ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 665/01, 2 Φεβρουαρίου, 2004 ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 665/01, 2 Φεβρουαρίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση αρ. 665/01)

 

2 Φεβρουαρίου, 2004

 

[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

2. ΣΤΕΛΙΟΣ Λ. ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

3. ΣΑΒΒΑΣ ΜΑΤΣΑΣ

4. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΠΑΣΙΑΣ

Αιτητές

  • ν. –

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθής η αίτηση.

--------------------

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους αιτητές

Α. Ποιητής, για την καθής η αίτηση

Ι. Νικολάου, για το ενδιαφερόμενο μέρος

----------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Προσβάλλεται η απόφαση της καθής η αίτηση για το διορισμό του ε.μ. στη θέση Εισαγγελέα στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας από 2/7/01. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Όλοι οι αιτητές είναι μέλη της Νομικής Υπηρεσίας και κατέχουν τη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας.

Η επίδικη θέση δημοσιεύθηκε με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 21/7/00 και σαν αποτέλεσμα υποβλήθηκαν επτά συνολικά αιτήσεις οι οποίες και διαβιβάστηκαν από την καθής η αίτηση στο Γενικό Εισαγγελέα με την ιδιότητα του ως Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή απαρτιζόταν εκτός από το Γενικό Εισαγγελέα, από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και τους τρεις γενικούς διευθυντές των Υπουργείων Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και Παιδείας και Πολιτισμού σαν μέλη. Ο λόγος για την τέτοια σύσταση της Επιτροπής ήταν η αδυναμία σύστασης της με βάση το άρθρ. 32 του ν. 1/90 από λειτουργούς της νομικής υπηρεσίας αφού δεν υπήρχαν τέτοιοι που να κατέχουν θέση ιεραρχικά ανώτερη από την επίδικη πλην του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Η σύσταση της Επιτροπής με τον πιο πάνω τρόπο έγινε μετά από επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα προς το Υπουργικό Συμβούλιο στις 5/9/00 με την οποία εισηγείτο το διορισμό τριών γενικών διευθυντών. Ο διορισμός των τριών συγκεκριμένων γενικών διευθυντών έγινε από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Οι επτά υποψήφιοι κλήθηκαν ενώπιον της Επιτροπής σε προφορική εξέταση στις 20/12/00. Και πράγματι προσήλθαν όλοι στην εξέταση η οποία και μαγνητοφωνείτο. Η αξιολόγηση έγινε με ένα από τους πιο κάτω χαρακτηρισμούς:

«Εξαίρετος»

«Παρα πολύ καλός»

«Πολύ καλός

«Σχεδόν πολύ καλός»

«Καλός»

«Μέτριος»

Οι αιτητές χαρακτηρίστηκαν ως εξής:

Αντώνιος Βασιλειάδης «Πολύ καλός»

Στέλιος Θεοδούλου «Πολύ καλός+» (κάτι περισσότερο

από πολύ καλός)

Σάββας Μάτσας «Παρα πολύ καλός»

Πολύκαρπος Πασιάς «Σχεδόν πολύ καλός»

Το ε.μ. χαρακτηρίστηκε σαν «πολύ καλή+» (κάτι περισσότερο από πολύ καλή).

Η Επιτροπή αιτιολόγησε την αξιολογηθείσα απόδοση των υποψηφίων σε επόμενη συνεδρία της.

Αφού ζητήθηκαν από την καθής η αίτηση οι προσωπικοί και υπηρεσιακοί φάκελοι των υποψηφίων η Επιτροπή τους μελέτησε σε άλλη συνεδρία και διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προνοούμενα προσόντα. Σε άλλη συνεδρία μελέτησε τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων με έμφαση σ’ αυτές των ετών 1995 μέχρι 1999 και διαπίστωσε ότι, με βάση τη βαθμολογία των ετών αυτών, το ε.μ. υπερείχε όλων των άλλων και ακολουθούσαν κατά σειρά υπεροχής οι αιτητές Αντώνης Βασιλειάδης, Στέλιος Θεοδούλου, Σάββας Μάτσας και Πολύκαρπος Πασιάς. Αφού εξετάστηκαν τα προσόντα και η αρχαιότητα με εξαίρεση το ε.μ. για την οποία η θέση εθεωρείτο πρώτου διορισμού, σύστησε ως πλέον κατάλληλους για επιλογή τους αιτητές πλην του Πολύκαρπου Πασιά και το ε.μ. Τις συστάσεις απέστειλε με έκθεση της ημερ. 19/2/01 προς την καθής η αίτηση.

Η καθής η αίτηση κάλεσε στις 5/6/01 σε χωριστή προφορική εξέταση τους τέσσερεις υποψήφιους. Στη συνεδρία αυτή παρίστατο και ο Γενικός Εισαγγελέας ο οποίος στο τέλος αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σύστησε για προαγωγή το ε.μ. Η καθής η αίτηση με απόφαση της στις 6/6/01 επέλεξε το ε.μ. σαν την πιο κατάλληλη για την επίδικη θέση.

Ενώπιον του δικαστηρίου ο συνήγορος των αιτητών ανέπτυξε μια μεγάλη σειρά από λόγους που κατά την εισήγησή του δικαιολογούν την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Σαν πρώτος λόγος δίδεται η κακή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Δεν προβλέπεται κατ’ ισχυρισμό σύσταση της Επιτροπής από τα πρόσωπα που τελικά την απάρτισαν από το άρθρ. 32 του ν. 1/90, ούτε και παρουσιάστηκε η διαδικασία «επιλογής» ώστε να χωρεί δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς της, πολύ περισσότερο εφόσον η επιλογή έγινε από τον προϊστάμενο και/ή χωρίς κριτήρια από το νόμο.

Είναι αντίθετα η θέση του συνηγόρου της καθής η αίτηση ότι η επιλογή των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε όπως ορίζουν οι πρόνοιες του άρθρ. 32(3) που έχουν ως εξής:

«32.(3) Όταν, λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών η λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποία δεν υπάγεται η θέση που θα πληρωθεί, η επιλογή θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προϊσταται των υπαλλήλων αυτών.»

Εφόσον συνεχίζει η εισήγηση, όπως αναγνωρίζεται και από τους αιτητές, δεν ήταν δυνατό να συσταθεί Επιτροπή από λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας θα έπρεπε να επιλεγούν από Υπουργείο σε συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που στην περίπτωση των Γενικών Διευθυντών ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο.

Σαφώς προκύπτει ότι η επιλογή γίνεται σε συνεννόηση με την αρμόδια αρχή των υπαλλήλων που επιλέγονται. Αυτό όμως που χρήζει εξέτασης είναι ποίος κάμνει την επιλογή. Είναι ένα θέμα στο οποίο τα μέρη δεν έχουν στρέψει την προσοχή τους. Όμως από τη στιγμή που εγείρεται θέμα νομιμότητας της Επιτροπής μπορεί το Δικαστήριο και από μόνο του να το εξετάσει. Στην υπό κρίση υπόθεση όπως συνάγεται από τα γεγονότα η επιλογή έγινε από το Υπουργικό Συμβούλιο. Γεννάται επομένως το ερώτημα πώς αυτό επηρεάζει τη νομιμότητα σύνθεσης και λειτουργίας της Επιτροπής.

Ανάλογο ζήτημα παρόλον ότι όχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ηγέρθη και συζητήθηκε στην υπόθεση Δάφνη Παπαδοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας πρσφ. Αρ. 384/00, ημερ. 15/4/03. Ετέθη θέμα κακής σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την πλήρωση θέσεων Εισαγγελέα στη Νομική Υπηρεσία. Η εισήγηση ήταν ότι υπήρξε κακή σύνθεση εφόσον ο Γενικός Εισαγγελέας επέλεξε προσωπικά τους τρεις Γενικούς Διευθυντές που παρακάθησαν σ’ αυτή χωρίς συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο. Σύμφωνα με το άρθρ. 2(δ) του Νόμου 1/90 (όπως τροποποιήθηκε) αρμόδια αρχή για τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων είναι το Υπουργικό Συμβούλιο. Ο αδελφός δικαστής Χατζηχαμπής που εξέδωσε την απόφαση δέχθηκε ότι η μεν επιλογή των μελών της Επιτροπής έπρεπε να γίνει από τον Πρόεδρο της, δηλαδή, το Γενικό Εισαγγελέα, ήταν όμως επιτακτικό όπως με βάση τις πρόνοιες του άρθρ. 32(3) η επιλογή γίνει σε συνεννόηση με την αρμόδια αρχή δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο. Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε ως προς το ποιοί γενικοί διευθυντές θα απάρτιζαν την Επιτροπή πλην του ιδίου και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και «Επικοινώνησε με τους αντίστοιχους υπουργούς, που συμφώνησαν». Ο δικαστής Χατζηχαμπής αποφάνθηκε ότι η σύσταση της Επιτροπής ήταν παράνομη εφόσον «η συνεννόηση του Γενικού Εισαγγελέα με τους τρεις Υπουργούς .......... δεν ικανοποιούσε τις πρόνοιες των άρθρ. 32(3) και 2(δ)».

Στην προκείμενη περίπτωση τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι αλλά φοβούμαι ότι και εδώ δεν υπάρχει συμμόρφωση με τις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων του νόμου. Συμφωνώντας και με την ερμηνεία που δόθηκε στις σχετικές πρόνοιες του άρθρ. 32 λέγω ότι η επιλογή των μελών της Επιτροπής πρέπει να γίνεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής. Είναι αυτός που έχει με βάση το νόμο την ευθύνη της εισήγησης και της επιλογής. Η απόφαση είναι δική του. Αυτό που επιπλέον ο νόμος επιτάσσει για να είναι πλήρης και νόμιμη η απόφαση του είναι τη συνεννόηση του με την αρμόδια αρχή που προϊσταται των μελών της Επιτροπής που ο ίδιος επέλεξε. Αυτό που έγινε στην υπό κρίση υπόθεση είναι ότι η επιλογή των μελών της Επιτροπής δεν έγινε από τον Πρόεδρο της δηλαδή το Γενικό Εισαγγελέα αλλά από το Υπουργικό Συμβούλιο. Φαίνεται εδω να εκχωρήθηκε εξουσία και αρμοδιότητα του Προέδρου της Επιτροπής προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Ακόμη και μετά την επιλογή δε φαίνεται να υπήρξε άλλη διαβούλευση και συνεννόηση μεταξύ Γενικού Εισαγγελέα και του Υπουργικού Συμβουλίου. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρεται στην αγόρευση του συνηγόρου της καθής η αίτηση και μάλιστα υπογραμμίζεται ότι η «επιλογή δεν έγινε από το Γενικό Εισαγγελέα αλλά από το Υπουργικό Συμβούλιο». Ακριβώς όμως με βάση το νόμο την επιλογή όφειλε να κάμει ο ίδιος σε συνεννόηση μόνο με το Υπουργικό Συμβούλιο και όχι να την αφήσει κατ’ αποκλειστικότητα σ’ αυτό. Αυτό δε έχει τη σημασία του διότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής καλύτερα παντός άλλου γνωρίζει τις ανάγκες της συγκεκριμένης επιτροπής γιαυτό και ο νόμος αφήνει την πρωτοβουλία στον ίδιο.

Η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων από Συμβουλευτική Επιτροπή η σύσταση της οποίας ήταν παράνομη. Συμπαρασύρεται επομένως σε παρανομία και η επίδικη απόφαση και επομένως η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου δε βρίσκω σκόπιμο να εξετάσω οποιονδήποτε από τους άλλους προβληθέντες λόγους για ακύρωση της επίδικης απόφασης.

 

Η προσφυγή γίνεται αποδεκτή. Η καθής η αίτησης να πληρώσει τα έξοδα.

Γ. Αρέστης, Δ.

 

 

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο