(2003) 4 ΑΑΔ 1159
[*1159]17 Δεκεμβρίου, 2003
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23(5), 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 926/2002)
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Σκοπός της απαλλοτρίωσης ― Εξειδικεύεται στην Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και δεσμεύει την Απαλλοτριούσα Αρχή ― Αν ο σκοπός καταστεί ανέφικτος ή εγκαταληφθεί, η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία οφείλει να επιστραφεί στο δικαιούχο της ― Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/62) ― Παραβιάστηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Δικαίωμα ιδιοκτησίας ― Η αρχή της αναλογικότητας που διέπει την οποιαδήποτε προβλεπόμενη από το δίκαιο προσβολή του δικαιώματος ― Η περίπτωση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
Ο αιτητής προσέβαλε την άρνηση επιστροφής στον ίδιο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του μετά από 35 περίπου έτη που παρέμεινε αυτό αναξιοποίητο για τον σκοπό προς τον οποίο είχε απαλλοτριωθεί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Κεντρική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και [*1160]των Άρθρων 14 και 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/62).
Όπως και να ιδωθή το πράγμα, ενεργοποιούντο εν προκειμένω οι πρόνοιες του Άρθρου 23.5 και του Άρθρου 15(1). Καθ’ όσον ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή λιμένος και ο λιμένας κατασκευάστηκε χωρίς να χρησιμοποιηθεί το προς τούτο απαλλοτριωθέν κτήμα του Αιτητή, προκύπτει ότι το κτήμα του Αιτητή υπερέβαινε τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτρίωσης. Εξ ου και η τοποθέτηση της Δημοκρατίας, ότι δεν μπορεί να επιστραφεί διότι απαιτείται για την ανάπτυξη του οδικού δικτύου της περιοχής, αποκαλύπτει σκοπό άλλο εκείνου για τον οποίο το κτήμα απαλλοτριώθηκε. Τούτο όμως απαγορεύεται από το Άρθρο 23.5 όσο και το Άρθρο 14. Στο βαθμό δε που το κτήμα του Αιτητή δεν χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή λιμένος, προκύπτει επίσης και ότι ο σκοπός εκείνος κατέστη ανέφικτος ή δεν επετεύχθη ή εγκατελείφθη ως προς το εν λόγω κτήμα.
2. Και αν όμως ακόμα γινόταν δεκτή η θέση της Δημοκρατίας ότι η κατασκευή λιμένος θα μπορούσε να περιλαμβάνει και την κατασκευή οδικού δικτύου ως υποδομής αυτού, και δεν θεωρούνταν ότι ο σκοπός για τον οποίο κρατείται το κτήμα - η ανάπτυξη του οδικού δικτύου της περιοχής - είναι και ο ίδιος διάφορος του σκοπού της κατασκευής οδικού δικτύου ως υποδομής του λιμένος, θα επερχόταν το ίδιο αποτέλεσμα. Ο δρόμος προσπέλασης έχει κατασκευαστεί μόνο εν μέρει και τούτο προ πάρα πολλών ετών. Δεν έχει ασφαλώς κατασκευαστεί το τμήμα, και πρόκειται για μεγάλο τμήμα, που επηρεάζει το κτήμα του Αιτητή, και συσχετίζεται από τη διοίκηση με τις ευρύτερες οδικές ανάγκες της περιοχής, παρά την πάροδο 34 ετών. Δεν μπορεί μετά από τόσα χρόνια, χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο, κατ’ ισχυρισμό, απαλλοτριώθηκε, ο σκοπός εκείνος να θεωρείται ακόμα ως εφικτός ή επιτευχθείς ή μη εγκαταλειφθείς. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε, καταστρατήγηση των διατάξεων του Συντάγματος και του Νόμου αλλά, και της αρχής της αναλογικότητας που εμπεριέχεται στα διέποντα την απαλλοτρίωση, ως προς την ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της δημόσιας ωφέλειας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παχίτας ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 945,
[*1161]Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4(Β)Α.Α.Δ. 824,
Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2732,
Μουρουζίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 886/95, ημερ. 18.6.1998,
Motais de Narbonne v. France, Υπόθ. Αρ. 48169/99, ημερ. 2.7.2002.
Προσφυγή.
Γ. Φαίδωνος, για τον Αιτητή.
Ρ. Μαππουρίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Πριν τριανταπέντε χρόνια δημοσιεύθηκε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης Αριθμός 470 ημερομηνίας 9.7.1968 με την οποία γνωστοποιείτο ότι το κτήμα τεμάχιο 91/1/2 Φ/Σ LVIII/16 στο Ζακάκι Λεμεσού, ιδιοκτησία του Αιτητή, μεταξύ πολλών άλλων κτημάτων, ήταν αναγκαίο “διά τον ακόλουθον σκοπόν δημοσίας ωφελείας, ήτοι διά τη Λιμενικήν Ανάπτυξη της Επαρχίας Λεμεσού και ή απαλλοτρίωση αυτής επιβάλλεται διά τους ακολούθους λόγους, ήτοι διά την κατασκευήν Λιμένος εις Λεμεσόν.” Το επόμενο έτος δημοσιεύθηκε Διάταγμα Ανάκλησης της εν λόγω Γνωστοποίησης (Αριθμός 546, ημερ. 27.6.1969) ως προς μέρος του εν λόγω κτήματος όπως και πολλά άλλα κτήματα ή μέρος αυτών που περιλαμβάνοντο στη Γνωστοποίηση. Το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης που ακολούθησε, Αριθμός 551, ημερομηνίας 30.6.1969, εκάλυπτε λοιπόν μόνο το εναπομείναν ως περιλαμβανόμενο στη Γνωστοποίηση μέρος του κτήματος. Συναφώς να πω ότι αργότερα υπήρξε και άλλο Διάταγμα Ανάκλησης της Γνωστοποίησης (Αριθμός 303, ημερ. 17.4.1970) ως προς περαιτέρω μέρος του κτήματος. Η εναπομείνασα στην απαλλοτρίωση γη προορίζετο τώρα μόνο για τη δημιουργία δρόμου προσπέλασης πρωταρχικής σημασίας, οι δε ανακλήσεις αποσκοπούσαν στο να περιορίσουν την αρχικά δεσμευθείσα γη σε τόση όση ήταν αναγκαία για τη δημιουργία του εν λόγω δρόμου βάσει του σχεδιασμού όδευσης του όπως τελικά διαμορφώθηκε με σχέδια που τροποποιήθησαν. Να σημειωθεί ότι, παράλληλα με τις ανακλήσεις, υπήρξε και άλλη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, Αριθμός 621, ημερ. 25.7.1969, με την οποία εγνωστοποιείτο ότι άλλη γη ήταν “αναγκαία διά τον ακόλουθον σκοπόν δημοσίας ωφελείας, ήτοι διά την λιμενικήν ανάπτυξιν της Επαρχίας Λεμεσού και η απαλλοτρίωσης αυτής [*1162]επιβάλλεται διά τους ακολούθους λόγους, ήτοι διά την κατασκευήν οδού προσπελάσεως διά τον νέον λιμένα Λεμεσού.” Η γη αυτή απαλλοτριώθηκε με το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης Αριθμός 629, ημερ. 22.7.1970. Τέλος, να αναφέρω ότι η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση καταβλήθηκε στον Αιτητή στις 2.9.1976.
Είναι η θέση του Αιτητή ότι μέχρι τις 24.5.2002 η Δημοκρατία, ως απαλλοτριούσα αρχή, δεν χρησιμοποίησε το απαλλοτριωθέν μέρος του εν λόγω κτήματος του για το σκοπό για τον οποίο αυτό απαλλοτριώθηκε, δηλαδή για την κατασκευή λιμένα, αλλά ούτε καν για την κατασκευή του δρόμου προσπέλασης προς το λιμένα. Ως εκ τούτου, την εν λόγω ημερομηνία ο δικηγόρος του Αιτητή απέστειλε την ακόλουθη επιστολή προς τη Δημοκρατία:
“Ο πελάτης μου κ. Διονύσης Δημητρίου Χριστοδούλου υποβάλλει αίτημα όπως επιστρέψετε σ’ αυτόν, ως του Δικαιούχου, το απαλλοτριωθέν τμήμα (φαίνεται με κίτρινο στο επισυναπτόμενο χωρομετρικό), του άνω τεμαχίου, το οποίο τμήμα απαλλοτριώθηκε με την ΑΔΠ 470 ημερομηνίας 9.7.1968 και/ή με οιανδήποτε άλλη Διοικητική Πράξη και το οποίο τμήμα μέχρι σήμερα δεν χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό της Απαλλοτριώσεως.
Το αίτημα του πελάτη μου βασίζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 του Συντάγματος, στην Συνθήκη Προάσπισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ατομικών Ελευθεριών και Πρωτόκολλα της και στο άρθρο 15 του Νόμου 15/62 και/ή αλλού.
Τα γεγονότα που υποστηρίζουν το αίτημα του πελάτη μου είναι κυρίως τα εξής:
1. Έχουν παρέλθει σχεδόν 34 χρόνια από της απαλλοτρίωσης και το απαλλοτριωθέν τμήμα του εν λόγω τεμαχίου δεν έχει χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό της απαλλοτρίωσης και/ή ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός και/ή εγκατελειφθεί και/ή άλλως πως.
2. Μολονότι είχατε υποχρέωση να προσφέρετε το εν λόγω απαλλοτριωθέν τμήμα στο πρόσωπο ή πρόσωπα που αυτό άνηκε, έχετε παραλείψει να το πράξετε.
3. Ο άνω πελάτης μου είναι το πρόσωπο που δικαιούται την εν λόγω επιστροφή και στο οποίο πρέπει να γίνει γνωστοποίηση προσφοράς για επιστροφή του άνω απαλλοτριωθέ[*1163]ντος τμήματος επί καταβολή της τιμής κτήσεως του.”
Η απάντηση στις 31.7.2002 ήταν:
“Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 24 Μαΐου, 2002 με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι τα τεμάχια των πελατών σας δεν μπορούν να επιστραφούν καθ΄ ότι χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη του οδικού δικτύου της περιοχής.”
Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι από το 1970, ανάλογα με τις κυκλοφοριακές ανάγκες και τη διαθέσιμη πίστωση στον προϋπολογισμό, άρχισε η σταδιακή υλοποίηση του σχεδιασμού κατασκευής του εν λόγω δρόμου, μεγάλο τμήμα του οποίου, μέχρι το κτήμα του Αιτητή, είχε κατασκευασθεί όταν ο Αιτητής απέστειλε την εν λόγω επιστολή το δε υπόλοιπο τμήμα το οποίο περιλαμβάνει και το κτήμα του Αιτητή προγραμματίζεται περί το τέλος του 2004.
Με την προσφυγή προσβάλλεται η άρνηση ή και παράλειψη της Δημοκρατίας να προσφέρει πίσω στον Αιτητή το εν λόγω κτήμα. Κεντρική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και των άρθρων 14 και 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν15/62) τα οποία προνοούν:
Άρθρο 23.5
“Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτος ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ’ ου απηλλοτρίωσεν αυτήν.”
Άρθρο 14
“Ιδιοκτησία απαλλοτριωθείσα δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται να χρησιμοποιηθή μόνο διά το σκοπόν δι ον εγένετο η απαλλοτρίωσις.”
[*1164]Άρθρο 15(1)
“Όσάκις ακίνητος ιδιοκτησία απηλλοτριώθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος, και εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας καθ’ ην η ιδιοκτησία περιήλθεν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν, δεν επετεύχθη ο σκοπός δι ον εγένετο η απαλλοτρίωσις ή η επίτευξις του τοιούτου σκοπού εγκατελείφθη υπό της απαλλοτριούσης αρχής, ή το όλον ή μέρος της τοιαύτης ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας της απαλλοριούσης αρχής, θα εφαρμόζωνται αι ακόλουθοι διατάξεις, ήτοι-
(α) η απαλλοτριούσα αρχή δι΄εγγράφου αυτής γνωστοποιήσεως προσφέρει την ιδιοκτησίαν εις ην τιμήν απέκτησεν ταύτης, εις το πρόσωπον εις ο αύτη ανήκε προ της απαλλοτριώσεως...”
Στα πλαίσια του εγειρόμενου θέματος, η βασική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου είναι ότι ο ρητός και εξειδικευθείς σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, όπως αναφέρθηκε στην ίδια την Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, ήταν “διά την κατασκευήν Λιμένος εις Λεμεσόν”. Ο λιμένας όμως κατασκευάστηκε προ πολλού χωρίς να χρησιμοποιηθεί το κτήμα του Αιτητή για το σκοπό εκείνο, το δε κτήμα κρατείται για άλλο σκοπό, δηλαδή την κατασκευή δρόμου προσπέλασης.
Φρονώ ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Κατ’ αρχήν, το ίδιο το άρθρο 23(2) του Συντάγματος απαιτεί την εξειδίκευση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, τονίζοντας έτσι την ακρίβεια της εμβέλειας που πρέπει να παρέχεται στον περιορισμό του θεμελιακού δικαιώματος της ιδιοκτησίας και την υποχρέωση τοποθέτησης της απαλλοτρίωσης στα αυστηρά πλαίσια που καθορίζουν την ανάγκη για αυτή. Αυτό αντανακλάται και στο άρθρο 4 του Νόμου το οποίο προσδιορίζει ότι η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης “καθορίζει σαφώς το σκοπό και τους λόγους της απαλλοτριώσεως”. Και όχι μόνο τούτο. Το άρθρο 23(5) απαιτεί όπως η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Αυτό αντανακλάται και στο άρθρο 14 του Νόμου. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι σαν θέμα γλώσσας, έννοιας ή σκοπού του Νόμου, η κατασκευή δρόμου προσπέλασης, ο οποίος μάλιστα καλύπτει μια πολύ ευρεία περιοχή, μπορεί να ταυτιστεί ή να περιέχεται στην έννοια του “Λιμένος”, όπως ουσιαστικά είναι η θέση της Δημοκρατίας. Τοσούτο μάλλον αφού η ίδια η διοίκηση, ενώ αρχικά είχε γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να απαλλοτριώσει μια μεγάλη και συμπαγή έκταση, τελικά περιόρισε τα σχέδιά [*1165]της σε τόση γη όση ήταν αναγκαία για την κατασκευή όχι του λιμανιού αλλά του δρόμου προσπέλασης. Εξ ου μάλιστα και στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης 621 ο αναφερόμενος σκοπός για τον οποίο εγίνετο η απαλλοτρίωση των σε αυτή περιλαμβανομένων κτημάτων δεν ήταν πλέον η κατασκευή λιμένος αλλά η κατασκευή “οδού προσπελάσεως για τον νέον λιμένα Λεμεσού”, σαφώς διαχωρίζοντας δηλαδή τους δύο σκοπούς, όπως ήταν και αρμόζον. Εξ άλλου, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή παραπέμπει σε δύο επιστολές του Κτηματολογίου από τις οποίες προκύπτει ότι σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν, όπως εκφράστηκε και στη Γνωστοποίηση, η κατασκευή του λιμένος και ότι δεν υπήρχε πρόνοια ή σχέδιο για την κατασκευή οποιουδήποτε δρόμου. Αλλά και η απάντηση την οποία έδωσε η διοίκηση στο αίτημα του Αιτητή είναι διαφωτιστική, αναφέροντας ότι το κτήμα δεν μπορούσε να επιστραφεί καθόσον χρησιμοποιείτο “για την ανάπτυξη του οδικού δικτύου της περιοχής”. Σκοπός σαφώς διάφορος του αρχικού της κατασκευής λιμένος αλλά ακόμα και του εισηγούμενου από τη Δημοκρατία - δηλαδή της κατασκευής οδικού δικτύου ως υποδομής του λιμένος - ο οποίος εκφράζει μια ευρύτερη αντίκρυση των αναγκών της περιοχής όπως αυτές διαμορφώθησαν μετά από τόσα χρόνια, συναρτούμενος ούτε αποκλειστικά ή ιδιαίτερα με την προσπέλαση από τον παλαιό δρόμο Λεμεσού - Πάφου στο λιμάνι (πολύ πριν τη κατασκευή του νέου αυτοκινητόδρομου Λεμεσού - Πάφου) αλλά με την προσπέλαση προς την παραλία Ladies Mile και τις άλλες παραλιακές περιοχές δυτικά του λιμανιού που αναπτύχθησαν συν το χρόνω. Τούτο εξ άλλου είναι και λογικό. Οι ανάγκες δεν παραμένουν στατικές αλλά ακολουθούν την εξέλιξη της περιοχής και των συνεχώς διαμορφούμενων στοιχείων της.
Δεν είναι τυχαίο δε, λαμβανομένων υπ’ όψη των πιο πάνω γενικών παραμέτρων, που το ίδιο το Σύνταγμα στο Άρθρο 23.5 αλλά και ο Νόμος στο άρθρο 15(1) στοιχειοθετούν πολύ συγκεκριμένα την υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής να προσφέρει πίσω στον ιδιοκτήτη την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία αν εντός της συγκεκριμένης περιόδου των τριών ετών, που έτσι τάσσεται απαρακκλίτως ως εύλογη, δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, όπως τίθεται στο Άρθρο 23.5, ή δεν επετεύχθη ή εγκαταλείφθη ο εν λόγω σκοπός, όπως τίθεται στο άρθρο 15(1), ώστε να χρησιμοποιηθεί προς τούτο η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία. Το άρθρο 15 μάλιστα καλύπτει και την περίπτωση που η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία “υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας της απαλλοτριούσης αρχής.”
Υπό αυτό το νομικό πρίσμα, όπως και να ιδωθή το πράγμα, [*1166]ενεργοποιούντο οι πρόνοιες του Άρθρου 23.5 και του Άρθρου 15(1). Καθ’ όσον ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή λιμένος και ο λιμένας κατεσκευάστη χωρίς να χρησιμοποιηθεί το προς τούτο απαλλοτριωθέν κτήμα του Αιτητή, προκύπτει ότι το κτήμα του Αιτητή υπερέβαινε τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτρίωσης. Εξ ου και η τοποθέτηση της Δημοκρατίας, ότι δεν μπορεί να επιστραφεί διότι απαιτείται για την ανάπτυξη του οδικού δικτύου της περιοχής, αποκαλύπτει σκοπό άλλο εκείνου για τον οποίο το κτήμα απαλλοτριώθηκε. Τούτο όμως αναγορεύεται από το Άρθρο 23.5 όσο και το Άρθρο 14. Στο βαθμό δε που το κτήμα του Αιτητή δεν χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή λιμένος, προκύπτει επίσης και ότι ο σκοπός εκείνος κατέστη ανέφικτος ή δεν επετεύχθη ή εγκατελείφθη ως προς το εν λόγω κτήμα.
Και αν όμως ακόμα είχα δεχθεί τη θέση της Δημοκρατίας ότι η κατασκευή λιμένος θα μπορούσε να περιλαμβάνει και την κατασκευή οδικού δικτύου ως υποδομής αυτού, και δεν είχα θεωρήσει ότι ο σκοπός για τον οποίο κρατείται το κτήμα - η ανάπτυξη του οδικού δικτύου της περιοχής είναι και ο ίδιος διάφορος του σκοπού της κατασκευής οδικού δικτύου ως υποδομής του λιμένος, θα κατέληγα στο ίδιο αποτέλεσμα. Ο δρόμος προσπέλασης έχει κατασκευαστεί μόνο εν μέρει και τούτο προ πάρα πολλών ετών. Δεν έχει ασφαλώς κατασκευαστεί το τμήμα, και πρόκειται για μεγάλο τμήμα, που επηρεάζει το κτήμα του Αιτητή, και συσχετίζεται από τη διοίκηση με τις ευρύτερες οδικές ανάγκες της περιοχής, παρά την πάροδο 34 ετών. Δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι, μετά από τόσα χρόνια χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο, κατ’ ισχυρισμό, απαλλοτριώθηκε ο σκοπός εκείνος μπορεί να θεωρείται ακόμα ως εφικτός ή επιτευχθείς ή μη εγκαταλειφθείς. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε, στη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, καταστρατήγηση των διατάξεων του Συντάγματος και του Νόμου αλλά, όπως επιχειρηματολογεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, και της αρχής της αναλογικότητας που εμπεριέχεται στα διέποντα την απαλλοτρίωση ως προς την ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της δημόσιας ωφέλειας.
Συμφωνώ με την προσέγγιση του αδελφού μου Γαβριηλίδη, Δ., στην υπόθεση Παχίτας ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 945, όσο και με εκείνη του αδελφού μου Δικαστή Νικολαϊδη, Δ., στην υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4(Β) Α.Α.Δ. 824, στις οποίες με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή. Ο Νικολαϊδης, Δ., ανασκόπησε την Κυπριακή όσο και την Ευρωπαϊκή νομολογία, στην οποία με έχει παραπέμψει και ο κ. Φαίδωνος με [*1167]ιδιαίτερη αναφορά στις υποθέσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2732, Μουρουζίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 886/95, ημερ. 18.6.1998, και Motais de Narbonne v. France, Υπόθ. Αρ. 48169/99, ημερ. 2.7.2002, όπου τονίζεται ιδιαιτέρως η ανάγκη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η Δημοκρατία αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Άρθρου 23(5) του Συντάγματος και του άρθρου 15 του Νόμου, ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £500 έξοδα στον Αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο