιμα δικαιώματα του αιτητή ή ήταν αντίθετη (ι) προς του κανόνες του διεθνούς ή του ημεδαπού δικαίου που προστάτευαν τα συμφέροντα του ή (ιι) προς τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης, οι οποίες απαγορεύουν οποιαδήποτε κατάχρηση εξουσίας και περιλαμβάνουν τις αρχές της αναλογικότητας και αιτιολογημένων αποφάσεων και την ανάγκη λήψης υπόψη των σχετικών παραγόντων, ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 6(1) της Σύμβασης.
Έχοντας υπόψη ότι όλοι οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης τυγχάνουν εφαρμογής στο δικό μας σύστημα δικαίου θα ληφθεί υπόψη και η δυνατότητα της δικαστικής αναθεώρησης.
Λαμβάνω υπόψη τα πιο πάνω τρία κριτήρια. Ο Νόμος 7(Ι)/98 δε χαρακτηρίζει ως ποινικές τις επίδικες παραβάσεις (βλ. κριτήριο (α)). Ούτε και η φύση των παραβάσεων είναι ποινική (βλ. κριτήριο (β)). Μάλιστα στο Νόμο 7(Ι)/98 γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ παραβάσεων που τιμωρούνται από την Αρχή και των ποινικών αδικημάτων. Με το άρθρο 48(1)(2)(3)(4)(5) και (6) του Νόμου 7(Ι)/98 δημιουργούνται ωρισμένα ποινικά αδικήματα. Πρόσθετα στο ίδιο άρθρο προνοούνται και οι ποινές. Αποτελούνται από «φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή και τις δύο ποινές». Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 48(4) «το δικαστήριο μπορεί επιπρόσθετα με την επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής να διατάξει τον άμεσο τερματισμό της λειτουργίας του σταθμού ... ή για όσο χρόνο και με τέτοιους όρους που το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να επιβάλει». Αναφορικά με το κριτήριο (γ) – αυστηρότητα της προνοούμενης κύρωσης - θεωρώ ότι οι προβλεπόμενες από το Νόμο κυρώσεις (έχουν παρατεθεί πιο πάνω) δεν είναι της αυστηρότητας εκείνης που θα μπορούσαν να τις εντάξουν εντός της έννοιας του όρου «ποινή» που συναντούμε στο άρθρο 12 του Συντάγματος. Το ανώτατο όριο του διοικητικού προστίμου – Λ.Κ.5.000 – και οι άλλες κυρώσεις που προβλέπονται από το Νόμο 7(Ι)/98, δεν μπορούν λαμβανομένης υπόψη και της αξίας του χρήματος και των οικονομικών δεδομένων ενός τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας να θεωρηθούν ως ποινή εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 12 του Συντάγματος. Πρόσθετα λαμβάνω υπόψη ότι [*35]οι προβλεπόμενες κυρώσεις έχουν πάρα πολύ περιορισμένο κύκλο εφαρμογής – τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς. Αυτός ο παράγοντας, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, μπορεί να ληφθεί υπόψη. Τέλος λαμβάνω υπόψη τη δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης. Ούτε και οι κατηγορίες που έχουν προσαφθεί κατά των αιτητών συνιστούν «ποινικές κατηγορίες εντός της έννοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος». Ακολουθεί πως η Αρχή μπορούσε να επιληφθεί των επιδίκων παραβάσεων. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε περαιτέρω ότι έχει σημειωθεί παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης για το λόγο ότι η Αρχή λειτούργησε ως κατήγορος, μάρτυρας και Δικαστής.
Παρόμοιος λόγος ακύρωσης είχε προβληθεί και στην Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ.2), (2001) 4 Α.Α.Δ. 1086. Ο Αρτέμης, Δ., έθεσε το θέμα ως εξής:
«Αναφέρθηκε πιο πάνω η δυνατότητα της Αρχής για αυτεπάγγελτη διερεύνηση παραβάσεων του Νόμου. Περιέπεσαν στην αντίληψη της οι αναφερθείσες παραβάσεις, έδωσε την ευκαιρία στους υπεύθυνους του σταθμού .να προβάλουν τις απόψεις και θέσεις τους και αφού μελέτησε τα ενώπιον της στοιχεία, προχώρησε στη λήψη της επίδικης απόφασης. Αυτό αίρει την υποψία ότι η Αρχή ενεργούσε ως Δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε προδιαγράψει την κύρωση. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης για παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 12 του Συντάγματος απορρίπτεται.»
Υιοθετώ την πιο πάνω προσέγγιση. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε «πρόσθετα ή διαζευκτικά» ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας περί την ερμηνεία και/ή εφαρμογή του άρθρου 33(2) (η) του Νόμου 7(Ι)/98 από τους καθ’ ων η αίτηση, όπως επίσης και της παραγράφου Στ(3) του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000 με βάση τα όσα οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν στην απόφαση τους».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν έχει επεξηγήσει με ποιό τρόπο η προσβαλλόμενη απόφαση «πάσχει περί την ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων». Κατά συνέπεια η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να εξεταστεί.
[*36]Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε, επίσης, ότι δεν υπάρχει αιτιολογία της ποινής των Λ.Κ.10.400. Η Αρχή επέβαλε πρόστιμο Λ.Κ.10.400 δηλαδή κοστολόγησαν την κάθε παράβαση για Λ.Κ.100. Διερωτήθηκε κατά πόσο «οι δήθεν παραβάσεις ήσαν της αυτής βαρύτητας και ταυτόσημες ως προς το χρόνο». Πρόσθετα διερωτήθηκε με ποιά αιτιολογία «επεβλήθη η ίδια ποινή για παράβαση 1 λεπτού πέραν των 3½ της διαφήμισης και η ίδια ποινή για την παράβαση 2 ή 3 λεπτών».
Έχει νομολογηθεί ότι η φύση της αιτιολογίας που απαιτείται είναι πάντοτε θέμα βαθμού που εξαρτάται από τη φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης (HadjiVassiliou and Others v. Republic (1974) 3 C.L.R. 130).
Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για κυρώσεις που επιβάλλονται στη διαδικασία άσκησης ελέγχου επί του τρόπου λειτουργίας του Σταθμού. Οι κυρώσεις αυτές έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών κυρώσεων. Στη διαδικασία της προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, το Δικαστήριο «δεν ελέγχει την κρίσιν του πειθαρχικού δικαστού περί της βαρύτητος του παραπτώματος και της επιβλητέας ποινής, διότι ταύτα απόκεινται εις την ελευθέραν εκτίμησιν του δικάσαντος οργάνου. Έλεγχον όμως από απόψεως νομιμότητος την ελευθέραν εκτίμησιν του πειθαρχικού δικαστού, δικαιούται να ερευνήση μη τι ούτος περιέπεσεν εις πλάνην περί τα πράγματα» (Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, 221, Christodoulides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99, 125, 126, Κυριακόπουλος «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», 4η έκδοση, Τόμος ΙΙΙ, σελ. 305, 308).
Έπεται πως η επίδικη αιτιολογία θα εξεταστεί υπό το φως της πιο πάνω θέσης της νομολογίας. Έχει ήδη παρατεθεί η απόφαση της Αρχής που σχετίζεται με το επίδικο πρόστιμο (βλ. πιο πάνω).
Αφού έλαβα υπόψη τη δοθείσα αιτιολογία σε συνάρτηση με την πιο πάνω θέση της νομολογίας κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.
Με άλλο λόγο ακύρωσης ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η Αρχή δεν έχει εφαρμόσει τον Καν. 42 της Κ.Δ.Π. 10/2000. Ο Καν. 42 απαιτεί πόρισμα πλήρως αιτιολογημένο ενώ το επίδικο πόρισμα ούτε πόρισμα είναι ούτε αιτιολογημένο.
Πράγματι ο Καν. 42(5) απαιτεί πλήρως αιτιολογημένο πόρισμα. [*37]Ανάγνωση του πορίσματος αποκαλύπτει ότι περιέχει τα εξής στοιχεία σε σχέση με κάθε μια από τις επίδικες παραβάσεις: ημερομηνία, ώρα και διάρκεια της παράβασης. Δίνει, επίσης, τις λεπτομέρειες της νομοθετικής διάταξης που έχει παραβιασθεί. Έχω την άποψη ότι τα πιο πάνω στοιχεία ικανοποιούν πλήρως την απαίτηση του κανονισμού για πλήρη αιτιολογία. Περαιτέρω πρέπει να τονισθεί ότι οι αιτητές δέχθηκαν την διάπραξη των παραβάσεων και απολογήθηκαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η εισήγηση περί έλλειψης αιτιολογίας στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τέλος ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η Αρχή καταδίκασε τους αιτητές με βάση την παραγ. Στ(3) του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000, η οποία είναι ultra vires και εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης. Δεν μπορεί – συνέχισε ο κ. Αγγελίδης – «αυτεξούσια ένας κανονισμός να προνοεί για παραβάσεις αν οι παραβάσεις αυτές δεν προνοούνται σε συγκεκριμένη διάταξη Νόμου και προφανώς δεν είναι δυνατή η μετά από τέτοια διαδικασία εκτός Νόμου, επιβολή χρηματικής ποινής». Ο κ. Αγγελίδης έκαμε αναφορά στο πιο πάνω άρθρο 3(2) (ζ) του Νόμου 7(Ι)/98 (έχει παρατεθεί πιο πάνω) το οποίο δίνει τον ορισμό του όρου «κύρωση». Υποστήριξε ότι οι κυρώσεις αφορούν σε παράβαση του Νόμου και των όρων άδειας «χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη και για τους Κανονισμούς οι οποίοι δεν μπορούν από μόνοι τους (έξω από την εξουσιοδότηση του Νόμου) να καθορίζουν παραβάσεις και κυρώσεις».
Το άρθρο 51(1) του Νόμου παρέχει εξουσία στην Αρχή για έκδοση Κανονισμών «για την καλύτερη εφαρμογή» του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 51(2) του Νόμου οι Κανονισμοί μπορούν να ρυθμίζουν τα πιο κάτω θέματα:
«..........................................................................................................
(στ) Τρόπους ελέγχου αδειούχου σταθμού, όσον αφορά την τήρηση από αυτόν των όρων της άδειάς του και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(ζ) Κώδικα που να διέπει με λεπτομέρεια τα των διαφημίσεων, ο οποίος ετοιμάζεται από την Αρχή έπειτα από διαβουλεύσεις με το Σύνδεσμο Διαφημιστών.
............................................................................................................
(ιδ) Την επιβολή χρηματικών ποινών λόγω παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών [*38]που εκδίδονται με βάση αυτόν, σε περίπτωση που αυτές δεν προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.»
Η πιο πάνω Κ.Δ.Π. 10/2000 έχει εκδοθεί δυνάμει των εξουσιών που χορηγούνται στην Αρχή με το πιο πάνω άρθρο 51 του Νόμου. Οι σχετικές με το θέμα των διαφημίσεων διατάξεις της πιο πάνω Κ.Δ.Π. περιέχονται στην παραγ. Στ(3) του Παραρτήματος ΙΧ η οποία, στο βαθμό που είναι σχετική, έχει ως εξής:
«ΣΤ. ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΛΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΜΥΝΗΜΑΤΩΝ.
..........................................................................................................
3. Διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος
Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά.»
�Λαμβάνω υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 51(2)(ζ) του Νόμου 7(Ι)/98. Έχω την άποψη ότι η Κ.Δ.Π. 10/2000 έχει θεσπισθεί με νομοθετική εξουσιοδότηση, ήτοι δυνάμει των προνοιών του άρθρου 51(2)(ζ) του Νόμου. Περαιτέρω έχω την άποψη πως το λεκτικό του εδαφίου (ζ) του άρθρου 51(2) είναι τέτοιο που επιτρέπει σαφώς την θέσπιση κανονισμών οι οποίοι να περιέχουν πρόνοιες για παραβάσεις του κώδικα διαφημίσεων.
Τέλος λαμβάνω υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 3(2)(ζ)(ι) του Νόμου 7(Ι)/98 (έχει παρατεθεί πιο πάνω) σύμφωνα με τις οποίες η Αρχή επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση «των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν». Θεωρώ ότι ο Νόμος παρέχει εξουσία στην Αρχή να επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση και των Κανονισμών. Επομένως η περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Αγγελίδη δεν ευσταθεί. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Για όλους του πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
* Το άρθρο 12.1 του Συντάγματος προβλέπει:
“12.1 Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής και εις ουδένα επιβάλλεται δι’αδίκημα τι ποινή βαρυτέρα της ρητώς προβλεπομένης υπό του κατά τον χρόνον της τελέσεως ισχύοντος νόμου.”
* Το άρθρο 19.3 προβλέπει:
«3. Η ενάσκησις των δικαιωμάτων, περί ων η πρώτη και δευτέρα παράγραφος του παρόντος άρθρου, δύναται να υποβληθή εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς προδιαγεγραμμένους υπό του νόμου και αναγκαίους μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ή προς παρεμπόδισιν της αποκαλύψεως πληροφοριών ληφθεισών εμπιστευτικώς ή προς διατήρησιν του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.»
* Το άρθρο 12.1 του Συντάγματος προβλέπει:
«12.1 Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής και εις ουδένα επιβάλλεται δι’ αδίκημα τι ποινή βαρυτέρα της ρητώς προβλεπομένης υπό του κατά τον χρόνον της τελέσεως ισχύοντος νόμου.»
* «Το διαθέσιμο ποινικής τιμωρίας υπό την τυπική έννοια, η φύση του αδικήματος και το είδος και ο βαθμός της αυστηρότητας των κυρώσεων αποτελούν κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπόψη όταν αποφασίζεται κατά πόσο οι διοικητικές διαδικασίες οι οποίες είναι ποινικού χαρακτήρα αναφέρονται στη διάγνωση ποινικής κατηγορίας.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο