(2003) 4 ΑΑΔ 129
[*129]7 Φεβρουαρίου 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
OTIS ELEVATOR (CYPRUS) LTD.,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
3. ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
4. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 430/2000)
Προσφορές ― Προσφοροδότης ― Κοινοπραξία ημεδαπής με αλλοδαπή επιχείρηση ― Έννοια της «κοινοπραξίας» στον σχετικό όρο προσφοράς, δεν συνιστά «συνεταιρισμό» του οποίου η έννοια καθορίζεται στον περί Συνεταιρισμού Νόμο (Κεφ. 116) ― Η κοινοπραξία (Joint Venture) δεν απαιτείται να καταχωρηθεί στο μητρώο για να αποκτήσει νομική υπόσταση.
Προσφορές ― Αξιολόγηση προσφορών ― Εμπίπτει στην απόλυτη κρίση του διοικητικού οργάνου ― Η κρίση της διοίκησης σε θέματα τεχνικά είναι ανέλεγκτη από το Δικαστήριο.
Προσφορές ― Συμβούλιο Προσφορών ― Σύνθεση ― Παρουσία λειτουργών της υπηρεσίας για σκοπούς διευκρινίσεων επιτρεπτή, εφόσον αποχωρούν πριν τη συζήτηση και λήψη απόφασης ― Νόμιμη η σύνθεση του Συμβουλίου.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της κατακύρωσης της επίδικης προσφοράς στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
[*130]1. Η συνεργασία με τη μορφή “Κοινοπραξίας” δεν μπορεί να ταυτισθεί με την έννοια του “συνεταιρισμού” όπως αυτή ρυθμίζεται στον περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο (Περί Συνεταιρισμού) (Κεφ.116, Ν.77/77). Το Άρθρο 2 του Κεφ. 116 καθορίζει ότι “συνεταιρισμός” σημαίνει “ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία” και το Άρθρο 5 καθορίζει τη “σχέση η οποία υφίσταται μεταξύ προσώπων που διεξάγουν εργασίες από κοινού με σκοπό το κέρδος”. Στο Άρθρο 6 διατυπώνονται κανόνες για τη διαπίστωση ύπαρξης συνεταιρισμού ενώ το Άρθρο 50, που επικαλείται η αιτήτρια, επιβάλλει την εγγραφή “κάθε συνεταιρισμού που διεξάγει εργασίες στην Κύπρο” στον Έφορο Συνεταιρισμών. Όμως στην παρούσα υπόθεση η συνεργασία των ενδιαφερόμενων μερών δεν έλαβε τη μορφή συνεταιρισμού με την έννοια που προσδίδεται από το νομοθέτη στο Κεφ. 116. Ελλείπει εδώ το στοιχείο της συνέχειας, της προγραμματισμένης δηλαδή συνεταιριστικής σχέσης προς το σκοπό διεξαγωγής εργασιών στην Κύπρο.
Η διεκδίκηση της προσφοράς από τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν καθόλα νόμιμη. Η δε μορφή της συνεργασίας τους, ασφαλώς και τους προσέδωσε νομική προσωπικότητα ως Κοινοπραξίας (Joint Venture), η οποία σε αντίθεση με το συνεταιρισμό δεν όφειλε να καταχωρηθεί στο σχετικό μητρώο για να αποκτήσει νομική υπόσταση.
2. Τα όσα υπέβαλε η αιτήτρια σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ανελκυστήρων και την επάρκεια των προγραμμάτων ελέγχου και συντήρησης, σε μια προσπάθεια απόδειξης πως η προσφορά τους ήταν καλύτερη, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι θέματα που εμπίπτουν απόλυτα στην κρίση του διοικητικού οργάνου και δεν μπορούν να αξιολογηθούν από το Δικαστήριο.
Στην παρούσα υπόθεση το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών λειτούργησε μέσα στα πλαίσια του Νόμου και των αρχών του διοικητικού δικαίου. Επέλεξε την κατακύρωση της προσφοράς στα ενδιαφερόμενα μέρη που ήταν οι χαμηλότεροι προσφοροδότες, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του. Η απόφαση του είναι πλήρως αιτιολογημένη.
3. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η παρουσία του κ. Στρ. Ματθαίου, προσώπου που δεν ανήκε στη νόμιμη σύνθεση του οργάνου κατά τη διάρκεια της συζήτησης, οδηγεί σε ελαττωματική απόφαση. Οι καθ’ ων η αίτηση απάντησαν ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο παρίστατο νομότυπα με την ιδιότητα του αρμόδιου υπηρεσιακού [*131]λειτουργού, του Γενικού Λογιστηρίου για τις προσφορές του Τμήματος Δημοσίων Έργων, προς το σκοπό της παροχής κατατοπιστικών πληροφοριών και την παρουσίαση στοιχείων, και ότι αποχώρησε πριν τη διαβούλευση για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι καθ’ ων η αίτηση επικαλέσθηκαν προς τούτο τις πρόνοιες του Άρθρου 21(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99) που αναφέρει ότι,
“(2) Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.”
Η πιο πάνω θέση των καθ’ων η αίτηση ενισχύεται και από τη σχετική πρόνοια του Άρθρου 16(1) του Ν. 102(Ι)/97 που καθορίζει ότι,
“16.-(1) Κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του το Κεντρικό Συμβούλιο έχει εξουσία -
(α) Να συστήνει μόνιμες ή ad hoc τριμελείς τουλάχιστο τεχνικές επιτροπές για μελέτη και έγκριση προδιαγραφών, καθώς και για μελέτη αξιολογήσεων, και για υποβολή εκθέσεων σε εξειδικευμένα τεχνικά θέματα· ή
(β) να καλεί στις συνεδρίες του οποιουσδήποτε εμπειρογνώμονες ή άλλους ειδικούς για παροχή συμβουλών ή επεξηγήσεων σε θέματα της ειδικότητάς τους, οι οποίες κρίνονται αναγκαίες για την ορθή λήψη των αποφάσεών του.”
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η παρουσία του κ. Στρ. Ματθαίου ως υπηρεσιακού παράγοντα προς το σκοπό της παροχής διευκρινίσεων και πρόσθετων πληροφοριών προς το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών καλυπτόταν από τις πιο πάνω σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Από τη στιγμή δε που προκύπτει από το πρακτικό ότι το πιο πάνω πρόσωπο δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην εξέλιξη της διαδικασίας και τη λήψη από το Συμβούλιο της κρίσιμης απόφασης, η συμμετοχή του δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της απόφασης που λήφθηκε.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ε. Φιλίππου Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 734/98, ημερ. [*132]3.8.2001,
Multi Klima Maliotis Engineering Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 704.
Προσφυγή.
Νεοκλέους, για τους Αιτητές.
Ι. Νικολάου, για τους Καθ’ων η αίτηση.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών (καθ’ου η αίτηση 3) με την οποία κατακυρώθηκε στην κοινοπραξία των εταιρειών Cylift and Equipment Ltd και Mitsulift and Equipment Sal (“τα ενδιαφερόμενα μέρη”) η προσφορά για την προμήθεια και εγκατάσταση ανελκυστήρων στα νέα Κυβερνητικά Γραφεία Λευκωσίας στο στάδιο της Α΄ φάσης.
(α) Τα γεγονότα
Το Τμήμα Δημοσίων Έργων ζήτησε προσφορές για την προμήθεια και εγκατάσταση ανελκυστήρων στα νέα κυβερνητικά γραφεία Λευκωσίας. Σύμφωνα με τους αρχικούς όρους της προσφοράς δεν επιτρεπόταν η προσφοροδότηση από ξένες εταιρείες. Κατόπιν σχετικού διαβήματος των ενδιαφερόμενων μερών Cylift and Equipment Ltd προς το Γενικό Λογιστή υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, αποφασίσθηκε όπως, “για σκοπούς ευρύτητας συμμετοχής και εξασφάλισης ανταγωνιστικών τιμών” γίνουν οι πιο κάτω τροποποιήσεις στους σχετικούς όρους για να παρασχεθεί η δυνατότητα συμμετοχής στο διαγωνισμό και κοινοπραξιών (Joint Ventures) μεταξύ αλλοδαπών και κυπριακών εταιρειών, με τους πιο κάτω όρους:
“c) Joint Venture between an overseas firm and a local firm
Joint Venture between an overseas firm and a local firm must meet the following requirements:
i) One of the partners shall be an overseas firm with experience in projects of similar type and over the last [*133]eight years must have completed at least two projects which are operating successfully since commissioning. Adequate evidence to that effect must be submitted with the tender.
ii) As ii) above.
iii) As iii) above.
iv) As iv) above.
v) The local firm must have an established office with adequate staff and equipment for the satisfactory maintenance and break down services during the maintenance period. Also the local firm should employ at least one Qualified Engineer member of E.T.E.K. suitably trained in the field of lift technology. Evidence should be provided.
vi) a, b, c, d, as per existing tender document.”
Υποβλήθηκαν έξι προσφορές που περιλάμβαναν (α) ποσό για προμήθεια και εγκατάσταση και (β) ποσό για πενταετή συντήρηση. Οι προσφορές αξιολογήθηκαν από τους Σύμβουλους - Μελετητές του έργου, η έκθεση των οποίων στάληκε στο Διευθυντή του έργου. Η έκθεση συνιστούσε την κατακύρωση της προσφοράς στα ενδιαφερόμενα μέρη, η προσφορά των οποίων ανερχόταν σε £187.920,00 σε αντίθεση με εκείνη της αιτήτριας η οποία ανερχόταν σε £197.716,68. Ακολούθησαν νέες αξιολογήσεις των προσφορών μετά από αίτηση εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση για την παρουσίαση πρόσθετων διευκρινίσεων και τελικά η Υπηρεσιακή Επιτροπή Αξιολόγησης κατέληξε στην εισήγηση ότι η προσφορά των ενδιαφερόμενων μερών ως του χαμηλότερου προσφοροδότη, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή κάτω από συγκεκριμένους όρους. Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών σε σχετική συνεδρία του υιοθετώντας την τελευταία εισήγηση της Υπηρεσιακής Επιτροπής Αξιολόγησης, αποφάσισε την κατακύρωση της προσφοράς στα ενδιαφερόμενα μέρη με τους πιο κάτω όρους:
“(α) Από το ποσό της κατακύρωσης να κρατηθεί για συντήρηση ποσό ίσο με τον μέσο όρο των ποσών που έδωσαν οι υπόλοιποι προσφοροδότες για συντήρηση. Η πληρωμή της συντήρησης θα γίνεται σταδιακά ανά έτος μετά την εκπνοή του χρόνου εγγύησης.
[*134] (β) Να δεσμευτεί ο προσφοροδότης ότι:
(i) Η παράδοση των υλικών στο εργοτάξιο θα είναι προσαρμοσμένη στο πρόγραμμα του κυρίως Εργολάβου.
(ii) Αποδέχεται τη διαφοροποίηση της ηλεκτρικής τάσης τροφοδοσίας ±6%.
(iii) Παραλείπεται ο όρος που θέτει ο προσφοροδότης για την χρέωση στις έκτακτες κλήσεις που ξεπερνούν τη μια ώρα και 30 λεπτά κατά τη διάρκεια της πενταετούς συντήρησης.
(γ) Να δεσμευτεί ο κατασκευαστής ότι οι προσφερόμενοι ανελκυστήρες θα ικανοποιούν την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους ανελκυστήρες 95/16/CE και η παράδοση των ανελκυστήρων να συνοδεύεται με πιστοποιητικό ικανοποίησης της πιο πάνω Οδηγίας.
(δ) Οι επιτυχόντες προσφοροδότες θα προσαρμοστούν με το πρόγραμμα του Κυρίως Εργολάβου το οποίο ενδεχομένως να παραταθεί μέχρι και 25 εβδομάδες χωρίς καμιά οικονομική επιβάρυνση προς τον Εργοδότη.”
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης τα ενδιαφερόμενα μέρη και το Τμήμα Δημοσίων Εργων υπέγραψαν το σχετικό συμβόλαιο την 1/2/2000.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής
Η αιτήτρια που αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης προβάλλει προς υποστήριξη των ισχυρισμών της ότι,
(i) Η προσφορά κατακυρώθηκε σε νομικά ανύπαρκτο πρόσωπο,
(ii) Υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας,
(iii) Η σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ήταν παράνομη.
(i) Κατακύρωση της προσφοράς σε νομικά ανύπαρκτο πρόσωπο
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Κοινοπραξία (Joint Venture) των ενδιαφερόμενων μερών Cylift and Equipment Ltd και Mitsulift and Equipment Sal δεν είναι εγγεγραμμένη και στερείται νομικής προσωπικότητας στην Κύπρο, κατά παράβαση του άρθρου 50 του πε[*135]ρί Συνεταιρισμού Νόμου, Κεφ. 116, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του οποίου πρέπει, κατά την άποψη των αιτητών, να ερμηνεύεται η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών για τη δυνατότητα υποβολής προσφορών εκ μέρους Κοινοπραξιών και/ή ενώσεων Εταιρειών. Η “άτυπη”, όπως χαρακτηρίζεται, ένωση των ενδιαφερόμενων μερών εφόσον δεν ήταν εγγεγραμμένη στο σχετικό μητρώο ως συνεταιρισμός ή κοινοπραξία, δεν ενομιμοποιείτο σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου (Ν. 102(I)/97 όπως τροποποιήθηκε), να παρουσιασθεί ως προσφοροδότης και έπρεπε να είχε αποκλεισθεί εξ υπαρχής. Η αιτήτρια ισχυρίσθηκε επίσης παραβίαση των τροποποιημένων όρων 1.14.0 της προσφοράς που τέθηκαν για τη συμμετοχή Κοινοπραξιών στο διαγωνισμό. Ειδικότερα προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες των όρων 1.14.0(b) και (c) ήταν απαραίτητη η υποβολή μιας “προκαταρκτικής συμφωνίας” των δύο μερών (Joint Venture agreement) μαζί με την προσφορά στον κατάλληλο τύπο, δεόντως υπογεγραμμένης, όπως επίσης αποδεικτικών στοιχείων (adequate evidence) ότι η αλλοδαπή εταιρεία που ήταν μέλος της Κοινοπραξίας, διέθετε πείρα σε παρόμοιου είδους έργα και ότι τα τελευταία οκτώ χρόνια είχε ολοκληρώσει τουλάχιστον δύο έργα τα οποία λειτουργούν επιτυχώς από την ημέρα της διεκπεραίωσης τους. (Όρος 1.14.0 (c) (i)). Η θέση της αιτήτριας είναι ότι δεν προσκομίσθηκε κάποιο έγγραφο που να πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις των όρων (b)(ii) και (c)(i), με αποτέλεσμα να υπάρχει παραβίαση ουσιώδους όρου που θα έπρεπε να είχε θέσει την προσφορά των ενδιαφερόμενων μερών εκτός διαγωνισμού.
Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας κρίνονται ως αβάσιμοι.
Η συνεργασία με τη μορφή “Κοινοπραξίας” δεν μπορεί να ταυτισθεί με την έννοια του “συνεταιρισμού” όπως αυτή ρυθμίζεται στον περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο (Περί Συνεταιρισμού) (Κεφ. 116, Ν. 77/77). Το άρθρο 2 του Κεφ. 116 καθορίζει ότι “συνεταιρισμός” σημαίνει “ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία” και το άρθρο 5 καθορίζει τη “σχέση η οποία υφίσταται μεταξύ προσώπων που διεξάγουν εργασίες από κοινού με σκοπό το κέρδος”. Στο άρθρο 6 διατυπώνονται κανόνες για τη διαπίστωση ύπαρξης συνεταιρισμού ενώ το άρθρο 50, που επικαλείται η αιτήτρια, επιβάλλει την εγγραφή “κάθε συνεταιρισμού που διεξάγει εργασίες στην Κύπρο” στον Έφορο Συνεταιρισμών. Όμως στην παρούσα υπόθεση η συνεργασία των ενδιαφερόμενων μερών δεν έλαβε τη μορφή συνεταιρισμού με την έννοια που προσδίδεται από το νομοθέτη στο Κεφ. 116. Ελλείπει εδώ το [*136]στοιχείο της συνέχειας, της προγραμματισμένης δηλαδή συνεταιριστικής σχέσης προς το σκοπό διεξαγωγής εργασιών στην Κύπρο. Η περίπτωση των ενδιαφερόμενων μερών αφορά πρόσκαιρη “Κοινοπραξία” (Joint Venture) προς το σκοπό της από κοινού διεκδίκησης κατακύρωσης μιας Σύμβασης Δημοσίου. Πρόκειται για ένωση τοπικής και αλλοδαπής επιχείρησης προς το σκοπό ανάπτυξης κοινής δραστηριότητας και συντονισμού ενεργειών για την προαγωγή των οικονομικών τους συμφερόντων μέσα από την ανάθεση εκτέλεσης ενός συγκεκριμένου δημόσιου έργου. Ο περί Προσφορών Νόμος (Ν. 102(Ι)/97) ορίζει στο άρθρο 2 ότι, “πιθανός προμηθευτής ή εργολάβος σημαίνει πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, το οποίο επιθυμεί να είναι το πρόσωπο στο οποίο θα κατακυρωθεί μία Σύμβαση Δημοσίου”. Σύμφωνα δε με τους τροποποιημένους όρους που κοινοποιήθηκαν στις 6.5.99 από το Γενικό Λογιστή ως Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, η κατακύρωση της προσφοράς για την εγκατάσταση και συντήρηση ανελκυστήρων στα νέα κυβερνητικά γραφεία, μπορούσε να διεκδικηθεί και από Κοινοπραξίες (Joint Ventures between an overseas firm and a local firm).
Όπως αναφέρεται στο BLACK’S LAW DICTIONARY (Fifth Edition, σελ. 751-753),
“Joint venture. A legal entity in the nature of a partnership engaged in the joint prosecution of a particular transaction for mutual profit. Tex-Co Grain Co. v. Happy Wheat Growers, Inc. Tex.Civ.App., 542 S.W.2d 934, 936. An association of persons jointly undertaking some commercial enterprise. It requires a community of interest in the performance of the subject matter, a right to direct and govern the policy in connection therewith, and duty, which may be altered by agreement, to share both in profit and losses. Russell v. Klein, 33 III.App.3d 1005, 339 N.E.2d 510, 512.
A one-time grouping of two or more persons in a business undertaking. Unlike a partnership, a joint venture does not entail a continuing relationship among the parties. A joint venture is treated like a partnership for Federal income tax purposes.”
Ο πιο πάνω καθορισμός της “Κοινοπραξίας” καθιστά έκδηλα ανεδαφικό το επιχείρημα της αιτήτριας ότι στην προκείμενη περίπτωση επρόκειτο για συνεταιρισμό των ενδιαφερόμενων μερών με συνακόλουθη την υποχρέωση εγγραφής τους στον Εφορο Εταιρειών. Η διεκδίκηση της προσφοράς από τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, καθόλα νόμιμη. Η δε μορφή της συνεργασίας τους, ασφαλώς και τους προσέδωσε νομική προ[*137]σωπικότητα ως Κοινοπραξίας (Joint Venture), η οποία σε αντίθεση με το συνεταιρισμό και για τους λόγους που εξηγήθηκαν, δεν όφειλε να καταχωρηθεί στο σχετικό μητρώο για να αποκτήσει νομική υπόσταση.
Εξίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός για την παράλειψη έγκαιρης προσκόμισης των προβλεπόμενων στους όρους της προσφοράς εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων. Η “Προκαταρκτική συμφωνία Κοινοπραξίας” (Preliminary Joint Venture Agreement) που προβλέπεται στον Τροποποιημένο όρο 1.14.0.(b)(ii) υποβλήθηκε μαζί με την προσφορά των ενδιαφερόμενων μερών ως APPENDIX C, δεόντως υπογεγραμμένη από τους εκπροσώπους των δύο συνεργαζόμενων εταιρειών, ενώ τα αναγκαία με τον όρο 1.14.0(c)(i) επαρκή στοιχεία για τη δραστηριότητα της αλλοδαπής εταιρείας Mitsulift and Equipment Sal βρίσκονται στην επιστολή ημερομηνίας 16/4/99 των εκπροσώπων της εταιρείας Cylift and Equipment Ltd προς το Διευθυντή του έργου, με την οποία εκοινοποιείτο η σχετική πρόθεση κοινοπραξίας προς το σκοπό διεκδίκησης της προσφοράς και παρείχοντο παράλληλα στοιχεία για τον κύκλο δραστηριοτήτων της αλλοδαπής εταιρείας.
(ii) Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών κατέληξε στην επίδικη απόφαση του χωρίς να προβεί στη δική του έρευνα, άνκαι είχε ενώπιον του εναλλακτική πρόταση της αιτήτριας για την αφαίρεση κάποιου ποσού από το συνολικό κόστος της προσφοράς τους σε περίπτωση που εθεωρείτο τούτο σκόπιμο, καθώς και τις διάφορες εκθέσεις-εισηγήσεις των Συμβούλων Αρχιτεκτόνων και των υπηρεσιακών και τεχνικών επιτροπών αξιολόγησης, σε κάποιες από τις οποίες εκφραζόταν η άποψη για την κατακύρωση της προσφοράς στην αιτήτρια. Η ουσία της σχετικής εισήγησης είναι ότι το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, ως το όργανο που είχε στην προκείμενη περίπτωση την αποφασιστική αρμοδιότητα, δεν δεσμευόταν από τις διάφορες εκτιμήσεις των Συμβούλων και των υπηρεσιακών επιτροπών και αντί να υιοθετήσει απλά την τελευταία εισήγηση του Τμήματος Δημοσίων Εργων όφειλε να προβεί, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, στη δική του έρευνα και να καταλήξει σε ανεξάρτητη κρίση για την πιο συμφέρουσα προσφορά κυρίως ενόψει κάποιων αποκλίσεων της προσφοράς των ενδιαφερόμενων μερών από τις προδιαγραφές, οι οποίες επισημαίνονταν σε εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων. Η αιτήτρια αμφισβητεί επίσης την ορθότητα της κρίσης του Κεντρικού Συμβουλίου ότι η προσφορά των ενδιαφερόμενων μερών ήταν η φθηνότερη, προχωρώντας μάλιστα σε δική της αριθ[*138]μητική αποτίμηση και σύγκριση των δύο χαμηλότερων προσφορών. Οι πιο πάνω επισημάνσεις δημιουργούν, σύμφωνα πάντα με την εισήγηση της αιτήτριας, κενό αιτιολογίας και καθιστούν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. Απαντώντας στην πιο πάνω επιχειρηματολογία οι καθ’ων η αίτηση επισημαίνουν ότι η προσφορά της αιτήτριας ουδέποτε αποκλείσθηκε αλλά αξιολογήθηκε μαζί με την προσφορά των ενδιαφερόμενων μερών και για τους λόγους που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και συμπληρώνονται από τις σχετικές εκθέσεις, αποφασίσθηκε η κατακύρωση της προσφοράς στον χαμηλότερο προσφοροδότη που ήταν τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η εισήγηση των καθ’ων η αίτηση είναι ορθή. Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών στη συνεδρία του της 16/12/99 είχε ενώπιον του μια πλήρη εικόνα των προσφορών με όλα τα σχετικά έγγραφα που αξιολογήθηκαν δεόντως. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω προς τούτο το πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά:
“Μελετήθηκαν τα πιο κάτω έγγραφα:
(i) Επιστολή της εταιρείας CYLIFT & EQUIPMENT LTD ημερ. 18/10/99, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται:
“Παρόλο ότι το κόστος της συντήρησης περιλαμβάνεται στο συνολικό ποσό της προσφοράς μας εάν το Συμβούλιο σας κρίνει ότι πρέπει να αφαιρεθεί σε περίπτωση κατακύρωσης της προσφοράς μας ένα ποσό το οποίο να πληρώνεται ανά εξάμηνο στη διάρκεια των 5 ετών που θα αντιπροσωπεύει το δικαίωμα της συντήρησης δεν έχουμε ένσταση εάν αποκοπεί ένα ποσό το οποίο να είναι ο μέσος όρος των συνολικών δικαιωμάτων συντήρησης που οι άλλοι προσφοροδότες έχουν περιλάβει στην προσφορά τους και τούτο να πληρώνεται με την εξάμηνη βάση όπως πιο πάνω αναφέρεται.”
(ii) Έκθεση της Υπηρεσιακής Επιτροπής Αξιολόγησης Προσφορών που στάληκε με την επιστολή του Τμήματος Δημοσίων Εργων, αρ. φακ. 38/68 ημερ. 3/11/99, με την οποία γίνεται εισήγηση για κατακύρωση στο δεύτερο φθηνότερο προσφοροδότη, εταιρεία OTIS ELEVATOR (CYPRUS) LTD, επειδή ο φθηνότερος προσφοροδότης παρουσίαζε αποκλίσεις από τις προδιαγραφές.
(iii) Επιστολή των Συμβούλων Αρχιτεκτόνων J & A PHILIPPOU [*139]ARCHITECTS ENGINEERS ημερ. 12/7/99, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι σε περίπτωση που δεν είναι αποδεκτοί οι όροι, που αναφέρονται στην επιστολή, από το χαμηλότερο προσφοροδότη γίνεται εισήγηση όπως η προσφορά κατακυρωθεί στο δεύτερο χαμηλότερο προσφοροδότη.
(iv) Συμπληρωματική Εκθεση της Υπηρεσιακής Επιτροπής Αξιολόγησης Προσφορών που στάληκε με την επιστολή του Τμήματος Δημοσίων Εργων, αρ. φακ. 38/68 ημερ. 6/12/99, στην οποία γίνεται εισήγηση όπως η κατακύρωση γίνει στο φθηνότερο προσφοροδότη JOINT VENTURE CYLIFT AND EQUIPMENT LTD AND MITSULIFT AND EQUIPMENT SAL, μετά τις διευκρινίσεις που έδωσε η υπό αναφορά εταιρεία.
(v) Επιστολή της Τεχνικής Επιτροπής Προσφορών Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, αρ. φακ. Τ.289/56/400/9 ημερ. 8/12/99, στην οποία αναφέρεται ότι η Επιτροπή συμφωνεί με τις εισηγήσεις του Τμήματος.”
Τα όσα υπέβαλε η αιτήτρια σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ανελκυστήρων και την επάρκεια των προγραμμάτων ελέγχου και συντήρησης, σε μια προσπάθεια απόδειξης πως η προσφορά τους ήταν καλύτερη, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι θέματα που εμπίπτουν απόλυτα στην κρίση του διοικητικού οργάνου και δεν μπορούν να αξιολογηθούν από το Δικαστήριο. Όπως έχει τονισθεί στην προσφυγή Ε. Φιλίππου Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (υπόθεση αρ.734/98, ημερ. 3/8/2001),
“Εχει επανειλημμένα τονισθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης που λήφθηκαν υπόψη από τη διοίκηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, για το λόγο ότι η Διοίκηση είναι ο καλύτερος γνώστης και κριτής. Η κρίση της Διοίκησης σε ζητήματα τεχνικής φύσης ή ειδικών γνώσεων είναι γενικά ανέλεγκτη. (Βλ. Antigoni G. Eraclidou and another v. Compensation Officer (Ministry of Labour and Social Insurance) (1968) 3 C.L.R. 44 σελ. 54, Stavrinou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1195, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227, Κυριακόπουλου “Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον”, 4η Εκδοση, Τόμος Γ΄ σελ. 376, Εταιρεία Τάκης Γεωργιάδης και Υιός Λτδ. ν . Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1142).”
[*140]Στην παρούσα υπόθεση το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών λειτούργησε μέσα στα πλαίσια του Νόμου και των αρχών του διοικητικού δικαίου. Επέλεξε την κατακύρωση της προσφοράς στα ενδιαφερόμενα μέρη που ήταν οι χαμηλότεροι προσφοροδότες, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του. Η απόφαση του είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η σχετική εισήγηση της αιτήτριας απορρίπτεται.
(iii) Η σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ήταν παράνομη
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόφαση ήταν παράνομη γιατί στη σχετική συνεδρία του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών συμμετείχε αντικανονικά πρόσωπο που δεν εδικαιούτο να συμμετάσχει. Το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών για τον πιο πάνω προβαλλόμενο ισχυρισμό αναφέρει τα πιο κάτω:
“Παρούσα: η κα Ρ. Αντωνιάδου, Αντιπρόσωπος του Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων.
Στη συνεδρία παρευρισκόταν ο κ. Στρ. Ματθαίου, ο οποίος απεχώρησε πριν τη λήψη της απόφασης.”
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η παρουσία του κ. Στρ. Ματθαίου, προσώπου που δεν ανήκε στη νόμιμη σύνθεση του οργάνου κατά τη διάρκεια της συζήτησης, οδηγεί σε ελαττωματική απόφαση. Οι καθ’ων η αίτηση απάντησαν ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο παρίστατο νομότυπα με την ιδιότητα του αρμόδιου υπηρεσιακού λειτουργού, του Γενικού Λογιστηρίου για τις προσφορές του Τμήματος Δημοσίων Εργων, προς το σκοπό της παροχής κατατοπιστικών πληροφοριών και την παρουσίαση στοιχείων, και ότι αποχώρησε πριν τη διαβούλευση για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι καθ’ων η αίτηση επικαλέσθηκαν προς τούτο τις πρόνοιες του άρθρου 21(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99) που αναφέρει ότι,
“(2) Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.”
Η πιο πάνω θέση των καθ’ων η αίτηση ενισχύεται και από τη σχετική πρόνοια του άρθρου 16(1) του Ν.102(Ι)/97 που καθορίζει ότι,
“16.-(1) Κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων και καθηκό[*141]ντων του το Κεντρικό Συμβούλιο έχει εξουσία –
(α) Να συστήνει μόνιμες ή ad hoc τριμελείς τουλάχιστο τεχνικές επιτροπές για μελέτη και έγκριση προδιαγραφών, καθώς και για μελέτη αξιολογήσεων, και για υποβολή εκθέσεων σε εξειδικευμένα τεχνικά θέματα· ή
(β) να καλεί στις συνεδρίες του οποιουσδήποτε εμπειρογνώμονες ή άλλους ειδικούς για παροχή συμβουλών ή επεξηγήσεων σε θέματα της ειδικότητάς τους, οι οποίες κρίνονται αναγκαίες για την ορθή λήψη των αποφάσεών του.”
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η παρουσία του κ. Στρ. Ματθαίου ως υπηρεσιακού παράγοντα προς το σκοπό της παροχής διευκρινίσεων και πρόσθετων πληροφοριών προς το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών καλυπτόταν από τις πιο πάνω σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Από τη στιγμή δε που προκύπτει από το πρακτικό ότι το πιο πάνω πρόσωπο δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην εξέλιξη της διαδικασίας και τη λήψη από το Συμβούλιο της κρίσιμης απόφασης, η συμμετοχή του δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της απόφασης που λήφθηκε. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Multi Klima Maliotis Engineering Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 704,
“Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Αξιολόγησης της 26/7/99 και 30/4/99 φαίνεται ότι ο Λοχαγός Μ. Γρηγορίου ήταν μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης που ετοίμασε την αξιολόγηση. Η Υπολοχαγός Ελένη Κωνσταντινίδου ήταν μέλος της Τεχνικής Επιτροπής Υφασμάτων και Ειδών Ενδυσης όπως φαίνεται από τα πρακτικά της πιο πάνω Επιτροπής. Και οι δύο μπορούσαν κάτω από τις πιο πάνω ιδιότητες τους να παρευρεθούν για να παράσχουν οποιεσδήποτε διευκρινίσεις αναφορικά με τις εκθέσεις των Επιτροπών τους στα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών. Εξάλλου η ρητή αναφορά στα πρακτικά ότι και οι δύο απεχώρησαν πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης εξαλείφει κάθε ίχνος πάσχουσας σύνθεσης του Συμβουλίου.”
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο