ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 783/02, 19 Απριλίου, 2004. ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 783/02, 19 Απριλίου, 2004.

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 783/02

19 Απριλίου, 2004.

[ΑΡΕΣΤΗΣ δ/στής]

ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ,

Αιτητής,

- ν. -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθής η αίτηση.

----------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για τον αιτητή,

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την καθής η αίτηση

Σ. Ανδρέου, για το ενδιαφερόμενο μέρος

----------------------------------< /P>

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Ο αιτητής από 1/12/02 υπηρετεί στη θέση Επιθεωρητή Ασφαλείας 1ης τάξης ή όπως αργότερα μετονομάστηκε Επιθεωρητής Εργασίας 1ης τάξης.

Κατόπιν αιτήματος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προχώρησε στην πλήρωση μιας μόνιμης θέσης Ανώτερου Επιθεωρητή Εργασίας, η οποία είναι θέση προαγωγής. Ο αιτητής ήταν υποψήφιος για τη θέση. Η Επιτροπή σε συνεδρία της ημερ. 17/6/02 προχώρησε στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, αφού άκουσε προηγουμένως τις απόψεις του Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας. Στις 20/6/02 η Επιτροπή αποφάσισε να διορίσει στη θέση το ε.μ. από 1/7/02. Η Επιτροπή διορίζοντας το ε.μ. έλαβε μεταξύ άλλων υπόψη ότι αυτή είχε υπέρ της και τη σύσταση του Διευθυντή.

Η σύσταση του Διευθυντή όπως φαίνεται στα πρακτικά της Επιτροπής ημερ. 12/6/02 έχει ως εξής:

«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους για πάρα πολλά χρόνια, από την ημερομηνία του διορισμού τους στην Υπηρεσία. Προκειμένου όμως να προβώ σε σύσταση, έχω διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους τους και έχω μελετήσει τους Προσωπικούς τους Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων. Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης και ιδιαίτερα το χώρο εργασίας και τις ευθύνες τις οποίες ο προαχθείς θα κληθεί να αναλάβει, κρίνω ως καταλληλότερη και συστήνω για προαγωγή τη Θεοδουλίδου Γιαννούλα.

Η συστηνόμενη υπηρετεί στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος. Διακρίνεται για την προθυμία της και για την ποιότητα της εργασίας την οποία παράγει. Συστήνοντας τη Θεοδουλίδου έλαβε υπόψη ιδιαίτερα τις ικανότητες της να αντιμετωπίζει διοικητικά και οργανωτικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα εποπτείας, ιδιότητες στις οποίες έχει αξιολογηθεί καλύτερα από τους υπόλοιπους υποψηφίους και που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης.»

Βρίσκω επιπλέον χρήσιμο να παραθέσω και τα πιο κάτω απόσπασμα των πρακτικών που σχετίζεται με τις απόψεις του Διευθυντή.

«Σε ερώτηση της Επιτροπής γιατί δεν συστήνεται ο Λάμπρου Σταύρος, ο οποίος έχει επιδείξει μια σταδιακή βελτίωση στις αξιολογήσεις του, με αποτέλεσμα να αξιολογηθεί τα τελευταία δύο χρόνια στο επίπεδο του 7-1, και υπερτερεί σε αρχαιότητα κατά τεσσεράμισι χρόνια έναντι της συστηνομένης, ο Διευθυντής ανέφερε ότι η συστηνομένη έχει περισσότερες ικανότητες να οργανώνει την εργασία της, ενώ ο Λάμπρου υστερεί στον τομέα αυτό, αυτό δε έχει διαφανεί και μέσα από την εργασία τους και επιβεβαιώνεται και από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις.»

Ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή την απόφαση της Επιτροπής. Ένας από τους κύριους λόγους γι’ ακύρωση της επίδικης απόφασης όπως αναπτύχθηκε με την αγόρευση του συνηγόρου του είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι παράτυπη και τρωτή γιατί συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Ο συνήγορος του αιτητή προχωρεί στη σύγκριση της εικόνας των δύο υποψηφίων όπως αναδύεται μέσα από τους υπηρεσιακούς φακέλους των δύο, κάμνει σύγκριση των υπηρεσιακών εκθέσεων, της πείρας, της αρχαιότητας και των προσόντων για να καταλήξει ότι με βάση αυτά η σύσταση του διευθυντή δεν ήταν δικαιολογημένη.

Ο λόγος αυτός ακύρωσης δεν μπορεί να επιτύχει. Εν πρώτοις η σύσταση δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Για παράδειγμα με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις για τα πέντε τελευταία χρόνια (1997-2001) ο αιτητής βαθμολογείται με 31 «εξαίρετα» και το ε.μ. με 35. Υπάρχει δηλαδή εδώ ελαφρά έστω υπεροχή του ε.μ. Όμως αυτό που κύρια έχει σημασία είναι ότι σκοπός της σύστασης του διευθυντή δεν είναι ν’ αναπαράξει τα στοιχεία των φακέλων αλλ’ είναι ανεξάρτητο στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων. Θα ήταν άνευ σημασίας αν δεν είχε να προσθέσει τίποτε πέραν όσων περιέχονται στους υπηρεσιακούς φακέλους (βλ. Καλαϊτζής ν. Ε.Δ.Υ. (1984) 3 Α.Α.Δ. 389 και Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713). Μια σύσταση ενδεχομένως είναι τρωτή αν βρίσκεται σε καταφανή αντίθεση και συγκρούεται με την εικόνα των φακέλων. Κάμνοντας χρήση ενός παραδείγματος μόνο εδώ θα ήταν τέτοια η κατάσταση αν ο αιτητής είχε βαθμολογία 30 «εξαίρετα» και το ε.μ. 20.

Στην παρούσα υπόθεση δεν είναι τέτοια η κατάσταση. Η όποια επί μέρους σύγκριση των δύο υποψηφίων δεν αναδεικνύει υπεροχή του αιτητή ώστε να υπάρχει σύγκρουση της σύστασης του Διευθυντή με τους υπηρεσιακούς φακέλους. Εκεί που ο αιτητής υπερέχει του ε.μ. ήταν στην αρχαιότητα. Ο Διευθυντής ρωτήθηκε ειδικώς γιαυτό και έδωσε τις εξηγήσεις του βασισμένος μάλιστα εν μέρει και στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Παρέθεσα το σχετικό απόσπασμα πιο πάνω. Δίδει σαφή εξήγηση γιατί παρακάμπτει την αρχαιότητα, πράγμα που μπορούσε να κάμει σε μια θέση προαγωγής μ’ αυξημένα καθήκοντα και ευθύνες.

Έχοντας υπόψη την γνώμη του Διευθυντή όπως παρατέθηκε πιο πάνω δεν βρίσκω τίποτε το τρωτό σ’ αυτή. Δικαιολόγησε τη θέση του όχι μόνο με αναφορά στους φακέλους αλλά και επί τη βάσει των δικών του γνώσεων πάντοτε με αναφορά στις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας.

Αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Σαν δεύτερος και τελευταίος λόγος προβάλλεται η παράλειψη της Επιτροπής να καθορίσει αν τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Είναι η θέση του συνηγόρου του ότι πέραν από το προσόν που τόσο ο αιτητής είχε αλλά και το ε.μ., ο πρώτος κατέχει πρόσθετα προσόντα, και τόσο ο Διευθυντής όσο και η Επιτροπή δεν καθόρισαν αν αυτά ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης ή όχι.

Η απάντηση τόσο του συνηγόρου της Επιτροπής όσο και του ε.μ. είναι ότι πέραν από το γεγονός ότι αναφέρεται στην επίδικη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων το προσόν που επικαλείται ο αιτητής δεν είναι μεταπτυχιακό ή πτυχιακό προσόν το οποίο με βάση τις σχετικές αυθεντίες που επικαλείται θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη σαν πρόθετο προσόν.

Θα συμφωνήσω με την πιο πάνω θέση ιδιαίτερα όσον αφορά το γεγονός ότι αυτό που επικαλείται ο αιτητής σαν πρόσθετο προσόν δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν τέτοιο εφόσον δεν πρόκειται για πτυχιακό ή μεταπτυχιακό προσόν (βλ. Πούρου και άλλοι ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2847, 2857 και 2858, ημερ. 30/4/01). Με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στο φάκελο του αιτητή δεν προκύπτει ότι το πρόσθετο προσόν που επικαλείται μπορεί να θεωρηθεί σαν πτυχίο πολύ περισσότερο σαν μεταπτυχιακό προσόν.

Και αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται. Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο αιτητής να πληρώσει τα έξοδα όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Γ. Αρέστης, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο