Χαραλαμπίδης Ιωάννης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 1067

(2003) 4 ΑΑΔ 1067

[*1067]13 Noεμβρίου, 2003

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 875/2002)

 

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Συνεδριάσεις ― Παρουσία γραμματέα-πρακτικογράφου ― Νόμιμη δυνάμει του Άρθρου 13(3) του Ν.1/90 αλλά και δυνάμει του Άρθρου 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/προαγωγές ― Διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής ― Αξιολόγηση της επίδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη από τον Διευθυντή ― Σύσταση του Διευθυντή χωρίς αιτιολόγηση ― Βαρύτητα προφορικών εξετάσεων ― Αιτιολογία των εντυπώσεων της ΕΔΥ από την προφορική εξέταση ― Αιτιολογία της τελικής επιλογής ― Καμία παράβαση δεν διαπιστώθηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους σε Διευθυντή Κέντρου Παραγωγικότητας (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Ως πρώτο λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι υπήρξε κακή σύνθεση του διορίζοντος οργάνου, λόγω της παρουσίας του κ. Κούμα γραμματέα – πρακτικογράφου της ΕΔΥ. 

[*1068]       Η παρουσία του κ. Κούμα υπό την ιδιότητα του γραμματέα – πρακτικογράφου της ΕΔΥ προβλέπεται από το Άρθρο 13(3) του Νόμου 1/90.  Καλύπτεται δε περαιτέρω από το Άρθρο 21(1) του περί  Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, Νόμος 158(1)/1999. 

2.  Με άλλο λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι παράνομα η Γενική Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ.  Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί.  Από τα πρακτικά της τελικής κρίσης της ΕΔΥ δεν προκύπτει ότι θεώρησε ως ξεχωριστό κριτήριο τις κρίσεις της Γενικού Διευθυντή.  Εφόσον αυτή κλήθηκε από την ΕΔΥ να τη βοηθήσει στην εξέταση, λόγω των ειδικών γνώσεών της αναφορικά με  τη φύση της θέσης, ορθά παρέστη στην προφορική εξέταση και εξέφρασε προς τούτο την κρίση της.  Η ΕΔΥ τελικά βαθμολόγησε ή έκρινε τους υποψηφίους κατά την προφορικήν εξέταση.  

3.  Με άλλο λόγο ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η σύσταση της προϊσταμένης δεν είναι αιτιολογημένη.  Από τα πρακτικά φαίνεται ότι έδωσε τη σύσταση υπέρ του Ε.Μ. χωρίς καμίαν αιτιολογία ή οποιαδήποτε σχόλια.  Με βάση τη νομοθεσία αλλά και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η παρούσα, ο προϊστάμενος δεν έχει υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασής του. 

4.  Ο αιτητής προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι η ΕΔΥ εσφαλμένα έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές εξετάσεις παραγνωρίζοντας τα υπόλοιπα αξιολογικά κριτήρια.  Δεν είναι ορθή αυτή η θέση του αιτητή.  Από την επίδικην απόφαση της ΕΔΥ προκύπτει ότι έλαβε υπόψη όλα τα αξιολογικά κριτήρια και στοιχεία που ήσαν ενώπιόν της.

5.  Προβάλλει ακόμα ο αιτητής τον ισχυρισμό ότι η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε τις εντυπώσεις της κατά την προφορική εξέταση.  Δεν κρίνονται βάσιμες οι απόψεις αυτές.  Η ΕΔΥ αιτιολόγησε πλήρως τις εντυπώσεις της.

Η ΕΔΥ ως αποφασίζον όργανο, για να έχει μια  όσο το δυνατό πλήρη εικόνα των υποψηφίων δέχεται αυτούς σε προφορική εξέταση.  Η ΕΔΥ έχει υποχρέωση να καταγράφει μόνο τη γενική της εντύπωση που απεκόμισε απ’ αυτή και η οποία κρίνεται κατά περίπτωση. Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης.  Αυτό όμως ούτε ο νόμος, ού[*1069]τε η νομολογία το απαιτούν.  

6.  Τέλος ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη.  Κρίνεται ότι η ΕΔΥ έδωσε επαρκή αιτιολογία που το Δικαστήριο είναι σε θέση να προβεί σε έλεγχο.

     Τόσον ο αιτητής, όσο και το Ε.Μ. στο στοιχείο της αξίας ήσαν ισοδύναμοι τα τελευταία πέντε χρόνια.  Ισοδύναμοι επίσης ήσαν στα προσόντα αφού αμφότεροι είχαν πανεπιστημιακό δίπλωμα και μεταπτυχιακό.  Ο αιτητής όμως υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 3½ χρόνια.  Το γεγονός αυτό η ΕΔΥ το αξιολόγησε και κατέληξε ότι η αρχαιότητα του αιτητή δεν μπορούσε να υπερισχύσει της αξίας, στην οποία υπερείχε το Ε.Μ. με την καλύτερη βαθμολόγηση και τη σύσταση της προϊσταμένης.  Περαιτέρω η ΕΔΥ τόνισε ότι η θέση είναι Διευθυντική, περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχαιότητα είναι  πολύ περιορισμένης σημασίας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μολέσκη ν. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 108/2002, ημερ. 20.1.2003,

Σούπασιη ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2227,

Ταπακούδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4(Α) Α.Α.Δ. 124,

Πούρος κ.ά. ν. ΕΔΥ (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,

Εκτωρίδη ν. Δημοκρατίας (1986) 3 C.L.R. 2198,

Μικελλίδου ν. Ε.Ε.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 105.

Προσφυγή.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

[*1070]ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση Αρχής η οποία δημοσιεύτηκε στις 9.8.2002 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία προήγαγε τον Ανδρέα Κωμοδρόμο, στη μόνιμη θέση Διευθυντή, Κέντρου Παραγωγικότητας, από τις 15.7.2002 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) πρόταση για την πλήρωση της μόνιμης θέσης Διευθυντή, Κέντρου Παραγωγικότητας, που θα παρέμενε κενή λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της. Η  ΕΔΥ σε συνεδρία  της στις 31.1.2002 απεφάσισε, επειδή η θέση ήταν Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, όπως αυτή δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολήν αιτήσεων.

Τελικά υπεβλήθησαν έντεκα αιτήσεις.

Η ΕΔΥ σε συνεδρία της στις 26.4.2002 απεφάσισε ότι μόνο οι επτά αιτητές – υποψήφιοι πληρούσαν τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, ανάμεσα στους οποίους ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε.Μ.).  Απεφάσισε επίσης όπως καλέσει και τους επτά προσοντούχους σε προφορική εξέταση ενώπιον της.

Η ΕΔΥ σε συνεδρία της στις 25.6.2002 δέχθηκε σε ατομική προφορικήν εξέταση τους υποψηφίους.  Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, η Γενικός Διευθυντής εξέφρασε τις κρίσεις της αναφορικά με  την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και προτού αποχωρήσει σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ.  Ακολούθως η ΕΔΥ αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων της Γενικού Διευθυντή. Στη συνέχεια η ΕΔΥ μετά από αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, έκρινε ως καταλληλότερο για την επίδικη θέση το Ε.Μ. στο οποίο προσέφερε τον διορισμό από 15.7.2002.  Ο τελευταίος τον αποδέχθηκε και η επίδικη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 9.8.2002.

[*1071]Ως πρώτο λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι υπήρξε κακή σύνθεση του διορίζοντος οργάνου λόγω της παρουσίας του κ. Κούμα γραμματέα – πρακτικογράφου της ΕΔΥ. 

Η παρουσία του κ. Κούμα υπό την ιδιότητα του γραμματέα – πρακτικογράφου της ΕΔΥ προβλέπεται από το άρθρο 13(3) του Νόμου 1/90. Καλύπτεται δε περαιτέρω από το άρθρο 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, Νόμος 158(1)/1999. (Βλέπε: Ανδρέα Μολέσκη ν. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 108/2002, ημερ. 20.1.2003 (Απόφαση Αρτεμίδη Δ.)).

Με άλλο λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι παράνομα η Γενική Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ.  Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί. Από τα πρακτικά της τελικής κρίσης της ΕΔΥ δεν προκύπτει ότι θεώρησε ως ξεχωριστό κριτήριο τις κρίσεις της Γενικού Διευθυντή.  Εφόσον αυτή κλήθηκε από την ΕΔΥ να τη βοηθήσει στην εξέταση, λόγω των ειδικών γνώσεων της αναφορικά με  τη φύση της θέσης, ορθά παρέστη στην προφορική εξέταση και εξέφρασε προς τούτο την κρίση της. Η ΕΔΥ τελικά βαθμολόγησε ή έκρινε τους υποψηφίους κατά την προφορικήν εξέταση. (Βλέπε: Ανδρέα Μολέσκη (πιο πάνω) και Γεωργία Σούπασιη ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2227).

Με άλλο λόγο ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η σύσταση της προϊσταμένης δεν είναι αιτιολογημένη.  Από τα πρακτικά φαίνεται ότι έδωσε τη σύσταση υπέρ του Ε.Μ. χωρίς καμίαν αιτιολογία ή οποιαδήποτε σχόλια.  Με βάση τη νομοθεσία αλλά και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η παρούσα, ο προϊστάμενος δεν έχει υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης του. (Βλέπε:  Αγγελική Ταπακούδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4(Α) Α.Α.Δ. 124). Έπεται ότι και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Ο αιτητής προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι η ΕΔΥ εσφαλμένα έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές εξετάσεις παραγνωρίζοντας τα υπόλοιπα αξιολογικά κριτήρια.  Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση του αιτητή. Από την επίδικην απόφαση της ΕΔΥ προκύπτει ότι έλαβε υπόψη όλα τα αξιολογικά κριτήρια και στοιχεία που ήσαν ενώπιον της. Παραθέτω μέρος της επίδικης απόφασης που καταδεικνύει τα πιο πάνω: 

«Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι ο ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ Ανδρέας υπερέχει γενικά των άλ[*1072]λων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Κέντρου Παραγωγικότητας.

Επιλέγοντας τον Κωμοδρόμο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο από τους άλλους υποψήφιους για την απόδοσή του στην ενώπιον της προφορική εξέταση, αξιολογηθείς ως Πάρα πολύ καλός, διαθέτει ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα, όπως και οι άλλοι υποψήφιοι, και επιπλέον, έχει υπέρ του τη σύσταση της Γενικού Διευθυντή, η οποία αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων.

Προβαίνοντας σε σύγκριση του Κωμοδρόμου με τους υποψήφιους δημόσιους υπαλλήλους, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι, σ’ ότι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, ο επιλεγείς δεν υστερεί, ή βρίσκεται στα ίδια, περίπου, με αυτούς επίπεδα.

Σ’ ότι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο επιλεγείς υστερεί έναντι του Χαραλαμπίδη Ιωάννη, κατά τριάμισι περίπου χρόνια στην παρούσα τους θέση, και έναντι του Καφά Αντώνιου, οριακά, κατά ένα περίπου χρόνο στην ημερομηνία πρώτου διορισμού τους, στα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω υποψήφιοι αξιολογήθηκαν σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο από τον επιλεγέντα κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση (Κωμοδρόμος:  Πάρα πολύ καλός, Χαραλαμπίδης: Πολύ καλός,  Καφάς: Σχεδόν πολύ καλός), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πρόκειται  για  θέση Διευθυντική, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, έκρινε το στοιχείο αυτό, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο, περιορισμένης βαρύτητας, το οποίο δεν μπορεί από μόνο του να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή του Κωμοδρόμου, όπως αναλύεται πιο πάνω.»

Είναι φανερό ότι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης τα οποία συνεπολόγησε μαζί με τα άλλα αξιολογικά κριτήρια.  

Προβάλλει ακόμα ο αιτητής τον ισχυρισμό ότι η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε τις εντυπώσεις της κατά την προφορική εξέταση.  Δεν συμμερίζομαι τις απόψεις αυτές.  Η ΕΔΥ αιτιολόγησε πλήρως τις εντυπώσεις της.  Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα από τα πρακτικά που αφορούν το Ε.Μ. και τον αιτητή αντίστοιχα: 

[*1073]«ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ  Ανδρέας:  Πάρα πολύ καλός.  Έχει γνώση των ευθυνών της θέσης και διαθέτει κατάρτιση στον τομέα της Διοίκησης Επιχειρήσεων. Είναι, επίσης, ενήμερος των σύγχρονων αντιλήψεων σε θέματα παραγωγικότητας σε ευρύτερο επίπεδο.  Προβαίνει σε σφαιρική θεώρηση καταστάσεων, διεισδύει στην ουσία των θεμάτων και αιτιολογεί τις απόψεις του με πειστικότητα.  Διαθέτει ωριμότητα σκέψεως και αυτοπεποίθηση.»

ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ Ιωάννης:  Πολύ καλός. Έχει γνώση των ευθυνών της θέσης και διαθέτει κατάρτιση σε θέματα Διοίκησης Προσωπικού. Προσεγγίζει τα θέματα με σοβαρότητα, παρουσιάζει, όμως, την τάση να μην επικεντρώνεται στα ουσιαστικά προβλήματα. Κάποιες απόψεις του, επίσης, δεν ήταν αρκούντως τεκμηριωμένες.  Έχει αυτοπεποίθηση.»

Η ΕΔΥ ως αποφασίζον όργανο, για να έχει μια όσο το δυνατό πλήρη εικόνα των υποψηφίων δέχεται αυτούς σε προφορική εξέταση.  Η ΕΔΥ έχει υποχρέωση να καταγράφει μόνο τη γενική της εντύπωση που απεκόμισε απ’ αυτή και η οποία κρίνεται κατά περίπτωση. Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης.  Αυτό όμως ούτε ο νόμος, ούτε η νομολογία το απαιτούν.  (Βλέπε: Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. ΕΔΥ, (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).

Τέλος ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη. Έχω παραθέσει πιο πάνω απόσπασμα από την τελική απόφαση της ΕΔΥ. Απ’ αυτό καταφαίνεται ότι η ΕΔΥ έδωσε επαρκή αιτιολογία που το Δικαστήριο είναι σε θέση να προβεί σε έλεγχο.

Τόσον ο αιτητής, όσο και το Ε.Μ. στο στοιχείο της αξίας ήσαν ισοδύναμοι τα τελευταία πέντε χρόνια. Ισοδύναμοι επίσης ήσαν στα προσόντα αφού αμφότεροι είχαν πανεπιστημιακό δίπλωμα και μεταπτυχιακό.  Ο αιτητής όμως υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 3½ χρόνια.  Το γεγονός αυτό η ΕΔΥ το αξιολόγησε και κατέληξε ότι η αρχαιότητα του αιτητή δεν μπορούσε να υπερισχύσει της αξίας στην οποία υπερείχε το Ε.Μ. με την καλύτερη βαθμολόγηση και τη σύσταση της προϊσταμένης.  Περαιτέρω η ΕΔΥ τόνισε ότι η θέση είναι Διευθυντική, περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχαιότητα είναι πολύ περιορισμένης σημασίας.  (Βλέπε:  Δημοκρατία ν. Θεόδουλου Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 και Φειδία Εκτωρίδη ν. Δημοκρατίας (1986) 3 C.L.R. 2198 και [*1074]Γεωργία Μικελλίδου ν. Ε.Ε.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 105.

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο