(2003) 4 ΑΑΔ 728
[*728]22 Ιουλίου, 2003
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AGIA NAPA NISSI DEVELOPMENTS LTD,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ,
Καθ΄ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 381/2003)
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Δικαίωμα ακροάσεως ― Πρέπει να παρέχεται στο διοικούμενο κάθε φορά που πρόκειται να εκδοθεί απόφαση που θα επηρεάσει τα οικονομικά συμφέροντά του ― Παράβαση της αρχής που κατοχυρώθηκε στο Άρθρο 43(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) στην προκειμένη περίπτωση.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση για αναπροσαρμογή του μισθώματος κρατικής γης, την οποία είχε μισθώσει.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Από το κείμενο του Άρθρου 43(1) του Ν.158(Ι)/99, είναι σαφές ότι το δικαίωμα ακροάσεως παρέχεται από το νόμο ανεξάρτητα του κατά πόσο υπήρξε ή όχι, πειθαρχική ή ποινική διαδικασία ή ετίθετο θέμα υπαίτιας πράξης του διοικουμένου ώστε να χρειαζόταν να εκτιμηθεί η υποκειμενική συμπεριφορά του από τη διοίκηση. Περαιτέρω, είναι επίσης σαφές ότι, το γεγονός ότι η ειδική περί ελέγχου των δημόσιων ενισχύσεων νομοθεσία δεν προβλέπει ρητά την κλήση της δικαιούχου της ενίσχυσης να εκθέσει τις απόψεις του, δεν σημαίνει ότι δεν εξακολουθεί να ισχύει η γενική αρχή του Άρθρου 43(1) σύμφωνα με την οποία “το δικαίωμα ακρόασης πα[*729]ρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεασθεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου …… που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.”
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται για παράβαση νόμου (Άρθρα 43(1) και 45 του Ν.158(1)/99) και, συνακόλουθα, για ενδεχόμενη ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα και κακή άσκηση διακριτικής εξουσίας λόγω μη επαρκούς έρευνας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Trancocean Marine Paint Association v. E.C. Commission [1974] 2 C.M.L.R. 459,
Μελέτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 347.
Προσφυγή.
Α. Ευαγγέλου, για την Αιτήτρια.
Μ. Καμπέρης, για τον Καθ΄ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με την τουριστική ανάπτυξη. Στις 11.2.1970 η κυβέρνηση της Δημοκρατίας, ενεργώντας διά του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, υπέγραψε σύμβαση μίσθωσης κρατικής γης στην Αγία Νάπα, έκτασης 88 περίπου στρεμμάτων, με τους κ.κ. Παύλο Παυλάκη και Κυριάκο Κωνσταντίνου, έναντι μισθώματος υπολογιστέου επί των ακαθαρίστων εισπράξεων του ξενοδοχειακού συγκροτήματος τα οποίο θα ανεγειρόταν στην κρατική γη με έξοδα των μισθωτών. Οι κ.κ. Παυλάκης και Κωνσταντίνου συνέστησαν, στη συνέχεια, την αιτήτρια εταιρεία στην οποία μεταβίβασαν όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους δυνάμει της σύμβασης. Η μίσθωση η οποία αφορούσε δύο τεμάχια κρατικής γης, ένα δασική γη εμβαδού 65 περίπου στρεμμάτων, με διάρκεια 99 χρόνια, και ένα εμβαδού 23 περίπου στρεμμάτων, με διάρκεια δύο χρόνια, με δικαίωμα αυτόματης ανανέωσης ανά δύο χρόνια επ’ αόριστο, ενεγράφη στο Κτηματολόγιο βάσει του άρθρου 65Α του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) [*730]Νόμου, Κεφ. 224.
Στα πλαίσια της σύμβασης η αιτήτρια ανήγειρε ξενοδοχειακό συγκρότημα και άλλα παρεμφερή τουριστικά έργα με δικά της έξοδα, από δε το 1978 μέχρι και το 2002 κατέβαλλε, ανελλιπώς, το συμφωνηθέν μίσθωμα.
Το Μάιο του 1997 η αιτήτρια αποτάθηκε στην κυβέρνηση ζητώντας την τροποποίηση και/ή μείωση του συμφωνηθέντος μισθώματος επί τω ότι ήταν υπερβολικά ψηλό με αποτέλεσμα να καθιστά το ξενοδοχειακό της συγκρότημα μη ανταγωνιστικό έναντι άλλων παρόμοιων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων της περιοχής τα οποία, επίσης, ανεγέρθηκαν σε κρατική γη με χαμηλότερο, όμως, μίσθωμα. Το αίτημα εξετάστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και, ως αποτέλεσμα, στις 30.9.1999 υπογράφηκε συμπληρωματική συμφωνία η οποία προνοούσε μείωση του μισθώματος για την περίοδο 1997 έως 2003, από 12% σε 6% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων του συγκροτήματος. Με βάση την τροποποιημένη συμφωνία, η αιτήτρια κατέβαλε, για το έτος 2001, μίσθωμα εκ £Κ284.332,00.
Στις 13.6.2003 το Τμήμα Δασών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ως αρμόδια αρχή, κοινοποίησε την υπό αναφορά σύμβαση μεταξύ κυβερνήσεως και αιτήτριας στον καθ΄ου η αίτηση με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο αυτή συνιστούσε δημόσια ενίσχυση, σύμφωνα με το άρθρο 2 των περί Ελέγχου των Δημοσίων Ενισχύσεων Νόμων του 2001 έως 2003 (ο Νόμος). Ο καθ’ ου η αίτηση, αφού διερεύνησε διάφορα ζητήματα, όπως την αλληλογραφία με την αιτήτρια η οποία αφορούσε την αναθεώρηση του μισθώματος, τις εξελεγμένες καταστάσεις για το ακαθάριστο εισόδημά της, τις σχετικές προτάσεις και αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, και αφού εξασφάλισε εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ότι το τρέχον αγοραίο μίσθωμα για τη συγκεκριμένη έκταση κρατικής γης ανερχόταν σε £Κ2.266.500,00 το χρόνο, χωρίς να δώσει στην αιτήτρια την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις της, στις 7.2.2003 αποφάσισε ότι, κατά το μέρος το οποίο το εκάστοτε καταβαλλόμενο μίσθωμα υπολειπόταν του εκάστοτε αγοραίου μισθώματος, συνιστούσε δημόσια ενίσχυση και έπρεπε να καταργηθεί μέχρι τις 30.4.2003 σύμφωνα με το άρθρο 21(3) του Νόμου. Αποφάσισε, με άλλα λόγια, όπως, το αργότερο μέχρι τις 30.4.2003, το συμφωνημένο μίσθωμα καταργηθεί, και ότι το αγοραίο μίσθωμα της υπό αναφορά κρατικής γης είναι £Κ2.266.500,00. Αποφάσισε, επίσης, ότι η αξία της ίδιας γης θα πρέπει να επανεκτιμάται ανά πενταετία, το δε καταβαλλόμενο μίσθωμα να επανακαθορίζεται.
[*731]Η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, η οποία και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 3686, της 28.2.2003, είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση κατά παράβαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως (audi alteram partem) όπως αυτή κατοχυρώνεται τόσο από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και από το άρθρο 43(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99).
Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, εσφαλμένα ο καθ’ ου η αίτηση καθόρισε μονομερώς ένα υπερβολικά ψηλό μίσθωμα, καταστροφικό για την αιτήτρια, με βάση τα στοιχεία τα οποία συνέλεξε από το Τμήμα Δασών και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας χωρίς, προηγουμένως, να δώσει την ευκαιρία στην αιτήτρια να θέσει ενώπιόν του και τις δικές της απόψεις.
Αντίθετη είναι η θέση του δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση. Σύμφωνα με τη δική του εισήγηση “δεν υπήρξε οποιαδήποτε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της αιτήτριας για τους εξής λόγους:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε δυνάμει μίας αυτόματης διαδικασίας και αφού λήφθηκαν υπόψη από τον Έφορο όλα τα αντικειμενικά δεδομένα,
(β) ο Νόμος δεν προβλέπει την κλήση της αιτήτριας-δικαιούχου της ενίσχυσης για να καταθέσει τις απόψεις της,
(γ) δεν υπήρξε πειθαρχική ή ποινική διαδικασία αλλά ούτε και ετίθετο θέμα υπαίτιας πράξης της αιτήτριας έτσι ώστε να χρειαζόταν να εκτιμηθεί η υποκειμενική συμπεριφορά της για τη λήψη της απόφασης από τον Έφορο,
�
(δ) ο Έφορος έλαβε όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες από την Αρμόδια Αρχή που χορηγεί την ενίσχυση.”
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.
Στην υπόθεση Trancocean Marine Paint Association v. E.C. Commission [1974] 2 C.M.L.R. 459, στη σελ. 477, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Λουξεμβούργου αναγνώρισε ως γενικό κανόνα ότι ένα πρόσωπο του οποίου τα οικονομικά συμφέροντα επηρεάζονται από απόφαση που λαμβάνεται από δημόσια [*732]αρχή πρέπει να έχει την ευκαιρία να κάμει γνωστή την άποψή του στην αρχή αυτή. Η υπόθεση αυτή υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Μελέτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 347, όπου και γίνεται εκτενής ανάλυση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.
Επίσης, και κυρίως, σύμφωνα με το άρθρο 43(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99):
“Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.”
Από το κείμενο του άρθρου 43(1) είναι σαφές ότι το δικαίωμα ακροάσεως παρέχεται από το νόμο ανεξάρτητα του κατά πόσο υπήρξε ή όχι, πειθαρχική ή ποινική διαδικασία ή ετίθετο θέμα υπαίτιας πράξης του διοικουμένου ώστε να χρειαζόταν να εκτιμηθεί η υποκειμενική συμπεριφορά του από τη διοίκηση. Περαιτέρω, είναι επίσης σαφές ότι, το γεγονός ότι η ειδική περί ελέγχου των δημόσιων ενισχύσεων νομοθεσία δεν προβλέπει ρητά την κλήση της δικαιούχου της ενίσχυσης να εκθέσει τις απόψεις της, δεν σημαίνει ότι δεν εξακολουθεί να ισχύει η γενική αρχή του άρθρου 43(1) σύμφωνα με την οποία “το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεασθεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου …… που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.”
Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου του καθ΄ου η αίτηση ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη βάση αυτόματης διαδικασίας και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα αντικειμενικά δεδομένα, χωρίς, δηλαδή, να έχει ο καθ΄ου η αίτηση περιθώρια άσκησης διακριτικής εξουσίας, παρατηρώ ότι αυτή δεν είναι ορθή. Από την ίδια την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Τεκμήριο Α στην Αίτηση και Τεκμήριο Θ στην Ένσταση), προκύπτει καθαρά ότι, αφού ο καθ΄ου η αίτηση αξιολόγησε τις πληροφορίες του και, κυρίως, την εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, την οποία και ζήτησε, άσκησε τη διακριτική του εξουσία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “μέτρο συνιστά δημόσια ενίσχυση και πρέπει να καταργηθεί το αργότερο μέχρι τις 30.4.2003”. Περαιτέρω, ο καθ΄ου η αίτηση άσκησε τη διακριτική του εξουσία αποφασίζοντας ότι η αξία της γης θα πρέπει να επανεκτιμάται ανά πενταετία το δε καταβαλλόμε[*733]νο μίσθωμα να επανακαθορίζεται. Αν παρεχόταν στην αιτήτρια η ευκαιρία να ακουσθεί και παρουσιάσει, ενδεχομένως, άλλα ουσιώδη στοιχεία ή ουσιωδώς διαφορετική εκτίμηση της αγοραίας αξίας της κρατικής γης, τότε, ενδεχομένως, ο καθ΄ου η αίτηση θα κατέληγε σε διαφορετική, εν όλω ή εν μέρει, απόφαση.
Ενόψει της κατάληξής μου ότι ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως ευσταθεί, δε θεωρώ χρήσιμο να υπεισέλθω και εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα εις βάρος του καθ΄ου η αίτηση.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται για παράβαση νόμου (άρθρα 43(1) και 45 του Ν.158(1)/99) και, συνακόλουθα, για ενδεχόμενη ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα και κακή άσκηση διακριτικής εξουσίας λόγω μη επαρκούς έρευνας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο