Γεωργίου Γεώργιος Οδυσσέα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 1108

(2003) 4 ΑΑΔ 1108

[*1108]28 Νοεμβρίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 236/2000)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Ανέφικτος όταν απουσιάζουν πρακτικά αναφορικά με τη σύνθεση και τις συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων, τα οποία είχαν ουσιώδη ρόλο στην παραγωγή της επίδικης διοικητικής πράξης.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη πρακτικών που να δεικνύουν τη σύνθεση συλλογικού οργάνου.

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Άρθρο 18 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72) ως τροποποιήθηκε ― Σύνταξη και αναθεώρηση Τοπικών Σχεδίων και Σχεδίων Περιοχής ― Ο διοικητικός μηχανισμός ελέγχου των ενστάσεων επηρεαζόμενων από Τοπικό Σχέδιο ιδιοκτητών και η ανάγκη τήρησης πρακτικών στις διάφορες βαθμίδες του, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

Ο αιτητής προσέβαλε την τροποποιημένη έκδοση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης απασχόλησε ειδικά το κατά πόσο [*1109]υπήρχαν έγγραφα που  να έριχναν φως στη σύσταση και λειτουργία των συμβουλευτικών οργάνων που συμμετείχαν στην παραγωγή της επίδικης απόφασης. Στην πράξη  και όχι μόνο με αναφορά στην απόφαση του Υπουργού για τη δημιουργία γενικά του μηχανισμού.

     Ο διορισμός των διαφόρων κρατικών λειτουργών και των άλλων προσώπων που θα συγκροτούσαν τα εν λόγω όργανα, ίσως να μπορούσε, εφαρμόζοντας το τεκμήριο της κανονικότητας, να συναχθεί αν εμφανίζονταν τα ονόματα και η ιδιότητά τους σε σχετικά πρακτικά.  Τα οποία χρειάζονταν ένεκα της σημασίας του ρόλου αυτών των οργάνων στην παραγωγή της διοικητικής πράξης.  Με την έλλειψη πρακτικών δεν είναι γνωστό αν τα όργανα συνήλθαν με νόμιμη σύνθεση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα των περαιτέρω.  Καθίσταται εν προκειμένω ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Ζαντή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1100/00,  ημερ. 9. 7.2003.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την Ατομική Διοικητική Πράξη Αρ. 1448, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 3 Δεκεμβρίου 1999 βάσει του άρθρου 18(8) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, (Ν. 90/72) όπως τροποποιήθηκε*. Αφορά στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. 50.560, ημερ. 29 Οκτωβρίου 1999, για την επικύρωση μεταξύ άλλων της τροποποίησης του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, βάσει του άρθρου 18(7) του Νόμου.

Το κτήμα του αιτητή, τεμάχιο 284 (παλαιό 82) του Φ/Σ XLV/43 στο χωριό Έμπα της επαρχίας Πάφου, είχε αρχικά ενταχθεί στη [*1110]Ζώνη Δ.1, ζώνη γεωργική με χαμηλό συντελεστή δόμησης* όπου επιτρέπονταν οικοδομές με εξαίρεση τις αποθήκες, βιομηχανικές εγκαταστάσεις και χοιροστάσια.  Με το Τοπικό Σχέδιο Πάφου**, το οποίο δημοσιεύτηκε την 1 Δεκεμβρίου 1990, το εν λόγω κτήμα που παρεμβαλλόταν μεταξύ δύο μεγάλων τεμαχίων κρατικής γης, εντάχθηκε στη Ζώνη Δα1.  Το ίδιο συνέβηκε και με ένα άλλο παρόμοιο κτήμα, το τεμάχιο 81.  Επρόκειτο για ζώνη υπαίθρου και προστασίας της φύσης, με πολύ χαμηλό συντελεστή δόμησης (0,005:1), σε περιοχή που εκτείνεται από τα βορειοανατολικά της Έμπας μέχρι τα νοτιοδυτικά της Τριμιθούσας.  Κατόπιν όμως επιτυχούς ένστασης του αιτητή, το κτήμα εντάχθηκε το 1992 στη Ζώνη Γα4, γεωργική ζώνη με συντελεστή δόμησης 0,10:1.  Με αυτή την εξέλιξη διακόπηκε η συνοχή της ζώνης προστασίας.  Έπειτα, στις 4 Οκτωβρίου 1996, έγινε η νέα κατάταξη στην οποία αφορά η παρούσα υπόθεση. Δημοσιεύτηκε, βάσει του άρθρου 18(2) του Νόμου, τροποποίηση*** του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, όπως και των Τοπικών Σχεδίων Λευκωσίας, Λεμεσού και Λάρνακας, μέσα στο πλαίσιο της αναθεώρησης που προέβλεπε το άρθρο 14 για τα Τοπικά Σχέδια.  Με την τροποποίηση, το κτήμα του αιτητή επαναφέρθηκε στη Ζώνη Δα1 και επιτεύχθηκε έτσι η ενοποίηση της Ζώνης Προστασίας.

Ο αιτητής υπέβαλε στον Υπουργό Εσωτερικών ένσταση βάσει του άρθρου 18(5).  Έλεγε τα εξής:

«Ζητείται η ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη επειδή

 (α) το κτήμα εφάπτεται της οικιστικής

 (β) οι υπηρεσίες (υδροδότηση, δρόμος και ηλεκτροδότηση) ευρίσκονται πολύ πλησίον (εφάπτονται του κτήματος)

 (γ) δεν αναφέρεται για γεωργική ή άλλη ανάπτυξη αφού πρόκειται για πετρώδη και άγονη γη, δεν αρδεύεται

 (δ) ευρίσκεται εκτός της περιοχής αναδασμού

 (ε) είναι το μόνο ιδιωτικό κτήμα που διαθέτω για οικιστική ανάπτυξη που θα ενισχύσει την οικονομική μου κατάσταση για τις σπουδές των 3 παιδιών μου

[*1111](στ)            η ευθυγράμμιση των συνόρων του κτήματος μου με αναπροσαρμογή με κυβερνητική γη βρίσκεται στο τελικό στάδιο.»

Για την περαιτέρω διαδικασία προβλέπεται  στα εδάφια (6) και (7) του άρθρου 18 ότι:

«(6)  Μετά την πάροδο της οριζόμενης στο εδάφιο (5) προθεσμίας, ο Υπουργός εξετάζει το ταχύτερο τις ενστάσεις και υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο το Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής, τις ενστάσεις αυτές και, εφόσο συντρέχει περίπτωση, την αντίθετη γνώμη του Κοινού Συμβουλίου προς το Σχέδιο μαζί με τις δικές του παρατηρήσεις και συστάσεις.

(7) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία είτε να επικυρώσει το Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής ως έχει είτε να επιφέρει σε αυτό τις κατά την κρίση του αναγκαίες τροποποιήσεις.»

Υποβλήθηκαν, σε σχέση με την τροποποίηση των Τοπικών Σχεδίων για τις τέσσερεις Επαρχίες, συνολικά 777 ενστάσεις. Ο Υπουργός Εσωτερικών καθόρισε, στις 13 Μαΐου 1997, τη διαδικασία μελέτης τους με την οποία θα προετοιμαζόταν το έδαφος για την από μέρους του διατύπωση παρατηρήσεων και συστάσεων προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Σύμφωνα με την καθορισθείσα διαδικασία, θα συστηνόταν Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή με μέλη τον Έπαρχο ή εκπρόσωπο του, τον Επαρχιακό Λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ή εκπρόσωπο του και εκπρόσωπο της οικίας Τοπικής Αρχής.  Σκοπός της θα ήταν η εξέταση, σε πρώτο στάδιο, των ενστάσεων της αντίστοιχης επαρχίας και η ετοιμασία έκθεσης με απόψεις, εισηγήσεις ή προτάσεις.  Επίσης θα συστηνόταν Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο, αποτελούμενο από τον Διευθυντή και Λειτουργούς του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον Υπουργό Εσωτερικών.  Το Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο θα μελετούσε τις ενστάσεις, τις εκθέσεις των Επαρχιακών Συμβουλευτικών Επιτροπών και τις απόψεις της κάθε τοπικής Αρχής και θα υπέβαλλε στο Πολεοδομικό Συμβούλιο – το οποίο ιδρύθηκε με την Κ.Δ.Π. 163/73 κατ’ ακολουθίαν του άρθρου 4 του Νόμου – απόψεις και εισηγήσεις αναφορικά με τις ενστάσεις.  Τέλος, το Πολεοδομικό Συμβούλιο, το οποίο θα μελετούσε όλο αυτό το υλικό και θα διαμόρφωνε απόψεις, θα υπέβαλλε στον Υπουργό ολοκληρωμένη και συνολική έκθεση στην οποία θα «περιγράφονται οι τροποποιήσεις που ..... θεωρεί αναγκαίες και δικαιολογημένες για την οριστικοποίηση των εν λόγω Τοπικών Σχεδίων.».  Αυτή η διαδικασία τέθηκε σε εφαρμογή και με αυτή  [*1112]εξετάστηκαν εν τέλει  οι ενστάσεις.

Η ένσταση του αιτητή, με αρ. 276/96, παραπέμφθηκε στην Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία στις 18 Δεκεμβρίου 1998 υποστήριξε ότι καλώς το κτήμα  του εντάχθηκε στη Ζώνη προστασίας.  Ανέφερε τα εξής:

«Η Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή δεν συστήνει το αίτημα γιατί:

(α)   το τεμάχιο αυτό έχει καθοριστεί με βάση το Χάρτη Χρήσεως Γης ως Περιφερειακό Πάρκο και δεδομένου ότι οι υφιστάμενοι χώροι αστικού πρασίνου θεωρούνται ανεπαρκείς για το σημερινό μέγεθος πληθυσμού της πόλης σύμφωνα με διεθνή πρότυπα και

(β)   τυχόν τροποποίηση της Ζώνης θα έχει ως επακόλουθο την παρεμβολή της Οικιστικής Ζώνης μέσα στο Περιφερειακό Πάρκο και το διαχωρισμό αυτού.»

Το Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο φαίνεται να συμφώνησε αφού δεν εξέφρασε διαφορετική άποψη.  Σε συγκεκριμένες ενστάσεις αναφέρθηκε μόνο όπου διαφωνούσε με την άποψη της Επαρχιακής Συμβουλευτικής Επιτροπής, οπότε διατύπωνε τις δικές του διαφορετικές απόψεις και εισηγήσεις. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

«Το Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο μελέτησε με προσοχή τις διαπιστώσεις και εισηγήσεις των Επαρχιακών Συμβουλευτικών Επιτροπών σε σχέση με τις ενστάσεις, δεδομένου ότι σε αυτές καταγράφονται τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες των επιμέρους περιπτώσεων με μεγαλύτερη ακρίβεια από εκείνη που θα μπορούσε να διασφαλισθεί σε κεντρικό επίπεδο.  Παρόλα αυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις το Κλιμάκιο έχει καταλήξει σε διαφορετικές απόψεις και εισηγήσεις σε σύγκριση με τις Επαρχιακές Συμβουλευτικές Επιτροπές, και οι λόγοι καταγράφονται συγκεκριμένα σε κάθε περίπτωση.»

Το Κλιμάκιο απέδωσε, καθώς ανέφερε, ιδιαίτερη σημασία σε κάποιες γενικές αρχές. Παραθέτω το μέρος που θεωρώ πιο άμεσα σχετικό:

«(α)            Η  συνολική έκταση γης που έχει ήδη ενταχθεί στις Ζώνες Ανάπτυξης των αναφερόμενων Τοπικών Σχεδίων θεωρείται κατά κανόνα περισσότερο από επαρκής για την [*1113]κάλυψη των πραγματικών αναγκών εξυπηρέτησης του υφιστάμενου και προβλεπόμενου πληθυσμού και της οικονομίας των αντίστοιχων αστικών περιοχών.  Το γεγονός αυτό έχει καταγραφεί επανειλημμένα σε διάφορες εκθέσεις και αξιολογήσεις, οι οποίες έχουν δημοσιοποιηθεί εκτενώς, αλλά περιέχεται σε αυτά τούτα τα κείμενα των Τοπικών Σχεδίων.  Για το λόγο αυτό, οποιαδήποτε επιπρόσθετη επέκταση των Ζωνών Ανάπτυξης (πχ. Οικιστικών, Εμπορικών, Τουριστικών Παραθεριστικής Κατοικίας), ιδίως κατά την παρούσα φάση της οριστικοποίησης των Σχεδίων μετά την ολοκλήρωση της μελέτης των ενστάσεων, θεωρείται καταρχήν ως μη αναγκαία ή δικαιολογημένη και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δυνατό να μην είναι συμβατή με τη στρατηγική διασφάλιση της αειφόρου ανάπτυξης των πόλεων.

 (β) ...............................  Το ΚΣΚ θεωρεί ότι οι καθορισμένοι συντελεστές ανάπτυξης, οι οποίοι αξιολογήθηκαν σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις μέχρι σήμερα (η πρώτη δημοσίευση το 1990, η οριστικοποίηση το 1992 και τροποποίηση το 1996) είναι ορθοί στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων και θα πρέπει να επαναβεβαιωθούν στην παρούσα φάση, κατά τρόπο που να συμβάλει στη σταθεροποίηση τους. 

 (γ) Το ΚΣΚ αποδίδει εξαιρετική σημασία στη διαφύλαξη και ενίσχυση των προνοιών των τεσσάρων Τοπικών Σχεδίων (αλλά και της Δήλωσης Πολιτικής) που αναφέρονται σε πολιτικές και μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος γενικά, και της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος ειδικότερα.  Για το λόγο αυτό, οι πρόνοιες των Σχεδίων Ανάπτυξης που αφορούν την προστασία φυσικών και περιβαλλοντικών στοιχείων (γόνιμη γεωργική γη, κοίτες ποταμών και αργακιών, φράγματα, χαρακτηριστικά υψώματα και απότομα πρανή, κ.ο.κ.) όπως και έργα και επενδύσεις που έγιναν στις περιοχές των Σχεδίων (αρδευτικά δίκτυα, έργα αναδασμού, κ.ο.κ.) αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία έναντι αιτημάτων για επεκτάσεις ή καθορισμό Ζωνών Ανάπτυξης. Στοιχεία όπως αυτά που περιγράφονται πιο πάνω αποτελούν εχέγγυα για τη διασφάλιση του χαρακτήρα, της φυσιογνωμίας, του πλούτου και της βιώσιμης ανάπτυξης των αστικών κέντρων. Η προσέγγιση αυτή πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί τον κεντρικό άξονα της Στρατηγικής που [*1114]θα εφαρμοσθεί μέσα από τις πρόνοιες των Τοπικών Σχεδίων.

 (δ) Το Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο μελέτησε τις ενστάσεις ...... μέσα στο σύνολο των επαναλαμβανόμενων φάσεων εκπόνησης, δημοσίευσης, οριστικοποίησης, αναθεώρησης και τροποποίησης των Τοπικών Σχεδίων.  Συγκεκριμένα, το Κλιμάκιο δεν έχει θεωρήσει την παρούσα διαδικασία ως μια επιπλέον φάση επιπρόσθετων επεκτάσεων των Ζωνών Ανάπτυξης, που παρεμβάλλεται μεταξύ των τακτών τροποποιήσεων όπως καθορίζονται από τη Νομοθεσία.»

�Το Πολεοδομικό Συμβούλιο μελέτησε τις ενστάσεις υπό το φως των εκθέσεων της Επαρχιακής Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Κεντρικού Συντονιστικού Κλιμακίου. Εισηγήθηκε απόρριψη της ένστασης του αιτητή, όπως και άλλων ενστάσεων που αφορούσαν ιδιοκτησίες στα όρια της κοινότητας Έμπας. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

«Εισηγήσεις Πολεοδομικού Συμβουλίου

Το Πολεοδομικό Συμβούλιο συμφωνεί με τις διαπιστώσεις του ΚΣΚ και της ΕΣΕ αναφορικά με την πλήρη επάρκεια των Ζωνών Ανάπτυξης της κοινότητας και άλλα θέματα που εγείρονται στις ενστάσεις και εισηγείται την απόρριψη όλων των ενστάσεων για τους λόγους που καταγράφονται στις Εκθέσεις της ΕΣΕ (για όσες από τις ενστάσεις προτείνεται όπως απορριφθούν από την ΕΣΕ).

............................................................................................................»

Στηριζόμενος σε αυτά τα δεδομένα ο Υπουργός Εσωτερικών διατύπωσε Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 1999, για την επικύρωση των Τοπικών Σχεδίων Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Πάφου.  Έτσι, το Υπουργικό Συμβούλιο κλήθηκε:

«(α)            να υιοθετήσει τις προτάσεις και εισηγήσεις του Υπουργού Εσωτερικών αναφορικά με τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν κατά των προνοιών των Τοπικών Σχεδίων Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Πάφου, και

(β)   να εγκρίνει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18(7) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, τροποποί[*1115]ηση των προνοιών των εν λόγω Τοπικών Σχεδίων όπως δείχνεται στα σχέδια που έχουν κατατεθεί στη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, και

(γ)   να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Εσωτερικών να δημοσιεύσει ......... την αναγκαία Γνωστοποίηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του σχετικού Νόμου.»

Σημειώνω, σε σχέση με την παράγραφο (α) της Πρότασης ότι άλλες επί μέρους προτάσεις και εισηγήσεις ο Υπουργός δεν διατύπωσε.  Η αναφορά λοιπόν σ’ αυτές αποκτούσε νόημα μόνο ως παραπομπή στα όσα ο Υπουργός είχε υιοθετήσει από, πιο συγκεκριμένα, την  Έκθεση του Πολεοδομικού Συμβουλίου.  Με την Απόφαση Αρ. 50.560, ημερ. 29 Οκτωβρίου 1999, το Υπουργικό Συμβούλιο ακολούθησε κατά γράμμα την Πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών. 

Έχω τη γνώμη ότι το είδος των τεχνικών θεμάτων που εγείρονταν σχετικά με τα Τοπικά Σχέδια, όπως και η ανάγκη αναφοράς σε μια συγκροτημένη πολιτική, συναρτημένη με τη συνολική εικόνα της διαμόρφωσης των Τοπικών Σχεδίων, καθιστούσε όχι απλώς χρήσιμη αλλά και απαραίτητη την παροχή προς τον Υπουργό εξειδικευμένης βοήθειας από διάφορους κρατικούς λειτουργούς και άλλους, σε διάφορα επίπεδα. Αλλά, και ο μεγάλος αριθμός των ενστάσεων δεν μπορούσε πρακτικώς να επέτρεπε στον ίδιο τον Υπουργό να ασχολείτο με τις λεπτομέρειες της κάθε ένστασης, όσο και αν η κάθε μια απ’ αυτές αντικρυζόταν υπό το φως των ευρύτερων δεδομένων με αποτέλεσμα, λογικά και αναπόφευκτα, την ομαδοποίηση σε σχέση με την οποία δεν διακρίνω οτιδήποτε το άτοπο.  Ο Υπουργός δημιούργησε, με τη διαδικασία που καθόρισε – Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή, Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο, Πολεοδομικό Συμβούλιο – ακριβώς ένα τέτοιο μηχανισμό υποβοήθησης του έργου του ώστε να μπορέσει να καταλήξει και να διατυπώσει παρατηρήσεις και συστάσεις προς το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο είχε την αποφασιστική αρμοδιότητα.  Το ίδιο και το Υπουργικό Συμβούλιο  θα βοηθείτο διότι υπήρχε βέβαια και στη δική του περίπτωση η ίδια δυσκολία.  Είναι όμως συνάμα σημαντικό να προσέξει κανείς ότι στην πραγματικότητα, ο εν λόγω μηχανισμός, παρήγαγε κατ’ ουσίαν το τελικό αποτέλεσμα, όσο και αν τα όργανα στα οποία ανατέθηκε η συλλογή και η αξιολόγηση δεδομένων και παραγόντων, απλώς υπέβαλλαν εισηγήσεις και συστάσεις που μπορεί να μην γίνονταν δεκτές. Αυτό δεν σημαίνει ότι ως θέμα αρχής υπήρχε εγγενώς οτιδήποτε το επιλήψιμο σ’ ένα τέτοιο μηχανισμό.  Σημαίνει μόνο την ανάγκη διασφάλισης [*1116]της ορθής λειτουργίας των οργάνων τα οποία συνέθεταν τον μηχανισμό.  Επιβάλλεται ο έλεγχος τους αφού αποτελούσαν σημαντικό μέρος της διοικητικής αλυσίδας από την οποία προέκυπτε η τελική πράξη.  Επρόκειτο για όργανα όχι μόνο διερευνητικά αλλά και συμβουλευτικά.  Κατ’ εξοχήν μάλιστα συμβουλευτικά, με προφανή τη βαρύτητα της άποψης τους.

Στην περίπτωση του αιτητή το έργο τους συνίστατο στην αξιολόγηση μιας γενικότερης κατάστασης με αναφορά σε δύο προβαλλόμενα ως στοιχεία: το πρώτο αφορούσε την έκταση του αστικού πρασίνου· και το δεύτερο το ενδεχόμενο παρεμβολής της οικιστικής ζώνης στη ζώνη πρασίνου.  Την επί του προκειμένου άποψη της Επαρχιακής Συμβουλευτικής Επιτροπής, με την οποία συμφώνησε και το Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο και το Πολεοδομικό Συμβούλιο, την υιοθέτησε και ο Υπουργός, όπως εν συνεχεία και το Υπουργικό Συμβούλιο. Έχοντας υπόψη μου τις περιστάσεις της περίπτωσης αυτής δεν θα έλεγα ότι ο γενικόλογος τρόπος με τον οποίο έγινε εν τέλει δεκτή από όλους η εν λόγω άποψη της Επαρχιακής Συμβουλευτικής Επιτροπής φανερώνει είτε έλλειψη δέουσας έρευνας είτε  έλλειψη αιτιολογίας.  Η εν λόγω άποψη της Επαρχιακής Συμβουλευτικής Επιτροπής έχει τη δική της λογική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται και άλλη διαφορετική. Δεν χρειάζεται όμως να προχωρήσω προς αυτή την κατεύθυνση.  Διότι τελικά, το πώς κρίνεται η άποψη επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση σημασία αποκτά μόνο εφόσον επρόκειτο για την άποψη οργάνων που νόμιμα συστάθηκαν και λειτούργησαν.

Κατέβαλα κάθε δυνατή προσπάθεια να διακριβώσω το περιεχόμενο του «διοικητικού φακέλου».  Εννοώ βέβαια το σύνολο των εγγράφων, επί των οποίων διενεργείται ο δικαστικός έλεγχος, όπου και αν αυτά βρίσκονταν διασπαρμένα, ώστε να τα εξασφαλίσω.  Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης απασχόλησε ειδικά το κατά πόσο υπήρχαν έγγραφα που  να έριχναν φως στη σύσταση και  λειτουργία των εν λόγω οργάνων στην πράξη  και όχι μόνο με αναφορά στην απόφαση του Υπουργού για τη δημιουργία γενικά του μηχανισμού.  Στο πλαίσιο αναζήτησης τέτοιων εγγράφων έγινε σε κάποιο στάδιο αναφορά στη Χαράλαμπος Ζαντή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1100/00, ημερ. 9 Ιουλίου 2003 (Γαβριηλίδη, Δ.) μια παρόμοια περίπτωση όπου σημειώθηκε η απουσία σχετικών πρακτικών.  Το αποτέλεσμα της έρευνας στην οποία προχώρησα ήταν αρνητικό.  Μου δόθηκε να αντιληφθώ πως τέτοια πρακτικά δεν υπάρχουν.

[*1117]Τον διορισμό των διαφόρων κρατικών λειτουργών και των άλλων προσώπων που θα συγκροτούσαν τα εν λόγω όργανα, ίσως να μπορούσα, εφαρμόζοντας το τεκμήριο της κανονικότητας, να τον συμπεράνω αν εμφανίζονταν τα ονόματα και η ιδιότητα τους σε σχετικά πρακτικά.  Τα οποία χρειάζονταν ένεκα της σημασίας, όπως ήδη ανέφερα, του ρόλου αυτών των οργάνων στην παραγωγή της διοικητικής πράξης.  Με την έλλειψη πρακτικών δεν γνωρίζουμε αν τα όργανα συνήλθαν με νόμιμη σύνθεση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα των περαιτέρω.  Καθίσταται εν προκειμένω ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

* Βλ. ιδιαίτερα τον Ν. 7/90

*           Βλ. Κ.Δ.Π. 199/79 (ΕΕΔ 1547)

**         Βλ. Α.Δ.Π. 1934/90

***        Βλ. Α.Δ.Π. 1191/96


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο