ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 671/2003)
29 Απριλίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ
Αιτητές,
v.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ων η αίτηση.
____________________
Α. Κωνσταντίνου
, για τους Αιτητές.Μ. Καλλιγέρου (κα.), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (η Αρχή) με την οποία έκρινε ότι οι αιτητές παραβίασαν τους Καν. 21(8) και 24(1) (α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και τους επέβαλε το συνολικό διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.5000.- καθώς και την κύρωση της προειδοποίησης.
Οι λόγοι ακύρωσης.
Παράνομη και άκυρη σύνθεση ή συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής – Πεπλανημένος αποκλεισμός ενός μέλους
.Τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχουν ως εξής:
Η πρώτη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής που ασχολήθηκε με την παρούσα υπόθεση ήταν η συνεδρία ημερ. 28.8.2002. Στη συνεδρία εκείνη έλαβαν μέρος όλα τα μέλη της Αρχής. Θέμα της συνεδρίας (βλ. Πρακτικά – Παράρτημα ΙΙΙ στην ένσταση) ήταν η «προώθηση υποθέσεων με βάση τον Καν. 42(6) της
Κ.Δ.Π. 10/2000). Σε σχέση με την υπόθεση των αιτητών – η οποία έφερε τον αρ. 146/2002 (1) - και δύο άλλων υποθέσεων αποφασίσθηκε όπως προωθηθεί σύμφωνα με τον Καν. 42(6) της Κ.Δ.Π. 10/2000 «με ενημέρωση των καθ΄ ων η καταγγελία και πρόσκληση των σταθμών να δηλώσουν κατά πόσον επιθυμούν να παρευρεθούν εκπρόσωποι τους κατά την εξέταση τους».Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης η Αρχή πληροφόρησε τους αιτητές ότι «εξετάζει κατόπιν παραπόνου/καταγγελίας πιθανές παραβάσεις του αρ. 26(1) (ε) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν 7(Ι)/1998) και των Καν. 21(3), 21(8), 24(1) (α) και 28(1) της Κ.Δ.Π. 10/2000 (βλ. επιστολή της Αρχής ημερ. 4.9.2002 – Παράρτημα ΙV στην ένσταση). Ταυτόχρονα η Αρχή επισύναψε έκθεση ημερ. 7.8.2002 στην οποία «εκτίθενται λεπτομέρειες για την εναντίον τους διερευνόμενη υπόθεση» και τους κάλεσε να υποβάλουν, εάν επιθυμούν, οποιεσδήποτε εξηγήσεις στην Αρχή εντός 10 ημερών.
Η επόμενη συνεδρία της Αρχής στην οποία εξετάστηκε η υπόθεση των αιτητών ήταν η συνεδρία ημερ. 30.4.2003. Από τη συνεδρία εκείνη απουσίαζε το μέλος της Αρχής κ. Αγάπιος Κακογιάννης. Παραθέτω το σχετικό πρακτικό (Παράρτημα XV στην ένσταση):
«5 Υπόθεση αρ. 96/2002(1) – Παράπονο/Καταγγελία εναντίον του Τηλεοπτικού Σταθμού ‘ΑΝΤΕΝΝΑ’.
Η πιο πάνω υπόθεση αναβάλλεται σε επόμενη συνεδρία.»
Η επόμενη κίνηση της Αρχής βρίσκεται στην επιστολή της ημερ. 6.5.2003 προς τους αιτητές με την οποία τους κάλεσε να εμφανισθούν σε συνεδρία «της Αρχής την Τετάρτη 14.5.2003 στις 16:00 κατά την οποία θα συνεχισθεί η εξέταση της υπόθεσης με αρ. 96/2002 (1) (βλ. Παράρτημα XVI στην ένσταση).
Από τη συνεδρία της Αρχής ημερ. 14.5.2003 απουσίαζαν τα μέλη κα. Φρ. Ηγουμενίδου και κ. Αγάπιος Κακογιάννης. Η απουσία του κ. Κακογιάννη εξηγείται ως εξής στο σχετικό πρακτικό: «Επί πλέον για να τηρηθεί η ίδια σύνθεση της Αρχής με τη συνεδρία της αρ. 17/2003 ημερ. 14.5.2003, κατά την οποία έγινε η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης αρ. 96/2002(1) ο κ. Κακογιάννης αποχώρησε κατά την εξέταση της υπόθεσης».
Σημειώνεται ότι ο κ. Κωνσταντίνου υπέδειξε ότι η πιο πάνω αναφορά «σε συνεδρία αρ. 17/2003 ημερ. 14.5.2003» οφείλετο προφανώς σε δακτυλογραφικό λάθος γιατί «εννοείτο συνεδρία αρ. 16/2003 ημερ. 30.4.2003 από την οποία απουσίαζε ο κ. Κακογιάννης».
Το σχετικό με την εξέταση της υπόθεσης των αιτητών πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 14.5.2003 έχει ως εξής:
«9. Υπόθεση αρ. 96/2002 (1) – Παράπονο/Καταγγελία εναντίον του Τηλεοπτικού Σταθμού ‘ΑΝΤΕΝΝΑ’.
Η Αρχή εξέτασε την πιο πάνω υπόθεση και εξέδωσε σχετική απόφαση, το κείμενο της οποίας αποτελεί χωριστό έγγραφο.»
Σε σχέση με την συνεδρία ημερ. 14.5.2003 στην οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση – και από την οποία απουσίαζε ο κ. Κακογιάννης – ο κ. Κωνσταντίνου πρόβαλε τις πιο κάτω θέσεις:
(α) Θα ανέμενε κανείς, αφού η προηγούμενη συνεδρία της 30.4.2003, από την οποία απουσίαζε ο κ. Α. Κακογιάννης, ήταν προκαταρκτική (αναβολή), να ετίθετο ενώπιον του η απόφαση για αναβολή που λήφθηκε την 30.4.2003 και να εκαλείτο να τοποθετηθεί επ΄ αυτής, αν δηλαδή υιοθετούσε ή όχι την εν λόγω απόφαση για αναβολή. Ακολούθως
, έπρεπε να παραμείνει στην ακροαματική διαδικασία της παρούσας υπόθεσης.(β) Ο αυτοαποκλεισμός του κ. Κακογιάννη από τη συνεδρία ημερ. 14.5.2003 συνιστά πλάνη. Η πλάνη οφείλετο στο λάθος ότι, δήθεν, έγινε ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης στην προηγούμενη συνεδρία (30.4.2003) ενώ σ΄ αυτή τη συνεδρία ανεβλήθη η υπόθεση. Με την πεπλανημένη εντύπωση ότι ο κ. Κακογιάννης απουσίαζε από προηγούμενη συνεδρία (30.4.2003) κατά την οποία άρχισε η υποτιθέμενη ακροαματική διαδικασία, αυτοαποκλείστηκε για να μη συμμετάσχει στην υποτιθέμενη συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας της επόμενης συνεδρίας (14.5.2003).
(γ) Είναι καθαρό ότι το μέλος κ. Α. Κακογιάννης προσκλήθηκε στη συνεδρία της 14.5.2003, παρέστη σ΄ αυτή, κατά τη συζήτηση των θεμάτων που προηγήθηκαν. Όταν ήλθε η σειρά της ακρόασης της επίδικης υπόθεσης (αρ. 96/2002(1)), αποφάσισε να αποχωρήσει με τη μέθοδο του αυτοαποκλεισμού.
(δ) Αφ΄ ης στιγμής ο κ. Α. Κακογιάννης επέλεξε να παραστεί στη συνεδρία της 14.5.2003, όφειλε να συμμετάσχει στη συνεδρία μέχρι τέλους της συζήτησης του θέματος και λήψης απόφασης. Σε τέτοια περίπτωση θα ενημερώνετο απλώς για την απόφαση για αναβολή που λήφθηκε στη συνεδρία της 30.4.2003, που απουσίαζε, που ήταν προκαταρκτικής φύσης,και θα τοποθετείτο δηλώνοντας τη συμφωνία ή διαφωνία του. Μετά, έπρεπε να λάβει μέρος στην ακρόαση της παρούσας υπόθεσης, όπως όφειλε.
Τέλος ο κ. Κωνσταντίνου υπέβαλε ότι η ηθελημένη και πεπλανημένη αποχώρηση και μη συμμετοχή του κ. Κακογιάννη στη συνεδρία ημερ. 14.5.2003 αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης. Έρεισμα της εισήγησης του ήταν οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην
Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737 και Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897 και η απόφαση του Α. Λοϊζου, Δ. – όπως ήταν τότε – στην Kyprianou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 210, 213.Από την άλλη η κα. Καλλιγέρου, εκ μέρους της Αρχής, υπέβαλε πως έγινε παρερμηνεία των γεγονότων. Σύμφωνα με την κα. Καλλιγέρου στις 30.4.2003 τέθηκαν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, τόσο το Παράρτημα VI στην ένσταση (επιστολή του Προέδρου των αιτητών ημερ. 27.1.2003) όσο και το Παράρτημα VII στην ένσταση (επιστολή ημερ. 16.1.2003) του δημοσιογράφου Πέτρου Μελαϊση) και το Παράρτημα VIII στην ένσταση (αλληλογραφία του Αστυνομικού Διευθυντή Πάφου με τον Πρόεδρο της Ένωσης Συντακτών Κύπρου). Επίσης τέθηκε υπόψη του Διοικητικού Συμβουλίου, επιστολή του Διευθυντή Ειδήσεων κου Τσαλακού (Παράρτημα Χ στην ένσταση) ημερ. 18.3.2003, καθώς και το σχετικό σημείωμα της Λειτουργού της Αρχής ημερ. 23.4.2002 (Παράρτημα XIV στην ένσταση).
Στις 30.4.2003 – συνέχισε – εξετάστηκαν όλα αυτά τα στοιχεία από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων και προφορικών εξηγήσεων του σταθμού καθώς και των βιντεοταινιών.
Η αναβολή – συμπλήρωσε – που αποφασίστηκε ήταν για σκοπούς συνέχισης της εξέτασης της υπόθεσης. Αυτός ήταν και ο λόγος που με επιστολές της Αρχής κλήθηκαν ως μάρτυρες στην επόμενη συνεδρία της 14.5.2003 (στην οποία απουσίαζε το μέλος Κακογιάννης) οι Σπύρος Κονιώτης και Σπύρος Ιωάννου (Παράρτημα XVI στην ένσταση). Επειδή χρειάστηκαν περαιτέρω διευκρινίσεις.
Αναφορικά με το τί έλαβε χώραν στη συνεδρία ημερ. 30.4.2003 η κα. Καλλιγέρου παρέπεμψε στο πιο κάτω απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 13-14):
«Η Αρχή με επιστολή της ημερ. 4.4.2003, όρισε την εξέταση της εν λόγω υπόθεσης στις 30.4.2003 και κάλεσε τον σταθμό να παραστεί.
Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, εκ μέρους του τηλεοπτικού σταθμού ‘ΑΝΤΕΝΝΑ’ παρευρέθηκαν ο Διευθυντής Ειδήσεων του Σταθμού, κ. Γ. Τσαλακός. Ο κ. Τσαλακός, σε σχετική ερώτηση της Αρχής, απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν δόθηκε η ευκαιρία στον παραπονούμενο να απαντήσει στα όσα προέβαλε ο σταθμός κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες και αν ο παραπονούμενος αποδέχτηκε ή όχι οποιαδήποτε πρόσκληση. Για το λόγο αυτό η Αρχή αποφάσισε όπως συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης στην παρουσία του παραπονούμενου καθώς και του Αστυνομικού ο οποίος κατέγραψε το παράπονο του κ. Μελαϊση, θεωρώντας απαραίτητη την κατάθεση του ημερολογίου του σταθμού όπου καταγράφηκε το παράπονο.
Η Αρχή με επιστολές της ημερ. 6.5.2003, κάλεσε το εν λόγω σταθμό, τον παραπονούμενο κ. Σπύρο Κονιώτη, Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου και τον Αστυνομικό κ. Σπύρο Ιωάννου υπό την ιδιότητα του μάρτυρα, να παραστούν στη συνέχεια της εξέτασης της εν λόγω υπόθεσης στις 14.5.2003.»
Με βάση τα ανωτέρω – κατέληξε η κα. Καλλιγέρου – «το επιχείρημα πως στις 30.4.2003 δεν είχε γίνει τίποτε παρά μόνο η υπόθεση αναβλήθηκε καταπίπτει». Η υπόθεση «αναβλήθηκε μεν, αλλά η αναβολή αποσκοπούσε στην κλήση και ακρόαση και άλλων μαρτύρων. Νόμιμα και ορθά αποχώρησε από την επόμενη συνεδρία της 14.5.2
003 ο κ. Κακογιάννης.Στην απαντητική του αγόρευση ο κ. Κωνσταντίνου επέμενε πως «καμιά ακροαματική διαδικασία καταγράφεται στο πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας της 30.4.2003». Το μόνο που έγινε ήταν να υποβληθεί μια ερώτηση στον εκπρόσωπο των αιτητών κ. Γ. Τσαλακό που δεν γνώριζε την απάντηση. Γι΄ αυτό η υπόθεση αναβλήθηκε. Η ερώτηση ήταν αν δόθηκε από τον ΑΝΤΕΝΝΑ η ευκαιρία στον παραπονούμενο να απαντήσει και αν ο παραπονούμενος απεδέχθη ή όχι τέτοια πρόσκληση. Επειδή ο κ. Τσαλακός δεν γνώριζε αναβλήθηκε η υπόθεση για να κλητευθεί και ο παραπονούμενος και ο Αστυνομικός.
Ο κ. Κακογιάννης, για τους λόγους που εξηγούνται στα πρακτικά, δεν έλαβε μέρος στη συνεδρία ημερ. 14.5.2003. Το αρ. 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99), το οποίο αποτελεί κωδικοποίηση των σχετικών αρχών του διοικητικού δικαίου, προδιαγράφει τη διαδικασία που είναι αναγκαία για να καταστεί νόμιμη η συμμετοχή του κ. Κακογιάννη στη συνεδρία της 14.5.2003. Προβλέπει:
«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται
Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 112, Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Έβδομη έκδοση, σελ. 135 και «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου» υπό Γ.Μ. Παπαχατζή, Τόμος Πρώτος, Έκτη Έκδοση, σελ. 227
.Στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνω (βλ. σελ. 7, πιο πάνω) ότι το μόνο που έλαβε χώραν στη συνεδρία ημερ. 30.4.2003 ήταν η υποβολή μιας ερώτησης στον εκπρόσωπο των αιτητών κ. Γ. Τσαλακό. Ο τελευταίος δεν γνώριζε την απάντηση και για το λόγο αυτό η υπόθεση αναβλήθηκε. Η ερώτηση ήταν κατά πόσο είχε δοθεί από τους αιτητές η ευκαιρία στον παραπονούμενο να απαντήσει και αν ο παραπονούμενος απεδέχθη ή όχι τέτοια πρόσκληση.
Εν όψει του περιεχομένου και της φύσεως των όσων έλαβαν χώραν στη συνεδρία της Αρχής ημερ. 30.4.2003 έχω την άποψη πως ήταν απόλυτα ευχερές να εφαρμοσθεί η διαδικασία που προβλέπεται από το αρ. 22 του πιο πάνω Νόμου 158(Ι)/99. Ωστόσο τέτοια διαδικασία δεν έτυχε εφαρμογής. Ο κ. Αγαπίου επέλεξε «να αποχωρήσει κατά την εξέταση της υπόθεσης για να τηρηθεί η ίδια σύνθεση της Αρχής με την συνεδρία ημερ. 30.4.2003». Όπως έχει ήδη υποδειχθεί οι πρόνοιες του αρ. 22 του Νόμου 158(Ι)/1999 καθιστούσαν δυνατή τη συμμετοχή του κ. Κακογιάννη η δε εφαρμογή τους ήταν απόλυτα ευχερής. Η Αρχή δεν έχει κάμει χρήση της διεξόδου που προσφέρεται από το αρ. 22. Τούτων δοθέντων θεωρώ ότι η μη συμμετοχή του κ. Κακογιάννη στη συνεδρία ημερ. 14.5.2003 οφείλεται στην πεπλανημένη άποψη ότι δεν μπορούσε να λάβει μέρος. Στην
Kyprianou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 210, 213, με αναφορά στο «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον» Β΄ Γενικόν Μέρος, Έκδοση τέταρτη, σελ. 23 του Ηλία Γ. Κυριακόπουλου και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-59, σελ. 110, ο Α. Λοϊζου, Δ. – όπως ήταν τότε – αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την εγκυρότητα αποφάσεων που λαμβάνονται από συλλογικά όργανα με κακή σύνθεση. Σύμφωνα με τις αρχές εκείνες «δεν αρκεί η παρουσία των συγκροτούντων νόμιμον απαρτίαν μελών, ίνα θεωρηθεί το συλλογικόν όργανον ως συντεθειμένον νομίμως, αλλά δέον να προκύπτει συνάμα ότι η διοίκησις κατέστησε δυνατήν την παρουσίαν απάντων των μελών του οργάνου δι΄ εγκαίρου προσκλήσεως των όπως παραστώσιν εις την συνεδρίαν».Ο ευπαίδευτος Δικαστής κατέληξε ως εξής:
“On the other hand, if a member or members are excluded on an erroneous view that they could not participate at such a meeting, the collective organ in question cannot be considered as properly composed when an administrative decision is taken even if there is quorum and, therefore, such decision should be annulled on the ground of wrong composition of the organ.”
Σε μετάφραση
:«Από την άλλη, αν ένα μέλος ή μέλη αποκλειστούν με βάση την πεπλανημένη άποψη ότι δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος στη συγκεκριμένη συνεδρία, το εν λόγω συλλογικό όργανο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεδρίασε με την ορθή σύνθεση κατά τη λήψη της διοικητικής απόφασης έστω και αν υπάρχει απαρτία, και επομένως τέτοια απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω κακής συνθέσεως του οργάνου.»
Τονίζεται ότι η
Kyprianou (πιο πάνω) υιοθετήθηκε ευθέως από δύο αποφάσεις της Ολομέλειας – τις Mytides και Paschali (πιο πάνω). Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στις τρεις πιο πάνω υποθέσεις. Κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν΄ απορριφθεί λόγω κακής σύνθεσης της Αρχής.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο