ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 377/2003, 30 Ιανουαρίου, 2004 ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 377/2003, 30 Ιανουαρίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 377/2003)

 

30 Ιανουαρίου, 2004

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ,

Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

Α. Σ. Αγγελίδης., για την Αιτήτρια.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα.), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση της ημερ. 11.12.2002 (η προσβαλλόμενη απόφαση) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) αποφάσισε το διορισμό του Κυριάκου Νικολάου (το Ε.Μ.) στη θέση Λειτουργού Αναδασμού (η επίδικη θέση). Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση του διορισμού του Ε.Μ. στη επίδικη θέση.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

Η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού. Τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα έχουν ως εξής:

«1. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα: Γεωγραφία, Γεωπονία, Πολεοδομία και Χωροταξία, Αγρονομία-Τοπογραφία, Φυσιογνωσία, Οικονομικά, Γεωργική Μηχανική, Πολιτική Μηχανική, Γεωλογία, Περιβαντολλοντολογία.

(Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).

2. Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.

3. Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

4. Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα ή θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος ή/και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

 

Τα προσόντα, η σταδιοδρομία και η πείρα των υποψηφίων.

Η αιτήτρια είναι κάτοχος πτυχίου Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικού της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ.. Κατέχει, επίσης, τον μεταπτυχιακό τίτλο «Master in Business Administration, Cyprus International Institute of Management». Εργάσθηκε στην εταιρεία Chant Topo Services Ltd από το Μάϊο του 1996 μέχρι τον Ιούνιο του 1997 και στο Τμήμα Αναδασμού ως έκτακτη Τεχνικός από τον Ιούλιο του 1997 μέχρι τον Οκτώβριο του 1999. Από τον Νοέμβριο του 1999 εργάζεται ως Σχεδιάστρια στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

Το Ε.Μ. κατέχει πτυχίο Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικού του Ε.Μ.Π.. Εργάσθηκε στην εταιρεία J & P από το Σεπτέμβριο του 1997 μέχρι το Νοέμβριο του 1999. Από τον Νοέμβριο του 1999 εργάζεται ως χωρομέτρης στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης.

(Α) Η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Οι αιτήσεις των υποψηφίων εξετάσθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η τελευταία αποφάσισε όπως μη προβεί σε γραπτή εξέταση αλλά να καλέσει τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση.

Σε ότι αφορά την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως κάθε μέλος της Επιτροπής βαθμολογήσει χωριστά ένα έκαστο των υποψηφίων στην κλίμακα 0-10 και στη συνέχεια να εξαχθεί ο μέσος όρος της βαθμολογίας από τις επιμέρους βαθμολογίες των μελών της Επιτροπής. Επίσης η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι η κατάταξη των υποψηφίων θα γίνει με βάση τα ακόλουθα όρια των μέσων όρων της βαθμολογίας:

9 και άνω: Εξαίρετος

8,50-8,99: Σχεδόν Εξαίρετος

8,00-8,49: Πάρα πολύ καλός

7,50-7,99: Πολύ καλός

7,00-7,49: Καλός

6,50-6,99: Σχεδόν καλός

6,00-6,49: Μέτριος

Η προφορική εξέταση συνίστατο σε ερωτήσεις που αφορούσαν θέματα που σχετίζονται με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και που θα υποβοηθούσαν τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην κρίση της για τη συγκριτική εκτίμηση της αξίας και πείρας των υποψηφίων, καθώς και στην αξιολόγηση της προσωπικότητας και των γενικών τους γνώσεων.

Μετά την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη σε εκτίμηση της γενικής εντύπωσης για τον κάθε υποψήφιο όσον αφορά την απόδοσή του κατά την προφορική εξέταση, ως ακολούθως:

«ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ (Αιτήτρια): Πάρα πολύ καλή (8,1)

Απάντησε πάρα πολύ καλά και τεκμηριωμένα στις περισσότερες ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, ιδιαίτερα σε θέματα της ειδικότητάς της και θέματα αναδασμού, ενώ σε μερικές άλλες, γενικότερης φύσης, υστέρησε κάπως από πλευράς αναλυτικής και ολοκληρωμένης κάλυψης του θέματος της. Ως προσωπικότητα κρίνεται ευχάριστη, ώριμη και θετική.

 

 

 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΣ (Ε.Μ.): Σχεδόν εξαίρετος (8,8)

Έδωσε εξαιρετικά ορθές και τεκμηριωμένες απαντήσεις σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Οι απαντήσεις του ήταν κατά κανόνα σαφείς και περιεκτικές και έδειξε να έχει ευρύτατο γνωσιολογικό υπόβαθρο, ιδιαίτερα σε θέματα της ειδικότητας του, καθώς και σε θέματα της κυπριακής γεωργίας και του αναδασμού. Ως προσωπικότητα κρίνεται ώριμος, θετικός, ειλικρινής και ευχάριστος.»

Μετά την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβηκε στη γενική και τελική αξιολόγηση των υποψηφίων. Η αξιολόγηση βασίσθηκε στα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς επίσης και στη γενική εντύπωση της Επιτροπής κατά την προφορική εξέταση.

Παραθέτω την τελική αξιολόγηση των δύο υποψηφίων:

«ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ (Αιτήτρια).

Είναι κάτοχος πτυχίου στην Αγρονομία και Τοπογραφία του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με βαθμό Λίαν Καλώς (7).

Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Master in Business Administration, του Cyprus International Institute of Management.

Εργάστηκε για 14 μήνες στο Τοπογραφικό Γραφείο Chant Topo Services Ltd, και ακολούθως στο Τμήμα Αναδασμού ως έκτακτη Τεχνικός για 18 μήνες. Από το Νοέμβριο του 1999 εργάζεται ως Σχεδιάστρια στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

Έχει το πλεονέκτημα που προνοείται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης (λόγω πείρας).

Η γενική εντύπωση που έκαμε κατά την προφορική εξέταση την κατατάσσει ως ‘Πάρα πολύ καλή’ (8,1).

Τελική αξιολόγηση: Σε μια συνολική αξιολόγηση όλων των ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε την υποψήφια ως ‘Πάρα πολύ καλή’.

 

 

 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΣ (Ε.Μ.).

«Είναι κάτοχος πτυχίου στην Αγρονομία και Τοπογραφία του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με βαθμό Λίαν Καλώς (6,98).

Εργάστηκε στην Εταιρεία Ιωάννου και Παρασκευαϊδης από το Σεπτέμβριο του 1997 μέχρι το Νοέμβριο του 1999, και στη συνέχεια στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως μόνιμος Χωρομέτρης, μέχρι σήμερα.

Έχει το πλεονέκτημα που προνοείται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης (λόγω πείρας).

Η γενική εντύπωση που έκαμε κατά την προφορική εξέταση την κατατάσσει ως ‘Σχεδόν Εξαίρετο’ (8,8).

Τελική αξιολόγηση: Σε μια συνολική αξιολόγηση όλων των ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε τον υποψήφιο ως ‘Σχεδόν Εξαίρετο’.»

Αφού έλαβε υπόψη την τελική αξιολόγηση και όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να περιλάβει στον τελικό κατάλογο την αιτήτρια και το Ε.Μ. και δύο άλλους υποψηφίους, οι οποίοι κρίθηκαν κατάλληλοι για διορισμό στην επίδικη θέση.

Σημειώνεται ότι σε σχέση με το προσόν πλεονέκτημα – της πείρας – που προβλέπεται από την πιο πάνω παραγ. 4 του σχεδίου υπηρεσίας η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε το χρονικό διάστημα του ενός χρόνου, ως το ελάχιστο χρονικό διάστημα κατοχής του σχετικού πλεονεκτήματος.

(Β) Η διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ..

Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στη συνεδρία της ημερ. 23.9.2002. Σημείωσε ότι όσον αφορά το πλεονέκτημα «Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα ή θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος ή/και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης», η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι το κατέχουν 19 υποψήφιοι – μεταξύ των οποίων η αιτήτρια και το Ε.Μ..

Σημείωσε, επίσης, ότι σύμφωνα με απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η διάρκεια της πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης καθορίστηκε πως θα πρέπει να είναι ενός τουλάχιστον έτους.

Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. έλεγξε το προκαταρκτικό κατάλογο με βάση τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, ο οποίος είναι ο ίδιος με τον προκαταρκτικό κατάλογο.

Περαιτέρω, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο. Στη συνεδρία να κληθεί να παραστεί και ο Διευθυντής του Τμήματος Αναδασμού.

Στη συνεδρία της ημερ. 11.12.2002 η Ε.Δ.Υ. δέχθηκε σε προφορική εξέταση τους 4 υποψηφίους στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού.

Κατά την προφορική εξέταση τόσο ο Διευθυντής όσο και η Ε.Δ.Υ. υπέβαλαν στους υποψήφιους ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της ικανότητας επικοινωνίας των υποψηφίων, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας και γενικά της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης.

Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ΄ αυτήν ως εξής, και αποχώρησε από τη συνεδρία:

Παπασωζόμενου Κυριακή (Αιτήτρια): Πολύ καλή.

Νικολάου Κυριάκος (Ε.Μ.): Σχεδόν Εξαίρετος.

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ., υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή, προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, η οποία έχει ως εξής:

«ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ Κυριακή (Αιτήτρια): Πολύ Καλή: Η ακαδημαϊκή της κατάρτιση είναι αρκετά ικανοποιητική. Εκφράζεται με άνεση και είναι σταθερή στις απόψεις της, δεν επικεντρώνεται όμως στην ουσία των θεμάτων ούτε τα αναλύει στις επιμέρους πτυχές. Χρειάζεται βοήθεια για να ολοκληρώσει τις σκέψεις της. Έχει αυτοπεποίθηση.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ Κυριάκος (Ε.Μ.): Σχεδόν εξαίρετος: Γνωρίζει πάρα πολύ καλά το αντικείμενο. Αντιδρά άμεσα στα ερωτήματα, χειρίζεται το λόγο με ευχέρεια, προσεγγίζει αναλυτικά τα θέματα και τεκμηριώνει τις θέσεις του με πειστικά επιχειρήματα. Διαθέτει κριτική ικανότητα, ευελιξία σκέψεως και αυτοπεποίθηση.»

Κατά τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, η Ε.Δ.Υ. έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της. ΄Εκρινε ότι το Ε.Μ. και η υποψήφια Ελένη Σολωμού υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους για διορισμό στην επίδικη θέση. Επιλέγοντας το Ε.Μ. η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, όσο και από την ίδια στην ενώπιον της προφορική εξέταση, ως Σχεδόν εξαίρετος, σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους μη επιλεγέντες, και, επιπλέον, διαθέτει το πλεονέκτημα.

Η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι οι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν διαθέτουν το πλεονέκτημα όπως και οι επιλεγέντες, ωστόσο, έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγέντες, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολογήθηκαν σε υψηλότερο από τους μη επιλεγέντες επίπεδο.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης – Ο Διευθυντής δεν είχε αρμοδιότητα να αξιολογήσει τη συνέντευξη:

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους της αιτήτριας, υπέβαλε ότι ο Διευθυντής όχι μόνο δεν είχε αρμοδιότητα να κρίνει την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις αλλά η κρίση του πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας, και έχει επηρεάσει την επακολουθήσασα κρίση της Ε.Δ.Υ..

Το αρ. 33(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου προβλέπει ότι «... κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Ε.Δ.Υ. μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν». Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία αυτού του άρθρου ο Διευθυντής ή άλλος αρμόδιος Λειτουργός μπορεί να παρίσταται στη διάρκεια της προφορικής εξέτασης και να υποβάλλει ο ίδιος ερωτήσεις ή να συμβουλεύει τα μέλη της Ε.Δ.Υ. ως προς το ποιές ερωτήσεις είναι κατάλληλες να υποβληθούν. Η παρουσία τους η οποία, σύμφωνα με το νόμο οφείλεται στις ειδικές τους γνώσεις, επιτρέπει την ανάληψη του πιο πάνω ρόλου. Εφόσον πρόκειται για ερωτήσεις οι οποίες σχετίζονται με τις ειδικές γνώσεις του παριστάμενου λειτουργού πρόδηλο είναι ότι αυτές πρέπει να είναι επιστημονικού περιεχομένου ή επί εξειδικευμένου θέματος. Επομένως και η αξιολόγηση της ορθότητας της απάντησης ανήκει στον Λειτουργό ο οποίος κατέχει τις ειδικές γνώσεις. Κατά συνέπεια μπορεί να μεταφέρει την αξιολόγηση στην οποία προβαίνει στην Ε.Δ.Υ.. Πλην όμως αυτή η αξιολόγηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη για δύο λόγους:

(α) Για να είναι σε θέση η Ε.Δ.Υ. να την αντιληφθεί και να την αξιοποιήσει αναλόγως, και

(β) Για να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

Για να βοηθήσει ένας λειτουργός την Ε.Δ.Υ. όπως απαιτείται από το αρ. 33(10) η αξιολόγηση της συνέντευξης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση «υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή». Στην απουσία αιτιολογημένης κρίσης του Διευθυντή δεν βλέπω πως μπορούσε η Ε.Δ.Υ. να βοηθηθεί από τις κρίσεις του Διευθυντή ο οποίος κλήθηκε στη συνέντευξη λόγω των ειδικών γνώσεων του (βλ. επί του προκειμένου την απόφαση του Νικολαϊδη, Δ. στην Ιακώβου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1561/2000 και 16/2001/4.4.2002). Η απουσία αιτιολόγησης μιας κρίσης η οποία οδήγησε σε αξιολόγηση η οποία αποτέλεσε μια από τις βάσεις της προσβαλλόμενης απόφασης καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και παραγνώριση της πείρας, της αξίας και των υπέρτερων προσόντων της αιτήτριας.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι αγνοήθηκε η μεγαλύτερη πείρα της αιτήτριας και δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη το “Master” που κατέχει η αιτήτρια.

Στην παρούσα υπόθεση με βάση τον κατάλογο - Παράρτημα ΙΙ - που ετοίμασε η Συμβουλευτική Επιτροπή η αιτήτρια εργάσθηκε από το Μάϊο του 1996 μέχρι τον Ιούνιο του 1997 σε ιδιωτική εταιρεία, ως έκτακτη Τεχνικός στο Τμήμα Αναδασμού από τον Ιούλιο του 1997 μέχρι τον Οκτώβριο του 1999 και από τον Νοέμβριο του 1999 εργάζεται ως σχεδιάστρια στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Με βάση λοιπόν το Παράρτημα ΙΙ η απασχόληση της στο Τμήμα Αναδασμού ανέρχεται στους 30 μήνες. Ωστόσο στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλ. σελ. 5, πιο πάνω) γίνεται αναφορά σε 18 μήνες. Η απασχόληση του Ε.Μ., όπως περιγράφεται στο Παράρτημα ΙΙ συνάδει με τα όσα αναφέρονται στην τελική αξιολόγηση. Διαπιστώνω ότι η διάρκεια της απασχόλησης της αιτήτριας – στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα – είναι κατά 13 μήνες μεγαλύτερη από εκείνη του Ε.Μ.. Πρόσθετα διαπιστώνω ότι στην τελική αξιολόγηση η αιτήτρια πιστώθηκε με απασχόληση 18 μηνών στο Τμήμα Αναδασμού ενώ στο Παράρτημα ΙΙ πιστώθηκε με απασχόληση 30 μηνών. Περαιτέρω ενώ η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε το χρονικό διάστημα του ενός χρόνου ως το ελάχιστο χρονικό διάστημα κατοχής του πλεονεκτήματος της πείρας στην απόφαση της δεν καθορίζεται ποια πείρα λήφθηκε υπόψη – εκείνη του δημοσίου ή εκείνη του ιδιωτικού τομέα ή και ή δύο. Η παράλειψη αυτή έχει τη σημασία της για τους εξής λόγους:

Ναί μεν πείρα τουλάχιστο ενός έτους ικανοποιεί την σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας αλλά όταν επιχειρείται σύγκριση μεταξύ δύο υποψηφίων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο η διάρκεια της πείρας όσο και η ποιότητα της.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί δεν έχει προσδιορισθεί ποια πείρα μέτρησε. Πρόσθετα η αιτήτρια πιστώθηκε με υπηρεσία 18 μηνών στο Τμήμα Αναδασμού ενώ το Παράρτημα ΙΙ αναφέρεται σε υπηρεσία 30 μηνών. Όλα τα πιο πάνω καθιστούν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. Ισοδυναμούν με έλλειψη αιτιολογίας και οδηγούν στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και γι΄ αυτό το λόγο – έλλειψη αιτιολογίας.

Όπως έχει υποδειχθεί η αιτήτρια κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο Master in Business Administration. Το σχέδιο υπηρεσίας – παραγ. 4 – καθιστά πλεονέκτημα την μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους σε θέμα ή θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος. Ωστόσο το μεταπτυχιακό δίπλωμα της αιτήτριας δεν έχει αξιολογηθεί από την Συμβουλευτική Επιτροπή στην οποία ανήκει η πρωτογενής αξιολόγηση των ακαδημαϊκών προσόντων.

Η τελευταία δεν έχει αποφανθεί κατά πόσο η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της αιτήτριας αποτελεί προσόν πλεονέκτημα. Τα προσόντα ενός υποψηφίου – πρόσθετα ή τα προσόντα πλεονέκτημα – αποτελούν ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια στη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου. Αποτελούν επομένως ένα σχετικό και ουσιώδη παράγοντα ο οποίος πρέπει να εξετάζεται και να διερευνάται δεόντως. Εδώ ο παράγων του μεταπτυχιακού διπλώματος της αιτήτριας δεν έχει εξεταστεί. Απουσία διερεύνησης ενός σχετικού παράγοντα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Tryfon v. Republic (1968) 3 C.L.R. 28 και Frangides and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90). Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι΄ αυτό το λόγο.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση που σχετίζεται με το θέμα του πιο πάνω μεταπτυχιακού διπλώματος της αιτήτριας. Αυτό – ανεξάρτητα του κατά πόσο συνιστά προσόν πλεονέκτημα ή όχι – είναι πρόσθετο προσόν.

Στην Πούρος ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 2847, 2857-58/30.4.2000 (απόφαση Νικολάου, Δ.) λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με τη βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται στα πρόσθετα προσόντα:

«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής. και, αφετέρου, να μην ειναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»

Εναπόκειτο στη Συμβουλευτική Επιτροπή και στην Ε.Δ.Υ. να αξιολογήσουν και να σταθμίσουν την κατά περίπτωση σημασία του πρόσθετου προσόντος της αιτήτριας. Δεν έχουν προβεί σε τέτοια αξιολόγηση. Επομένως η Ε.Δ.Υ. έχει ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας γιατί παρέλειψε να ασχοληθεί δεόντως με ένα σχετικό παράγοντα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι΄ αυτό το λόγο (Βλ. Soteriou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 83, Makris v. Republic (1968) 3 C.L.R. 508, Kephala v. Republic (1969) 3 C.L.R. 127, Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134, Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Hadjikyriakou (No. 2) v. Republic (1968) 3 C.L.R. 63, Yiallourides and Another v. Republic (1969) 3 C.L.R. 379, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Tseriotis v. Municipality Nicosia (1968) 3 C.L.R. 215, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341 και Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732).

 

 

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο