Ανδρέας Αυξεντίου Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 509

(2003) 4 ΑΑΔ 509

[*509]4 Ιουνίου, 2003

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 793/2001)

 

Τελωνειακοί Δασμοί Ο περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1999 (Ν. 111(Ι)/99) Προτιμησιακή μεταχείριση εμπορευμάτων προερχομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησής της Το πιστοποιητικό κίνησης EUR1 Έλεγχος της εγκυρότητάς του Συνέπειες της μη επαλήθευσής του από τις αρχές της χώρας προέλευσης των εμπορευμάτων Η δεσμευτική νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου εφαρμόστηκε και στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητική πράξη ― Ανάκληση ― Ανάκληση παράνομης πράξης ― Εύλογος χρόνος ― Δεν τίθεται θέμα χρόνου της ανάκλησης, αν αυτή επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος ― Η είσπραξη τελωνειακών δασμών ανάγεται σε λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Η αιτήτρια εταιρεία επεδίωξε την ακύρωση της σε βάρος της επιβολής τελωνειακού και/ή εισαγωγικού δασμού Λ.Κ. 2044 αναφορικά με αγαθά που εισήγαγε και τα οποία είχαν αρχικά δασμολογηθεί με προτιμησιακό συντελεστή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.         Νομικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης είναι το άρθρο 24 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας της συνιστώσης [*510]Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.  Το Άρθρο 24 έτυχε ερμηνείας στη Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7, (απόφαση Ολομέλειας).

   Στην παρούσα υπόθεση η στάση της χώρας εξαγωγής – των Ισπανικών Αρχών – ισοδυναμεί με απόσυρση του πιστοποιητικού κινήσεως, το οποίο, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Framespex Ltd συνιστά το μόνο αποδεικτικό. Υιοθετούνται τα νομολογηθέντα στην Framespex Ltd.  Η απόσυρση του αποδεικτικού αυτού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη από τις αρχές της χώρας εισαγωγής οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων  εμπορευμάτων.  Νόμιμα λοιπόν ο Διευθυντής προχώρησε σε ανάκληση της αρχικής απόφασης.

2.           Η αρχική απόφαση εν προκειμένω ήταν παράνομη γιατί είχε ληφθεί κατά παράβαση του πιο πάνω Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και του Άρθρου 4 του Νόμου 111(Ι)/99.  Έχει νομολογηθεί ότι η διοίκηση μπορεί να προβεί σε ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης.  Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης δεν είναι επιτρεπτή μετά την παρέλευση εύλογου χρόνου.  Ωστόσο ο χρονικός περιορισμός του ανακλητού της παράνομης ευνοϊκής πράξεως δεν ισχύει, αν η ανάκληση επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

   Η είσπραξη των δασμών που προβλέπονται από την Τελωνειακή Νομοθεσία αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται με τα κρατικά έσοδα.    Η ορθή είσπραξη των δασμών συμβάλλει στην ενίσχυση των κρατικών εσόδων.  Μια τέτοια ενίσχυση επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα του κοινού.  Η αποφυγή καταβολής των νενομισμένων δασμών ενδιαφέρει άμεσα το κοινό.  Επομένως η είσπραξη των νενομισμένων δασμών αποτελεί θέμα δημοσίου συμφέροντος.   

            Επομένως η επίδικη ανάκληση υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Κατά συνέπεια δεν ισχύουν χρονικοί περιορισμοί.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7,

Yiangou a.o. v. Republic (1976) 3 C.L.R. 101,

[*511]Frakapor Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.2001.

Προσφυγή.

Μ. Βορκάς για Π. Σαρρή, για τους Αιτητές.

Λ. Χριστοδουλίδου - Ζανέττου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 16.7.2001 με την οποία επέβαλαν στους Αιτητές τελωνειακό και/ή εισαγωγικό δασμό και/ή τέλος εκ ποσού Λ.Κ.2.044 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Στις 18.2.1999 οι αιτητές μέσω των εκτελωνιστών τους, κατέθεσαν στο Τελωνείο Λεμεσού διασάφηση εισαγωγής για τον τελωνισμό για εσωτερική κατανάλωση τριακόσιων σαράντα (340) σάκων των πενήντα (50) κιλών με περιεχόμενο φασόλια και εξήντα (60) σάκων των πενήντα (50) κιλών με περιεχόμενο ρεβίθια (τα επίδικα εμπορεύματα) (βλ. τιμολόγιο αγοράς με αρ. 95044 ημερομηνίας 22.1.1999 με εκδότη την εταιρεία DOMINGO GRAU S.A. Ισπανίας - Παράρτημα 2 στην Ένσταση - καθώς και το κιβωτολόγιο ημερομηνίας 27.1.1999 - Παράρτημα 2α στην Ένσταση).

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1999 (Ν 111(Ι)/99) οι αιτητές κατάθεσαν στο Τελωνείο Λεμεσού μαζί με την πιο πάνω διασάφηση εισαγωγής και για σκοπούς προτιμησιακής μεταχείρισης, το Πιστοποιητικό Κίνησης EUR1 αρ. Α2628142L (βλ. Παράρτημα 3 στην Ένσταση).  Ζήτησαν όπως ολόκληρη η εισαχθείσα ποσότητα των επιδίκων εμπορευμάτων τύχει προτιμησιακής μεταχείρισης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(1) του Τρίτου Παραρτήματος του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 1404 ημερ. 30.11.1977.

[*512]Το αίτημα για προτιμησιακή μεταχείριση έγινε αποδεκτό και τα εμπορεύματα για τα οποία γινόταν αναφορά στο πιο πάνω Πιστοποιητικό Κίνησης EUR1 επιβαρύνθηκαν κατά τον τελωνισμό τους για εσωτερική κατανάλωση με προτιμησιακό συντελεστή εισαγωγικού δασμού δυνάμει του άρθρου 4(1) και (2) του πιο πάνω Νόμου.

Μέσα στα πλαίσια διερεύνησης αριθμού υποθέσεων σχετικών με την διακρίβωση της πραγματικής προέλευσης διαφόρων ποσοτήτων φασολιών που εισήχθηκαν από διάφορους Κύπριους εισαγωγείς από την πιο πάνω εταιρεία  DOMINGO GRAU, S.A. Ισπανίας, το Τμήμα Τελωνείων αποφάσισε όπως προχωρήσει στην εξακρίβωση της αυθεντικότητας και εγκυρότητας του σχετικού Πιστοποιητικού Κίνησης EUR1 αρ. Α2628142L.  Σημειώνεται ότι το άρθρο 24 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία επαλήθευσης της αυθεντικότητας- εγκυρότητας των Πιστοποιητικών Κίνησης EUR1 είτε δειγματοληπτικά, είτε στις περιπτώσεις που οι τελωνειακές αρχές του εισάγοντος κράτους έχουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα των εγγράφων ή την ορθότητα των πληροφοριών για την πραγματική προέλευση των εμπορευμάτων.

Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 24(1) του υπό αναφορά Πρωτοκόλλου, το Τμήμα Τελωνείων ζήτησε από τις Ισπανικές Αρχές την εξακρίβωση της αυθεντικότητας και εγκυρότητας του πιο πάνω Πιστοποιητικού Κίνησης EUR1 αρ. Α2628142L (Βλ. επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων προς τις  Ισπανικές Αρχές ημερ. 3.11.2000 – Παράρτημα 4 στην ένσταση).

Οι Τελωνειακές Αρχές της Ισπανίας, με την επιστολή τους ημερομηνίας 3.5.2001, πληροφόρησαν μεταξύ άλλων το Τμήμα Τελωνείων ότι, μετά τη διεκπεραίωση των κατάλληλων ερευνών, δεν είχε διαπιστωθεί η προέλευση των εμπορευμάτων για τα οποία γινόταν αναφορά στο Πιστοποιητικό Κίνησης EUR1 αρ. Α2628142L και ως εκ τούτου τα εν λόγω εμπορεύματα δε μπορούσαν να θεωρηθούν ως εμπορεύματα προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ. Παράρτημα 5 στην Ένσταση).  Παραθέτω τη μετάφραση της πιο πάνω επιστολής των Ισπανικών Αρχών ημερ. 3.5.2001:

«Α. Τελωνειακή Πράξη, Αρ. Φακέλου 2000-08-851-01645

Θέμα – Μετέπειτα Έλεγχος επιβεβαίωσης της αυθεντικότητας και ακρίβειας των πιστοποιητικών διακινήσεως EUR-1 A2765641 και Α2628142

[*513]DOMINGO GRAU S.A.

Σε εκτέλεση του αιτήματος και κατόπιν διεκπεραίωσης των κατάλληλων ερευνών σας κοινοποιώ ότι ΔΕΝ έχει διαπιστωθεί η προέλευση των εμπορευμάτων που εξάχθηκαν και ως εκ τούτου τα εν λόγω εμπορεύματα ΔΕΝ μπορούν να θεωρηθούν ως εμπορεύματα προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Βαρκελώνη, 3 Μαίου 2001»

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω πληροφόρησης διαπιστώθηκε ότι τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 24 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1999 (αρ. 111(Ι)/99) δεν είχαν εφαρμογή και κατά συνέπεια τα εμπορεύματα έπρεπε, με βάση το άρθρο 5 του ιδίου Νόμου, να είχαν επιβαρυνθεί με το γενικό συντελεστή εισαγωγικού δασμού.

Ενόψει των πιο πάνω, αρμόδιος λειτουργός του Τμήματος Τελωνείων, υπολόγισε τη διαφορά εισαγωγικού δασμού και με σχετικό σημείωμα απαίτησης, ημερ. 16.7.2001, ζητήθηκε από τους αιτητές όπως καταβάλουν τη διαφορά εισαγωγικού δασμού που ανερχόταν στο ποσό των Λ.Κ.2.044,00.

Οι αιτητές αντέδρασαν με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 16.8.2001.  Ισχυρίσθηκαν ότι:

(α)       Η επιβολή πρόσθετου δασμού είναι αδικαιολόγητη και δεν βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα ή έγγραφα.

(β)       Η αδυναμία των Ισπανικών Αρχών να διαπιστώσουν την προέλευση των εμπορευμάτων δεν συνεπάγεται ότι αυτά δεν προέρχονται-κατάγονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(γ)        Η υπερβολική καθυστέρηση στην πρόσθετη επιβάρυνση των αιτητών αντίκειται πέραν των άλλων σε κάθε έννοια δικαίου και χρηστής διοίκησης.

Το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του ημερ. 14.9.2001 απέρριψε τους πιο πάνω ισχυρισμούς των δικηγόρων των αιτητών.  Παραθέτω το κείμενο της επιστολής:

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 16 Αυγούστου, 2001 σχετικά με σημείωμα απαίτησης ημερομηνίας 16 Ιουλίου 2001 που στάληκε στους πιο πάνω πελάτες σας και σας [*514]πληροφορώ ότι το απαιτητέο ποσό δεν αποτελεί πρόσθετο δασμό. Το ποσόν αυτό προκύπτει όπως επεξηγείται και στο σημείωμα απαίτησης προς τους πελάτες σας από το γεγονός ότι τα εμπορεύματα των πελατών σας δεν δικαιούνται στην προκείμενη εισαγωγή δασμολόγηση σύμφωνα με το δασμό προτίμησης. Η ύπαρξη, η εγκυρότητα και η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως από την χώρα εξαγωγής αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την παραχώρηση προτιμησιακής μεταχείρισης.  Στην περίπτωση των πελατών σας η απάντηση των Ισπανικών Τελωνειακών Αρχών, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, είναι ότι τα εμπορεύματα που αναφέρονται στο σχετικό πιστοποιητικό κινήσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εμπορεύματα προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Το γεγονός αυτό δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγομένων εμπορευμάτων.

Το θέμα της καθυστέρησης απαιτήσεως του οφειλόμενου ποσού οφείλεται στο γεγονός της διερεύνησης της υπόθεσης και στο εξωτερικό. Η οφειλή προς το κράτος δεν παραγράφεται ούτε και η χρηστή διοίκηση παραγράφει τα χρέη προς το κράτος, αντίθετα επιμένει στην είσπραξη τους.

Όσον αφορά την παράκληση σας για προμήθεια αντιγράφων των εγγράφων εισαγωγής των εμπορευμάτων και της αλληλογραφίας του Τμήματος με τις Ισπανικές Αρχές, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι στα στάδιο αυτό μπορώ να σας εφοδιάσω μόνο με αντίγραφα των εγγράφων εισαγωγής των εμπορευμάτων.  Φωτοαντίγραφα επισυνάπτονται.»

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης – Η ανάκληση της αρχικής απόφασης ήταν παράνομη.

Ο κ. Βορκάς, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι οι καθ’ ων η αίτηση παράνομα προχώρησαν στην ανάκληση της αρχικής απόφασης τους γιατί η επιβολή πρόσθετου δασμού είναι αδικαιολόγητη και δε βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα ή έγγραφα.  Η αδυναμία των Ισπανικών Αρχών – συνέχισε ο κ. Βορκάς – να διαπιστώσουν την προέλευση των εμπορευμάτων που εξήχθησαν από τη χώρα αυτή δεν μπορεί να ενισχύσει την προσβαλλόμενη απόφαση «αφού αυτό δεν συνεπάγεται ότι όντως τα εμπορεύματα δεν είναι Ισπανικής προέλευσης».

[*515]Νομικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης είναι το άρθρο 24 του πιο πάνω Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Το άρθρο 24 έτυχε ερμηνείας στη Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7.

Στην απόφαση της Ολομέλειας, που ετοιμάστηκε από τον Γαβριηλίδη, Δ., λέχθηκαν τα εξής:

«Δυνάμει του Πρωτοκόλλου, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας.   Αυτός βεβαιώνει τις αρμόδιες αρχές του εξάγοντος Κράτους ότι τα εμπορεύματα πληρούν τις προϋποθέσεις των κανόνων προέλευσης, όπως προβλέπει το Πρωτόκολλο, και αυτός προκαλεί την έκδοσή του.  Ο εισαγωγέας των εμπορευμάτων, διεκδικώντας την προτιμησιακή μεταχείριση, υποβάλλει, κατά τον τελωνισμό, το πιστοποιητικό κινήσεως στις αρμόδιες αρχές του εισάγοντος Κράτους.  Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου, η επαλήθευση του πιστοποιητικού κινήσεως μπορεί να ζητηθεί, μεταξύ άλλων, λόγω εύλογης αμφιβολίας περί την εγκυρότητα και/ή την αυθεντικότητα του.

........................................................................................................

Η ύπαρξη, η εγκυρότητα και η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή διεκδίκηση από μέρους του εισαγωγέα προτιμησιακής μεταχείρισης.  Το πιστοποιητικό κινήσεως συνιστά το μοναδικό αποδεικτικό πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχθούν οι αρχές της χώρας εισαγωγής και να παράσχουν προτιμησιακή μεταχείριση.  Η απόσυρση του αποδεικτικού αυτού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη, από τις αρχές της χώρας εισαγωγής, οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Ούτε και όφειλε ο Διευθυντής να στραφεί προς την εφεσείουσα με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων.  Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας,  με αποτέλεσμα οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, τόσο αρχικά όσο και κατά την επαλήθευση, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα και να τον δεσμεύουν.»

Στην παρούσα υπόθεση η στάση της χώρας εξαγωγής – των Ισπανικών Αρχών – ισοδυναμεί με απόσυρση του πιστοποιητικού [*516]κινήσεως, το οποίο, όπως λέχθηκε στην Framespex Ltd (πιο πάνω) συνιστά το μόνο αποδεικτικό. Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στην Framespex Ltd (πιο πάνω). Κρίνω ότι η απόσυρση του αποδεικτικού αυτού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη από τις αρχές της χώρας εισαγωγής οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Νόμιμα λοιπόν ο Διευθυντής προχώρησε σε ανάκληση της αρχικής απόφασης.  Έπεται πως ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Έλλειψη δικαιολογητικών για τη μη προέλευση των εμπορευμάτων από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο κ. Βορκάς υποστήριξε πως οι καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν παρουσιάσει οποιαδήποτε δικαιολογητικά της θέσης τους πως τα εμπορεύματα δεν προέρχονται από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έχω την άποψη πως η έκταση των δικαιολογητικών εξαρτάται από τα δεδομένα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Στην παρούσα υπόθεση το κυρίαρχο στοιχείο είναι η απόσυρση του πιστοποιητικού κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής. Ισχύουν και εδώ τα όσα λέχθηκαν επί του προκειμένου στην Framespex Ltd (πιο πάνω).  Τα μεταφέρω:

«Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι και επαρκώς αιτιολογημένη. Όπως επεσήμανε ο πρωτόδικος Δικαστής ‘συνδέει άμεσα και με σαφήνεια τις επενεχθείσες τελωνίσεις με την εν τέλει διαπίστωση, δυνάμει της προβλεπόμενης διαδικασίας για επαλήθευση, ότι το παρουσιασθέν πιστοποιητικό κίνησης δεν μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρο. Με αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται, να μην μπορούσε να δικαιολογηθεί η προτιμησιακή μεταχείριση’».

Από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (έχει παρατεθεί πιο πάνω) προκύπτει σαφώς ότι η επίδικη ανάκληση συνδέεται σαφώς με την απόσυρση του πιστοποιητικού κινήσεως – του μόνου αποδεικτικού – από τη χώρα εξαγωγής. Αυτή η σύνδεση δικαιολογεί απόλυτα την προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τρίτος λόγος ακύρωσης – Υπερβολική καθυστέρηση.

Ο κ. Βορκάς υπέβαλε ότι υπήρξε υπερβολική καθυστέρηση [*517]στην ανάκληση της αρχικής απόφασης, η οποία – καθυστέρηση – «αντίκειται σε κάθε έννοια δικαίου και χρηστής διοίκησης».

Έχω την άποψη πως η αρχική απόφαση ήταν παράνομη γιατί είχε ληφθεί κατά παράβαση του πιο πάνω Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και του πιο πάνω άρθρου 4 του Νόμου 111(Ι)/99.  Έχει νομολογηθεί ότι η διοίκηση μπορεί να προβεί σε ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης δεν είναι επιτρεπτή μετά την παρέλευση εύλογου χρόνου.  Ωστόσο ο χρονικός περιορισμός του ανακλητού της παράνομης ευνοϊκής πράξεως δεν ισχύει αν η ανάκληση επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Yiangou and Another v. Republic (1976) 3 C.L.R. 101 και Π.Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, παραγ. 708).

Έχω την άποψη πως η είσπραξη των δασμών που προβλέπονται από την Τελωνειακή Νομοθεσία αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται με τα κρατικά έσοδα.  Η ορθή είσπραξη των δασμών συμβάλλει στην ενίσχυση των κρατικών εσόδων. Μια τέτοια ενίσχυση επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα του κοινού.  Η αποφυγή καταβολής των νενομισμένων δασμών ενδιαφέρει άμεσα το κοινό.  Επομένως η είσπραξη των νενομισμένων δασμών αποτελεί θέμα δημοσίου συμφέροντος.  

Θεωρώ, επομένως, ότι η επίδικη ανάκληση υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Κατά συνέπεια δεν ισχύουν χρονικοί περιορισμοί.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται (Βλ. και Frakapor Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.2001).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο