M.C.A. Colour In Motion Ltd ν. Δήμου Λευκωσίας (2003) 4 ΑΑΔ 1172

(2003) 4 ΑΑΔ 1172

[*1172]22 Δεκεμβρίου, 2003

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

M.C.A. COLOUR IN MOTION LTD,

Αιτητές,

ν.

ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 419/2002)

 

Διοικητική Πράξη ― Βεβαιωτική σε αντιδιαστολή προς εκτελεστή πράξη ― Η περίπτωση επιβεβαιωτικής απάντησης, η οποία δεν προέκυψε μετά από προβλεπόμενη στο νόμο ένσταση ή ιεραρχική προσφυγή.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Όροι του παραδεκτού ― Αίτηση για επανεξέταση και λήψη νέας απόφασης η οποία καταργεί τη δίκη στην προσφυγή ― Δεν ήταν αυτή η περίπτωση στην κρινόμενη υπόθεση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Δικόγραφα ― Η γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο προς εισαγωγή νέων ισχυρισμών.

Πινακίδες και Διαφημίσεις ― Ο περί Ελέγχου Πινακίδων και Διαφημίσεων Νόμος, Κεφ. 50 ― Άρνηση ανανέωσης άδειας ηλεκτρονικής διαφημιστικής πινακίδας βάσει του Άρθρου 9 του Νόμου ― Κρίθηκε ότι ήταν το προϊόν δέουσας έρευνας και περιείχε νόμιμη αιτιολογία ― Περιστάσεις.

Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Εν μέρει πάσχουσα αιτιολογία ― Ύπαρξη άλλου νομικού ερείσματος, το οποίο καθιστά έγκυρη και αιτιολογημένη την προσβαλλόμενη πράξη.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παράβαση ουσιώδους τύπου ― Ο τύπος του Καν. 4(3) της Κ.Δ.Π. 233/99 κρίθηκε επουσιώδης.

[*1173]Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προβολή λόγων αντισυνταγματικότητας ― Πρέπει να εξειδικεύονται, να προσδιορίζονται επακριβώς και να αποδεικνύονται με λεπτομέρεια.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της άρνησης ανανέωσης της άδειας λειτουργίας της επίδικης διαφημιστικής πινακίδας τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Το διαζευκτικό ακυρωτικό αίτημα της προσφυγής αφορά βεβαιωτική πράξη και απαραδέκτως προσβάλλεται.  Δεν προέκυψε μετά από ένσταση ή ιεραρχική προσφυγή που προβλέπεται από το Νόμο και δεν ενσωματώνει εκτελεστή πράξη.

2.  Ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση προβάλλει για πρώτη φορά με την αγόρευσή του τον ισχυρισμό ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί μετά την επίδικη απόφαση, οι αιτητές υπέβαλαν νέα αίτηση ημερ. 22.1.03 με την οποία ζητούσαν όπως το αίτημά τους για λειτουργία της πινακίδας επανεξεταστεί επικαλούμενοι νέα γεγονότα. Ακολούθως εξεδόθη νέα απορριπτική απόφαση ημερ. 28.2.03.

     Ο ισχυρισμός είναι προδήλως αβάσιμος. Αναφέρεται σε μια επιστολή που απεύθυναν οι αιτητές στις 22.1.03 προς το Δήμαρχο Λευκωσίας ώστε να αναθεωρηθεί η μέχρι τότε στάση του καθ’ ου η αίτηση Δήμου και προφανώς στόχευε στην προώθηση αιτήματος για το 2003. Δεν αποτελεί νέα αίτηση, αφού δεν απευθύνεται στο αρμόδιο όργανο και δεν φέρει τον τύπο που προβλέπεται στο νόμο. Σε καμία περίπτωση η οποιαδήποτε απάντηση σε αυτό το αίτημα δεν καταργεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής αφού δεν αποτελεί επανεξέταση ή ανάκληση της πρώτης απόφασης. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την ζημιογόνα για τους αιτητές απόρριψη της άδειας ανάρτησης της διαφημιστικής πινακίδας για το έτος 2002 και οι αιτητές διατηρούν το έννομό τους συμφέρον για προώθηση της προσφυγής, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη απάντηση που έλαβαν αναφορικά με αιτούμενη άδεια για το έτος 2003 και ανεξάρτητα από το ότι αυτή αποτελεί το αντικείμενο άλλης προσφυγής (Προσφυγή αρ. 421/03).

3.  Η αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο προς εισαγωγή νέων ισχυρισμών τέτοιου είδους που άπτονται προδικαστικών θεμάτων. Δεν είναι επιτρεπτό διάδικος να θέτει νέο θέμα όποτε  το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί.

[*1174]4.    Ο καθ’ ου η αίτηση στηρίχθηκε εν προκειμένω στον Περί Ελέγχου Πινακίδων και  Διαφημίσεων Νόμου Κεφ. 50 και στους σχετικούς Δημοτικούς Κανονισμούς (Κ.Δ.Π.233/99), για την έκδοση της πράξης.

     Υπό τις περιστάσεις η έρευνα που διεξήχθη ήταν επαρκής  και τα αποτελέσματά της, υπαγόμενα στις πρόνοιες του Νόμου, καθιστούν εύλογη τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

5.  Αν και η αιτιολογία της επίδικης απόφασης θα μπορούσε να λεχθεί ότι πάσχει, εντούτοις οι λόγοι οδικής ασφάλειας που προκύπτουν από τη γνωμάτευση του Τμήματος Τροχαίας και από το φάκελο μπορούν να αποτελέσουν νόμιμη αιτιολογία. Οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι αναφέρθηκαν και στην συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου ημερ. 28.2.02, εδράζονται στις πρόνοιες του Άρθρου 9 του Νόμου και συνιστούν άλλο νομικό έρεισμα το οποίο καθιστά έγκυρη και αιτιολογημένη την επίδικη απόφαση.

6.  Οι αιτητές υποστηρίζουν επίσης ότι η απόφαση δεν είναι περιβεβλημένη με τον απαιτούμενο τύπο σύμφωνα με το Άρθρο 4(3) των Κανονισμών Κ.Δ.Π.233/99 αφού η απάντηση δεν καταχωρήθηκε επ’ αυτής της αιτήσεως. Ο συγκεκριμένος κανονισμός δεν αναφέρεται σε ουσιώδη τύπο, η παραβίαση ή η έλλειψη του οποίου θα επέφερε από μόνη της ακυρότητα. Η καταγραφή της απάντησης, εφόσον έφερε έστω και λακωνική αιτιολογία σε ξεχωριστή επιστολή αντί πάνω στην ίδια την αίτηση, δεν αποτέλεσε ουσιώδη παρατυπία στον τρόπο κοινοποίησης της απόφασης που να μπορεί υπό τις περιστάσεις να ανατρέψει το κύρος της.

7.  Επίσης οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση αντιβαίνει στα Άρθρα 6, 23, 25  και 28 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα διατείνονται ότι η εν λόγω πινακίδα λειτουργεί στα όρια τριών δήμων, όπου βρίσκονται και άλλες ηλεκτρονικές πινακίδες όπως υπάρχουν και παντού στην  κυπριακή επικράτεια, χωρίς να τις έχει σταματήσει η Αστυνομία. Η απόρριψη της άδειας μόνο για τους αιτητές, όπως υποστηρίζουν, αποτελεί δυσμενή σε βάρος τους διάκριση και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

     Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν εξειδικεύονται περαιτέρω από τους αιτητές. Πρόκειται για γενικές και αόριστες αναφορές για πινακίδες των οποίων το καθεστώς λειτουργίας και το αν πληρούν τα κριτήρια του Νόμου, παραμένουν άγνωστα. Είναι γνωστή η αρχή ότι λόγοι αντισυνταγματικότητας πρέπει να εξειδικεύονται και να προσδιορίζονται επακριβώς. Τα θέματα αντισυνταγματικότητας λόγω της ιδιάζουσας σημασίας και της σπουδαιότητάς [*1175]τους πρέπει να αποδεικνύονται με λεπτομέρεια. Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές δεν έχουν δώσει συγκεριμένα στοιχεία ώστε το Δικαστήριο να κρίνει τους λόγους αντισυνταγματικότητας που εγείρουν.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Τσιγαρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 76,

Δήμος Αγ. Νάπας ν. Μαυρουδή (2003) 3 Α.Α.Δ. 542.

Προσφυγή.

Χρ. Λειβαδιώτου, για τους Αιτητές.

Α. Παντελίδης, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης νομίμως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολείται με επίδειξη διαφημίσεων.

Με άδεια που έλαβαν από τον καθ’ ου η αίτηση Δήμο το 1995,  εγκατάστησαν διαφημιστική ηλεκτρονική πινακίδα επίδειξης πολλαπλών διαφημιστικών μηνυμάτων στην πρόσοψη του κτιρίου που ενοικίασαν στη γωνία των Λεωφ. Γρίβα Διγενή και Προδρόμου. Η άδεια αυτή ανανεωνόταν ετησίως. Περί το τέλος του 2001 οι αιτητές υπέβαλαν και πάλι αίτηση για ανανέωση της άδειας για το έτος 2002.

Ο καθ’ου η αίτηση ζήτησε τις απόψεις της Αστυνομίας κατά πόσο η πινακίδα στο μέρος που ήταν τοποθετημένη, δημιουργούσε οποιαδήποτε προβλήματα ασφαλείας.  Με επιστολή ημερ. 15.2.02 προς τον καθ’ ου η αίτηση ο Αρχηγός της Αστυνομίας εξέφρασε τις απόψεις της Αστυνομίας από πλευράς οδικής ασφάλειας και της αναθεωρημένης πολιτικής για μη εγκατάσταση διαφημιστικών πινακίδων σε αυτοκινητόδρομους, κυκλικούς κόμβους και πολυσύχναστες διασταυρώσεις. Δεν σύστησε την ανανέωση της προτεινό[*1176]μενης άδειας για τους πιο κάτω λόγους:

«(1)            Αποσπά την προσοχή των οδηγών με κίνδυνο πρόκλησης δυστυχημάτων.

 (2) Είναι τεραστίων διαστάσεων 2Χ4m = 8m2

 (3) Είναι ηλεκτρονική με πολλαπλά αλλασσόμενα μηνύματα.

 (4) Είναι τοποθετημένη σε πολυσύχναστη διασταύρωση που ελέγχεται με φώτα τροχαίας.»

Κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου ημερ. 28.2.02, εξετάσθηκε η αίτηση για ανανέωση της άδειας λειτουργίας της επίδικης πινακίδας και το Συμβούλιο αποφάσισε την απόρριψή της για τους προαναφερόμενους λόγους.

Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή επιδιώκουν την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης και αξιώνουν διαζευκτικά την ακύρωση της απάντησης που έλαβαν με την επιστολή του Δημοτικού Γραμματέα ημερ. 3.4.02, στην ένσταση που είχαν υποβάλει εναντίον της πρώτης απόφασης. Επιγραμματικά αναφέρω ότι η συγκεκριμένη απάντηση είναι μια βεβαιωτική πράξη της προηγούμενης και απαραδέκτως προσβάλλεται. Δεν προέκυψε μετά από ένσταση ή ιεραρχική προσφυγή που προβλέπεται από το Νόμο και δεν ενσωματώνει εκτελεστή πράξη. Θα προχωρήσω συνεπώς με την εξέταση της νομιμότητας της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση με την οποία απέρριψε αρχικά την αίτηση των αιτητών που κοινοποιήθηκε με επιστολή του Δημοτικού Γραμματέα ημερ. 4.3.02.

Ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση προβάλλει για πρώτη φορά με την αγόρευση του τον ισχυρισμό ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι δε μπορεί να προχωρήσει γιατί μετά την επίδικη απόφαση, οι αιτητές υπέβαλαν νέα αίτηση ημερ. 22.1.03 με την οποία ζητούσαν όπως το αίτημα τους για λειτουργία της πινακίδας επανεξεταστεί επικαλούμενοι νέα γεγονότα. Ακολούθως εξεδόθη νέα απορριπτική απόφαση ημερ. 28.2.03.

Ο ισχυρισμός είναι προδήλως αβάσιμος. Αναφέρεται σε μια επιστολή που απεύθυναν οι αιτητές στις 22.1.03 προς το Δήμαρχο Λευκωσίας ώστε να αναθεωρηθεί η μέχρι τότε στάση του καθ’ ου η αίτηση Δήμου και προφανώς στόχευε στην προώθηση αιτήματος για το 2003. Δεν αποτελεί νέα αίτηση, αφού δεν απευθύνεται στο αρμόδιο όργανο και δεν φέρει τον τύπο που προβλέπεται στο νό[*1177]μο. Σε καμία περίπτωση η οποιαδήποτε απάντηση σε αυτό το αίτημα δεν καταργεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής αφού δεν αποτελεί επανεξέταση ή ανάκληση της πρώτης απόφασης. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την ζημιογόνα για τους αιτητές απόρριψη της άδειας ανάρτησης της διαφημιστικής πινακίδας για το έτος 2002 και οι αιτητές διατηρούν το έννομο τους συμφέρον για προώθηση της προσφυγής, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη απάντηση που έλαβαν αναφορικά με αιτούμενη άδεια για το έτος 2003 και ανεξάρτητα από το ότι αυτή αποτελεί το αντικείμενο άλλης προσφυγής (Προσφυγή αρ. 421/03).

Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο προς εισαγωγή νέων ισχυρισμών τέτοιου είδους που άπτονται προδικαστικών θεμάτων. Δεν είναι επιτρεπτό διάδικος να θέτει νέο θέμα όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. (Βλ. Μ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608).

Οι αιτητές προβάλλουν ως πρώτο λόγο ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράτυπη και παράνομη διότι λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και υπό καθεστώς πλάνης.

Ο καθ’ ου η αίτηση στηρίχθηκε στον Περί Ελέγχου Πινακίδων και  Διαφημίσεων Νόμου Κεφ. 50 (εφεξής ο Νόμος) και στους σχετικούς Δημοτικούς Κανονισμούς (Κ.Δ.Π.233/99), για την έκδοση της πράξης. Παραθέτω τις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου:

«9. (1) The powers conferred by this Law in respect of the erection of hoardings and the display on advertisements shall be exercisable only in the interests of amenity and public safety.

(2) When exercising such powers the Council or the Commissioner or the Improvement Board, as the case may be-

(a)  .......................................................................................................

(b)  shall, in the interests of public safety, have regard to the safety of persons who may use any road affected or likely to be affected by the erection of any hoarding or the display of any advertisement; and shall in particular consider whether any such hoarding or advertisement is likely-

(i)   to obscure or hinder the ready interpretation of any road traffic sign; or

(ii)  to obstruct the sight line of any bend, corner or road junction, or

[*1178](iii)  to take the attention of drivers of vehicles away from a road at any point where special attention is required.

     but without prejudice to their powers to have regard to any other material factor.»

Ο καθ’ ου η αίτηση στα πλαίσια της έρευνας που διεξήγαγε αναφορικά με την ικανοποίηση των κριτηρίων που θέτει ο Νόμος, ζήτησε γνωμάτευση από το Τμήμα Τροχαίας στο Αρχηγείο Αστυνομίας. Νομίμως ο καθ’ ου η αίτηση ζήτησε τις απόψεις του τμήματος ως του κατεξοχήν αρμοδίου τμήματος για να κρίνει θέματα οδικής ασφάλειας στους δρόμους και ελέγχου τροχαίας κυκλοφορίας. Η αναζήτηση απόψεων τρίτων από το Δημοτικό Συμβούλιο στην προκειμένη περίπτωση δεν συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων. (Βλ. σχετικά Τσιγαρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 76).

Το Αρχηγείο διαπιστώνει ορισμένους λόγους που εμπίπτουν στους λόγους δημοσίου συμφέροντος του άρθρου 9 του Νόμου προς απόρριψη του αιτήματος για ανανέωση της άδειας επιδείξεως πινακίδων. (Βλ. ανωτέρω).

Οι λόγοι αυτοί επιβεβαιώνονται από το τοπογραφικό σχέδιο της διασταύρωσης καθώς και από τη φωτογραφία της οικοδομής και του μπαλκονιού επί του οποίου ήταν τοποθετημένη η εν λόγω πινακίδα. Αυτά ήταν επίσης ενώπιον του καθ’ ου η αίτηση και λήφθηκαν υπόψη. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι η έρευνα που διεξήχθη ήταν επαρκής  και ότι τα αποτελέσματά της, υπαγόμενα στις πρόνοιες του Νόμου, καθιστούν εύλογη τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ο καθ’ ου η αίτηση στα πλαίσια αιτιολόγησης της απόρριψης της αιτήσεως των αιτητών αναφέρει:

«Αναφέρομαι στην αίτηση σας για ανανέωση της άδειας επιδείξεως ηλεκτρονικής πινακίδας πολλαπλών μηνυμάτων και λυπούμαστε να σας πληροφορήσουμε ότι με βάση την αναθεωρημένη πολιτική από πλευράς οδικής ασφάλειας και με εισήγηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, Αρχηγείο Αστυνομίας ημερομηνίας 15 Φεβρουαρίου, 2002, το Δημοτικό Συμβούλιο σε πρόσφατη συνεδρία του δεν ενέκρινε την ανανέωσή της.»

Προβάλλεται ως άλλος λόγος ακύρωσης ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη διότι φέρει πάσχουσα αιτιολογία και στηρίχθηκε σε [*1179]λανθασμένη κυβερνητική πολιτική διαφόρων τμημάτων. Πράγματι η αναθεωρημένη πολιτική από πλευράς οδικής ασφάλειας  δεν θα μπορούσε να αποτελεί ασφαλή και νόμιμη  βάση για την έκδοση απόφασης. Δεν υπάρχει ένδειξη για το ποια ακριβώς ήταν αυτή η πολιτική. Είναι ωστόσο φανερό ότι επρόκειτο για «γενική πολιτική» κάποιου κυβερνητικού τμήματος με την οποία η εκτελεστική εξουσία καθόριζε την εγκατάσταση διαφημιστικών πινακίδων σε αυτοκινητόδρομους ώστε να μην επηρεάζεται δυσμενώς η δημόσια οδική ασφάλεια και το δημόσιο συμφέρον εν γένει. Στο βαθμό που δεν είχε περιβληθεί νομοθετικού τύπου και νομιμοποίησης αλλά εξέφραζε άτυπη αναθεωρημένη πολιτική (σχετικό νομοσχέδιο το οποίο υποβλήθηκε από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Εργων στη Βουλή με τίτλο «Νόμος που τροποποιεί τον περί Οδικής Ασφάλειας Νόμο» δεν είχε ψηφισθεί), δεν μπορεί να παρέχει σαφή και έγκυρη αιτιολογία .

Ωστόσο, αν και η αιτιολογία της επίδικης απόφασης θα μπορούσε να λεχθεί ότι πάσχει κατά τα ανωτέρω, εντούτοις οι λόγοι οδικής ασφάλειας που προκύπτουν από τη γνωμάτευση του Τμήματος Τροχαίας και από το φάκελο μπορούν να αποτελέσουν νόμιμη αιτιολογία. Οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι αναφέρθηκαν και στην συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου ημερ. 28.2.02, εδράζονται στις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου και συνιστούν άλλο νομικό έρεισμα το οποίο καθιστά έγκυρη και αιτιολογημένη την επίδικη απόφαση. (Βλ. Δήμος Αγ. Νάπας ν. Μαυρουδή (2003) 3 Α.Α.Δ. 542).

Οι αιτητές υποστηρίζουν επίσης ότι η απόφαση δεν είναι περιβεβλημένη με τον απαιτούμενο τύπο σύμφωνα με το άρθρο 4(3) των Κανονισμών Κ.Δ.Π.233/99* αφού η απάντηση δεν καταχωρήθηκε επ’ αυτής της αιτήσεως. Ο συγκεκριμένος κανονισμός δεν αναφέρεται σε ουσιώδη τύπο, η παραβίαση ή η έλλειψη του οποίου θα επέφερε από μόνη της ακυρότητα. Η καταγραφή της απάντησης, εφόσον έφερε έστω και λακωνική αιτιολογία σε ξεχωριστή επιστολή αντί πάνω στην ίδια την αίτηση, δεν αποτέλεσε ουσιώδη παρατυπία στον τρόπο κοινοποίησης της απόφασης που να μπορεί υπό τις περιστάσεις να ανατρέψει το κύρος της.

[*1180]Επίσης οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση αντιβαίνει στα άρθρα 6, 23, 25 και 28 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα διατείνονται ότι η εν λόγω πινακίδα λειτουργεί στα όρια τριών δήμων, όπου βρίσκονται και άλλες ηλεκτρονικές πινακίδες όπως υπάρχουν και παντού στην κυπριακή επικράτεια, χωρίς να τις έχει σταματήσει η Αστυνομία. Η απόρριψη της άδειας μόνο για τους αιτητές, όπως υποστηρίζουν, αποτελεί δυσμενή σε βάρος τους διάκριση και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν εξειδικεύονται περαιτέρω από τους αιτητές. Πρόκειται για γενικές και αόριστες αναφορές για πινακίδες των οποίων το καθεστώς λειτουργίας και το αν πληρούν τα κριτήρια του Νόμου, παραμένουν άγνωστα. Είναι γνωστή η αρχή ότι λόγοι αντισυνταγματικότητας πρέπει να εξειδικεύονται και να προσδιορίζονται επακριβώς. Τα θέματα αντισυνταγματικότητας λόγω της ιδιάζουσας σημασίας και της σπουδαιότητας τους πρέπει να αποδεικνύονται με λεπτομέρεια. Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές δεν έχουν δώσει συγκεριμένα στοιχεία ώστε το Δικαστήριο να κρίνει τους λόγους αντισυνταγματικότητας που εγείρουν.

Κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν δεν ευσταθεί. Ο καθ’ ου η αίτηση ενήργησε συμμορφούμενος με τις απαιτήσεις του Κεφ. 50 και αφού έλαβε τις απόψεις των αρμοδίων τμημάτων, ιδιαίτερα για το μείζον θέμα της οδικής ασφάλειας ως συνισταμένη του δημοσίου συμφέροντος, εξάσκησε ορθά την διακριτική του ευχέρεια.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα της υπόθεσης επιδικάζονται υπέρ του καθ’ου η αίτηση.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

*«(3) Η έγκριση ή απόρριψη της αιτήσεως από το Συμβούλιο δυνάμει του παρόντος Κανονισμού θα καταγράφεται ή καταχωρείται στην αίτηση, αντίγραφο της οποίας θα δίνεται στον αιτητή και σε περίπτωση κατά την οποία η αίτηση απορρίπτεται ή παραχωρείται με όρους, το Συμβούλιο θα αναφέρει πάνω σ’ αυτή τους λόγους απορρίψεώς της ή θα αναφέρει τους απαιτούμενους όρους για αυτή την παραχώρηση.»

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο