ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 67/2003, 24 Μαρτίου, 2004 ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 67/2003, 24 Μαρτίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 67/2003)

 

24 Μαρτίου, 2004

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 25, 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

Α. Πηλείδου (κα.) και Ε. Γεωργίου (κα.), για την Αιτήτρια.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα.), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση του διορισμού των 1. Αντωνάκη Α. Αγγελίδη, 2. Γεωργίας Γιαννακού-Μπάρρετ, 3. Έλενας Ευαγγέλου και 4. Παναγιώτη Παπαηλία (τα Ε.Μ.) στη μόνιμη θέση Ακτινογράφου (Ακτινοδιαγνωστικής) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (η επίδικη θέση) από την 1.11.2002.

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικη θέσης.

Η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού. Τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα είναι τα εξής:

«3. Απαιτούμενα προσόντα:

  1. Δίπλωμα αναγνωρισμένης Σχολής ή Κολλεγίου τριετούς τουλάχιστο μεταλυκειακού κύκλου σπουδών στην Ακτινοδιαγνωστική-Ακτινογραφία.
  2. (Σημ. Για την πλήρωση των θέσεων κατά τον πρώτο χρόνο μετά την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας, μπορούν να είναι υποψήφιοι και πρόσωπα που δεν έχουν το στο (1) απαιτούμενο προσόν, νοουμένου ότι κατέχουν –

    (α) Απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης.

    (β) δίπλωμα/πιστοποιητικό επιτυχούς συμπλήρωσης διετούς λυκειακού ή μεταλυκειακού

    κύκλου σπουδών στους κλάδους Ακτινολογίας/Ακτινογραφίας ή Χειριστή Ιατρικών

    Συσκευών.

    και

    (γ) τριετή πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.»

    Η διαδικασία πλήρωσης της διέπεται από τις πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Νόμος 6(Ι)/98, όπως έχει τροποποιηθεί).

    Η επίδικη θέση περιλαμβάνεται στον κατάλογο θέσεων για τις οποίες απαιτείται, δυνάμει της υπ. Αρ. 12 Απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερ. 22.6.2000, η διεξαγωγή ειδικού γραπτού διαγωνισμού από την οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση τις διατάξεις των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων. Με απόφαση της ημερ. 9.5.2001 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) δημοσιεύθηκαν – στις 8.6.2001 – 9 θέσεις στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Σ΄ ανταπόκριση στη δημοσίευση υποβλήθηκαν 42 αιτήσεις. Ο ειδικός γραπτός διαγωνισμός έλαβε χώραν την 4.12.2001. Διεξάχθηκε από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή. Παραθέτω τη βαθμολογία της αιτήτριας και των Ε.Μ.:

    Βα θμός

    10 0%

    Αιτήτρια &# 9;77,50

    Ε.Μ. 1 Α. Αγγελίδης 90,00

    Ε.Μ. 2 Γ. Μπάρρετ 87,50

    Ε.Μ. 3 Ε. Ευαγγέλου 80,00

    Ε.Μ. 4 Π. Παπαηλία 87,50

    Στη συνεδρία της ημερ. 18.2.2002 η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα εκείνων που εξασφάλισαν βαθμολογία 50 και άνω στη γραπτή εξέταση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθώς και στον ημερήσιο τύπο, με την επισήμανση ότι η τελική απόφαση για την υποψηφιότητα τους θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο αυτοί,

    (α) ικανοποιούσαν κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεων τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, και

    (β) πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις που καθορίζουν οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι.

    Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 8.3.2002.

    Στη συνεδρία της ημερ. 15.5.2002 η Ε.Δ.Υ. εξέτασε κατά πόσο οι υποψήφιοι που είχαν πετύχει στη γραπτή εξέταση κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Έκρινε ότι η αιτήτρια και τα Ε.Μ. Μπάρρετ και Ευαγγέλου κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από την πιο πάνω παραγ. 3(1) (έχει παρατεθεί στη σελ. 2, πιο πάνω) του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντα γιατί είναι κάτοχοι διπλώματος αναγνωρισμένης Σχολής ή Κολλεγίου τριετούς τουλάχιστο μεταλυκειακού κύκλου σπουδών στην Ακτινοδιαγνωστική Ακτινογραφία. Έκρινε επίσης ότι τα Ε.Μ. Αγγελίδης και Παπαηλία «καθίστανται προσοντούχοι με βάση την πιο πάνω Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας» (έχει παρατεθεί στη σελ. 2, πιο πάνω).

    Στην ίδια πιο πάνω συνεδρία η Ε.Δ.Υ., με βάση τις πρόνοιες του αρ. 6(3) του πιο πάνω Νόμου 6(Ι)/98 αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση. Αποφάσισε, επίσης, όπως η προφορική εξέταση διεξαχθεί στην παρουσία του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, και Λειτουργού με εξειδίκευση στην Ακτινοδιαγνωστική για να τη βοηθήσουν κατά την προφορική εξέταση.

    Η προφορική εξέταση έλαβε χώραν στις 5.8.2002, 6.8.2002 και 7.8.2002. Κατά την προφορική εξέταση υποβλήθηκαν στους υποψηφίους ερωτήσεις πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της έκφρασης, της ολοκλήρωσης της σκέψης, της σαφήνειας και της ικανότητας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της θέσης.

    Στην προφορική εξέταση κλήθηκε και παρευρέθηκε και ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, κ. Κωνσταντίνος Μαλλής, για να βοηθήσει την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην εξέταση θεμάτων που αφορούν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Ο Διευθυντής συνοδευόταν από τη Μαρία Νικολαϊδου, Ανώτερη Επιθεωρήτρια Ακτινογράφο (Ακτινοδιαγνωστικής).

    Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης και αφού ο Διευθυντής και η Νικολαϊδου αποχώρησαν από τη συνεδρία, ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Ε.Δ.Υ. «βαθμολόγησαν χωριστά την απόδοση του κάθε υποψηφίου στην προφορική εξέταση και, αφού μελέτησαν το περιεχόμενο της αίτησης του κάθε υποψηφίου αναφορικά με τα προσόντα και την πείρα του και έλαβαν υπόψη όλα τα επισυνημμένα στην αίτηση πιστοποιητικά σπουδών και πείρας, αποτίμησαν σε μονάδες όλα τα άλλα κριτήρια που προνοούνται στους περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμους».

    Μετά την απονομή μονάδων, όπως αναφέρεται πιο πάνω, ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Ε.Δ.Υ. παρέδωσαν στο Γραμματέα της Ε.Δ.Υ. «τη βαθμολογία τους τόσο σ΄ ό,τι αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση όσο και σ΄ ό,τι αφορά τα υπόλοιπα κριτήρια που καθορίζει ο Νόμος, προκειμένου να καταχωρηθούν στον οικείο φάκελο, του οποίου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος».

    Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι προς αποτίμηση σε μονάδες των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του Νόμου 6(Ι)/98 έκρινε και έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:

     

     

     

     

    «(α) Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης:

     

    Τα αποτελέσματα για τον κάθε υποψήφιο είναι δεδομένα και φαίνονται στον κατάλογο που έχει καταρτιστεί για τη θέση.

    (β) Αποτελέσματα προφορικής εξέτασης.

    Ο Πρόεδρος και το κάθε Μέλος έχουν αξιολογήσει τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά και οι αξιολογήσεις αυτές έχουν καταγραφεί στο σχετικό πίνακα από τον Πρόεδρο και το κάθε Μέλος ξεχωριστά.

    (γ) Πλεονέκτημα.

    Το Σχέδιο Υπηρεσίας προνοεί ότι πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα, ενώ οι περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμοι του 1998 έως 2001 προνοούν ότι πλεονέκτημα είναι μόνο τα προσόντα, γι΄ αυτό η Επιτροπή αποφασίζει να μη δώσει μονάδες γι΄ αυτό το κριτήριο σε οιονδήποτε υποψήφιο.

    (δ) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.

    Η Επιτροπή έκρινε ότι οι μονάδες σχετικά με την παράγραφο αυτή απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας.»

    Παραθέτω τις μονάδες που δόθηκαν στην αιτήτρια και στα Ε.Μ.:

    Γραπτή Προφορική Πλεονέκτημα Άλλα Πείρα Σύνολο

    εξέταση εξέταση Ακαδημ. σχετική μονάδων

    (Μ. όρος) προσόντα

    Αιτήτρια 77,50 5,25 & #9;0 0 5,00 87,75

    Ε.Μ.

    Αγγελίδης 90,00 7,50 0 0 5,00 102,50

    Ε.Μ.

    Παπαηλία 87,50 7,50 & #9;0 0 4,00 99,00

    Ε.Μ.

    Μπάρρετ 87,50 2,25 &# 9;0 0 5,00 94,75

    Ε.Μ.

    Ευαγγέλου 80,00 6,50 0 0 5,00 91,50

    Μετά τη συμπλήρωση «της διαδικασίας απονομής των μονάδων και αφού στις μονάδες που οι υποψήφιοι έλαβαν στη γραπτή εξέταση προστέθηκε ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται πιο πάνω, η Ε.Δ.Υ. προέβη στον καταρτισμό του Πίνακα Διοριστέων, στον οποίο αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών μονάδων που ο καθένας από αυτούς συγκέντρωσε, έτσι που πρώτος στη σειρά να είναι ο υποψήφιος με το μεγαλύτερο αριθμό συνολικών μονάδων».

    Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ., με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6(7) (α) του Νόμου 6(Ι)/98, αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στη θέση Ακτινογράφου (Ακτινοδιαγνωστικής), Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στους υπ΄ αρ. 1-9 υποψηφίους στον Πίνακα Διοριστέων, νοουμένου ότι θα έχουν λευκό ποινικό μητρώο. Τα Ε.Μ. φέρουν τους αρ. 1, 2, 6 και 8 στον Πίνακα.

    Οι λόγοι ακύρωσης.

    Πρώτος λόγος ακύρωσης – Έλλειψη αιτιολογίας της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.

    Οι συνήγοροι της αιτήτριας υπέβαλαν ότι η γενική εντύπωση των μελών της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις «προφορικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν δεν αιτιολογείται κατά παράβαση των αρ. 33(6) και 33(14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90) και η κρίση τους για τους υποψηφίους κατά τις συνεντεύξεις δεν καταγράφεται στα πρακτικά αναλυτικά με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος». Ο τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων – κατέληξαν – κατά την προφορική εξέταση καθορίζεται από το αρ. 34(10) του Νόμου 1/90.

    Στην παρούσα υπόθεση η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης διέπεται από τις διατάξεις του Νόμου 6(Ι)/98. Αυτό γιατί πρόκειται για «θέση» της οποίας η κλίμακα δεν υπερβαίνει την Κλίμακα Α7 του Κυβερνητικού μισθολογίου (βλ. ορισμό του όρου «θέση» στο αρ. 2 του Νόμου 6(Ι)/98). Επομένως δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του αρ. 34(10) του Νόμου 1/90, αλλά οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου 6(Ι)/98. Αυτές βρίσκονται στα αρ. 3(1) και 6(1) (3) (4) και (5) του Νόμου 6(Ι)/98. Τα παραθέτω:

    «3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου που αφορά τη δημόσια υπηρεσία ...... σε οποιαδήποτε διαδικασία για διορισμό σε θέση στη δημόσια υπηρεσία, η επιλογή και ο διορισμός των υποψηφίων γίνονται με βάση τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης, τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, εφόσον αυτή κριθεί αναγκαία από τη διορίζουσα αρχή και νοουμένου ότι δεν επιβάλλει την προφορική εξέταση ο οικείος νόμος, καθώς και τα προσόντα των υποψηφίων και την πείρα τους που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Η βαρύτητα που δίδεται στο καθένα από τα εν λόγω πέντε κριτήρια αποτιμάται σε μονάδες ως εξής:

    (α) Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης: σύνολο μονάδων με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες.

    (β) Αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί: 0 έως 10 μονάδες.

    (γ) Προσόντα που, με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται πλεονέκτημα: 0 έως 7 μονάδες.

    (δ) Άλλα ακαδημαϊκά προσόντα: 0 έως 3 μονάδες.

    (ε) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες.

    Νοείται ότι οι μονάδες της παραγράφου αυτής απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού υπηρεσίας που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό.

    6.-(1) Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αναφορικά με τις θέσεις για τις οποίες είναι αρμόδια, αφού λάβει τις αιτήσεις από τους υποψηφίους για τη θέση που δημοσιεύτηκε, ετοιμάζει κατάλογο των υποψηφίων που κατέχουν τα προσόντα και προχωρεί στη διαδικασία αξιολόγησης τους, με βάση τον παρόντα Νόμο, χωρίς τη βοήθεια συμβουλευτικής επιτροπής. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται οι υποψήφιοι κατά σειρά επιτυχίας στη γραπτή εξέταση.

  3. Στις περιπτώσεις στις οποίες διορίζουσα αρχή δεν είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, καταρτίζεται κατάλογος των υποψηφίων που θα κληθούν σε προφορική εξέταση, εφόσον θα διεξαχθεί τέτοια εξέταση και νοουμένου ότι η διεξαγωγή της έχει ανακοινωθεί με τη δημοσίευση της κενής θέσης, από τη διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο το οποίο αυτή ορίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθεί για την πλήρωση κενών θέσεων.
  4. Μετά την ετοιμασία του καταλόγου η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) πιο πάνω, όπου αυτό εφαρμόζεται, καλεί τους υποψηφίους που περιέχονται στον κατάλογο σε προφορική εξέταση, αν θεωρεί τη διεξαγωγή της αναγκαία.
  5. Μετά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης ή όπου δε θα διεξαχθεί τέτοια εξέταση, η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, βαθμολογεί τους υποψηφίους που έχουν παρουσιαστεί και που έχουν κριθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 3:
  6. Νοείται ότι η απόφαση της διορίζουσας αρχής ή του αρμόδιου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, αναφορικά με τις μονάδες που δίνει σε κάθε περίπτωση για την απόδοση ενός υποψηφίου στην προφορική εξέταση, αν έγινε, τα προσόντα και την πείρα του, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά. Κάθε μέλος της διορίζουσας αρχής ή του αρμοδίου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδει αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων τη βαθμολογία που έδωσε, η οποία θα αποτελεί μέρος του οικείου φακέλου.

  7. (α) Μετά τη συμπλήρωση της απονομής των μονάδων και αφού ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, προστεθεί στις μονάδες που οι υποψήφιοι έλαβαν στη γραπτή εξέταση, η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, καταρτίζει Πίνακα (ο οποίος στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ‘ο Πίνακας’), όπου αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών μονάδων που ο καθένας από αυτούς συγκέντρωσε, έτσι που, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, πρώτος στη σειρά να είναι ο υποψήφιος με το μεγαλύτερο αριθμό συνολικών μονάδων.»

Το αρ. 34(10) του Νόμου 1/90 αναφέρεται στην καταγραφή και αιτιολόγηση της γενικής εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής «όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση». Αντίθετα, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του αρ. 6(4) και (5) του Νόμου 6(Ι)/98 αυτό που απαιτείται είναι η αριθμητική βαθμολογία των υποψηφίων από το κάθε ένα από τα μέλη της διορίζουσας αρχής, η καταγραφή της στα πρακτικά, η παράδοση της μετά το τέλος της διαδικασία για να αποτελέσει μέρος του οικείου φακέλου και η προσθήκη της στις μονάδες που έλαβαν οι υποψήφιοι στην προφορική εξέταση.

Έχω εξετάσει τη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί από την Ε.Δ.Υ (έχει παρατεθεί στις σελ. 3-7, πιο πάνω). Έχω διαπιστώσει ότι η Ε.Δ.Υ. έχει συμμορφωθεί πλήρως με τις πιο πάνω απαιτήσεις του αρ. 6(4) και (5) του Νόμου 6(Ι)/98. Ο τελευταίος σε αντίθεση με ότι προβλέπεται από το αρ. 34(10) του Νόμου 1/90 δεν απαιτεί καταγραφή της εντύπωσης και αιτιολόγηση της. Η Ε.Δ.Υ. δεν είχε υποχρέωση να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του αρ. 34(10) του Νόμου 1/90 αλλά με εκείνες του αρ. 6(4) και (5) του Νόμου 6(Ι)/98, ο οποίος είναι ο ειδικός για το θέμα, με τις οποίες έχει συμμορφωθεί πλήρως. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Προσθέτω και τα εξής:

Η αριθμητική αξιολόγηση, χωρίς αιτιολογία, κατ΄ εφαρμογή του Νόμου 6(Ι)/98 έχει υιοθετηθεί και στην Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Κεφάλα, Α.Ε. 3445/26.5.2003. Επίσης η χωρίς αιτιολογία αριθμητική βαθμολογία δεν έχει αποδοκιμασθεί στην Δήμος Αραδίππου κ.α. ν. Γεωργίου, Α.Ε. 3073/11.4.2003. Περαιτέρω: Η καταγραφή αιτιολογίας αποτελεί επιταγή των αρχών του διοικητικού δικαίου. Ωστόσο εδώ το θέμα διέπεται από το Νόμο 6(Ι)/98. Σε τέτοια περίπτωση η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (Βλ. Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73: “Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου” (Στ.Ε. 2786/1989). Βλ. και A & S Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, 684 και Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας, Α.Ε. 2422 και 2423/17.5.2000).

 

 

 

Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Η σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι Ultra Vires και παραβιάζει τις αρχές της ισότητας της ίσης παροχής ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας υπέβαλαν ότι με βάση την πιο πάνω σημείωση του Σχεδίο Υπηρεσίας (έχει παρατεθεί στη σελ. 2, πιο πάνω) προκύπτει αβίαστα το ερώτημα «γιατί εισάγεται εξαίρεση στα προσόντα για την διεκδίκηση της θέσης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα». Ποιά διάταξη του Νόμου 1/90 – διερωτήθηκαν – «έδωσε εξουσιοδότηση να τεθεί δια Κανονισμού μια τέτοια εξαίρεση για συγκεκριμένη χρονική περίοδο;» Η σημείωση είναι επομένως ultra vires και η εισαγωγή «αυτής της περιόδου εξαίρεσης στα προσόντα» είναι αναιτιολόγητη. Η εισαγωγή – συμπλήρωσαν – της σημείωσης έγινε «για να προσληφθούν φωτογραφικά τα Ε.Μ. δηλαδή να ευνοηθούν». Η ανισότητα είναι προφανής.

Στην ουσία – συνέχισαν – ο τρόπος που τέθηκε παράκαμψη και/ή εξαίρεση στα προσόντα για συγκεκριμένη χρονική περίοδο φωτογράφισε τα άτομα που προσλήφθηκαν και τα οποία καθίστανται προσοντούχα μόνο με τη σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος, ήτοι της αρχής της ισότητας και της ίσης παροχής ευκαιριών στους προσοντούχους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας να διεκδικήσουν θέσεις στο δημόσιο. Η άνιση μεταχείριση που υπέστη η αιτήτρια συνίσταται στο γεγονός ότι, ενώ με βάση το άρθρο 28 του Συντάγματος θα έπρεπε όλοι οι προσοντούχοι υποψήφιοι να διεκδικούν την επίδικη θέση, με την σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, επιτρέπετο σε μη προσοντούχους η διεκδίκηση της θέσης αυτής, στερώντας την ευκαιρία – λόγω του περιορισμού των θέσεων – σε πραγματικά προσοντούχους δημιουργώντας έτσι άνιση, ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ κάποιων συγκεκριμένων υποψηφίων. Η αρχή της ισότητας παραβιάστηκε εφόσον άνισες περιπτώσεις κατέστησαν για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ίσες.

Μια άλλη, συναφής με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, εισήγηση σχετίζεται με την παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Αυτό γιατί – σύμφωνα με την εισήγηση – η Βουλή δε θεσμοθέτησε κανόνες δικαίου, απρόσωπα διαρθρωμένους, που συνιστούν πεδίο λειτουργίας της, αλλά άσκησε εκτελεστική ή διοικητική εξουσία, έξω από το πεδίο των συνταγματικών της αρμοδιοτήτων, διότι φωτογράφιζε τους υποψηφίους να διεκδικήσουν την θέση περιορίζοντας την δυνατότητα επιλογής της ΕΔΥ να επιλέγει από το σύνολο των προσοντούχων που ανταποκρίθηκαν στην προκήρυξη τον καλύτερο αφού εκ προοιμίου η Βουλή δια του Σχεδίου Υπηρεσίας καθιέρωσε υποψηφίους προσοντούχους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στο υπό εξέταση Σχέδιο Υπηρεσίας – κατέληξε η σχετική εισήγηση – υφαρπάζεται η εξουσία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία ασκεί και την ουσιαστική αρμοδιότητα ως προς το ποιος θα διοριστεί. Τέλος υπεισέρχεται η πολιτική εξουσία στη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας κατ΄ αντίθεση προς το Σύνταγμα και η σχετική διάταξη του σχεδίου υπηρεσίας είναι γι΄ αυτό το λόγο αντισυνταγματική και συνακόλουθα και η πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας Ultra Vires.

Τα σχέδια υπηρεσίας καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με Κανονισμούς και εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αποτελούν δευτερογενή νομοθεσία (βλ. PASYDY and Others v. Republic (1978) 3 C.L.R. 27). Η νομοθετική εξουσιοδότηση για τον καταρτισμό και έγκριση τους, ως ανωτέρω, παρέχεται από τα αρ. 27 και 87 του Νόμου 1/90.

Οσάκις εξετάζεται δευτερογενής νομοθεσία για να κριθεί κατά πόσο έχει θεσπισθεί καθ΄ υπέρβαση του εξουσιοδοτούντος Νόμου η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από την ορθή ερμηνεία του εξουσιοδοτούντος Νόμου (Marangos and Others v. The Municipal Committee of Famagusta (1970) 3 C.L.R. 7, 13, Spyrou and Others (No. 2) v. Republic (1973) 3 C.L.R. 627, 643, Halsbury΄s Laws of England, 3rd ed., Vol. 36, p. 491, para. 743 και Σάββα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3154/31.1.2003).

Στην παρούσα υπόθεση τα αρ. 27 και 87 του Νόμου 1/90 σαφώς παρέχουν εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο για κατάρτιση σχεδίων υπηρεσίας και δεν έχει υποδειχθεί γιατί τα επίδικα σχέδια υπηρεσίας έχουν θεσπισθεί καθ΄ υπέρβαση του εξουσιοδοτούντος Νόμου. Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την αρχή της ισότητας, η οποία διασφαλίζεται από το αρ. 28 του Συντάγματος, έχει νομολογηθεί ότι η αρχή της ισότητας δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα αλλά διασφαλίζει τις αυθαίρετες διαφοροποιήσεις και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνονται λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Mikrommatis v. Republic 2 R.S.C.C. 125, 131).

Το αρ. 1/90 παρέχει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να καταρτίσει σχέδια υπηρεσίας στα οποία να καθορίζονται «τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της». Εδώ το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε ότι υποψήφιοι που κατέχουν τα προσόντα της επίδικης σημείωσης ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας. Στην μεν παραγ. 3(1) το μόνο προσόν που απαιτείται είναι ακαδημαϊκό, στη δε επίδικη σημείωση απαιτείται ακαδημαϊκό προσόν και τριετής πείρα. Ο Νομοθέτης θέλησε να εντάξει στις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και πρόσωπα που είχαν τη σχετική πείρα. Το αρ. 27 του Νόμου 1/90 παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο απεριόριστη εξουσία καθορισμού των προσόντων και δεν βλέπω πως έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας με το να περιληφθούν διαζευκτικές πρόνοιες στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, το επίμαχο Σχέδιο Υπηρεσίας φωτογραφίζει μερικά από τα Ε.Μ. δεν το καθιστά αντίθετο προς το αρ. 28 του Συντάγματος. Αυτό γιατί, σύμφωνα με το σχετικό ερμηνευτικό κανόνα, τα δικαστήρια ασχολούνται με τη συνταγματικότητα ενός Νόμου και δεν ασχολούνται με τα κίνητρα, την πολιτική του ή τη σοφία του (Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, 654). Επομένως δεν μπορεί να εξεταστεί η σχετική εισήγηση. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέλος αναφορικά με την εισήγηση για παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών αυτή έχει σαν έρεισμα της την εισήγηση περί φωτογράφησης ορισμένων υποψηφίων και την εισήγηση περί υφαρπαγής των εξουσιών της Ε.Δ.Υ.. ΄Εχω ήδη αποφανθεί επί της πρώτης εισήγησης και την έχω απορρίψει. Αναφορικά με τη δεύτερη εισήγηση η εξουσία για θέσπιση των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει αποκλειστικά στα όργανα που ορίζονται από τα αρ. 27 και 87 του Νόμου 1/90 και δεν βλέπω πως αυτά τα όργανα έχουν υφαρπάξει τις εξουσίες της Ε.Δ.Υ..

Στην απαντητική τους αγόρευση οι συνήγοροι της αιτήτριας έχουν προωθήσει και αναπτύξει ακόμη ένα λόγο ακύρωσης. Ισχυρίστηκαν ότι η Ε.Δ.Υ. πεπλανημένα θεώρησε ότι τα Ε.Μ. Αγγελίδης και Παπαηλία είχαν τα προσόντα.

Η πιο πάνω εισήγηση της έχει σαν έρεισμα την πιο πάνω σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία «για την πλήρωση των θέσεων κατά τον πρώτο χρόνο μετά την έγκριση του σχεδίου υπηρεσίας μπορούν να είναι και υποψήφιοι και πρόσωπα που δεν είχαν το προσόν που απαιτείται από την παραγ. 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας». Τα σχέδια υπηρεσίας δημοσιεύθηκαν στις 16.3.2001 και συνεπώς – συνεχίζει η εισήγηση – όταν στις 15.5.2002 η Ε.Δ.Υ. κατάρτισε τον κατάλογο των υποψηφίων που κατέχουν τα προσόντα είχε πάψει να ισχύει η κατ΄ εξαίρεση πρόνοια η οποία είχε λήξει από τις 16.3.2002. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν στο αρ. 6(8) του Νόμου 6(Ι)/98 και υπέβαλαν ότι αυτό το άρθρο «ορίζει σωρευτικά με άλλες προϋποθέσεις ότι ο διορισθείς πρέπει να κατέχει όλα τα απαιτούμενα προσόντα και κατά τον χρόνο διορισμού».

Το κατά πόσο τα πιο πάνω δύο Ε.Μ. μπορούσαν να ήταν υποψήφιοι εξαρτάται από την ερμηνεία της πιο πάνω σημείωσης και από τις πρόνοιες του Νόμου 6(Ι)/98. Έχω παραθέσει το κείμενο της σημείωσης (βλ. σελ. , πιο πάνω). Σύμφωνα με την σημείωση ένας μπορεί να είναι υποψήφιος για την επίδικη θέση για την πλήρωση της κατά τον πρώτο χρόνο μετά την έγκριση του παρόντος σχεδίου υπηρεσίας αν κατέχει τα προσόντα των παραγ. (α) και (β) της σημείωσης. Εγείρονται λοιπόν τα ερωτήματα: Πότε καθίσταται ένας υποψήφιος και πότε πρέπει να κατέχει τα προσόντα των παραγ. (α) και (β); Θεωρώ ότι καθίσταται υποψήφιος με την υποβολή της αίτησης του νοουμένου ότι κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης του κατέχει τα προσόντα των παραγ. (α) και (β) της σημείωσης.

Το αρ. 6(8) το οποίο έχουν επικαλεσθεί οι συνήγοροι της αιτήτριας αναφέρεται σε περίληψη υποψηφίων στον Πίνακα. Η σημείωση κατ΄ εφαρμογή της οποίας τα δύο Ε.Μ. εθεωρήθηκαν υποψήφιοι αναφέρεται στη δυνατότητα κάποιου να καταστεί υποψήφιος. Τα δύο Ε.Μ. κατέστησαν υποψήφιοι με την υποβολή της αίτησης τους η οποία υποβλήθηκε «κατά τον πρώτο χρόνο μετά την έγκριση του σχεδίου υπηρεσίας». Επομένως ο χρόνος καταρτισμού του Πίνακα – καταρτίσθηκε στις 15.5.2002 – αποτελεί ένα άσχετο παράγοντα. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Ε.Δ.Υ. και των Ε.Μ..

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο