(2003) 4 ΑΑΔ 237
[*237]3 Μαρτίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΥΣΑ ΤΖΙΑΚΟΥΡΗ ΣΙΑΚΑΛΛΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Kαθ΄ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 262/2002)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Μεταπτυχιακό προσόν ― Αμφισβήτηση κατά πόσο αποκτήθηκε με μεταπτυχιακές σπουδές ― Μετά και την δήλωση του κατέχοντος αυτού, ότι δεν διεκδικεί τη θέση με αυτό το προσόν, η ΕΔΥ δεν το έλαβε υπόψη ― Καμία μεμπτότητα στην απόφαση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Δεν απαιτείται αιτιολογία ― Διατηρούν τη σημασία τους, ως ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως ― Ορθά τους αποδόθηκε βαρύτητα.
Η αιτήτρια προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στην θέση (Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής) Επιμελητή (Ακτινολογίας) η οποία ήταν το προϊόν επανεξέτασης μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η ΕΔΥ είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στο επίμαχο ζήτημα, και ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, πήρε τη σχετική απόφαση, η οποία δεν είναι μεμπτή. Δημιουργήθηκε θέμα για το περιεχόμενο του master που έχει το ενδιαφερόμενο μέρος, ο ίδιος όμως δεν διεκδικούσε τη θέση με μόνο αυτό το προσόν. Κατείχε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, πλέ[*238]ον διδακτορικό δίπλωμα. Οι κατηγορίες που καταγράφονται από τους δικηγόρους της αιτήτριας στην αλληλογραφία τους με την ΕΔΥ, ήταν θέμα που αντιμετωπίστηκε από την ίδια την Επιτροπή, και δεν μπορεί να προωθείται σε άλλη διάσταση ενώπιον του Δικαστηρίου.
2. Η δικηγόρος της αιτήτριας υποβάλλει επίσης πως η σύσταση του διευθυντή, εφόσον δεν είναι αιτιολογημένη, δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική. Η εισήγηση της στηρίζεται σε δικαστική απόφαση στην Μιχάλης Παρέλλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432, στην οποία πράγματι κρίθηκε πως η σημασία σύστασης χωρίς αιτιολόγηση δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική.
Δεν υιοθετείται η εν λόγω απόφαση. Το Άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1/90, δεν προβλέπει για «αιτιολογημένες συστάσεις» του προϊσταμένου του οικείου τιμήματος, αλλά για «συστάσεις». Και τούτο σε αντιδιαστολή με τη διαδικασία για την πλήρωση θέσεων προαγωγής, Άρθρο 35(4), όπου οι συστάσεις του διευθυντή ρητά προβλέπεται πως πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Το Δικαστήριο έχει χρέος να εφαρμόζει το νόμο, και όπου οι πρόνοιές του είναι ρητές, δεν παρουσιάζουν δηλαδή πρόβλημα ερμηνείας, δεν μπορεί, με τη δικαστική ερμηνεία να μεταβάλλεται το περιεχόμενό τους. Η σύσταση του διευθυντή σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Ν.1/90, δεν επιβάλλεται να είναι αιτιολογημένη. Έτσι τη θέλει ο Νομοθέτης, και την καθιστά στοιχείο κρίσης, μαζί με τα υπόλοιπα που αναφέρονται στο εδάφιο 9. Ο Νόμος θέτει το πλαίσιο λειτουργίας της διοίκησης, και τα κριτήρια επιλογής ανάγονται στη διοικητική λειτουργία. Σ’ αυτά τα πεδία δεν υπεισέρχεται η εξουσία του Δικαστηρίου, εκτός μόνο και για τον έλεγχο της νομιμότητας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Σύμφωνα δε με τη νομολογία η σύσταση του διευθυντή αποτελεί ξεχωριστό και σημαίνον στοιχείο. Δεν είναι τυχαία η διαφοροποίηση που κάνει ο Νόμος μεταξύ της διαδικασίας για την πλήρωση θέσεων προαγωγής, όπου η σύσταση προβλέπεται να είναι αιτιολογημένη, και της διαδικασίας για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπου προβλέπεται απλώς σύσταση του διευθυντή. Στη διαδικασία πλήρωσης θέσης προαγωγής υποψήφιοι είναι μόνο δημόσιοι λειτουργοί που υπηρετούν στην αμέσως κατώτερη θέση από την υπό πλήρωση. Σ’ αυτή την περίπτωση ο διευθυντής έχει ενώπιόν του όλα τα στοιχεία των φακέλων που αφορούν στους υποψήφιους, κυρίως τις εκθέσεις αξιολόγησης. Εκτός απ’ αυτά τα στοιχεία μπορεί να έχει προσωπική γνώση της επάρκει[*239]ας ή μη, ως προς την εκπλήρωση των καθηκόντων από τους υποψήφιους, ιδιαίτερα όταν η γνώση αυτή είναι άμεση. Δεν έχει όμως το όφελος αυτών των στοιχείων στη διαδικασία πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής αναφορικά με τους εξωτερικούς υποψήφιους. Ο διευθυντής δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει, στη διαδικασία για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, ανισομερώς τα στοιχεία που γνωρίζει για τους υποψήφιους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, έναντι των υποψηφίων που διεκδικούν πρώτο διορισμό, και για τους οποίους δεν διαθέτει τα ίδια στοιχεία.
Αν η σύσταση είναι αντίθετη με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, όταν τίθεται θέμα σύγκρισης υποψηφίων δημοσίων υπαλλήλων, ασφαλώς και θα κριθεί μεμπτή, με την απόδοση σ’ αυτή ανάλογης βαρύτητας. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην παρούσα υπόθεση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485,
Παρέλλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432.
Προσφυγή.
Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 4.12.01 η ΕΔΥ προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Επιμελητή (ακτινολογίας) αναδρομικά από 15.5.97. Η απόφαση ήταν το αποτέλεσμα διαδικασίας επανεξέτασης για την πλήρωση της θέσης, γιατί στις 9.3.00 δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδέκτηκε την προσφυγή 611/97 στην οποία αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν τα ίδια πρόσωπα στην παρούσα προσφυγή. Η προηγούμενη απόφαση ακυρώθηκε από το δικαστήριο αφού δηλώθηκε από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας πως δεν την υποστήριζε, ενόψει της απόφασης της [*240]Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485.
Στη διαδικασία που εξετάζουμε η ΕΔΥ είχε ενώπιον της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία σύστηνε 4 υποψήφιους, μεταξύ αυτών την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος. Σημειώνεται δε στο πρακτικό πως δεν ελήφθη υπόψη η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση της 1.7.96, γιατί η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε στο μεταξύ διαφοροποιηθεί. Ο διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας σύστησε ενώπιον της ΕΔΥ τον αιτητή για προαγωγή, λέγοντας τα εξής:
«Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο κρίνω ως καταλληλότερο και συστήνω για προαγωγή τον Παρτασίδη Βάγιο.»
Η Επιτροπή προέβη σε σύγκριση όλων των υποψηφίων, με ειδική αναφορά στα προσόντα και την αξία, όπως αυτά εμφαίνονται στις ετήσιες αξιολογήσεις. Είχε επίσης ενώπιον της σχετικό πιστοποιητικό που παρουσίασε η αιτήτρια, σύμφωνα με το οποίο είχε συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για την απόκτηση διδακτορικού τίτλου. Διδακτορικό τίτλο είχε και το ενδιαφερόμενο μέρος. Το ακαδημαϊκό αυτό προσόν, ορθά επισημαίνει η Επιτροπή, δεν είναι απαραίτητο ή δίδει πλεονέκτημα σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης, αλλά συνεκτιμήθηκε αναλόγως.
Η δικηγόρος του αιτητή εισηγείται πως η κρίση της ΕΔΥ δεν ήταν νόμιμη, γιατί δεν σταθμίστηκαν δεόντως όλα τα στοιχεία που ήσαν ενώπιον της. Συγκεκριμένα, διατείνεται, πως η Επιτροπή δεν έλαβε καθόλου υπόψη το επίμαχο ζήτημα που δημιουργήθηκε με τον ισχυρισμό του ενδιαφερόμενου μέρους πως κατέχει και το ακαδημαϊκό προσόν Master of Science in Medicine. Πράγματι, κατά την προηγούμενη διαδικασία είχαν αποσταλεί στην ΕΔΥ επιστολές από τους δικηγόρους της αιτήτριας, και έγιναν παραστάσεις από το ίδιο το ενδιαφερόμενο μέρος, αναφορικά με το πιο πάνω ενδεικτικό. Ήταν η θέση της αιτήτριας πως ο τίτλος αυτός ισοδυναμούσε με πρώτο δίπλωμα ιατρικής, καθότι συνηθιζόταν από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου από όπου δόθηκε, να απονέμεται μετά το πρώτο δίπλωμα, χωρίς οποιαδήποτε παρακολούθηση ανώτερου κύκλου σπουδών, και το Master of Science in Medicine. Όλη η σχετική αλληλογραφία ήταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά την επανεξέταση, όπως ρητά αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, με απαρίθμηση μάλιστα των επιστολών της αιτήτριας και [*241]του ενδιαφερόμενου μέρους, ο οποίος πληροφόρησε την ΕΔΥ πως δεν επιθυμούσε πλέον να θεωρηθεί πως έχει το πιο πάνω δίπλωμα, δεδομένου ότι κατείχε τον τίτλο του διδάκτορα, υψηλότερο προσόν από το master. Ως εκ τούτου, και καθώς καταγράφεται στο πρακτικό, η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη σε κανένα στάδιο το επίμαχο αυτό προσόν. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προέβη στο πιο πάνω διάβημα για να λήξει, καθώς είπε, το ζήτημα της πλήρωσης της θέσης, χωρίς παραπέρα έρευνα για το κατά πόσο διέθετε ή όχι το σχετικό πτυχίο.
Στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της αιτήτριας αφήνονται αιχμές εναντίον του ενδιαφερόμενο μέρους, που άπτονται της εν γένει καταλληλότητας του να είναι λειτουργός στη δημόσια υπηρεσία. Και είναι αυτό το ζήτημα που προβάλλεται στη γραπτή της αγόρευση, ως το στοιχείο κρίσεως που έπρεπε να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή, εις βάρος βεβαίως του ενδιαφερόμενου μέρους.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση της δικηγόρου της αιτήτριας. Η ΕΔΥ είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στο επίμαχο ζήτημα, και ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, πήρε τη σχετική απόφαση, η οποία δεν είναι μεμπτή. Δημιουργήθηκε θέμα για το περιεχόμενο του master που έχει το ενδιαφερόμενο μέρος, ο ίδιος όμως δεν διεκδικούσε τη θέση με μόνο αυτό το προσόν. Κατείχε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, πλέον διδακτορικό δίπλωμα. Οι κατηγορίες που καταγράφονται από τους δικηγόρου της αιτήτριας στην αλληλογραφία τους με την ΕΔΥ ήταν θέμα που αντιμετωπίστηκε από την ίδια την Επιτροπή, και δεν μπορεί να προωθείται σε άλλη διάσταση εδώ.
Η δικηγόρος της αιτήτριας υποβάλλει επίσης πως η σύσταση του διευθυντή, εφόσον δεν είναι αιτιολογημένη, δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική. Η εισήγηση της στηρίζεται σε απόφαση αδελφού δικαστή στην προσφυγή Μιχάλης Παρέλλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432, στην οποία πράγματι είπε πως η σημασία σύστασης χωρίς αιτιολόγηση δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική.
Με εκτίμηση στην άποψη του αδελφού δικαστή, έχω διαφορετική γνώμη. Το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1/90, δεν προβλέπει για «αιτιολογημένες συστάσεις» του προϊσταμένου του οικείου τιμήματος, αλλά για «συστάσεις». Και τούτο σε αντιδιαστολή με τη διαδικασία για την πλήρωση θέσεων προαγωγής, άρθρο 35(4), όπου οι συστάσεις του διευθυντή ρητά προβλέπεται πως πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Το Δικαστήριο [*242]έχει χρέος να εφαρμόζει το νόμο, και όπου οι πρόνοιες του είναι ρητές, δεν παρουσιάζουν δηλαδή πρόβλημα ερμηνείας, δεν μπορεί, κατά την ταπεινή μου βέβαια γνώμη, με τη δικαστική ερμηνεία να μεταβάλλεται το περιεχόμενο τους. Η σύσταση του διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Ν.1/90, δεν επιβάλλεται να είναι αιτιολογημένη. Έτσι τη θέλει ο Νομοθέτης, και την καθιστά στοιχείο κρίσης, μαζί με τα υπόλοιπα που αναφέρονται στο εδάφιο 9. Ο Νόμος θέτει το πλαίσιο λειτουργίας της διοίκησης, και τα κριτήρια επιλογής ανάγονται στη διοικητική λειτουργία. Σ΄αυτά τα πεδία δεν υπεισέρχεται η εξουσία του Δικαστηρίου, εκτός μόνο και για τον έλεγχο της νομιμότητας βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Σύμφωνα δε με τη νομολογία η σύσταση του διευθυντή αποτελεί ξεχωριστό και σημαίνον στοιχείο. Έχω επίσης τη γνώμη πως δεν είναι τυχαία η διαφοροποίηση που κάνει Νόμος μεταξύ της διαδικασίας για την πλήρωση θέσεων προαγωγής, όπου η σύσταση προβλέπεται να είναι αιτιολογημένη, και της διαδικασίας για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπου προβλέπεται απλώς σύσταση του διευθυντή. Στη διαδικασία πλήρωσης θέσης προαγωγής υποψήφιοι είναι μόνο δημόσιοι λειτουργοί που υπηρετούν στην αμέσως κατώτερη θέση από την υπό πλήρωση. Σ΄αυτή την περίπτωση ο διευθυντής έχει ενώπιον του όλα τα στοιχεία των φακέλων που αφορούν στους υποψήφιους, κυρίως τις εκθέσεις αξιολόγησης. Εκτός απ΄αυτά τα στοιχεία μπορεί να έχει προσωπική γνώση της επάρκειας ή μη, ως προς την εκπλήρωση των καθηκόντων από τους υποψήφιους, ιδιαίτερα όταν η γνώση αυτή είναι άμεση. Δεν έχει όμως το όφελος αυτών των στοιχείων στη διαδικασία πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής αναφορικά με τους εξωτερικούς υποψήφιους. Ο διευθυντής δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει, στη διαδικασία για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, ανισομερώς τα στοιχεία που γνωρίζει για τους υποψήφιους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, έναντι των υποψηφίων που διεκδικούν πρώτο διορισμό, και για τους οποίους δεν διαθέτει τα ίδια στοιχεία. Και εδώ μας απασχολεί αυτή η διαδικασία. Η ΕΔΥ επέλεξε να πληρώσει τη θέση με προαγωγή. Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκαν στην προηγούμενη θέση την ίδια ημερομηνία. Έχουν δηλαδή την ίδια αρχαιότητα. Στις υπηρεσιακές εκθέσεις βαθμολογούνται και οι δυο, συνολικά, ως εξαίρετοι. Υπερτερεί όμως ελαφρά ο αιτητής, με εξαίρετη βαθμολογία σε όλα τα στοιχεία από το 1992 μέχρι το 1996, ενώ, η αιτήτρια, στην έκθεση για το 1995 σε ένα από τα στοιχεία, συνεργασία με τους προϊσταμένους και τους άλλους συναδέλφους, βαθμολογείται πολύ ικανοποιητικά.
Μίλησα προηγουμένως για τη σημασία της σύστασης του διευ[*243]θυντή, που σ΄αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει νομική υποχρέωση να είναι αιτιολογημένη. Δεν παύει όμως, όπως σημείωσα, να είναι στοιχείο κρίσεως και μάλιστα ξεχωριστό και σημαίνον. Αν η σύσταση είναι αντίθετη με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, όταν τίθεται θέμα σύγκρισης υποψηφίων δημοσίων υπαλλήλων, ασφαλώς και θα κριθεί μεμπτή, με την απόδοση σ’ αυτή ανάλογης βαρύτητας. Δεν συμβαίνει βέβαια κάτι τέτοιο στην παρούσα υπόθεση.
Ενόψει αυτών που συζήτησα πιο πάνω, δεν διακρίνω λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσφυγή απορρίπτεται με £300 έξοδα υπέρ της δημοκρατίας και £200 υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο