Ιωαννίδου Ιζαμπέλ ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) (2003) 4 ΑΑΔ 401

(2003) 4 ΑΑΔ 401

[*401]9 Μαΐου, 2003

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

αναφορικα με το αρθρο 146 του συνταγματοσ

ΙΖΑΜΠΕΛ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚυΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.),

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 736/2001)

 

Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.ΑΤ.Σ) ― Ισχυρισμός ότι το Άρθρο 3(3)(α) των Κανονισμών ΚΔΠ 172/99 είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος «περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου (Ν. 68(1)/96 όπως τροποποιήθηκε), απορρίφθηκε, εφόσον το Άρθρο 15(1)(2)(α) του πιο πάνω Νόμου, εξουσιοδοτεί την έκδοση Κανονισμών, που θα καθορίζουν λεπτομερή κριτήρια αναγνώρισης τίτλων σπουδών ― Ισχυρισμός πως το ίδιο άρθρο των Κανονισμών αντίκειται στον κυρωτικό της Σύμβασης της ΟΥΝΕΣΚΟ για Αναγνώριση Διπλωμάτων και Πτυχίων Νόμου (Ν. 11/85), απορρίφθηκε ως αβάσιμος, εφόσον δεν διευκρινίστηκε με ποια από τις διατάξεις του κυρωτικού Νόμου συγκρούεται το Άρθρο 3(3)(1) των Κανονισμών.

Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Υποβολή αίτησης για αναγνώριση μεταπτυχιακού τίτλου Απόρριψή της, με το αιτιολογικό ότι δεν είχε αναγνωριστεί ο πανεπιστημιακός τίτλος της αιτήτριας Πλάνη περί το νόμο και έλλειψη δέουσας έρευνας Ο κάθε τίτλος εξετάζεται ξεχωριστά Η διαδικασία στο συμβουλευτικό όργανο των Επιτροπών Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, δεν μπορεί να παρακαμφθεί, εφόσον η παραπομπή του θέματος σε αυτές δεν έχει δυνητικό χαρακτήρα.

Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση Συμ[*402]βουλίου να μην αναγνωρίσει ως ισότιμο μεταπτυχιακό δίπλωμα σε επίπεδο master τον τίτλο σπουδών (D.E.A.) που η ίδια κατείχε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.           Το Άρθρο 15(1)(2) του Νόμου εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου ή ειδικότερα για τη ρύθμιση κάθε θέματος που πρέπει ή είναι δυνατό να ρυθμιστεί με κανονισμούς. Οι κανονισμοί αυτοί μπορούν, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την πιο πάνω νομοθετική πρόβλεψη να καθορίζουν –

   “(α) Λεπτομερή κριτήρια αναγνώρισης τίτλων σπουδών.”

   Αυτά ακριβώς τα κριτήρια καθορίζονται με το επίμαχο Άρθρο 3(3)(α) και συνεπώς δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι το Άρθρο 3(3)(α) αντίκειται στις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αναγνώριση Σπουδών, Διπλωμάτων και Πτυχίων τα οποία αφορούν την Ανώτερη Εκπαίδευση στα Κράτη που ανήκουν στην περιοχή της Ευρώπης. Η Σύμβαση αυτή κατέστη μέρος του εσωτερικού δικαίου και ενσωματώθηκε στον κυρωτικό Νόμο αρ. 11/85. Αποσκοπεί στην ενίσχυση της συνεργασίας των Συμβαλλόμενων Κρατών στον τομέα της εκπαίδευσης και θέτει ως “υποχρεώσεις άμεσης εφαρμογής” (Άρθρα 3-7) τη λήψη πρακτικών μέτρων προς το σκοπό της ενθάρρυνσης των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών ώστε να παρέχουν αναγνώριση στα πιστοποιητικά και άλλα διπλώματα μέσης εκπαίδευσης τα οποία εκδίδονται στα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη και τα οποία επιτρέπουν την είσοδο στην ανώτερη εκπαίδευση, με σκοπό να μπορούν οι κάτοχοι να παρακολουθήσουν σπουδές σε ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης τα οποία ευρίσκονται στις αντίστοιχες επικράτειες των Συμβαλλόμενων Κρατών. Επιβάλλει επίσης τη λήψη πρακτικών μέτρων για την ενθάρρυνση των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών ώστε να καθορίσουν την εφαρμοστέα διαδικασία για την αναγνώριση, για σκοπούς παρακολούθησης σπουδών, των επί μέρους σπουδών που έχουν πραγματοποιηθεί σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα που ευρίσκονται στα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη και για την παροχή αναγνώρισης στα πιστοποιητικά, διπλώματα ή πτυχία που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές των άλλων Συμβαλλόμενων Κρατών για σκοπούς εξάσκησης επαγγέλματος. Η αιτήτρια δεν διευ[*403]κρινίζει με ποιά από τις διατάξεις της πιο πάνω Σύμβασης συγκρούεται το Άρθρο 3(3)(α), από το περιεχόμενο του οποίου εξάλλου δεν προκύπτει τέτοιο ενδεχόμενο.

2.           Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 15 του βασικού Νόμου εκδόθηκαν οι Κανονισμοί που περιέχονται στην ΚΔΠ 172/99 και οι μεταγενέστεροι Κανονισμοί (ΚΔΠ 634/2002) που δημοσιεύθηκαν στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας (Αρ. 3666 της 2ς Δεκεμβρίου 2002). Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ενδιαφέρει το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που περιέχεται στο βασικό Νόμο 68(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 48(Ι)/97 και στους Κανονισμούς της ΚΔΠ 172/99.

Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου καθορίζονται στο Άρθρο 4 του Νόμου 68(Ι)/96 (όπως τροποποιήθηκε).

Το Άρθρο 7 προβλέπει για την ίδρυση των λεγόμενων “Επιτροπών Κρίσεως Τίτλων Σπουδών”.

Στα Μέρη ΙΙΙ και IV του Νόμου 68(Ι)/96 (όπως τροποποιήθηκε) προσφέρεται η δυνατότητα στον κάθε ενδιαφερόμενο να υποβάλει αίτηση για την αναγνώριση τίτλου σπουδών και καθορίζονται οι αρχές που διέπουν τη διαδικασία και τα κριτήρια αναγνώρισης.

Για την αναγνώριση τίτλων σπουδών προνοούν τα Άρθρα 12 και 13.

Περαιτέρω ρυθμίσεις περιέχονται στις κανονιστικές διατάξεις της ΚΔΠ 172/99. Τα κριτήρια για την αναγνώριση ισοτιμίας περιέχονται στο Άρθρο 3(3)(α). Στο Άρθρο 4 καθορίζονται τα επίπεδα αναγνώρισης τίτλων και το Άρθρο 5 ρυθμίζει τη διαδικασία υποβολής αίτησης προβλέποντας ρητά ότι “για κάθε αίτημα αναγνώρισης τίτλου υποβάλλεται ξεχωριστή αίτηση”. Το Άρθρο 6 υλοποιεί την πρόθεση του νομοθέτη όπως εκφράζεται στα Άρθρα 4(δ), 7 και 13 του Νόμου 68(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε, για την απαραίτητη εμπλοκή στη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, των Επιτροπών Κρίσεων Σπουδών αποτελούμενων από ειδικούς, προς το σκοπό μελέτης των αιτήσεων και υποβολής εισηγήσεων προς το Συμβούλιο.

Το πιο πάνω νομοθετικό κανονιστικό πλαίσιο άσκησης των εξουσιών του Συμβουλίου τείνει να καταδείξει ότι στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας, για τους πιο κάτω λόγους:

[*404]Πρώτο, το Συμβούλιο δεν έπρεπε να συνδέσει την έκβαση της αίτησης του Γαλλικού τίτλου σπουδών με εκείνου των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού υποβλήθηκε αυτοτελώς και αποτέλεσε θέμα εξέτασης σύμφωνα με άλλη διαδικασία. Το Συμβούλιο όφειλε να προχωρήσει στην εξέταση του αιτήματος, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα αίτησης για αναγνώριση οποιουδήποτε άλλου τίτλου της αιτήτριας. Αυτό είναι το γράμμα εξάλλου του Άρθρου 10 του Νόμου 68(Ι)/96, αλλά και του Άρθρου 5 των Κανονισμών (ΚΔΠ 172/99) που προβλέπει την υποβολή ξεχωριστής αίτησης για κάθε αίτημα αναγνώρισης τίτλου. Επιπρόσθετα οι ερμηνευτικές διατάξεις καθορίζουν ότι τίτλος σπουδών “σημαίνει οποιοδήποτε πτυχίο, δίπλωμα ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης με το οποίο πιστοποιείται ότι ο κάτοχός του έχει συμπληρώσει επιτυχώς ένα πρόγραμμα σπουδών ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης”. Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση για αναγνώριση του επίδικου μεταπτυχιακού συνοδευόταν από πληθώρα αποδεικτικών επίσημων εγγράφων που πιστοποιούσαν τις συνθήκες απόκτησής του, αναλυτικές βαθμολογίες και βεβαίωση του Πολιτιστικού Συμβούλου της Γαλλικής Πρεσβείας στην Κύπρο, ότι το ίδρυμα που το απένειμε ήταν αναγνωρισμένο και αξιολογημένο και εθεωρείτο ως ένα από τα “πιο φημισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Γαλλίας”. Το Συμβούλιο αντί να προχωρήσει, όπως είχε εκ του νόμου υποχρέωση, στη διαδικασία εξέτασης του μεταπτυχιακού αυτού τίτλου πάνω στη βάση των κριτηρίων που θεσπίσθηκαν με τους Κανονισμούς που προαναφέρθηκαν, αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα διότι δεν υπήρχε αναγνωρισμένο από το ίδιο όργανο πρώτο πτυχίο.

Δεύτερο, φαίνεται ότι υπάρχει καταστρατήγηση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που επέβαλλαν την ανάμειξη της Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών. Η φρασεολογία του Νόμου και των Κανονισμών δεν καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη αναγνωριστικής απόφασης για να τύχει ακολούθως εξέτασης η αίτηση για την αναγνώριση ενός τίτλου σπουδών, ιδιαίτερα όταν ο ενδιαφερόμενος καλείται να καταβάλει ξεχωριστά τέλη. Αντίθετα τόσο στο Νόμο (Άρθρο 13(1)) όσο και στο Άρθρο 6 του Κανονισμού καθίσταται σαφές ότι πριν από τη λήψη εκ μέρους του Συμβουλίου οποιασδήποτε απόφασης για αίτηση αναγνώρισης τίτλου σπουδών, προηγείται η μελέτη και η υποβολή εισήγησης από τις εξειδικευμένες Επιτροπές Κρίσεως. Η άποψη του Συμβουλίου ότι η παραπομπή στις Επιτροπές Κρίσεως έχει δυνητικό χαρακτήρα δεν ευσταθεί, γιατί το Άρθρο 6(9) του οποίου γίνεται επίκληση αναφέρεται σε “μελέτη ειδικών θεμάτων” τα οποία το Συμβούλιο “μπορεί” να αναθέτει στις Επιτροπές. Αντίθετα το Άρθρο 6(1) καθιστά σαφές ότι “για τη μελέτη των αιτήσεων και την [*405]υποβολή σχετικών εισηγήσεων για λήψη τελικής απόφασης καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως”, ενώ στον ίδιο το Νόμο (Άρθρο 13(1)) η εμπλοκή της αρμόδιας Επιτροπής καθιερώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση λήψης απόφασης σχετικά με εκκρεμούσα αίτηση. Το λεκτικό του Νόμου που αναφέρει ότι “το Συμβούλιο αποφασίζει για την ισοτιμία και την αντιστοιχία τίτλων σπουδών, αφού μελετήσει τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών” είναι άκρως καθοριστικό. Η απόφαση “γενικής φύσεως” την οποία επικαλέσθηκε το Συμβούλιο για να παρακάμψει την Επιτροπή Κρίσεως δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να υπερισχύσει των Κανονιστικών και Νομοθετικών προνοιών που επισημάνθηκαν.

Στην παρούσα περίπτωση ο Νόμος απαιτούσε λήψη απόφασης μετά από γνωμοδότηση της οικείας Επιτροπής αλλά και μετά από “δέουσα εξέταση όλων των υποβληθέντων στοιχείων από το Συμβούλιο και με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και των σχετικών κανονισμών”. (Βλ. Άρθρο 10(2) του Νόμου 68(Ι)/96 (όπως έχει τροποποιηθεί)). Από τα πιο πάνω είναι προφανές ότι το αίτημα απορρίφθηκε πριν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής όπως επέβαλλαν ο Νόμος και οι Κανονισμοί, αλλά και χωρίς να τύχει οποιασδήποτε έρευνας εκ μέρους του Συμβουλίου.

Η εισήγηση του Συμβουλίου ότι η αίτηση της αιτήτριας για την αναγνώριση του μεταπτυχιακού τίτλου εξετάστηκε προκαταρκτικά και απορρίφθηκε γιατί δεν ανταποκρινόταν στις προϋποθέσεις των Κανονισμών, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και τούτο γιατί από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί δεν φαίνεται ότι είχε διεξαχθεί οποιαδήποτε έρευνα και επίσης γιατί δεν υποβλήθηκε εκ μέρους του Συμβουλίου ποιό είναι το Άρθρο των Κανονισμών, οι προϋποθέσεις του οποίου δεν έχουν ικανοποιηθεί. Έστω και αν το Δικαστήριο δεχθεί ότι το Άρθρο είναι το Άρθρο 3(3)(α) που καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης ισοτιμίας, δεν έχουν παρουσιαστεί οποιαδήποτε στοιχεία που υποδεικνύουν ότι έγινε οποιαδήποτε έρευνα προς τούτο.

Στην παρούσα περίπτωση η παρουσίαση πιστοποιητικών και βεβαιώσεων των αρμόδιων αρχών που κατατέθηκαν μαζί με την αίτηση αναγνώρισης, αποδείκνυαν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, ότι το πρόγραμμα σπουδών είχε γίνει σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα (Άρθρο 3(3)(α)(ii)) και ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(3)(α)(i) σε σχέση με τα στοιχεία που προσδιορίζονται. Τα πιο πάνω βέβαια θα έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης και εισήγησης της προβλεπόμενης στο νόμο οικείας Επιτροπής Κρίσεως. Το Συμβούλιο παρέλειψε να παραπέμψει το αίτημα, με αποτέλεσμα η [*406]διαδικασία που ακολουθήθηκε να θεωρείται ότι παραβιάζει τις σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η παράλειψη παραπομπής της αίτησης στην Επιτροπή Κρίσεως, μαζί με την παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας και της έλλειψης νόμιμης αιτιολογίας για την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, καθιστά την επίδικη απόφαση άκυρη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1080/2000, ημερ. 30.4.2002,

Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Ιζαμπέλ Ιωαννίδου (“η αιτήτρια”) προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) (“το Συμβούλιο”) με την οποία ο τίτλος σπουδών “Diplome d’ Etudes Approfondies” που κατείχε δεν αναγνωρίσθηκε ως ισότιμος μεταπτυχιακού διπλώματος σε επίπεδο master.

(α)  Τα γεγονότα.

Η αιτήτρια κατείχε από το Μάιο του 1996 τον τίτλο “Bachelor of Arts” στις “Διεθνείς Σχέσεις, Γαλλική Φιλολογία και Πολιτισμός” του Πανεπιστημίου Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, για τον οποίο υπέβαλε στις 12/12/2000 αίτηση για την αναγνώριση του.

Κατά την ίδια ημερομηνία η αιτήτρια υπέβαλε άλλη ξεχωριστή αίτηση για την αναγνώριση του τίτλου “Diplome d’ Etudes Approfondies” (“Δίπλωμα Σπουδών σε Βάθος”) που της απονεμήθηκε στις 30/3/1999 από το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του [*407]Γαλλικού Εθνικού Ιδρύματος Πολιτικών Επιστημών (Institut d’ Etudes Politiques de Paris) που εδρεύει στο Παρίσι.

Το Συμβούλιο αποφάσισε να ασχοληθεί πρώτα με την αξιολόγηση του πρώτου τίτλου της αιτήτριας του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια (Αρ. Πρωτοκόλλου 361/2000) και ακολούθως με την αξιολόγηση του δεύτερου τίτλου της αιτήτριας του Γαλλικού Εθνικού Ιδρύματος Πολιτικών Επιστημών.

Το Συμβούλιο μέσα στα πλαίσια των εργασιών της 25ης συνεδρίας του της 27/2/2001 – 1/3/2001 αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα για την αναγνώριση του Αμερικάνικου τίτλου του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια με την πιο κάτω αιτιολογία:

“Το Συμβούλιο αποφάσισε να μην εγκρίνει την αίτηση για αναγνώριση του τίτλου “Bachelor of Arts” που απονεμήθηκε από το University of Virginia των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ως τίτλου ισότιμου και αντίστοιχου προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Διεθνείς Σχέσεις, Γαλλική Φιλολογία και Πολιτισμός, διότι όλο το πρόγραμμα σπουδών δεν έχει γίνει σε αναγνωρισμένο ίδρυμα ή αξιολογημένο-πιστοποιημένο κλάδο σπουδών και συνεπώς δεν πληρούνται οι πρόνοιες του κανονισμού 3.-(3)(α) των Κανονισμών Κ.Δ.Π. 172/99.

Το Συμβούλιο θα μπορούσε να χορηγήσει περιγραφικό πιστοποιητικό του περιεχομένου, της διάρκειας και του επιπέδου σπουδών.”

Ακολούθως στην 27η συνεδρία της 3/5/2001 – 5/5/2001 το Συμβούλιο αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση για την αναγνώριση του Γαλλικού τίτλου του Γαλλικού Εθνικού Ιδρύματος Πολιτικών Επιστημών με την πιο κάτω αιτιολογία:

“Το Συμβούλιο αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα για αναγνώριση του τίτλου σπουδών Diplome d’ Etudes Approfondies (D.E.A.) που απονεμήθηκε από το Institut d’ Etudes Politiques de Paris της Γαλλίας ως ισότιμο προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master διότι η αιτήτρια δεν κατέχει αναγνωρισμένο από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. πρώτο καταληκτικό τίτλο επιπέδου Πτυχίου.

Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η περίπτωση της αίτησης της ίδιας αιτήτριας για αναγνώριση του τίτλου σπουδών Bachelor of Arts με Αρ. Πρωτ. 361/00 η οποία εξετάστηκε κατά την 26η Συ[*408]νεδρία του Συμβουλίου ενδεχομένως να εμπίπτει στις πρόνοιες του “Νόμου που προνοεί για την εξομοίωση Διπλωμάτων ή τίτλων Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Κύπρου (Συμπληρωματικές Σπουδές) Νόμος 2001”.

Επίσης, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το University of Virginia είναι αναγνωρισμένο ίδρυμα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και ενδεχομένως η περίπτωση της αίτησης 361/00 της αιτήτριας να εμπίπτει στις πρόνοιες των Νόμων 41(1) του 1993 και 69(1) του 1996 για τους οποίους το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν έχει αρμοδιότητα.”

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Η αιτήτρια αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης της μη αναγνώρισης του Γαλλικού τίτλου σπουδών γιατί,

  (i)       Το Άρθρο 3(3)(α) των Κανονισμών της ΚΔΠ 172/99 είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος “περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών”, Νόμου (Ν. 68(Ι)/96 όπως τροποποιήθηκε) και συγκρούεται με τις πρόνοιες του κυρωτικού της Σύμβασης της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αναγνώριση Σπουδών, Διπλωμάτων και Πτυχίων τα οποία αφορούν την Ανώτερη Εκπαίδευση στα Κράτη που ανήκουν στην περιοχή της Ευρώπης Νόμου (αρ. 11/85),

 (ii)       Υπάρχει κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του Συμβουλίου,

(iii)       Υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της              επίδικης απόφασης.

(i) Το Άρθρο 3(3)(α) του Κανονισμού της ΚΔΠ 172/99 είναι καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης (ultra vires).

Το Άρθρο 3(3)(α) του Κανονισμού ΚΔΠ 172/99 προνοεί τα ακόλουθα:

“(3)(α) Αναγνώριση ισοτιμίας χορηγείται, αν –

(i)            Η διάρκεια σπουδών, οι όροι εισδοχής, αξιολόγησης, προαγωγής και αποφοίτησης των σπουδαστών και η διαδικασία της διδασκαλίας και μάθησης πληρούν τις απαιτήσεις του Πανεπιστημίου Κύπρου ή των άλλων δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης της Κύπρου. Ως προς τη διαδικασία δι[*409]δασκαλίας και μάθησης, εξαίρεση στα πιο πάνω μπορεί να αποτελέσουν ιδρύματα τύπου «ανοικτού πανεπιστημίου» (open university), «σπουδών εξ αποστάσεως» (distance learning) και «εξωτερικών πτυχίων» (external degrees),

(ii)           όλο το πρόγραμμα έχει γίνει σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα/ιδρύματα ή σε εκπαιδευτικά αξιολογημένο – πιστοποιημένο κλάδο σπουδών και ένα ουσιώδες μέρος – ποσοστό των σπουδών έχει γίνει στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο. Εξαίρεση ως προς το ποσοστό σπουδών μπορεί να αποτελέσουν τα πανεπιστημιακά προγράμματα ευρωπαϊκής συνεργασίας:

Νοείται ότι για την αξιολόγηση και τη λήψη απόφασης αναγνώρισης ισοτιμίας μπορεί να γίνεται συνεκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις πιο πάνω παραγράφους (i) και (ii):

Νοείται περαιτέρω ότι η διάρκεια σπουδών υπολογίζεται σε ακαδημαϊκά έτη ή εξάμηνα ή διδακτικές μονάδες.”

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 3(3)(α) είναι καθ’ υπέρβαση του εξουσιοδοτούντος Νόμου (ultra vires the law) γιατί ο Νόμος δεν δίδει εξουσιοδότηση για κριτήρια ουσιώδους ποσόστωσης, γιατί απαιτεί εκπαιδευτικά αξιολογημένο πιστοποιημένο κλάδο σπουδών “εξαφανίζοντας” το πρώτο έτος της αιτήτριας, σε ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που λειτουργούσε με τη νόμιμη άδεια της Δημοκρατίας και υπό την εποπτεία του αρμόδιου Υπουργείου και γιατί τίθεται στο συγκεκριμένο κανονισμό θέμα ουσιώδους μέρους-ποσοστού σπουδών στο ίδρυμα το οποίο απονέμει τον τίτλο χωρίς την ανάλογη νομοθετική πρόβλεψη. Η αιτήτρια εισηγείται περαιτέρω ότι η κανονιστική πρόβλεψη που επικαλείται το Συμβούλιο στην απόφασή του για μη αναγνώριση του πρώτου καταληκτικού τίτλου έρχεται σε σύγκρουση με τις πρόνοιες του κυρωτικού της Σύμβασης της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αναγνώριση Διπλωμάτων και Πτυχίων Νόμου (αρ. 11/85).

Το καθ’ου η αίτηση Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί στην παρούσα διαδικασία γιατί αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη.

[*410]Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η επίδικη απόφαση βασίστηκε στο Άρθρο 3(3)(α) του Κανονισμού πάνω στο οποίο βασίστηκε και η προηγηθείσα απορριπτική απόφαση για την αποδοχή του πρώτου τίτλου σπουδών της αιτήτριας.

Το Άρθρο 15(1)(2) του Νόμου εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου ή ειδικότερα για τη ρύθμιση κάθε θέματος που πρέπει ή είναι δυνατό να ρυθμιστεί με κανονισμούς. Οι κανονισμοί αυτοί μπορούν, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την πιο πάνω νομοθετική πρόβλεψη να καθορίζουν –

“(α) Λεπτομερή κριτήρια αναγνώρισης τίτλων σπουδών.”

Αυτά ακριβώς τα κριτήρια καθορίζονται με το επίμαχο Άρθρο 3(3)(α) και συνεπώς δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι το Άρθρο 3(3)(α) αντίκειται στις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αναγνώριση Σπουδών, Διπλωμάτων και Πτυχίων τα οποία αφορούν την Ανώτερη Εκπαίδευση στα Κράτη που ανήκουν στην περιοχή της Ευρώπης. Η Σύμβαση αυτή κατέστη μέρος του εσωτερικού δικαίου και ενσωματώθηκε στον κυρωτικό Νόμο αρ. 11/85. Αποσκοπεί στην ενίσχυση της συνεργασίας των Συμβαλλόμενων Κρατών στον τομέα της εκπαίδευσης και θέτει ως “υποχρεώσεις άμεσης εφαρμογής” (Άρθρα 3-7) τη λήψη πρακτικών μέτρων προς το σκοπό της ενθάρρυνσης των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών ώστε να παρέχουν αναγνώριση στα πιστοποιητικά και άλλα διπλώματα μέσης εκπαίδευσης τα οποία εκδίδονται στα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη και τα οποία επιτρέπουν την είσοδο στην ανώτερη εκπαίδευση, με σκοπό να μπορούν οι κάτοχοι να παρακολουθήσουν σπουδές σε ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης τα οποία ευρίσκονται στις αντίστοιχες επικράτειες των Συμβαλλόμενων Κρατών. Επιβάλλει επίσης τη λήψη πρακτικών μέτρων για την ενθάρρυνση των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών ώστε να καθορίσουν την εφαρμοστέα διαδικασία για την αναγνώριση, για σκοπούς παρακολούθησης σπουδών, των επί μέρους σπουδών που έχουν πραγματοποιηθεί σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα που ευρίσκονται στα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη και για την παροχή αναγνώρισης στα πιστοποιητικά, διπλώματα ή πτυχία που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές των άλλων Συμβαλλόμενων Κρατών για σκοπούς εξάσκησης επαγγέλματος. Η αιτήτρια δεν διευκρινίζει με ποιά από τις διατάξεις της πιο πάνω Σύμβασης συ[*411]γκρούεται το Άρθρο 3(3)(α), από το περιεχόμενο του οποίου εξάλλου δεν προκύπτει τέτοιο ενδεχόμενο. Ο σχετικός ισχυρισμός κρίνεται αβάσιμος.

(ii) Κατάχρηση εξουσίας – πλάνη περί τα πράγματα – έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

Η αιτήτρια εισηγείται ότι το Συμβούλιο ενεργώντας υπό το καθεστώς πλάνης και κατάχρησης εξουσίας ενέπλεξε κατά την εξέταση της αίτησης αναγνώρισης του μεταπτυχιακού της τίτλου τον πρώτο τίτλο σπουδών της, ότι η διαδικασία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν ελαττωματική διότι παρακάμφθηκαν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 7 του Νόμου 68(Ι)/96 (όπως τροποποιήθηκε) Επιτροπές Κρίσεως και ότι το αίτημα απορρίφθηκε χωρίς να προηγηθεί η αναγκαία έρευνα των πιστοποιητικών που προσκομίσθηκαν αναφορικά με τον υπό εξέταση μεταπτυχιακό τίτλο, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να καθίσταται αναιτιολόγητη.

Αντίθετα υποβλήθηκε εκ μέρους του Συμβουλίου ότι η παραπομπή των αιτήσεων σε Επιτροπή Κρίσεως είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική, ότι το Συμβούλιο με απόφαση του “γενικής φύσεως” αποφάσισε ότι οι αιτήσεις θα αποστέλλονται στις Επιτροπές Κρίσεως μόνον εφόσον κατά το προκαταρκτικό στάδιο της μελέτης τους διαπιστώνεται ότι ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις των κανονισμών και ότι, ως εκ τούτου, η αίτηση της αιτήτριας αιτιολογημένα απορρίφθηκε διότι κρίθηκε μετά από προκαταρκτική μελέτη ότι δεν πληρούσε τις κανονιστικές πρόνοιες.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 15 του βασικού Νόμου εκδόθηκαν οι Κανονισμοί που περιέχονται στην ΚΔΠ 172/99 και οι μεταγενέστεροι Κανονισμοί (ΚΔΠ 634/2002) που δημοσιεύθηκαν στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας (Αρ. 3666 της 27ης Δεκεμβρίου 2002). Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ενδιαφέρει το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που περιέχεται στο βασικό Νόμο 68(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 48(Ι)/97 και στους Κανονισμούς της ΚΔΠ 172/99.

Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου καθορίζονται στο Άρθρο 4 του Νόμου 68(Ι)/96 (όπως τροποποιήθηκε) ως ακολούθως:

“4.-(1) Το Συμβούλιο έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

«(α) Προβαίνει σε αναγνώριση τίτλων σπουδών, σύμφωνα [*412]με τις διατάξεις του άρθρου 12, και εκδίδει σχετικό πιστοποιητικό.

  (β)           Εκφράζει απόψεις στον Υπουργό για κάθε διεθνή ή διακρατική συμφωνία που περιλαμβάνει πρόνοιες για την αναγνώριση τίτλων σπουδών, την οποία η κυβέρνηση προτίθεται να υπογράψει.

  (γ)            Διαμορφώνει και υποβάλλει στον Υπουργό εισηγήσεις για ετοιμασία και κατάθεση στη Βουλή Κανονισμών, όσον αφορά τη διαδικασία, τα στοιχεία που υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, τα κριτήρια και τη μεθοδολογία που εφαρμόζονται για την αναγνώριση τίτλων σπουδών ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης.

  (δ)           Καταρτίζει τις Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, καθώς και τις Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης, που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 11 αντίστοιχα.

  (ε)            Αποφαίνεται σε οποιοδήποτε θέμα, έπειτα από τεκμηριωμένη εισήγηση της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, και πληροφορεί σχετικά τον αιτητή.»

            ........................................................................................”

Το Άρθρο 7 προβλέπει για την ίδρυση των λεγόμενων “Επιτροπών Κρίσεως Τίτλων Σπουδών” ως ακολούθως:

“7.-(1) Το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης.

(2) Κάθε Επιτροπή αποτελείται από καθηγητές πανεπιστημίου, ειδικούς στο υπό εξέταση θέμα:

Νοείται ότι κάθε ειδικός συμμετέχει σε μια μόνο Επιτροπή Κρίσεως Τίτλων Σπουδών.

(3) Η σύσταση και ο τρόπος λειτουργίας των Επιτροπών καθορίζονται με Κανονισμούς.”

Στα Μέρη ΙΙΙ και IV του Νόμου 68(Ι)/96 (όπως τροποποιήθηκε) προσφέρεται η δυνατότητα στον κάθε ενδιαφερόμενο να υποβάλει αίτηση για την αναγνώριση τίτλου σπουδών και καθορίζονται οι αρχές που διέπουν τη διαδικασία και τα κριτήρια αναγνώρισης. Συγκεκριμένα καθορίζεται στο Άρθρο 10 ότι:

[*413]“10.-(1) Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Συμβούλιο για αναγνώριση τίτλου σπουδών που κατέχει, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα αναγκαία αποδεικτικά έγγραφα που καθορίζονται από κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Το Συμβούλιο, ύστερα από τη δέουσα εξέταση όλων των υποβληθέντων στοιχείων και με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και των κανονισμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει αυτού, αποφασίζει κατά πόσον θα εκδοθεί σχετικό πιστοποιητικό αναγνώρισης:

Νοείται ότι το Συμβούλιο μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να ζητά την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων.

(3) Το πιστοποιητικό αναγνώρισης αναφέρει το επίπεδο του τίτλου και παρέχει πληροφορίες για το περιεχόμενο, τη διάρκεια σπουδών και άλλα θέματα που προνοούνται από τον παρόντα Νόμο και τους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού.

(4) Με την υποβολή της αίτησης για αναγνώριση πρέπει να καταβάλλονται τα τέλη που καθορίζονται από κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.”

Για την αναγνώριση τίτλων σπουδών τα Άρθρα 12 και 13 προνοούν τα ακόλουθα:

“ΜΕΡΟΣ IV – ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

12.-(1) Το Συμβούλιο αναγνωρίζει τίτλους σπουδών που απονέμονται από δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου.

(2) Το Συμβούλιο, στα πλαίσια των προνοιών του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, εξετάζει και αποφαίνεται για την αναγνώριση νόμιμων και έγκυρων τίτλων σπουδών –

(α)   Που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα· ή

(β)   που αφορούν εκπαιδευτικά αξιολογημένους - πιστοποιημένους κλάδους σπουδών.

(3) Η δυνάμει του παρόντος άρθρου αναγνώριση τίτλων [*414]σπουδών δεν περιλαμβάνει και δεν επηρεάζει τίτλους σπουδών που τυγχάνουν αναγνώρισης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για σκοπούς εγγραφής και άσκησης συγκεκριμένου επαγγέλματος.

(4) Τίτλοι σπουδών που είχαν εκδοθεί και έτυχαν αναγνώρισης πριν από την ψήφιση του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

13.-(1) Το Συμβούλιο αποφασίζει για την ισοτιμία και την αντιστοιχία τίτλων σπουδών, αφού μελετήσει τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών.

(2)(α) Για την αναγνώριση της ισοτιμίας και της αντιστοιχίας ενός τίτλου σπουδών ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας του Πανεπιστημίου Κύπρου ή των άλλων δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου, ανάλογα με την περίπτωση.

(β) Σε περίπτωση που δεν παρέχεται τίτλος της ίδιας ειδικότητας από τα πιο πάνω εκπαιδευτικά ιδρύματα, ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας αναγνωρισμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων άλλων χωρών, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με προτεραιότητα της Ελλάδας.

(3) Τα κριτήρια αναγνώρισης ισοτιμίας και αντιστοιχίας καθορίζονται με Κανονισμούς.”

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Νόμου 68(Ι)/96,

“«τίτλος σπουδών» σημαίνει οποιοδήποτε πτυχίο, δίπλωμα, ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης με το οποίο πιστοποιείται ότι ο κάτοχός του έχει συμπληρώσει επιτυχώς ένα πρόγραμμα σπουδών ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης.”

Περαιτέρω ρυθμίσεις περιέχονται στις κανονιστικές διατάξεις της ΚΔΠ 172/99. Τα κριτήρια για την αναγνώριση ισοτιμίας περιέχονται στο Άρθρο 3(3)(α) που προεκτέθηκε. Στο Άρθρο 4 καθορίζονται τα επίπεδα αναγνώρισης τίτλων και το Άρθρο 5 ρυθμίζει τη διαδικασία υποβολής αίτησης προβλέποντας ρητά ότι “για κάθε αίτημα αναγνώρισης τίτλου υποβάλλεται ξεχωριστή αίτηση”. Το Άρθρο 6 υλοποιεί την πρόθεση του νομοθέτη [*415]όπως εκφράζεται στα Άρθρα 4(δ), 7 και 13 του Νόμου 68(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε, για την απαραίτητη εμπλοκή στη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, των Επιτροπών Κρίσεων Σπουδών αποτελούμενων από ειδικούς, προς το σκοπό μελέτης των αιτήσεων και υποβολής εισηγήσεων προς το Συμβούλιο. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τη σχετική πρόνοια:

“6.-(1) Για τη μελέτη των αιτήσεων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων για λήψη τελικής απόφασης το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως.

(2) Κάθε Επιτροπή Κρίσεως αποτελείται από καθηγητές πανεπιστημίου.

(3) Κάθε Επιτροπή Κρίσεως καλύπτει γνωστικά αντικείμενα σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής ή ομάδας ομοειδών τμημάτων ή προγραμμάτων σπουδών.

(4) Το Συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη κάθε Επιτροπής Κρίσεως ως συντονιστή.

(5) Η εισήγηση της Επιτροπής Κρίσεως θεωρείται ολοκληρωμένη, αν περιέχει τις απόψεις δύο τουλάχιστο μελών της.

(6) Η διάρκεια της θητείας των μελών κάθε Επιτροπής Κρίσεως καθορίζεται από το Συμβούλιο.

(7) Το έντυπο αίτησης και όλα τα σχετικά στοιχεία αποστέλλονται στο συντονιστή της Επιτροπής Κρίσεως, ο οποίος και φροντίζει για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

(8) Το Συμβούλιο δύναται να αντικαταστήσει μέλη των Επιτροπών Κρίσεως, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, αν κρίνει ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που τους έχουν ανατεθεί.

(9) Το Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης.

(10) Σε περιπτώσεις υποβολής μεγάλου αριθμού αιτήσεων, το Συμβούλιο μπορεί να συγκροτεί παράλληλες Επιτροπές Κρίσεως για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο.

(11) Στα μέλη των Επιτροπών Κρίσεως καταβάλλεται ετήσιο τιμητικό επίδομα (Honorarium) Λ.Κ. 200.”

Η παράθεση του πιο πάνω νομοθετικού κανονιστικού πλαισίου άσκησης των εξουσιών του Συμβουλίου τείνει να καταδείξει ότι στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας, για τους πιο κάτω λόγους:

Πρώτο, το Συμβούλιο δεν έπρεπε να συνδέσει την έκβαση της [*416]αίτησης του Γαλλικού τίτλου σπουδών με εκείνου των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού υποβλήθηκε αυτοτελώς και αποτέλεσε θέμα εξέτασης σύμφωνα με άλλη διαδικασία. Το Συμβούλιο όφειλε να προχωρήσει στην εξέταση του αιτήματος, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα αίτησης για αναγνώριση οποιουδήποτε άλλου τίτλου της αιτήτριας. Αυτό είναι το γράμμα εξάλλου του Άρθρου 10 του Νόμου 68(Ι)/96, σύμφωνα με το οποίο “κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Συμβούλιο για αναγνώριση τίτλου σπουδών που κατέχει” αλλά και του Άρθρου 5 των Κανονισμών (ΚΔΠ 172/99) που προβλέπει την υποβολή ξεχωριστής αίτησης για κάθε αίτημα αναγνώρισης τίτλου. Επιπρόσθετα οι ερμηνευτικές διατάξεις καθορίζουν ότι τίτλος σπουδών “σημαίνει οποιοδήποτε πτυχίο, δίπλωμα ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης με το οποίο πιστοποιείται ότι ο κάτοχός του έχει συμπληρώσει επιτυχώς ένα πρόγραμμα σπουδών ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης”. Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση για αναγνώριση του επίδικου μεταπτυχιακού συνοδευόταν από πληθώρα αποδεικτικών επίσημων εγγράφων που πιστοποιούσαν τις συνθήκες απόκτησής του, αναλυτικές βαθμολογίες και βεβαίωση του Πολιτιστικού Συμβούλου της Γαλλικής Πρεσβείας στην Κύπρο, ότι το ίδρυμα που το απένειμε ήταν αναγνωρισμένο και αξιολογημένο και εθεωρείτο ως ένα από τα “πιο φημισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Γαλλίας”. Το Συμβούλιο αντί να προχωρήσει, όπως είχε εκ του νόμου υποχρέωση, στη διαδικασία εξέτασης του μεταπτυχιακού αυτού τίτλου πάνω στη βάση των κριτηρίων που θεσπίσθηκαν με τους Κανονισμούς που προαναφέρθηκαν, αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα διότι δεν υπήρχε αναγνωρισμένο από το ίδιο όργανο πρώτο πτυχίο.

Δεύτερο, φαίνεται ότι υπάρχει καταστρατήγηση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που επέβαλλαν την ανάμειξη της Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών. Η φρασεολογία του Νόμου και των Κανονισμών δεν καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη αναγνωριστικής απόφασης για να τύχει ακολούθως εξέτασης η αίτηση για την αναγνώριση ενός τίτλου σπουδών, ιδιαίτερα όταν ο ενδιαφερόμενος καλείται να καταβάλει ξεχωριστά τέλη. Αντίθετα τόσο στο Νόμο (Άρθρο 13(1)) όσο και στο Άρθρο 6 του Κανονισμού καθίσταται σαφές ότι πριν από τη λήψη εκ μέρους του Συμβουλίου οποιασδήποτε απόφασης για αίτηση αναγνώρισης τίτλου σπουδών, προηγείται η μελέτη και η υποβολή εισήγησης από τις εξειδικευμένες Επιτροπές Κρίσεως. Η άποψη του Συμβουλίου ότι η παραπομπή στις Επιτροπές Κρίσεως έχει δυνητικό χαρακτήρα δεν ευσταθεί, γιατί το Άρθρο 6(9) του οποί[*417]ου γίνεται επίκληση αναφέρεται σε “μελέτη ειδικών θεμάτων” τα οποία το Συμβούλιο “μπορεί” να αναθέτει στις Επιτροπές. Αντίθετα το Άρθρο 6(1) καθιστά σαφές ότι “για τη μελέτη των αιτήσεων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων για λήψη τελικής απόφασης καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως”, ενώ στον ίδιο το Νόμο (Άρθρο 13(1)) η εμπλοκή της αρμόδιας Επιτροπής καθιερώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση λήψης απόφασης σχετικά με εκκρεμούσα αίτηση. Το λεκτικό του Νόμου που αναφέρει ότι “το Συμβούλιο αποφασίζει για την ισοτιμία και την αντιστοιχία τίτλων σπουδών, αφού μελετήσει τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών” είναι άκρως καθοριστικό. Η απόφαση “γενικής φύσεως” την οποία επικαλέσθηκε το Συμβούλιο για να παρακάμψει την Επιτροπή Κρίσεως δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να υπερισχύσει των Κανονιστικών και Νομοθετικών προνοιών που επισημάνθηκαν.

Στην παρούσα περίπτωση ο Νόμος απαιτούσε λήψη απόφασης μετά από γνωμοδότηση της οικείας Επιτροπής αλλά και μετά από “δέουσα εξέταση όλων των υποβληθέντων στοιχείων από το Συμβούλιο και με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και των σχετικών κανονισμών”. (Βλ. Άρθρο 10(2) του Νόμου 68(Ι)/96 (όπως έχει τροποποιηθεί)). Από τα πιο πάνω είναι προφανές ότι το αίτημα απορρίφθηκε πριν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής όπως επέβαλλαν ο Νόμος και οι Κανονισμοί, αλλά και χωρίς να τύχει οποιασδήποτε έρευνας εκ μέρους του Συμβουλίου. Η υπόθεση Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1080/2000, ημερ. 30/4/2002 που επικαλέστηκε η δικηγόρος της Δημοκρατίας, διαφοροποιείται από την παρούσα γιατί στην περίπτωση εκείνη το αίτημα αφορούσε προσθετική συνεκτίμηση τριών διαφορετικών τίτλων σπουδών προς το σκοπό της αναγνώρισης ισοτιμίας και αντιστοιχίας πρώτου καταληκτικού τίτλου, πανεπιστημιακού επιπέδου στη Βιβλιοθηκονομία. Οι τίτλοι σπουδών συμπεριλήφθηκαν σε μια αίτηση και η τριμελής Επιτροπή Κρίσεως στην οποία παραπέμφθηκε δήλωσε αναρμόδια να το εξετάσει.

Η εισήγηση του Συμβουλίου ότι η αίτηση της αιτήτριας για την αναγνώριση του μεταπτυχιακού τίτλου εξετάστηκε προκαταρκτικά και απορρίφθηκε γιατί δεν ανταποκρινόταν στις προϋποθέσεις των Κανονισμών, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και τούτο γιατί από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί δεν φαίνεται ότι είχε διεξαχθεί οποιαδήποτε έρευνα και επίσης γιατί δεν υποβλήθηκε εκ μέρους του Συμβουλίου ποιό είναι το Άρθρο των Κανονισμών, οι προϋποθέσεις του οποίου δεν έχουν ικανοποιη[*418]θεί. Έστω και αν το Δικαστήριο δεχθεί ότι το Άρθρο είναι το Άρθρο 3(3)(α) που καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης ισοτιμίας, δεν έχουν παρουσιαστεί οποιαδήποτε στοιχεία που υποδεικνύουν ότι έγινε οποιαδήποτε έρευνα προς τούτο.

Στην παρούσα περίπτωση η παρουσίαση πιστοποιητικών και βεβαιώσεων των αρμόδιων αρχών που κατατέθηκαν μαζί με την αίτηση αναγνώρισης, αποδείκνυαν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, ότι το πρόγραμμα σπουδών είχε γίνει σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα (Άρθρο 3(3)(α)(ii)) και ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(3)(α)(i) σε σχέση με τα στοιχεία που προσδιορίζονται. Τα πιο πάνω βέβαια θα έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης και εισήγησης της προβλεπόμενης στο νόμο οικείας Επιτροπής Κρίσεως. Το Συμβούλιο παρέλειψε να παραπέμψει το αίτημα, με αποτέλεσμα η διαδικασία που ακολουθήθηκε να θεωρείται ότι παραβιάζει τις σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις. (Βλ. Τζιακούρη - Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223).

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η παράλειψη παραπομπής της αίτησης στην Επιτροπή Κρίσεως, μαζί με την παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας και της έλλειψης νόμιμης αιτιολογίας για την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, καθιστά την επίδικη απόφαση άκυρη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Το Συμβούλιο καταδικάζεται να καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.



 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο