Θεοδούλου Ελένη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 1080

(2003) 4 ΑΑΔ 1080

[*1080]18 Νοεμβρίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 705/2002)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Η τύχη των συνεντεύξεων και των αποτελεσμάτων τους σε περίπτωση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης και μεσολάβησης αλλαγής στη σύνθεση της Ε.Ε.Υ., μέχρις ότου διενεργηθεί η επανεξέταση ― Άρθρο 35Β(10)(β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε) και Άρθρο 37(Β)3 το οποίο προστέθηκε με το Ν. 44(Ι)/99 ― Κατά πόσο έχει τροποποιηθεί τύπος ή ουσιαστική διάταξη.

Ερμηνεία ― Ερμηνεία νόμου ― Διαδικαστική σε αντίθεση προς ουσιαστική διάταξη νόμου ― Η περίπτωση του Άρθρου 37(Β)3 της εκπαιδευτικής νομοθεσίας (προστέθηκε με τον τροποπ. Ν. 44(Ι)/99).

Η αιτήτρια προσέβαλε την κατ’ επανεξέταση, μετά από ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις, επιλογή των ενδιαφερομένων μερών για πλήρωση των επιδίκων θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

     Το ζήτημα των συνεντεύξεων έχει στην προκείμενη περίπτωση την εξής ιδιομορφία.  Δημοσιεύτηκε στις 17 Μαΐου 1999 ο τροποποιητικός Νόμος 44(Ι)/99, στον οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, πρόνοιες που ρυθμίζουν τον τρόπο επανεξέτασης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πιο άμεσα εν[*1081]διαφέρει το νέο Άρθρο 37Β(3).

Η σύνθεση της Επιτροπής είχε στο μεταξύ αλλάξει.  Και η Επιτροπή με τη νέα της σύνθεση έλαβε υπόψη την εντύπωση της προηγούμενης σύνθεσης κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (3) του Άρθρου 37Β.

Στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρούνται διαδικαστικές οι νομοθετικές πρόνοιες που αφορούν στη μεταβολή ή στη διαφοροποίηση των διοικητικών οργάνων που είναι επιφορτισμένα με την παραγωγή διοικητικών αποφάσεων.

Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά όμως στη διαδικασία παραγωγής της διοικητικής απόφασης. Αφορά σαφώς στα στοιχεία που τη συνθέτουν.  Η υπό αναφορά διάταξη αλλάζει τα δεδομένα επί των οποίων το διοικητικό όργανο κρίνει και όχι τον τρόπο ή το μέσο με το οποίο η κρίση του θα διαμορφωθεί.

     Η Επιτροπή κατά συνέπεια δεν έπρεπε να λάμβανε υπόψη της, ως μέρος των δεδομένων, τις εντυπώσεις που είχε αποκομίσει για την απόδοση των υποψηφίων η προηγούμενη σύνθεση.  Θα έπρεπε, δεδομένης της αλλαγής στη σύνθεση, να διεξήγαγε νέες συνεντεύξεις.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Safirides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 163,

P. Georghiou (Catering) Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Gardner v. Lucas [1878] 3 App. Cases 582, στη σελ. 603,

Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 583/2001, ημερ. 7.10.2002,

Γρουτίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1021/2001 κ.ά., ημερ. 21.3.2003,

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 694/2001, ημερ. 13.6.2003,

Αντέννα T.V. Limited ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711,

Λοΐζου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1093/2001, ημερ. 20.2.2002,

[*1082]Κοντογιώργη ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.

Προσφυγή.

Α. Ποιητής και Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ε. Λοΐζίδου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 24 Αυγούστου 1998, με την οποία πληρώθηκαν 53 θέσεις Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19 Νοεμβρίου 1999 σε σχέση με μόνο δέκα από τους επιλεγέντες, τους μόνους στους οποίους αφορούσαν οι καταχωρισθείσες επί του θέματος προσφυγές*.  Η δικαστική ακύρωση είχε ως λόγο το ότι η Επιτροπή δεν είχε αιτιολογήσει την κατανομή των πέντε μονάδων με τις οποίες  μπορούσε να αυξήσει τη βαθμολογία των υποψηφίων, βάσει του  άρθρου 35Β(10)(β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, Ν. 10/1069 όπως είχε τροποποιηθεί  (ιδιαίτερα  σε  ό,τι εδώ ενδιαφέρει με τον Ν. 65/87) που τότε προέβλεπε ότι:

«(10)  Μετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

...............................................................................................................

(β)   στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 5, με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.»

[*1083]�Κατά την επανεξέταση του θέματος, ενώ η Επιτροπή όφειλε να ξεκινήσει από το σημείο από όπου το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει  πλημμέλεια, εσφαλμένα προέβη σε αναδρομή και ετοίμασε εξ υπαρχής νέο τελικό κατάλογο υποψηφίων ως τη βάση για τα περαιτέρω, αντί να χρησιμοποιήσει τον προηγουμένως καταρτισθέντα τελικό κατάλογο.  Γι’ αυτό το λόγο το Ανώτατο Δικαστήριο στις 30 Νοεμβρίου 2001 ακύρωσε και τη δεύτερη απόφαση της Επιτροπής*.

Η Επιτροπή προχώρησε επομένως σε νέα επανεξέταση με αποτέλεσμα την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 22 Ιανουαρίου 2002, με την οποία η παρούσα αιτήτρια, που είχε προηγουμένως επιλεγεί, αποκλείστηκε γιατί, αυτή τη φορά, υστέρησε στη συνολική βαθμολογία. Η αιτήτρια αποδίδει αυτή την αριθμητική διαφορά μεταξύ της και των επιλεγέντων έξι ενδιαφερομένων προσώπων, κυρίως  στην επίδραση που είχε η βαθμολογία για την απόδοση στις συνεντεύξεις. 

Το ζήτημα των συνεντεύξεων έχει στην προκείμενη περίπτωση την εξής ιδιομορφία.  Δημοσιεύτηκε στις 17 Μαΐου 1999 ο τροποποιητικός Νόμος 44(Ι)/99 στον οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, πρόνοιες που ρυθμίζουν τον τρόπο επανεξέτασης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Πιο άμεσα ενδιαφέρει το νέο άρθρο 37Β(3) το οποίο παραθέτω:

«(3)  Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η εντύπωση που αποκόμισε η Επιτροπή κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, ανεξάρτητα από το αν έχει στο μεταξύ αλλάξει η σύνθεσή της.»

Η σύνθεση της Επιτροπής είχε στο μεταξύ αλλάξει.  Και η Επιτροπή με τη νέα της σύνθεση θεώρησε την εντύπωση της προηγούμενης σύνθεσης κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (3) του άρθρου 37Β, ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος και την έλαβε υπόψη της.  Υπενθυμίζω ότι η εν λόγω διάταξη μετέβαλε την επί του θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Καθορίστηκε στη Safirides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 163 και επικροτήθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις της Ολομέλειας ότι οι εντυπώσεις που αποκομίζει το διοικητικό όργανο από τις συνεντεύξεις αποτελούν τις υποκειμενικές αντιλήψεις των μελών του.  Και αν τα μέλη δεν βρίσκονται πια στη σύν[*1084]θεση, οι αντιλήψεις τους δεν μπορεί να έχουν πια σημασία.

Το ότι η αντίστοιχη βαθμολογία που δόθηκε στους υποψηφίους, πιο συγκεκριμένα στην αιτήτρια και στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, απέβη κρίσιμη στο τελικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται από τους αριθμούς.  Συνεπώς, αποκτά σημασία το κατά πόσο η εν λόγω διάταξη είχε εφαρμογή σε αυτή την περίπτωση. Η καταφατική ως προς αυτό το ερώτημα απάντηση της Δημοκρατίας έχει ως λόγο την άποψη ότι πρόκειται για διάταξη διαδικαστικού περιεχομένου που ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχει αναδρομική ισχύ έστω και αν η αναδρομικότητα δεν προβλέπεται ρητά από το νόμο.  Αντίθετη άποψη προώθησε η αιτήτρια η οποία εισηγήθηκε ότι η μεταβολή των δεδομένων, την οποία επέφερε η πρόνοια, δεν μπορούσε παρά να είναι θέμα ουσίας όχι διαδικασίας.  Έγινε εκ μέρους της αιτήτριας και εισήγηση ότι ούτως ή άλλως η αναδρομικότητα θα ήταν απαράδεκτη γιατί θα παραβίαζε «νομολογιακά αξιώματα περί την επανεξέταση κατά παράβαση του Άρθρου 146.(5) του Συντάγματος». Αντιλαμβάνομαι αυτή τη δεύτερη εισήγηση να θίγει ζήτημα διάκρισης εξουσιών, ότι δηλαδή δεν χωρεί νομοθετική μεταβολή δικαιωμάτων τα οποία έχουν οριστικά αποκρυσταλλωθεί με δικαστική απόφαση.  Δεν θα χρειαστεί να με απασχολήσει αυτή η δεύτερη εισήγηση ενόψει της κατάληξης στην οποία άγομαι σε σχέση με την  πρώτη. 

Το τι είναι διαδικαστικό εξετάστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην P. Georghiou (Catering) Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323 όπου επιδοκιμάστηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την Gardner v. Lucas [1878] 3 App. Cases 582, στη σελ. 603:

«Alterations in the form of procedure are always retrospective, unless there is some good reason or other why they should not be.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Αλλαγές στον τύπο της διαδικασίας έχουν πάντοτε αναδρομική ισχύ εκτός εάν υφίσταται καλός λόγος περί του αντιθέτου.»

Έχει, κατά την άποψη μου, σημασία ο προσδιορισμός της διαδικασίας με αναφορά στον τύπο, για την κατάληξη ότι το ζήτημα έχει χαρακτήρα διαδικαστικό και όχι ουσιαστικό.  Στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τέτοιου είδους κατατάξεις βλέπουμε να θεωρούνται διαδικαστικές οι νομοθετικές πρόνοιες που αφορούν στη μεταβολή ή στη διαφοροποίηση των διοικητικών οργάνων που είναι επιφορτισμένα με  την παραγωγή  διοικητικών αποφάσε[*1085]ων: Βλ. Ευπραξία Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 583/2001, ημερ. 7 Οκτωβρίου 2002, Χριστόδουλος Γρουτίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1021/2001 κ.ά., ημερ. 21 Μαρτίου 2003, Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 694/2001, ημερ. 13 Ιουνίου, 2003 και την απόφαση της Ολομέλειας στην Aντέννα  T.V. Ltd ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711.  Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά όμως στη διαδικασία παραγωγής της διοικητικής απόφασης. Αφορά σαφώς στα στοιχεία που τη συνθέτουν.  Η υπό αναφορά διάταξη αλλάζει τα δεδομένα επί των οποίων το διοικητικό όργανο κρίνει και όχι τον τρόπο ή το μέσο με το οποίο η κρίση του θα διαμορφωθεί.  Με αυτή την προσέγγιση συνάδει, καθώς μου φαίνεται, και η απόφαση στη Μαρία Λοΐζου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1093/2001, ημερ. 20 Φεβρουαρίου 2002, όπου κρίθηκε ότι μια άλλη διάταξη του ίδιου Νόμου, ήτοι το νέο άρθρο 35Β(10)(β) βάσει του οποίου ο αριθμός των μονάδων αυξάνεται από πέντε σε έξι, αποτελεί θέμα ουσίας και όχι διαδικασίας. Η συνήγορος της Δημοκρατίας παρέπεμψε όμως στην εν λόγω απόφαση για να υποστηρίξει ότι το εδάφιο (3) του άρθρου 37Β είχε εν προκειμένω εφαρμογή αφού και εκεί, υπό παρόμοιες περιστάσεις, η Επιτροπή το ίδιο είχε πράξει και θεωρήθηκε ορθό από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο εκεί αναφέρθηκε στην εφαρμογή της εν λόγω διάταξης ως αναντίλεκτο δεδομένο το οποίο δεν είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση, δεν εξετάστηκε και δεν υπήρξε, όπως ορθά επεσήμανε ο συνήγορος της αιτήτριας, δικαστική κρίση.  

Διαπιστώνω λοιπόν πλημμέλεια. Η Επιτροπή δεν έπρεπε να λάμβανε υπόψη της, ως μέρος των δεδομένων, τις εντυπώσεις που είχε αποκομίσει για την απόδοση των υποψηφίων η προηγούμενη σύνθεση.  Θα έπρεπε, δεδομένης της αλλαγής στη σύνθεση, να διεξήγαγε νέες συνεντεύξεις: βλ. Κοντογιώργη ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.  Καθίσταται αναπόφευκτη η ακύρωση και της τρίτης απόφασης της Επιτροπής.  Και δεν θα επεκταθώ σε άλλα τεθέντα ζητήματα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

* Ελευθερία Νεοφυτίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 874/98 κ.ά., ημερ. 19 Νοεμβρίου, 1999.

* Χρύσω Φυσεντζίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1074/2000, ημερ. 30 Νοεμβρίου, 2001.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο