Χατζηχάννας Βραχίμης Ι. και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 279

(2003) 4 ΑΑΔ 279

[*279]28 Μαρτίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 385/2001)

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 392/2001)

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΥΡΕΛΛΗ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 385/2001, 392/2001)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Σύνθεση ― Συμμετοχή μέλους το οποίο βρίσκεται σε αντιδικία σε προσφυγή με ένα εκ των υποψηφίων ― Δεν αποδεικνύει προκατάληψη ― Απαιτείται το στοιχείο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Απαραίτητη «10ετής τουλάχιστον ευδόκιμη διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση» ― Στην απουσία αιτιολογίας περί τούτου στην απόφαση, θα πρέπει να προκύπτει αναντίλεκτα η κατοχή της από τους φακέλους ― Βαθμολόγηση στο στοιχείο Διευθυντική/Διοικητική ικανότη[*280]τα, δεν αποδεικνύει από μόνη της πραγματική πείρα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Προσόν της «γνώσης και ικανότητας εφαρμογής της νομοθεσίας και Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών ― Δέουσα έρευνα ― Ορθή η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης ― Στην απουσία οποιουδήποτε πρακτικού ως προς τις διαπιστώσεις της Συμβουλευτικής και της ΕΔΥ, αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πλεονέκτημα ― Μεταπτυχιακός τίτλος σε συγκεκριμένα θέματα ― Καμία αιτιολογία για την απόφαση ότι ο προαχθείς πληρούσε το προσόν.

Οι αιτητές προσέβαλαν την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους για την πλήρωση της επίδικης θέσης Επάρχου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Το πρώτο προς εξέταση ζήτημα το έθεσε μόνο ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 385/2001, και αφορά στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Προέβαλε ότι τόσο ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ως πρόεδρος της εν λόγω Επιτροπής, όσο και ο Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας ως μέλος, δεν θα έπρεπε να μετείχαν σ’ αυτήν γιατί ήταν ενδιαφερόμενα πρόσωπα σε σειρά προσφυγών του σε σχέση με την προαγωγή τους σε διάφορες θέσεις και μάλιστα υπήρχαν κατ’ εκείνο το χρόνο, εκκρεμείς προσφυγές.

     Το υπό εξέταση σημείο κρίνεται με αναφορά σε μόνο το γενικότερο πλέγμα των υπηρεσιακών σχέσεων αναπόσπαστο μέρος των οποίων ήταν, φυσιολογικά και αναπόφευκτα, ο συναγωνισμός για ανέλιξη. Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν μπορεί, να αποκλειστεί η συμμετοχή υπαλλήλου στην υπό του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία.  Καθώς υποδεικνύεται από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 915/2000, ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 2001, με παραπομπή στην πλούσια επί του θέματος νομολογία, επιβάλλεται ο αποκλεισμός μόνο όταν υπάρχει «το στοιχείο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος».

2.  Ως προς το προσόν της παραγράφου 3(1), με δεδομένο ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση για την κατάληξη ότι το ενδιαφε[*281]ρόμενο πρόσωπο ικανοποιούσε την απαίτηση για δεκαετή ευδόκιμη διοικητική πείρα, η κατάληξη θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο αν αναδυόταν αναντίλεκτα από τα στοιχεία του «διοικητικού φακέλου».  Δεν συμβαίνει όμως αυτό στην προκείμενη περίπτωση.  Ο προσωπικός φάκελος του αιτητή και ο φάκελος των υπηρεσιακών εκθέσεων, δεν οδηγούν αναπόφευκτα προς μόνο μία κατεύθυνση. Στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις το ενδιαφερόμενο πρόσωπο βαθμολογείτο, ένεκα της κλίμακας της θέσης που κατείχε, – άνω της Α6 – για Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα και η βαθμολογία του σε αυτό το επαγγελματικό στοιχείο κρίσης ήταν διαχρονικά ανωτάτου επιπέδου.  Το κατά πόσο όμως αυτή η Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα μεταφράζεται, με αναφορά στα καθήκοντα της θέσης την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε, σε αντίστοιχη πραγματική διοικητική πείρα, όπως απαιτεί η παράγραφος 3(1), δεν είναι ζήτημα επί του οποίου θα μπορούσε να εκφραστεί πρωτογενώς άποψη.  Όφειλε κατά πρώτο λόγο να το εξέταζε και να το εξηγούσε η Συμβουλευτική Επιτροπή.

3.  Ως προς το προσόν της παραγράφου 3(2), η διερεύνηση στην οποία εν τέλει προέβη η Συμβουλευτική Επιτροπή και εν συνεχεία η Ε.Δ.Υ. δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική.  Η προφορική εξέταση προσφέρεται κατ’ αρχήν ως τρόπος διερεύνησης των απαιτούμενων προσόντων – εφόσον βέβαια το όργανο που τη διεξάγει διαθέτει τις κατά περίπτωση αναγκαίες εξειδικευμένες γνώσεις – αλλά  οι όποιες διαπιστώσεις θα πρέπει να εξηγούνται, με τρόπο που να καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο. 

     Στην προκείμενη περίπτωση δεν δίδεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή οποιαδήποτε εξήγηση για την κατάληξη.  Και από την Ε.Δ.Υ. δεν υπάρχει καν ρητή αναφορά στο επί του θέματος  αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης. 

4.  Ως προς το πλεονέκτημα, το κατά πόσο το μεταπτυχιακό του ενδιαφερομένου προσώπου πληρούσε τους όρους της παραγράφου 3(5) του σχεδίου υπηρεσίας δεν είναι, αυτόδηλο.  Χρειαζόταν επομένως και εδώ κάποια συζήτηση και εξήγηση.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 915/2000, ημερ. 21.9.2001,

[*282]Ασσιώτης ν. Θ.Ο.Κ. (1999) 4(Β) Α.Α.Δ. 1012,

Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 906/98, ημερ. 8.11. 2001,

Καρακόκκινου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 956/2001, ημερ. 5.12.2002,

Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921.

Προσφυγή.

Ο Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 385/2001 εμφανίζεται προσωπικά.

Μ. Καλλιγέρου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 392/2001.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 7 Μαρτίου 2001, με την οποία επελέγη το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ανδρέας Ασσιώτης για προαγωγή στη μόνιμη θέση Επάρχου, Επαρχιακή Διοίκηση (θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής).  Η προαγωγή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερ. 23 Μαρτίου 2001 και Αρ. Γνωστοποίησης 1297.

Το πρώτο προς εξέταση ζήτημα το έθεσε μόνο ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 385/2001, κ. Χατζηχάννας, και αφορά στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Προέβαλε ότι τόσο ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ως πρόεδρος της εν λόγω Επιτροπής, όσο και ο Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας ως μέλος, δεν θα έπρεπε να μετείχαν σ’ αυτήν γιατί ήταν ενδιαφερόμενα πρόσωπα σε σειρά προσφυγών του σε σχέση με την προαγωγή τους σε διάφορες θέσεις και μάλιστα υπήρχαν  κατ’ εκείνο το χρόνο, εκκρεμείς προσφυγές. Επιπρόσθετα καταλόγισε στο Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας οξεία προκατάληψη και έχθρα εναντίον του για διάφορους λόγους που αφορούσαν την υπηρεσιακή τους σχέση, με άξονα τις αντίστοιχες διεκδικήσεις τους για προαγωγή.  Δεν εξειδικεύθηκε όμως οτιδήποτε που να καταδείχνει ότι η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην παρούσα περίπτωση ενδεχομένως να επιδρούσε σε εκκρεμές ζήτημα επί του οποίου να διατηρού[*283]σε προσωπικό συμφέρον έναντι του αιτητή είτε ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε το εν λόγω μέλος.  Επομένως το υπό εξέταση σημείο κρίνεται με αναφορά σε μόνο το γενικότερο πλέγμα των υπηρεσιακών σχέσεων αναπόσπαστο μέρος των οποίων ήταν, φυσιολογικά και αναπόφευκτα, ο συναγωνισμός για ανέλιξη.  Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αποκλειστεί η συμμετοχή υπαλλήλου στην υπό του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία.  Καθώς υποδεικνύεται από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 915/2000, ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 2001, με παραπομπή στην πλούσια επί του θέματος νομολογία, επιβάλλεται ο αποκλεισμός μόνο όταν υπάρχει «το στοιχείο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος».  

Προχωρώ στο επόμενο ζήτημα που αφορά στην άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και εν συνεχεία της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε όλα τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ως απαιτούμενα προσόντα.  Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 392/2001 κα Α. Μαυρέλλη αμφισβητεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα προσόντα που εκτίθενται στις υποπαραγράφους (1) και (2) της παραγράφου 3 του σχεδίου υπηρεσίας όπως και το πλεονέκτημα στο οποίο αναφέρεται η υποπαράγραφος (5). Το ίδιο δε και ο αιτητής κ. Χατζηχάννας σε ό,τι αφορά το προσόν της υποπαραγράφου (2) και το πλεονέκτημα, (υποπαράγραφος (5)).  Παραθέτω τις σχετικές πρόνοιες:

«(1)   Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών και δεκαετής τουλάχιστον ευδόκιμη διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.

Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.

 (2)    Καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης νομοθεσίας, καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών.

...........................................................................................................

 (5)    Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση σε θέματα Δημόσιας Διοίκησης ή Αναπτυξιακής Διοίκησης ή Τοπικής Διοίκησης ή σε άλλο θέμα σχετιζόμενο με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, διάρκειας ενός τουλάχιστον [*284]ακαδημαϊκού έτους ή και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελούν πλεονέκτημα.»

Αναφορικά με την παράγραφο 3(1) το ζήτημα περιορίζεται στο κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε την προβλεπόμενη πείρα.  Κατά την κα Μαυρέλλη, το ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε από το 1985 μέχρι το 1997 τη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας θα μπορούσε μεν να θεωρηθεί ότι κατείχε υπεύθυνη θέση αλλά αυτό  δεν σήμαινε ότι είχε αποκτήσει σε αυτή τη θέση διοικητική πείρα και μάλιστα ευδόκιμη. και αν ενδεχομένως την απέκτησε από τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πολεοδομίας στην οποία προήχθη το Νοέμβριο του 1997, η διάρκειά της μέχρι τη σχετική ημερομηνία ήταν μικρότερη από τρία χρόνια ενώ βάσει της παραγράφου 3(1) απαιτούντο δέκα.  Πρόσθεσε εξάλλου πως δεν φαινόταν να διεξήχθη οποιαδήποτε έρευνα και παρέπεμψε ως προς τις ανάγκες του συγκεκριμένου θέματος στην Ανδρέα Ασσιώτη ν. Θ.Ο.Κ. (1999) 4(Β) Α.Α.Δ. 1012 (απόφαση Κραμβή, Δ.).  Αναφορικά με την παράγραφο 3(2), και οι δύο αιτητές υπέδειξαν ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε χωρίς προηγούμενη έρευνα πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το σχετικό προσόν. Η κα Μαυρέλλη υπέβαλε ότι η εν συνεχεία διερεύνηση με την προφορική εξέταση του βαθμού γνώσης στους τομείς που κάλυπτε η εν λόγω παράγραφος  δεν απευθυνόταν σε ό,τι χρειαζόταν για να διαπιστωθεί η απαιτούμενη «καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής» και παρέπεμψε σχετικά στη Χρ. Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 906/98, ημερ. 8 Νοεμβρίου 2001 (απόφαση Ηλιάδη, Δ.).

Το πώς η Συμβουλευτική Επιτροπή προσήγγισε το έργο της, σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις των υποπαραγράφων (1) και (2) της παραγράφου 3 του σχεδίου υπηρεσίας, εκτίθεται στα αποσπάσματα που ακολουθούν:

«Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνήλθε στην πρώτη της συνεδρίαση στις 9/2/2001, με σκοπό να εξετάσει τις αιτήσεις των 17 υποψηφίων και να αποφασίσει κατά πόσον οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.  Η Επιτροπή, αφού διεξήλθε όλες τις αιτήσεις των υποψηφίων, σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, πλην των κ.κ. Νικολάου Βασίλειου και Παπαφιλοθέου Ανδρέα, οι οποίοι εκ πρώτης όψεως, δεν πληρούσαν το κριτήριο της 10ετούς τουλάχιστον ευδόκιμης διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση. [*285]Ωστόσο η Επιτροπή αποφάσισε όπως τους καλέσει σε προφορική εξέταση, έτσι ώστε να αποφευχθεί τυχόν καθυστέρηση μέχρι τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας για τη διαπίστωση κατά πόσον πληρούν το συγκεκριμένο κριτήριο. Αποφάσισε επίσης ομόφωνα τα πιο κάτω:

α)  όπως καλέσει σε συνέντευξη όλους τους υποψηφίους.

.......................................................................................................

Η επιτροπή προέβηκε ακολούθως σε προφορική εξέταση των υποψηφίων διάρκειας περίπου 30 λεπτών του καθενός, υποβάλλοντάς τους ερωτήσεις του ιδίου περίπου επιπέδου (εν πολλοίς οι ίδιες ή πολύ παρεμφερείς ερωτήσεις), για να διαπιστωθεί:

α) ο βαθμός γνώσεως της εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης νομοθεσίας,

β) ο βαθμός γνώσεως της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας,

γ)  ο βαθμός γνώσεως των Κανονισμών Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών για τους υποψηφίους οι οποίοι δεν έχουν επιτύχει στις εν λόγω Κυβερνητικές εξετάσεις, και

δ) για αξιολόγηση των υποψηφίων αναφορικά με την προσωπικότητά τους με βάση και τις σχετικές απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας.»

Ως προς τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης δεν έχουμε εν τέλει παρά μόνο την αιτιολόγηση της Συμβουλετικής Επιτροπής για τη γενική εντύπωση η οποία, για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ήταν ότι:

«ΑΣΣΙΩΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Ο υποψήφιος έδωσε εξαιρετικές απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν.  Ανέπτυξε με σαφήνεια και ολοκληρωμένη επιχειρηματολογία όλες τις ερωτήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Έδωσε την εντύπωση ότι μπορεί να αντιμετωπίζει με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα τα προβλήματα που ενδεχομένως να παρουσιαστούν. Η ομόφωνη διαπίστωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι [*286]ότι πρόκειται για άτομο με ισχυρή προσωπικότητα και πρωτοβουλία.  Αξιολογείται ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ.»

Αναφορικά με το πλεονέκτημα που προβλέπεται στην παράγραφο 3(5), του σχεδίου υπηρεσίας η Συμβουλευτική Επιτροπή αναγνώρισε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ότι διέθετε το ένα από τα δύο εναλλακτικώς προβλεπόμενα, ήτοι τη μετεκπαίδευση.  Το κατέγραψε αυτό έτσι συνοπτικά χωρίς αναφορά στο λόγο για την κατάληξή της η οποία όμως, καθώς προκύπτει, είχε ως έρεισμα μεταπτυχιακό τίτλο ήτοι Master of Civic Design που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο απέκτησε το 1989 από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.  Τόσο ο κ. Χατζηχάννας όσο και η κα Μαυρέλλη προβάλλουν ότι το εν λόγω μεταπτυχιακό ήταν σε θέμα άλλο από εκείνα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 3(5), ήτοι τη δημόσια διοίκηση, την αναπτυξιακή διοίκηση, την τοπική διοίκηση ή θέμα σχετιζόμενο με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε για επιλογή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και τρεις άλλους υποψήφιους στους οποίους δεν περιλαμβάνονταν ο κ. Χατζηχάννας και η κα Μαυρέλλη.  Η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία ημερ. 27 Φεβρουαρίου 2001, αναφέρθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για να καταλήξει με τα εξής:

«Όσον αφορά το πλεονέκτημα και την απαιτούμενη γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιόν της στοιχεία και με βάση τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση, σε ημερομηνία που θα οριστεί αργότερα, τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.»

Ύστερα, όπως φαίνεται από τα πρακτικά της επόμενης συνεδρίας ημερ. 7 Μαρτίου 2001, η Ε.Δ.Υ. επιχείρησε να διερευνήσει το κατά πόσο οι υποψήφιοι πράγματι ικανοποιούσαν την παράγραφο 3(2) – όχι όμως και τις παραγράφους 3(1) και 3(5) – του Σχεδίου Υπηρεσίας:

«Κατά την προφορική εξέταση τόσο ο Γενικός Διευθυντής όσο και η Επιτροπή υπέβαλαν στους υποψηφίους ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδί[*287]ου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της διοικητικής και διευθυντικής ικανότητας των υποψηφίων, της ικανότητάς τους για επικοινωνία, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας, και γενικά της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης.

.......................................................................................................

Σημειώνεται ότι η Επιτροπή, μέσα από την προφορική εξέταση, διαπίστωσε ότι οι υποψήφιοι ικανοποιούν την παράγραφο 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, έχουν δηλαδή καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογισιτκών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών.»

Τέλος, παραθέτω για το ίδιο θέμα και την αιτιολογία της γενικής εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. από την προφορική εξέταση παρόλον που δεν διέκρινα ο,τιδήποτε το οποίο συγκεκριμένα να πρόσθετε στην κατάληξη της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(2):

«Έχει υψηλού επιπέδου επιστημονική συγκρότηση και άρτια ενημέρωση για τις σύγχρονες τάσεις που διέπουν τους θεσμούς αυτοδιοίκησης και περιφερειακής ανάπτυξης. Είναι άριστος χειριστής του λόγου, προβαίνει σε εκλογικευμένη θεώρηση καταστάσεων και υποβάλλει συγκροτημένες, λειτουργικές εισηγήσεις για επίλυση προβλημάτων και αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής.  Από τις απαντήσεις του στα ερωτήματα που ετέθηκαν διεφάνη, επίσης, ότι διαθέτει ευρύτητα και ωριμότητα σκέψεως, οξεία κριτική ικανότητα και αυτοπεποίθηση.  Διαθέτει όραμα και εμπνέει εμπιστοσύνη.»

Ως προς το προσόν της παραγράφου 3(1), με δεδομένο ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση για την κατάληξη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ικανοποιούσε την απαίτηση για δεκαετή ευδόκιμη διοικητική πείρα, η κατάληξη θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο αν αναδυόταν αναντίλεκτα από τα στοιχεία του «διοικητικού φακέλου».  Δεν συμβαίνει όμως αυτό στην προκείμενη περίπτωση.  Ο προσωπικός φάκελος του αιτητή και ο φάκελος των υπηρεσιακών εκθέσεων δεν οδηγούν κατά τη γνώμη μου αναπόφευκτα προς μό[*288]νο μια κατεύθυνση. Δεν παραγνωρίζω ότι στις ετήσεις υπηρεσιακές εκθέσεις το ενδιαφερόμενο πρόσωπο βαθμολογείτο, ένεκα της κλίμακας της θέσης που κατείχε, – άνω της Α6 – για Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα και ότι η βαθμολογία του σε αυτό το επαγγελματικό στοιχείο κρίσης ήταν διαχρονικά ανωτάτου επιπέδου.  Το κατά πόσο όμως αυτή η Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα μεταφράζεται, με αναφορά στα καθήκοντα της θέσης την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε, σε αντίστοιχη πραγματική διοικητική πείρα όπως απαιτεί η παράγραφος 3(1), νομίζω πως δεν είναι ζήτημα επί του οποίου θα μπορούσα να εκφέρω πρωτογενώς άποψη.  Όφειλε κατά πρώτο λόγο να το εξέταζε και να το εξηγούσε η Συμβουλευτική Επιτροπή.

Ως προς το προσόν της παραγράφου 3(2), η διερεύνηση στην οποία εν τέλει προέβη η Συμβουλευτική Επιτροπή και εν συνεχεία η Ε.Δ.Υ. δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική. Η προφορική εξέταση προσφέρεται κατ’ αρχήν ως τρόπος διερεύνησης των απαιτούμενων προσόντων – εφόσον βέβαια το όργανο που τη διεξάγει διαθέτει τις κατά περίπτωση αναγκαίες εξειδικευμένες γνώσεις – αλλά οι όποιες διαπιστώσεις θα πρέπει να εξηγούνται με τρόπο που να καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο.  Στη Μάριος Καρακόκκινου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 956/2001, ημερ. 5 Δεκεμβρίου, 2002, ο Κωνσταντινίδης, Δ., υπέδειξε τα εξής με αναφορά στη Δημοκρατία ν. Μιχαήλ Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921, το λόγο της οποίας επεξήγησε διασταλτικά:

«Έχω την άποψη πως αφού αναφερόμαστε όχι στις υποκειμενικές εκτιμήσεις των μελών του συλλογικού οργάνου σε σχέση με την απόδοση κάποιου υποψηφίου στην προφορική συνέντευξη αλλά σε συγκεκριμένες ουσιώδεις διαπιστώσεις στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας, αυτές πρέπει να συνοδεύονται απαραίτητα με εξήγηση που να επιτρέπει δικαστικό έλεγχο.»

Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή οποιαδήποτε εξήγηση για την κατάληξη.  Και από την Ε.Δ.Υ. δεν έχουμε καν ρητή αναφορά  στο επί του θέματος  αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης. 

Ως προς το πλεονέκτημα, το κατά πόσο το μεταπτυχιακό του ενδιαφερομένου προσώπου πληρούσε τους όρους της παραγράφου 3(5) του σχεδίου υπηρεσίας δεν είναι, κατά την άποψή μου, αυτόδηλο. Χρειαζόταν επομένως και εδώ κάποια συζήτηση και εξήγηση.

[*289]Για τους λόγους που ανέφερα, οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο