SIGMA RADIO TV LTD ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 818/2002, 30 Ιανουαρίου, 2004 SIGMA RADIO T.V. LTD ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 818/2002, 30 Ιανουαρίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 818/2002)

 

30 Ιανουαρίου, 2004

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 12, 19, 24, 25, 26, 28, 35 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

SIGMA RADIO T.V. LTD,

Αιτητές,

 

v.

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Ν. Χαραλάμπους, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση η οποία στάληκε στους αιτητές με επιστολή της καθ΄ης ημερ. 12.8.2002 και με την οποίαν έκρινε την 6.8.2002 ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους του τηλεοπτικού σταθμού των αιτητών των άρθρων 21(6) και 32(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και τους επέβαλε πρόστιμο ύψους Λ.Κ.1000 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Οι αιτητές είναι δημόσια εταιρεία ιδιωτικού δικαίου. Λειτουργούν τον τηλεοπτικό σταθμό «ΣΙΓΜΑ» (ο σταθμός). Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου εξέτασε κατόπιν παραπόνου/καταγγελίας τις από μέρους του σταθμού των αιτητών πιθανές παραβάσεις των κανονισμών 21(6) και 32(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

Η Λειτουργός που ανέλαβε τη διερεύνηση του παραπόνου σε πόρισμά της ημερ. 15.10.2001 διαπίστωσε τις πιθανές παραβάσεις των κανονισμών 21(6) και 32(3) (α) της πιο πάνω Κ.Δ.Π.10/2000. Σύμφωνα με το Πόρισμα:

«Ημερομηνία μετάδοσης: 26 Αυγούστου, 2001

 

  1. Στις 26.8.2001 μεταξύ των ωρών 18:30 και 20:30, η κινηματογραφική ταινία ‘Power Rangers’ έφερε την ένδειξη (12) δηλαδή εκπομπής ακατάλληλης για άτομα κάτω των δώδεκα ετών και περιείχε σκηνές βίας ενώ μεταδόθηκε εντός οικογενειακής ζώνης κατά παράβαση του κανονισμού 21(6) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000). Η ταινία επικεντρώνεται σε συγκρούσεις μεταξύ των κακών και των καλών και αρκετές σκηνές περιέχουν επιθέσεις, συμπλοκές και μάχες.
  2. Στις 26.8.2001 μεταξύ των ωρών 18:30 και 20:30, η κινηματογραφική ταινία ‘Power Rangers’ που μεταδόθηκε εντός της οικογενειακής ζώνης περιείχε σκηνές βίας που ενδέχεται να βλάψουν την σωματική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων κατά παράβαση του κανονισμού 32(3) (α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

Η ταινία επικεντρώνεται σε συγκρούσεις μεταξύ των κακών και των καλών και αρκετές σκηνές περιέχουν επιθέσεις, συμπλοκές και μάχες. Οι Power Rangers – καλοί και τέρατα – κακοί αλληλοσυγκρούονται με γροθιές και κλωτσιές. Προβάλλονται σκηνές με αγάλματα που ζωντανεύουν και γίνονται κακά τέρατα τα οποία συγκρούονται με τους rangers, σκηνές με τέρατα που δημιουργούνται από ένα μωβ υγρό κτλ.»

Σε συνεδρία της Αρχής. ημερ. 24.10.2001, η Αρχή εξέτασε το πιο πάνω πόρισμα της Λειτουργού που υπέβαλε σύμφωνα με τον κανονισμό 42(5) της Κ.Δ.Π. 10/2000 και αποφάσισε όπως η υπόθεση προωθηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό 42(6) των πιο πάνω Κανονισμών.

Η Αρχή με επιστολή της ημερ. 25.10.2001 έθεσε ενώπιον του σταθμού τις διερευνώμενες παραβάσεις για οποιεσδήποτε εξηγήσεις και/ή παραστάσεις και κάλεσε τον εκπρόσωπο του σταθμού όπως δηλώσει κατά πόσο επιθυμεί να παρευρεθεί κατά την εξέταση της υπόθεσης. Τονίστηκε επίσης ότι σε περίπτωση που δε ληφθεί οποιαδήποτε απάντηση μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, η Αρχή θα είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει στη λήψη απόφασης χωρίς την απάντηση του σταθμού.

Η Διευθύντρια Ξένου & Ελληνικού Προγράμματος του σταθμού κα. Αναστασία Ιωακειμίδου με επιστολή της ημερ. 30.1.2002 προς την Αρχή, υπέβαλε τις εξηγήσεις του σταθμού. Τις παραθέτω:

«Σχετικά με την κινηματογραφική ταινία ‘Power Rangers’, η σήμανση (12) είναι οπωσδήποτε η ορθή. Για του λόγου το αληθές επισυνάπτεται επίσης η σήμανση (κάτω από τη λέξη Certification) που δόθηκε από διάφορες άλλες χώρες, στις οποίες προβλήθηκε η συγκεκριμένη ταινία.

Φιλλανδία: (Κ – 12/9), Γερμανία: (6), Πορτογαλία: (Μ/12), UK: (PG=Parental Guardian=12), USA: (PG)

Σύμφωνα με τους κανονισμούς της Αρχής, η ταινία που φέρει ένδειξη (12), μπορεί να προβληθεί στα πλαίσια της οικογενειακής ζώνης.

Όσο δε αφορά το παράπονο του τηλεθεατή, πιστεύουμε ότι δεν ευσταθεί.»

Η Αρχή εξέτασε το πιο πάνω παράπονο στις 14.6.2002. Έκρινε ότι υπάρχει παράβαση των πιο πάνω Καν. 21(6) και 32(3) (α) της Κ.Δ.Π. 10/2000. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος της απόφασης:

«Η κινηματογραφική ταινία ‘Power Rangers’ (υπό στοιχείο 1) που μεταδόθηκε από το σταθμό στις 26.08.2001 και προβλήθηκε εντός της οικογενειακής ζώνης, έφερε την ένδειξη (12) δηλαδή ταινίας ακατάλληλης για άτομα κάτω των δώδεκα ετών κατά παράβαση του κανονισμού 21(6) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), ο οποίος αναφέρει ότι ‘Οι σταθμοί εξασφαλίζουν όπως τα προγράμματα τα οποία μεταδίδονται εντός της οικογενειακής ζώνης είναι κατάλληλα για όλο το κοινό, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών κάτω των δεκαπέντε ετών’.

Η κινηματογραφική ταινία ‘Power Rangers’ (υπό στοιχείο 2) που μεταδόθηκε από το σταθμό στις 26.08.2001 και προβλήθηκε εντός της οικογενειακής ζώνης, περιείχε σκηνές βίας, σκηνές που ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη σωματική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων στα πλαίσια της οικογενειακής ζώνης, κατά παράβαση του κανονισμού 32(3) (α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), ο οποίος αναφέρει ότι ‘απαγορεύεται η μετάδοση προγραμμάτων εντός οικογενειακής ζώνης που ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη σωματική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων και ειδικότερα προγραμμάτων που περιέχουν ερωτικές σκηνές ή σκηνές βίας’.

Η προστασία των ανηλίκων αποτελεί πρωταρχική μέριμνα όλων σήμερα. Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο της Ευρώπης προωθούν ψηφίσματα, οδηγίες και αποφάσεις με στόχο την προστασία των παιδιών. Στην κυπριακή νομοθεσία, ο νομοθέτης θέλοντας να προστατεύσει τα παιδιά από προγράμματα μη κατάλληλα προς παρακολούθηση, ήτοι προγράμματα που περιέχουν σκηνές βίας, ερωτικές σκηνές, λεκτικό υλικό ή θεματολόγιο ακατάλληλο για ανηλίκους, θέτει περιορισμούς ως προς το περιεχόμενο των προγραμμάτων που μπορούν να μεταδίδονται εντός της οικογενειακής ζώνης.

Η έννοια της οικογενειακής ζώνης στηρίζεται στην αντίληψη ότι η είσοδος της τηλεόρασης στο κάθε σπίτι, επιβάλλει σεβασμό και συμμόρφωση προς τους τρόπους και κανόνες συμπεριφοράς μιας οικογένειας, από τις 5:30 το πρωί μέχρι τις 9:00 ή 10:00 το βράδυ, που ορίζεται σαν οικογενειακή ζώνη. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, το περιεχόμενο κάθε εκπομπής επιβάλλεται να είναι κατάλληλο για όλη την οικογένεια. Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα πιο πάνω θέματα και στην τήρηση προνοιών της νομοθεσίας.

Εν όψει των ανωτέρω, η Αρχή κρίνει και αποφασίζει ότι στοιχειοθετούνται παραβάσεις των κανονισμών 21(6) και 32(3) (α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

Η Αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) (ζ), έχει δώσει στο σταθμό το δικαίωμα να ακουσθεί και μπορεί να προχωρήσει στην επιβολή των, κατά την κρίση της, επιβαλλομένων κυρώσεων.

Παρά ταύτα και υπό το φως των περιστάσεων της υποθέσεως, η Αρχή δίνει στο σταθμό την ευκαιρία να ακουσθεί και μετά τη διαπίστωση της παράβασης για σκοπούς επιβολής κυρώσεων.

Η Αρχή καλεί το σταθμό, εάν επιθυμεί, όπως υποβάλει τις απόψεις του εγγράφως για σκοπούς επιβολής κυρώσεων μέσα σε δέκα (10) μέρες από την λήψη της παρούσας. Σε περίπτωση που δεν ληφθεί απάντηση μέσα στην πιο πάνω προθεσμία, η Αρχή θα προχωρήσει στην επιβολή κυρώσεων.»

Με επιστολή της ημερ. 27.6.2002 η Αρχή απέστειλε στο σταθμό την πιο πάνω απόφαση της ημερ. 14.6.2002 και κάλεσε τον σταθμό, εάν επιθυμεί, να υποβάλει τις εισηγήσεις και απόψεις του εγγράφως για σκοπούς επιβολής κυρώσεων μέσα σε 10 μέρες από τη λήψη της απόφασης. Ο σταθμός δεν ανταποκρίθηκε.

Η Αρχή εξέτασε την υπόθεση για σκοπούς επιβολής κυρώσεων στη συνεδρία της ημερ. 14.6.2002. Στην απόφαση της επιβεβαίωσε την πιο πάνω απόφαση της ημερ. 14.6.2002. Σημείωσε ότι η Αρχή έδωσε την ευκαιρία στους αιτητές όπως υποβάλουν τις εισηγήσεις και απόψεις τους εγγράφως για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Σημείωσε, επίσης, ότι οι αιτητές δεν «έχουν υποβάλει οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή/και απόψεις για σκοπούς επιβολής κυρώσεων ενώπιον της Αρχής».

Η απόφαση της Αρχής καταλήγει ως εξής:

«Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κρίνει και αποφασίζει όπως επιβάλει στο σταθμό το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.1,000 για τις παραβάσεις των κανονισμών 21(6) και 32(3) (α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

Ο σταθμός καλείται να εμβάσει προς την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου το διοικητικό πρόστιμο που του έχει επιβληθεί μέσα σε τριάντα (30) μέρες από την κοινοποίηση σ΄ αυτόν της παρούσας απόφασης.»

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης – Παραβίαση των αρ. 19 και 12 του Συντάγματος.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι το αρ. 19.3 του Συντάγματος αναφέρεται ρητά και στο ότι το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το αρ. 19.1 του Συντάγματος «μπορεί να υποβληθεί σε ποινάς». Ουδείς – συνέχισε ο κ. Αγγελίδης – μπορεί να επιβάλει ποινάς που το ίδιο το Σύνταγμα έταξε ως πιθανή συνέπεια, εκτός από το Δικαστήριο και βέβαια υπό τις προϋποθέσεις των αρ. 12 και 30 του Συντάγματος της Ποινικής Δικονομίας και της φυσικής δικαιοσύνης που δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω».

Παρόμοιος λόγος ακύρωσης είχε τεθεί και στην Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υποθ. 1096/2001/7.1.2003. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Ήταν περαιτέρω η θέση του κ. Αγγελίδη ότι η επίδικη παραβίαση θα έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Συντάγματος, να δικάζεται από Δικαστήριο ‘και εάν ο Νόμος είναι συνταγματικός’. Υπέβαλε ότι η ποινή που προβλέπεται από τον επίμαχο Νόμο είναι η ποινή ‘που προβλέπει το άρθρο 19(3) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση το άρθρο 12 και άρα δεν τίθεται θέμα να εξαιρεθούν των διαδικασιών του Δικαστηρίου η τιμωρία δια χρηματικών ποινών μέσω δήθεν διοικητικού προστίμου’.

Σε σχέση με το άρθρο 19(3) του Συντάγματος πρέπει να λεχθεί ότι με τον επίμαχο Νόμο δεν επιβάλλονται περιορισμοί, όροι κλπ. στα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το άρθρο 19 (1) και (2) εντός της έννοιας του άρθρου 19.3 του Συντάγματος. Οι επίδικες διατάξεις βρίσκουν έρεισμα στο άρθρο 19.5 του Συντάγματος. Έπεται πως δεν εγείρεται θέμα ερμηνείας του όρου ‘ποινάς’ που συναντούμε στο άρθρο 19.3 του Συντάγματος. Απομένει να εξεταστεί κατά πόσο η επίδικη κύρωση συνιστά ποινή εντός της έννοιας του άρθρου 12.1 του Συντάγματος. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η Αρχή έχει παραβιάσει το άρθρο 12 του Συντάγματος.

Στη Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co. Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 460 αντικείμενο της προσφυγής ήταν η απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και ’Εργων με την οποία ‘απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή της εφεσίβλητης εταιρείας εναντίον της απόφασης της Αρμόδιας Αρχής για επιβολή χρηματικής ποινής £700,00, με βάση το ’Αρθρο 8 του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, του Πρωτοκόλλου αυτής του 1978 και των Αποφάσεων MSC1(XLV) και MSC2(XLV) του 1981 (Κυρωτικός) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1985, (Αρ. 77/85), (ο ‘Νόμος’)’.

Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εταιρείας υποστήριξε ότι η επιβολή της χρηματικής ποινής αποτελεί αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και οι επίδικες πρόνοιες του Άρθρου 8 είναι αντίθετες με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Για υποστήριξη παρέθεσε την απόφαση Chrysostomou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2666, 2674.

Πρόβαλε ότι, στη διοικητική διαδικασία, με βάση τις προσβαλλόμενες πρόνοιες του Νόμου, η εφεσίβλητη εταιρεία στερείται των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος για κάθε κατηγορούμενο.

Στην απόφαση της Ολομέλειας (απόφαση πλειοψηφίας) έγινε ερμηνεία του όρου ‘ποινική κατηγορία’ που συναντούμε στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος με αναφορά σε νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ερμηνευτική του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο είναι ταυτόσημο με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

‘Στην υπόθεση Engel and others, Eur. Court H.R., Απόφαση 8 Ιουνίου/23 Νοεμβρίου, 1976, Series A, No. 22, το Δικαστήριο είπε ότι ο όρος ‘criminal charge’ είναι αυτόνομος και πρέπει να ερευνάται μέσα στα πλαίσια της Σύμβασης. Η Σύμβαση επιτρέπει σε κάθε χώρα να καθιδρύει και διατηρεί διάκριση μεταξύ του ποινικού νόμου και του πειθαρχικού. Κάθε χώρα είναι ελεύθερη να καθορίζει ως ποινικό αδίκημα πράξη ή παράλειψη ή να μην ποινικοποιεί ορισμένες πράξεις ή παραλείψεις.

Τα κριτήρια για την ύπαρξη ή όχι ποινικής κατηγορίας είναι τρία:-

(α) Ο χαρακτηρισμός που δίδει το δίκαιο μιας χώρας.

(β) Η φύση του αδικήματος αυτού. και

(γ) Ο βαθμός αυστηρότητας της προνοουμένης κύρωσης.

 

Αυτό επαναλήφθηκε σε αριθμό υποθέσεων – (βλ. τελευταία υπόθεση Demicoli, Eur. Court H.R., Απόφαση 27 Αυγούστου, 1991, Series A, No. 210).

Στην Αίτηση 8998/80 – X. v. Austria – ημερομηνίας 3 Μαρτίου, 1983, D. & R. 32, σελ. 150, η Επιτροπή είπε:

‘The availability of a criminal penalty in the formal sense, the nature of the offence and the kind and degree of severity of the sanction are criteria to be applied in determining whether administrative proceedings which have a punitive character concern the ‘determination of a criminal charge’.’

Στην Ελλάδα, το Σύνταγμα, και ειδικά του 1975 όπως και του 1952, προβλέπει διαχωρισμό των εξουσιών.

Το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας, σε μια σειρά υποθέσεων του, αποφάσισε ότι η χρηματική ποινή ως διοικητικό μέτρο δεν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα.

Η επιβολή χρηματικής κύρωσης με τη μορφή χρηματικής ποινής από Λιμενική Αρχή θεωρήθηκε ως εκτελεστή διοικητική πράξη (Απόφαση Συμβουλίου Επικρατείας 671/55 (Ολομέλειας)).

Στην Απόφαση 1829/87 το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ότι η επιβολή ‘της διοικητικής ποινής του προστίμου και μάλιστα ανεξαρτήτως της τυχόν ποινικής ευθύνης των παραβατών, η οποία διαπιστούται υπό των ποινικών δικαστηρίων, ουδόλως συνιστά ρύθμιση ενέχουσα παράβαση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχής της διακρίσεως των εξουσιών ή αντιβαίνουσα στα άρθρα 7 και 8 του Συντάγματος, δεδομένου ότι απόκειται στην ευχέρεια του νομοθέτου να ρυθμίζει τη συναλλακτική δραστηριότητα με την πρόβλεψη διοικητικής παρεμβάσεως’.

Στην Απόφαση 257/87 ειπώθηκε:

‘Επειδή η διά των ανωτέρω διατάξεων του νόμου ανάθεσις εις διοικητικά όργανα της διαπιστώσεως αγορανομικής παραβάσεως και επιβολής συντρεχούσης περιπτώσεως, πλην άλλων και του διοικητικού μέτρου του προστίμου και δη ανεξαρτήτως της τυχόν ποινικής ευθύνης των παραβατών, η οποία διαπιστούται υπό των ποινικών δικαστηρίων, απόκειται εις την ευχέρειαν του νομοθέτου να ρυθμίζη την συναλλακτικήν δραστηριότητα με την πρόβλεψιν καταλλήλου διοικητικής παρεμβάσεως, ώστε δια της θεσπίσεως των διατάξεων αυτών δεν παραβιάζονται συνταγματικαί διατάξεις και ειδικώτερον αι περί διακρίσεως των λειτουργιών (ΣΕ 4299/86). Συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος αντισυνταγματικότητος των διατάξεων αυτών, διότι η διαπίστωσις αγορανομικής παραβάσεως θα έπρεπε να ανατίθεται εις τα αρμόδια δικαστήρια και όχι εις όργανα της διοικήσεως, πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμος. (βλ., επίσης, Απόφαση 688/87).

.................................. .................................................. .................................................. ...........

Το Συμβούλιο Επικρατείας αποφάσισε ότι η ανεξαρτησία, κατ΄ αρχήν, της επιβολής διοικητικών κυρώσεων από εκείνη των ποινικών αποτελεί γενική αρχή του διοικητικού δικαίου – (Βλ. Απόφαση 1840/89). Η επιβολή διοικητικών κυρώσεων αποτελεί άσκηση διοικητικής κατ΄ ουσίαν αρμοδιότητας (βλ. Αποφάσεις 671/1955, 1396/1976, 688/1987).

Οι διοικητικές κυρώσεις δεν αντίκεινται στις διατάξεις του Συντάγματος για το φυσικό Δικαστή – (Άρθρο 8, παράγραφος 1) – και ούτε αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών – (βλ. Απόφαση 1396/1976). Οι διοικητικές ποινές αφορούν τους μη συμμορφούμενους προς τη διοικητική νομοθεσία ιδιώτες και επιβάλλονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. Απόφαση 688/1987). Η γενική αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται κατά την επιβολή δυσμενών διοικητικών μέτρων ή ποινών, δηλαδή, πρέπει η διοίκηση να προβαίνει σε συνεκτίμηση της βαρύτητας της παράβασης και της επιβαλλόμενης κύρωσης – (βλ. Αποφάσεις 257/1987, 1829/1987, 4024/1990).

Το Γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο (Conseil Constitutionnel), στην Απόφαση 88-248 DC, της 17ης Ιανουαρίου, 1989 – (βλ. Debbasch (Ch) “Les Grands Arrets du Droit de I΄ Audiovisuel”, Paris, Sirey 1991, σελ. 319-336) – αποφάσισε ότι οι πρόνοιες του Νόμου περί Ελέγχου της Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης (Κρατικής και Ιδιωτικής), με τις οποίες δίδεται εξουσία στο Ανώτερο Συμβούλιο Οπτικοακουστικών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, να επιβάλλει:-

(α) με βάση το Άρθρο 42-1, τις ακόλουθες ποινές:- αναστολή της άδειας λειτουργίας ή αναστολή ενός μέρους των προγραμμάτων του σταθμού, αλλά όχι περισσότερο από ένα μήνα και μετά από όχληση.

- μείωση της διάρκειας της άδειας λειτουργίας, αλλά όχι περισσότερο από ένα χρόνο.

- εάν η παράλειψη δεν αποτελεί ποινική παράβαση, χρηματική ποινή, συνδυασμένη ενδεχομένως με αναστολή της άδειας λειτουργίας ή με αναστολή μέρους των προγραμμάτων.

- Ανάκληση της άδειας λειτουργίας. και

(β) με βάση το ΄Αρθρο 42-2, χρηματική ποινή που δεν μπορεί να υπερβεί το 3% του κύκλου εργασιών (αφορολόγητου) του αδειούχου, υπολογιζόμενου σε μια περίοδο 12 μηνών, δεν είναι αντίθετες με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, όπως διακηρύχθηκε με το Άρθρο 16 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789.

Το Γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε τη συνταγματικότητα των διοικητικών ποινών, οι οποίες, όμως, πρέπει να σέβονται τις πιο κάτω αρχές:-

1. Ουδεμία ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο.

2. Αναγκαιότητα της ποινής στη συγκεκριμένη περίπτωση.

3. Μη αναδρομική εφαρμογή αυστηρότερης νομοθεσίας.

4. Αρχή του δικαιώματος της υπεράσπισης.

5. Η απόφαση, με την οποία επιβάλλεται η διοικητική χρηματική ποινή, πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

6. Η χρηματική διοικητική ποινή να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Το ποσό της ποινής εξαρτάται από τη σοβαρότητα της παράλειψης.

7. Οι διοικητικές αποφάσεις που επιβάλλουν τις ποινές αυτές να υπάγονται στο δικαστικό έλεγχο του Γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας.

Η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών είναι διάχυτη σ΄ ολόκληρο το συνταγματικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Άρθρο ΙΙΙ, s. 1, προβλέπει:-

Η Πέμπτη και η Δέκατη Τέταρτη Τροποποίηση του Συντάγματος επιβάλλουν:-

‘No person shall be … deprived of his life, l liberty or property, without due process of law.’

Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισε ότι η επιβολή χρηματικής ποινής από διοικητικό όργανο, όχι, όμως, οποιασδήποτε ποινής η οποία να προσβάλλει την ελευθερία του ατόμου, δεν είναι αντίθετη με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, ούτε με την αρχή του due process of law – (βλ. Basu΄s “Commentary on the Constitution of India, 6η έκδοση, Τόμος Β, 1975, σελ. 56, Oceanic Steam Nav. Co. v. Stranahan, 53 Law Ed., U.S. 25, 211-214, σελ. 1013).

.................................. .................................................. .................................................. ...................

Η διοικητική ποινή διακρίνεται από την ποινική ποινή – (sanction administrative ή penale). Οι δυο διαφορετικές κυρώσεις αντιστοιχούν με το διοικητικό μέτρο και την ποινική ποινή κολασμού ποινικών αδικημάτων. Είναι στην τελευταία που αναφέρεται η φράση ‘criminal charge’ – ‘ποινική κατηγορία’.

Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης εκτελεστής διοικητικής απόφασης. Εξετάζεται, παρεμπιπτόντως, η συνταγματικότητα του μέρους του νόμου που επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Το Δικαστήριο δεν επεκτείνεται στην έρευνα της γενικής αντισυνταγματικότητας. Μόνο, αν η διάταξη νόμου, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, είναι, πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, αντίθετη και ασύμφωνη με συνταγματική διάταξη, παραμερίζεται και δεν εφαρμόζεται και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ακυρώνεται – (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αντρέα Κ. Χ‘‘ Ιωάννου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 401).

Στην παρούσα υπόθεση εξετάσαμε το επίδικο Άρθρο 8 του Νόμου, με βάση τις αρχές που έχουμε προαναφέρει.

Η Διοίκηση έχει την εποπτεία της εφαρμογής του Νόμου και τήρησης της Σύμβασης από τα πλοία που είναι γραμμένα στο Κυπριακό Νηολόγιο, οπουδήποτε και αν βρίσκονται, και από τα αλλοδαπά πλοία μέσα στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας.

Λάβαμε υπόψη της παραβάσεις, όπως καταγράφονται στην έκθεση των Βελγικών Αρχών που έχουμε αναφέρει. Είναι διοικητικές παραβάσεις και δε συνιστούν ποινικά αδικήματα.

.................................. .................................................. .................................................. ...................

Δεν υπάρχει στην παρούσα υπόθεση, με βάση όλα τα κριτήρια στα οποία έχουμε αναφερθεί, ‘ποινική κατηγορία’. Οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης τηρούνται και το πλοίο έχει το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο ασκείται με υποβολή γραπτής έκθεσης, όπως ορίζει ο Νόμος. Η χρηματική ποινή, απλώς, αποτελεί επιβάρυνση πάνω στο πλοίο. Δε συνεπάγεται προσβολή της ελευθερίας του ατόμου που διασφαλίζεται από το ’Αρθρο 11 του Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας τηρείται και περιέχεται στο κείμενο του ίδιου του ’Αρθρου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και υπόκειται σε αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το ’Αρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφέρεται σε ποινική κατηγορία μόνο και δεν αποκλείει την επιβολή χρηματικής διοικητικής ποινής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα.

Για όλους του πιο πάνω λόγους, βρίσκουμε ότι το ’Αρθρο 8 του Νόμου δεν είναι αντίθετο ή ασύμφωνο με το ’Αρθρο 30.2 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη της επιβολής της χρηματικής ποινής των £700,00 δεν εκδόθηκε με βάση αντισυνταγματική νομική διάταξη.’

Στο βιβλίο των D.J. Harris, M. O΄ Boyle και C. Warbrick ‘Law of the European Convention on Human Rights’, στις σελ. 167-173, επιχειρείται ανάλυση του όρου ‘ποινική κατηγορία’ (‘criminal charge’) με αναφορά στην Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στα πιο πάνω 3 κριτήρια τα οποία είχαν τεθεί στην υπόθεση Engel. Υποδεικνύεται (βλ. σελ. 169) ότι ένας άλλος παράγοντας που εξετάζεται είναι κατά πόσο η σχετική νομοθετική διάταξη τυγχάνει γενικής εφαρμογής ήτοι κατά πόσο εφαρμόζεται στο κοινό γενικά ή μέρος αυτού και όχι απλώς στα μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας. Γίνεται αναφορά στην υπόθεση Weber v. Switzerland A 177 (1990) στην οποία ο αιτητής υπέβαλε παράπονο το οποίο οδήγησε σε ποινική διαδικασία εναντίον άλλου προσώπου. Kαταδικάσθηκε δυνάμει του Ελβετικού Νόμου για το αδίκημα της αποκάλυψης πληροφοριών κατά παράβαση εμπιστοσύνης σε σχέση με τη διεξαγωγή της δικαστικής έρευνας που ήταν το αποτέλεσμα του παραπόνου του. Παρόλο ότι το αδίκημα δεν είχε ταξινομηθεί ως ποινικό αδίκημα, δυνάμει του Ελβετικού Νόμου, κρίθηκε ότι εμπίπτει εντός του άρθρου 6 της Σύμβασης γιατί ετύγχανε εφαρμογής σε ολόκληρο τον πληθυσμό και ετιμωρείτο με πρόστιμο ή πιθανή φυλάκιση.

Ένας άλλος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη είναι η δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης από αρμόδιο Δικαστήριο το οποίο έχει την εξουσία να αποφανθεί επί όλων των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που επιθυμεί να εγείρει ένας διάδικος (βλ. Harris κλπ., πιο πάνω, σελ. 193 και Oerlermans v. Netherlands A219 (1991) – στην οποία κρίθηκε ότι η δυνατότητα έγερσης διαδικασίας ενώπιον Πολιτικών Δικαστηρίων τα οποία μπορούσαν να αποφανθούν ότι η απόφαση παραβιάζει τα νόμιμα δικαιώματα του αιτητή ή ήταν αντίθετη (ι) προς του κανόνες του διεθνούς ή του ημεδαπού δικαίου που προστάτευαν τα συμφέροντα του ή (ιι) προς τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης, οι οποίες απαγορεύουν οποιαδήποτε κατάχρηση εξουσίας και περιλαμβάνουν τις αρχές της αναλογικότητας και αιτιολογημένων αποφάσεων και την ανάγκη λήψης υπόψη των σχετικών παραγόντων, ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 6(1) της Σύμβασης.

Έχοντας υπόψη ότι όλοι οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης τυγχάνουν εφαρμογής στο δικό μας σύστημα δικαίου θα ληφθεί υπόψη και η δυνατότητα της δικαστικής αναθεώρησης.

Λαμβάνω υπόψη τα πιο πάνω τρία κριτήρια. Ο Νόμος 7(Ι)/98 δε χαρακτηρίζει ως ποινικές τις επίδικες παραβάσεις (βλ. κριτήριο (α)). Ούτε και η φύση των παραβάσεων είναι ποινική (βλ. κριτήριο (β)). Μάλιστα στο Νόμο 7(Ι)/98 γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ παραβάσεων που τιμωρούνται από την Αρχή και των ποινικών αδικημάτων. Με το άρθρο 48(1) (2) (3) (4) (5) και (6) του Νόμου 7(Ι)/98 δημιουργούνται ωρισμένα ποινικά αδικήματα. Πρόσθετα στο ίδιο άρθρο προνοούνται και οι ποινές. Αποτελούνται από ‘φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή και τις δύο ποινές’. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 48(4) ‘το δικαστήριο μπορεί επιπρόσθετα με την επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής να διατάξει τον άμεσο τερματισμό της λειτουργίας του σταθμού ... ή για όσο χρόνο και με τέτοιους όρους που το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να επιβάλει’. Αναφορικά με το κριτήριο (γ) – αυστηρότητα της προνοούμενης κύρωσης - θεωρώ ότι οι προβλεπόμενες από το Νόμο κυρώσεις δεν είναι της αυστηρότητας εκείνης που θα μπορούσαν να τις εντάξουν εντός της έννοιας του όρου «ποινή» που συναντούμε στο άρθρο 12 του Συντάγματος. Το ανώτατο όριο του διοικητικού προστίμου – Λ.Κ.5.000 – και οι άλλες κυρώσεις που προβλέπονται από το Νόμο 7(Ι)/98, δεν μπορούν λαμβανομένης υπόψη και της αξίας του χρήματος και των οικονομικών δεδομένων ενός τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας να θεωρηθούν ως ποινή εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 12 του Συντάγματος. Πρόσθετα λαμβάνω υπόψη ότι οι προβλεπόμενες κυρώσεις έχουν πάρα πολύ περιορισμένο κύκλο εφαρμογής – τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς. Αυτός ο παράγοντας, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, μπορεί να ληφθεί υπόψη. Τέλος λαμβάνω υπόψη τη δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης. Ούτε και οι κατηγορίες που έχουν προσαφθεί κατά των αιτητών συνιστούν ‘ποινικές κατηγορίες εντός της έννοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος’. Ακολουθεί πως η Αρχή μπορούσε να επιληφθεί των επιδίκων παραβάσεων. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.»

Υιοθετώ την προσέγγιση μου στην πιο πάνω υπόθεση. Για τους λόγους που εξηγούνται στην υπόθεση εκείνη ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Προσθέτω και τα εξής σε σχέση με τη δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης:

Η δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης παρέχεται από το αρ. 146.1 του Συντάγματος. Δυνάμει του άρθρου αυτού εκτελεστή διοικητική πράξη – όπως είναι και η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση – μπορεί να ακυρωθεί για το λόγο ότι είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του Συντάγματος ή του νόμου ή εγένετο καθ΄ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο».

Ο όρος «αντίθετη προς το Νόμο» έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία μας. Περιλαμβάνει και πράξεις που είναι αντίθετες όχι μόνο προς μια νομοθετική διάταξη αλλά και προς τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου (Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341 και Ioannides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 318). Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου περιλαμβάνουν ένα ευρύτατο φάσμα αρχών δικαίου οι οποίες στοχεύουν στην προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη (π.χ. αρχή της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης, της συνεπούς συμπεριφοράς, της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, της ισότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη, της προηγούμενης ακρόασης, της σύνθεσης, συγκρότησης και λειτουργίας των συλλογικών οργάνων και πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας).

Περαιτέρω ο όρος «αντίθετος προς το νόμο» περιλαμβάνει και απόφαση που λαμβάνεται κάτω από πλάνη περί τα πράγματα (Pierides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 274).

Εν όψει της ευρύτητας των λόγων οι οποίοι επιτρέπουν την παρέμβαση του Δικαστηρίου ικανοποιείται απόλυτα το κριτήριο της δυνατότητας δικαστικής αναθεώρησης που έχει καθιερωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

Ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε περαιτέρω ότι έχει σημειωθεί παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης για το λόγο ότι η Αρχή λειτούργησε ως κατήγορος, μάρτυρας και Δικαστής. Πέραν τούτου - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης – η Αρχή εισπράττει και καρπούται τα οικονομικά ωφελήματα που απορρέουν από την εκ της διαδικασίας ταύτης επιβολή της ποινής.

Στην Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υποθ, 1073/99/21.11.2001. Ο Αρτέμης, Δ., έθεσε το θέμα ως εξής:

«Αναφέρθηκε πιο πάνω η δυνατότητα της Αρχής για αυτεπάγγελτη διερεύνηση παραβάσεων του Νόμου. Περιέπεσαν στην αντίληψη της οι αναφερθείσες παραβάσεις, έδωσε την ευκαιρία στους υπεύθυνους του σταθμού να προβάλουν τις απόψεις και θέσεις τους και αφού μελέτησε τα ενώπιον της στοιχεία, προχώρησε στη λήψη της επίδικης απόφασης. Αυτό αίρει την υποψία ότι η Αρχή ενεργούσε ως Δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε προδιαγράψει την κύρωση. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης για παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 12 του Συντάγματος απορρίπτεται.»

Υιοθετώ την πιο πάνω προσέγγιση. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Προσθέτω και τα εξής:

Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Σαν τέτοιο διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν αποκομίζουν οποιοδήποτε προσωπικό, οικονομικό ή άλλο όφελος από τη διαδικασία επιβολής του διοικητικού προστίμου. Το γεγονός ότι το πρόστιμο εισπράττεται από την Αρχή η οποία – επαναλαμβάνεται – είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, δεν συνιστά παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο κατά τη διερεύνηση και εκδίκαση της υπόθεσης τηρήθηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Τονίζεται ότι η διαδικασία ξεκίνησε ύστερα από παράπονο πολίτη. Το παράπονο διερευνήθηκε από Λειτουργό της Αρχής και δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να ρίχνει σκιά στην αμεροληψία της έρευνας. Πρόσθετα δόθηκε στους αιτητές το δικαίωμα να προβάλουν τις θέσεις τους τόσο πριν από την καταδίκη – και τις πρόβαλαν – όσο και μετά την καταδίκη για σκοπούς επιβολής της προσβαλλόμενης κύρωσης.

Τρίτος λόγος ακύρωσης – Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

Έχει παρατεθεί σε κάποια έκταση η έρευνα στην οποία έχει προβεί η Αρχή (βλ. σελ. 3, πιο πάνω). Το πόρισμα της έρευνας διαβιβάσθηκε στους αιτητές και τους δόθηκε η ευκαιρία να διατυπώσουν τις απόψεις τους – και τις διατύπωσαν.

Έχω λάβει υπόψη την έρευνα στην οποία έχει προβεί η Αρχή. Έχω την άποψη πως αυτή συνιστά την υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης επιβαλλόμενη έρευνα και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου. Αναφορικά με την αιτιολογία έχει νομολογηθεί ότι η φύση της αιτιολογίας που απαιτείται είναι πάντοτε θέμα βαθμού που εξαρτάται από τη φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης (HadjiVassiliou and Others v. Republic (1974) 3 C.L.R. 130).

Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία πρέπει να περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην παρούσα υπόθεση η Αρχή έδωσε δύο αποφάσεις – εκείνη με την οποία διαπιστώθηκε η ενοχή των αιτητών και εκείνη με την οποία επιβλήθηκε η επίδικη κύρωση. Επομένως ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα εξεταστεί με βάση το περιεχόμενο και των δύο αποφάσεων. Στην πρώτη απόφαση της η Αρχή έδωσε τους λόγους για τους οποίους οι αιτητές κρίθηκαν ένοχοι των επιδίκων παραβάσεων. Τονίζεται ότι στην πρώτη απόφαση η Αρχή τόνισε την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων. Εξέταση του κειμένου των δύο αποφάσεων αποκαλύπτει ότι περιέχει όλα τα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας των. Έπεται πως οι δύο αποφάσεις τυγχάνουν πλήρως αιτιολογημένες. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέταρτος λόγος ακύρωσης – Εκτός νομικής εξουσιοδότησης η ποινή με βάση την Κ.Δ.Π. 10/2000.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι το αρ. 3(2) (ζ) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν 7(Ι)/98) αναφέρει ρητά ότι πρέπει να υπάρχει για να επιβληθεί κύρωση «... παράβαση από τον Σταθμό του παρόντος Νόμου ή όρων άδειας. Συνεπώς – κατέληξε – είναι σαφές ότι οι κυρώσεις αφορούν μόνο σε παραβάσεις Νόμου μόνον. Πρέπει να υποδείξω ότι σύμφωνα με το αρ. 3(2) (ζ) του Νόμου 7(Ι)/98 η «Αρχή επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν».

Επομένως η Αρχή μπορεί να επιβάλει κυρώσεις και για παραβάσεις των Κανονισμών. Στην παρούσα υπόθεση υιοθετώ την προσέγγιση μου στην Sigma Radio T.V. (πιο πάνω):

«Το άρθρο 51(1) του Νόμου παρέχει εξουσία στην Αρχή για έκδοση Κανονισμών ‘για την καλύτερη εφαρμογή’ του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 51(2) του Νόμου οι Κανονισμοί μπορούν να ρυθμίζουν τα πιο κάτω θέματα:

‘................................. .................................................. .................................................. .............

(στ) Τρόπους ελέγχου αδειούχου σταθμού, όσον αφορά την τήρηση από αυτόν των όρων της άδειάς του και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(ζ) Κώδικα που να διέπει με λεπτομέρεια τα των διαφημίσεων, ο οποίος ετοιμάζεται από την Αρχή έπειτα από διαβουλεύσεις με το Σύνδεσμο Διαφημιστών.

.................................. .................................................. .................................................. ..............

(ιδ) Την επιβολή χρηματικών ποινών λόγω παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, σε περίπτωση που αυτές δεν προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.’

Η πιο πάνω Κ.Δ.Π. 10/2000 έχει εκδοθεί δυνάμει των εξουσιών που χορηγούνται στην Αρχή με το πιο πάνω άρθρο 51 του Νόμου.

.................................. .................................................. .................................................. .............

Λαμβάνω υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 51(2) (ζ) του Νόμου 7(Ι)/98. Έχω την άποψη ότι η Κ.Δ.Π. 10/2000 έχει θεσπισθεί με νομοθετική εξουσιοδότηση, ήτοι δυνάμει των προνοιών του άρθρου 51(2) (ζ) του Νόμου. Περαιτέρω έχω την άποψη πως το λεκτικό του εδαφίου (ζ) του άρθρου 51(2) είναι τέτοιο που επιτρέπει σαφώς την θέσπιση κανονισμών οι οποίοι να περιέχουν πρόνοιες για παραβάσεις του κώδικα διαφημίσεων.

Τέλος λαμβάνω υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) (ζ) (ι) του Νόμου 7(Ι)/98 σύμφωνα με τις οποίες η Αρχή επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση «των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν». Θεωρώ ότι ο Νόμος παρέχει εξουσία στην Αρχή να επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση και των Κανονισμών. Επομένως η περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Αγγελίδη δεν ευσταθεί. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.»

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο