Παρίσης Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 982

(2003) 4 ΑΑΔ 982

[*982]22 Oκτωβρίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΡΙΣΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 426/2002)

 

Επίταξη Ακίνητης Ιδιοκτησίας ― Λήξη του χρόνου της επίταξης ― Συνέπειες ως προς τη διαδικασία για ακύρωση της επίταξης, δυνάμει προσφυγής ― Κατά πόσο καταργείται η δίκη.

Επίταξη Ακίνητης Ιδιοκτησίας ― Επίταξη που διενεργήθηκε για να θεραπεύσει λάθος της διοίκησης κατά την εκτέλεση έργου κοινής ωφελείας ― Εφαρμόστηκε η Κόκκινος κ.ά v. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 4(Α) Α.Α.Δ. 463 ― Ex post facto απόπειρα της διοίκησης να νομιμοποιήσει παράνομη ενέργειά της, δεν είναι επιτρεπτή.

 

Ο αιτητής ζήτησε με την προσφυγή την ακύρωση του διατάγματος επίταξης μέρους της ακίνητης ιδιοκτησίας του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η παρούσα προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, διότι το προσβαλλόμενο διάταγμα επίταξης έχει εκπνεύσει και δεν έχει ανανεωθεί. Το διάταγμα επίταξης εκδόθηκε και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 8.3.2002 και ίσχυε για ένα έτος. Περαιτέρω, η επιταχθείσα έκταση απαλλοτριώθηκε.

     Δυνατόν όμως οι αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση των [*983]καθ’ ων η αίτηση, στην περίπτωση που η προσφυγή επιτύχει και το προσβαλλόμενο διάταγμα επίταξης ακυρωθεί, να είναι μεγαλύτερες από τις αποζημιώσεις λόγω της επίταξης. Μπορεί για παράδειγμα ο αιτητής να δικαιούται σε τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

Γι’ αυτό το λόγο η παρούσα προσφυγή δεν έχει απολέσει το αντικείμενό της, παρά ακόμα και την απαλλοτρίωση της συγκεκριμένης έκτασης. Όσον αφορά την απαλλοτρίωση, εκτός του ότι το διάταγμα επίταξης αποτελεί πράξη αυτοτελή και ανεξάρτητη από την απαλλοτρίωση, αν οι καθ’ ων η αίτηση επενέβηκαν παράνομα στην επίδικη περιουσία πριν την απαλλοτρίωση, ο αιτητής δικαιούται σε αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.

2.  Εκ λάθους οι καθ’ ων η αίτηση εν προκειμένω κατασκεύασαν το δρόμο για τον οποίο είχε ήδη απαλλοτριωθεί μέρος του κτήματος του αιτητή, εκτός της απαλλοτριωθείσας έκτασης και μέσα στο εναπομείναν κτήμα του. Όταν οι καθ’ ων η αίτηση το αντιλήφθηκαν, ύστερα από σχετικό παράπονο και καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου από τον αιτητή, στην προσπάθειά τους να νομιμοποιήσουν την παράνομή τους επέμβαση, αντέδρασαν με την έκδοση διατάγματος επίταξης.

     Σύμφωνα  και με τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κόκκινος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 4(Α) Α.Α.Δ. 463, η δημοσίευση του επίδικου διατάγματος μετά τη διάνοιξη του δρόμου, η οποία ήταν παράνομη λόγω της απουσίας διατάγματος επίταξης, αποτελεί εκ των υστέρων (ex post facto) απόπειρα της διοίκησης να νομιμοποιήσει την παράνομή της ενέργεια. Μια τέτοια νομιμοποίηση δεν επιτρέπεται από τις αρχές του διοικητικού δικαίου και η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παντελίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 203,

Κόκκινος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 4(Α) Α.Α.Δ. 463.

Προσφυγή.

Κ. Κυριακόπουλος, για τον Αιτητή.

[*984]Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Από κτήμα του αιτητή που βρίσκεται στα Πηγαίνεια επαρχίας Λευκωσίας, απαλλοτριώθηκε στις 27.3.1992 έκταση 601 τ.μ. Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή, βελτίωση, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του δρόμου Μανσούρας-Κάτω Πύργου.

Ο αιτητής αποδέκτηκε την αποζημίωση που ορίστηκε, η οποία και του καταβλήθηκε. Για την υπόλοιπη έκταση του κτήματός του εκδόθηκε επ’ ονόματί του νέος τίτλος. Χωρομέτρηση που έγινε στο κτήμα του αιτητή, ύστερα από παράπονό του, έδειξε ότι κατά την κατασκευή του δρόμου είχε καταληφθεί έκταση γης πέραν της απαλλοτριωθείσας. Ετοιμάστηκε σχέδιο στο οποίο σημειώνεται η επιπλέον έκταση και στη συνέχεια δημοσιεύτηκαν διατάγματα γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, καθώς και διάταγμα επίταξης της καταληφθείσας, προφανώς εκ λάθους, έκτασης.

Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος επίταξης λόγω έλλειψης αιτιολογίας και ως εκ των υστέρων (ex post facto) απόπειρα της διοίκησης να νομιμοποιήσει την παράνομη επέμβασή της. Υποστηρίζει ακόμα ότι η επίταξη δεν αποσκοπεί στη θεραπεία «εκτάκτου, επειγούσης και παροδικής δημόσιας ή κοινωνικής ανάγκης», αλλά ότι επιδιώκτηκε αλλότριος σκοπός και συνεπώς η πράξη συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

Οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η παρούσα προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, διότι το προσβαλλόμενο διάταγμα επίταξης έχει εκπνεύσει και δεν έχει ανανεωθεί. Το διάταγμα επίταξης εκδόθηκε και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 8.3.2002 και ίσχυε για ένα έτος. Περαιτέρω, η επιταχθείσα έκταση απαλλοτριώθηκε.

Είναι παραδεκτό ότι ανεξαρτήτως της λήξης της ισχύος μιας διοικητικής πράξης, η διαδικασία ενώπιον του ακυρωτικού δικαστηρίου μπορεί να συνεχιστεί, νοουμένου ότι διαρκούσης της ισχύος της πράξης, αυτή έχει επιφέρει ζημιογόνα αποτελέσματα στον αιτητή. Αν υπήρξε, υποστηρίζουν οι καθ΄ων η αίτηση, οποιονδήποτε ζημιογόνο αποτέλεσμα, αυτό συνέβη πριν την έκδοση του διατάγματος επίταξης, για το οποίο μάλιστα ο αιτητής έχει εγείρει αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, [*985]αξιώνοντας από τη Δημοκρατία γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση, αμέλεια κλπ. Ακόμα, συνεχίζουν, το διάταγμα επίταξης εκδόθηκε και έληξε, χωρίς στην ουσία να επιφέρει οποιοδήποτε επιπλέον ζημιογόνο αποτέλεσμα στον αιτητή, αφού η ίδια ζημιά που ο αιτητής υπέστη με τη χάραξη και κατασκευή του δρόμου, προϋπήρχε της έκδοσης του διατάγματος επίταξης και ακριβώς η ίδια ζημιά εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λήξη της ισχύος του διατάγματος.

Είναι παραδεκτό ότι ο δρόμος κατασκευάστηκε, λόγω λανθασμένης χάραξης και κατασκευής του δρόμου, μέσα σε μέρος του κτήματος του αιτητή που δεν είχε απαλλοτριωθεί.

Θα πρέπει να ομολογήσω ότι με απασχόλησε πάρα πολύ το ερώτημα κατά πόσο η λήξη της ισχύος του διατάγματος επίταξης καθιστά την προσφυγή άνευ αντικειμένου. Με απασχόλησε ιδιαίτερα η πρόνοια του Συντάγματος (Άρθρο 23.8(δ)) σύμφωνα με την οποία για οιανδήποτε επίταξη της περιουσίας του ο διοικούμενος δικαιούται σε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. Αν ο αιτητής αποζημιώνεται, ούτως ή άλλως, για τη στέρηση της περιουσίας του, είτε λόγω νόμιμης επίταξης δυνάμει του Συντάγματος, είτε λόγω παράνομης κατακράτησής του, αυτό θα καθιστούσε την προσφυγή άνευ αντικειμένου αφού, από την τυχόν ακυρωθείσα πράξη, δεν υπήρξε ζημιογόνο αποτέλεσμα.

Κατέληξα όμως στο αντίθετο συμπέρασμα γιατί δυνατόν οι αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση των καθ’ ων η αίτηση, στην περίπτωση που η προσφυγή επιτύχει και το προσβαλλόμενο διάταγμα επίταξης ακυρωθεί, να είναι μεγαλύτερες από τις αποζημιώσεις λόγω της επίταξης. Μπορεί για παράδειγμα ο αιτητής να δικαιούται σε τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

Γι’ αυτό το λόγο αποφάσισα ότι η παρούσα προσφυγή δεν έχει απωλέσει το αντικείμενό της, παρά ακόμα και την απαλλοτρίωση της συγκεκριμένης έκτασης. Όσον αφορά την απαλλοτρίωση, εκτός του ότι το διάταγμα επίταξης αποτελεί πράξη αυτοτελή και ανεξάρτητη από την απαλλοτρίωση (Παντελίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 203), αν οι καθ’ ων η αίτηση επενέβηκαν παράνομα στην περιουσία του πριν την απαλλοτρίωση, ο αιτητής δικαιούται σε αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι ο πραγματικός λόγος έκδοσης του διατάγματος επίταξης είναι η προφανής προσπάθεια των καθ’ ων η αίτηση να καλύψουν την παράνομη τους ενέργεια, δηλαδή την [*986]παράνομη επέμβασή τους στην ακίνητή του περιουσία.

Στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα είναι απλά. Εκ λάθους οι καθ’ ων η αίτηση κατασκεύασαν το δρόμο για τον οποίο είχε ήδη απαλλοτριωθεί μέρος του κτήματος του αιτητή, εκτός της απαλλοτριωθείσας έκτασης και μέσα στο εναπομείναν κτήμα του. Όταν οι καθ’ ων η αίτηση το αντιλήφθηκαν, ύστερα από σχετικό παράπονο και καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου από τον αιτητή, στην προσπάθειά τους να νομιμοποιήσουν την παράνομή τους επέμβαση, αντέδρασαν με την έκδοση διατάγματος επίταξης.

Συμφωνώ με όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κόκκινος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 4(Α) Α.Α.Δ. 463, ότι η δημοσίευση του επίδικου διατάγματος μετά τη διάνοιξη του δρόμου, η οποία ήταν παράνομη λόγω της απουσίας διατάγματος επίταξης, αποτελεί εκ των υστέρων (ex post facto) απόπειρα της διοίκησης να νομιμοποιήσει την παράνομη της ενέργεια. Μια τέτοια νομιμοποίηση δεν επιτρέπεται από τις αρχές του διοικητικού δικαίου και η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο