VICTOR ABE ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 144/2003, 26 Φεβρουαρίου, 2004 VICTOR ABE ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 144/2003, 26 Φεβρουαρίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

< I>(Υπόθεση Αρ. 144/2003)

26 Φεβρουαρίου, 2004

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

VICTOR ABE

Αιτητής,

ν.

  1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,

2. ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Ντ. Μιχαηλίδης, για τον Αιτητή.

Ρ. Μαππουρίδης, για τους Καθ ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 20.1.03, με την οποία απέρριψαν την αίτηση του για παραχώρηση πολιτικού ασύλου και αναγνώριση του ως πρόσφυγα και τον καλούσαν να φύγει από την Κύπρο.

Ο αιτητής εισήλθε στην Κύπρο παράνομα και παρουσιάστηκε στον κλάδο πολιτικού ασύλου. Επειδή δεν είχε στη κατοχή του οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει την ταυτότητα του οδηγήθηκε στον Αστ. Σταθμό Πύλης Πάφου για εξακρίβωση των στοιχείων του. Ανακρινόμενος ισχυρίσθηκε ότι είναι Λιβεριανής καταγωγής και ότι αφίχθηκε στην Λεμεσό στις 16.9.02 με πλοίο. Συλλήφθηκε και στις 18.9.02 παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα 7ήμερης κράτησης για εξακρίβωση των στοιχείων του. Επειτα, κλήθηκε ο επίτιμος Πρόξενος της Λιβερίας στην Κύπρο ο οποίος, κατόπιν συνομιλίας με τον αιτητή, έδωσε γραπτή κατάθεση στην οποία αναφέρει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι ο αιτητής δεν είναι από την Λιβερία. Στη συνέχεια στάληκαν στην Αρχή Προσφύγων στοιχεία και πληροφορίες προς εξέταση και διακρίβωση των στοιχείων του αιτητή. Ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος και εγκρίθηκε η αίτηση του για να παραμείνει στην Κύπρο μέχρι να εξεταστεί το αίτημα του για παροχή ασύλου. Στις 20.1.03 οι καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία απορρίπτουν την αίτηση του ως πρόδηλα αβάσιμη ενόψει των στοιχείων που παρουσιάστηκαν ενώπιον τους.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα και κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, αφού δεν εξετάστηκαν τα πραγματικά γεγονότα και οι θέσεις του.

Τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου αποδεικνύουν πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν καθόλα νόμιμη. Ο αιτητής άσκησε όλα τα δικαιώματα του που προβλέπει ο περί Προσφύγων Νόμος Ν. 6(1)/00 (στο εξής ο Νόμος)* και ο Κυρωτικός της Σύμβασης περί Προσφύγων της Γενεύης Νόμος Ν. 73/68.

Αρμόδιος λειτουργός προέβη σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή στις 4.10.02, δηλαδή εντός 10 ημερών από το χρόνο υποβολής της αίτησης (25.9.02) σύμφωνα με τη ταχύρυθμη διαδικασία που προνοεί το άρθρο 12 του Νόμου για τις προδήλως αβάσιμες αιτήσεις.

Ο λειτουργός σχημάτισε την εντύπωση ότι η αίτηση ήταν αβάσιμη προφανώς από τα στοιχεία που κατέθεσε ο Πρόξενος της Λιβερίας για την αξιοπιστία του αιτητή και την αυθεντικότητα του αιτήματος του. Καθώς έχει προαναφερθεί, προηγήθηκε συνομιλία του επίτιμου Προξένου με τον αιτητή (σχετική είναι η κατάθεση ερυθρό αρ.13 στο Τεκμήριο 1). Στην κατάθεση εμφαίνονται σημαντικοί λόγοι για τους οποίους ο πρόξενος κατάληξε στο συμπέρασμα ότι ο «αιτήτης δεν είναι από τη Λιβερία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».

Οι επιμέρους αιτιάσεις που προβάλει ο αιτήτης ότι τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν από τον Πρόξενο ήταν παραπλανητικά και ανεδαφικά δεν ευσταθούν. Τα στοιχεία προέκυψαν από τις απαντήσεις του ίδιου του αιτητή που φανερώνουν σημαντική άγνοια του για την χώρα από την οποία υποτίθεται πως καταγόταν. Την ίδια άγνοια και αντιφατικότητα επέδειξε και στη μετέπειτα συνέντευξη του από τον λειτουργό, επιβεβαιώνοντας την αρχική εντύπωση ότι οι πληροφορίες οι οποίες έδωσε ήταν ψευδείς και ανεπαρκείς για να στηρίξουν το αίτημα του.

Το Δικαστήριο δεν μπορεί στα πλαίσια της ακυρωτικής του δικαιοδοσίας να υπεισέλθει σε υποκειμενικές κρίσεις του Προξένου αναφορικά με επιμέρους θέματα (π.χ. γλώσσα, χειραψία, πολιτικοί ηγέτες, περιοχές στη Λιβερία) ούτε να αμφισβητήσει την αλήθεια των όσων ο Πρόξενος κατέθεσε σχετικά με τις απαντήσεις που πήρε από τον αιτητή.

Ωστόσο, η άποψη του Προξένου ότι ο αιτητής δεν ήταν Λιβεριανός εύλογα λήφθηκε υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση ως εκ πρώτης όψεως εντύπωση, αφού ο ίδιος ο αιτητής, ο οποίος έφερε το βάρος απόδειξης, (άρθρο 11Α(3) και 16 του Νόμου) δεν είχε οποιαδήποτε στοιχεία της ταυτότητας του και η εν λόγω άποψη έβρισκε έρεισμα στην αδυναμία που επέδειξε ο ίδιος ο αιτητής να τεκμηριώσει Λιβεριανή καταγωγή κατά τη συνομιλία του με τον Πρόξενο.

Από τη συνέντευξη στον αρμόδιο λειτουργό διερευνήθηκε η αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή. Ο αιτητής απέτυχε και πάλι να πείσει όπως φαίνεται από τα ακόλουθα:

    • Δεν γνώριζε καμιά από τις μεγάλες πόλεις της χώρας πέραν από την πρωτεύουσα Monrovia.
    • Δήλωσε ότι ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται στις 700.000 κατοίκους ενώ στην πραγματικότητα υπερβαίνει τα 3.200.000.
    • Ισχυρίστηκε ότι στη Λιβερία ζουν μόνο 2 φυλές ενώ υπάρχουν 13. Μπόρεσε να δώσει το όνομα μιας φυλής που ισχυρίζεται πως ανήκει.
    • Ισχυρίστηκε ότι η Λιβερία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1959 ενώ η πραγματικότητα είναι ότι απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1847.
    • Ο αιτητής δεν γνώριζε πότε εορτάζεται η εθνική επέτειος της υποτιθέμενης χώρας καταγωγής του.
    • Από τον αιτητή ζητήθηκε να αναφέρει δύο κόμματα που λειτουργούν στην Λιβερία αλλά αυτός απέτυχε να απαντήσει.
    • Δεν κατάφερε να περιγράψει τη σημαία της Λιβερίας.
    • Ισχυρίστηκε ότι η πόλη στην οποία διέμενε βρίσκεται στην Επαρχία Rafa ενώ στη συνέχεια, κατόπιν υπόδειξης που του έγινε, ισχυρίστηκε ότι εννοούσε την Επαρχία Lofa.
    • Είπε ότι έφθασε στην Κύπρο με βάρκα και ότι το ταξίδι του διάρκεσε μόνο δύο μέρες, γεγονός που εκ των πραγμάτων θεωρείται αδύνατο.

Με βάση τις πιο πάνω αποτυχημένες απαντήσεις του αιτητή κρίνεται απολύτως ορθή και η νομική αξιολόγηση της επίδικης αίτησης ασύλου από τον αρμόδιο λειτουργό, την οποία παραθέτω αυτούσια:

«Το αίτημα του Α.Α δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό αφού οι ισχυρισμοί του δεν θεωρούνται αξιόπιστοι. Σύμφωνα με την παράγραφο 204 του Εγχειριδίου των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται «όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους.

Κατά συνέπεια γίνεται εισήγηση όπως η αίτηση του αναφερόμενου αλλοδαπού απορριφθεί ως πρόδηλα αβάσιμη σύμφωνα με την παράγραφο γ του άρθρου 12 του Περί Προσφύγων Νόμου που καθορίζει πως πρόδηλα αβάσιμη αίτηση σημαίνει αίτηση «για την οποία ο αρμόδιος λειτουργός ικανοποιείται ότι ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής έφυγε ή δεν επιστρέφει στην χώρα ιθαγένειας του δε συνδέεται με τον προσδιοριζόμενο στο εδάφιο 1 του άρθρου 3 φόβο».»

 

Η Αρχή Προσφύγων ενήργησε στα πλαίσια του νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 12(4)(α)(i)* και είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις.

Αναφορικά με τις υποδείξεις του αιτητή για τη δυνατότητα έρευνας στην Λιβερία, αυτές παραγνωρίζουν το άρθρο 14(4) του Νόμου όπου ορίζει ότι «οποιαδήποτε πληροφορία που σχετίζεται με την αίτηση παραμένει εμπιστευτική κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης. Σε καμία περίπτωση δεν αποκαλύπτεται τέτοια πληροφορία στις αρχές της χώρας ιθαγένειας του αιτητή , ούτε και ζητείται οποιαδήποτε πληροφορία».

Εξάλλου ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας που θα ακολουθηθεί ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης. Βλ. Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ3017, 5.6.02. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν η έρευνα είναι επαρκής. Στην παρούσα υπόθεση η έρευνα περιέλαβε τη συλλογή και αξιολόγηση όλων εκείνων των ουσιωδών στοιχείων που δημιουργούν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα.

Ο επόμενος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει ο αιτητής θίγει την αιτιολογία της απόφασης. Η επιστολή του αρμοδίου λειτουργού ημερ. 20.1.03 με την οποία κοινοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στον αιτητή περιέχει σαφή αιτιολογία η οποία ενισχύεται από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού. Η αίτηση του κρίθηκε ως πρόδηλα αβάσιμη γιατί ο αιτητής έδωσε ανεπαρκείς πληροφορίες οι οποίες απεδείκνυαν ότι ο λόγος για τον οποίο έφυγε ή δεν επιστρέφει στη χώρα της ιθαγένειας του δε συνδέεται με το προσδιοριζόμενο στο εδάφιο 1 του άρθρου 3 φόβο.

Για τους λόγους που εξέθεσα πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο