ΙΩΣΗΦ ΜΟΥΤΗΡΗΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, Υπσθεση Αρ. 1138/2002, 15 Ιουνίου, 2004 ΙΩΣΗΦ ΜΟΥΤΗΡΗΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, Υπσθεση Αρ. 1138/2002, 15 Ιουνίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπσθεση Αρ. 1138/2002)

15 Ιουνίου, 2004

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΙΩΣΗΦ ΜΟΥΤΗΡΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,

Καθ΄ου η Αίτηση.

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής ζητά με την προσφυγή αυτή την πιο κάτω θεραπεία:-

«Δήλωση και/ή Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ΄ ου η αίτηση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερομηνίας 25/11/2002, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής μετατέθηκε προσωρινά από το Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου από την 27/11/2002 και για διάστημα μέχρι τρεις μήνες, είναι άκυρη και/ή χωρίς κανένα νόμιμο αποτέλεσμα.»

Ο αιτητής είναι μόνιμος Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης στο Καρδιολογικό Τμήμα του νοσοκομείου Λεμεσού.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) έθεσε τον αιτητή σε διαθεσιμότητα από τις 27.8.2002, μετά από εισήγηση της αρμοδίας αρχής λόγω ποινικής και/ή πειθαρχικής έρευνας που εκκρεμούσε εναντίον του αναφορικά με πιθανή διάπραξη ποινικών ή πειθαρχικών παραπτωμάτων.

Κατόπιν εισήγησης της αρμοδίας αρχής η ΕΔΥ στις 26.11.2002 τερμάτισε τη διαθεσιμότητα του αιτητή, επειδή δεν στοιχειοθετείτο ποινικό αδίκημα σε βάρος του. Η αρμοδία όμως αρχή ενημέρωσε την ΕΔΥ ότι θα προχωρούσε σε έρευνα για την διαπίστωση του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικού αδικήματος από τον αιτητή.

Η αρμοδία αρχή, για την εξυπηρέτηση υπηρεσιακών αναγκών αλλά και για σκοπούς απρόσκοπτης διεξαγωγής της πειθαρχικής έρευνας και για την αποφυγή του ενδεχομένου επηρεασμού μαρτύρων αποφάσισε να μεταθέσει προσωρινά τον αιτητή στο νοσοκομείο Πάφου, σύμφωνα με το άρθρο 48(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990.

Μετά τη λήξη της προσωρινής μετάθεσης του αιτητή στις 27.2.2003 αυτός επανήλθε στο νοσοκομείο Λεμεσού με απόφαση της αρμοδίας αρχής.

Η ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προβάλλει ως λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης (α) κατάχρηση εξουσίας και παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, (β) πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, (γ) παράνομη αιτιολογία και(δ) αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την απόφαση.

Ο καθ΄ου η αίτηση προβάλλει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Ο συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση βασίζεται αποκλειστικά, για υποστήριξη της θέσης του, στην αυθεντία Vrahimis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1428. Η αυθεντία όμως αυτή δεν είναι σχετική ούτε τα γεγονότα της συμπίπτουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Το γεγονός ότι η μετάθεση ήταν προσωρινή δεν καθιστά την πράξη μη εκτελεστή, όπως ισχυρίζεται ο καθ΄ου η αίτηση.

Από την ίδια όμως τη γραπτή ένσταση του καθ΄ου η αίτηση προκύπτει και άλλη προδικαστική ένσταση. Στη γραπτή ένσταση αναφέρεται ότι η προσωρινή μετάθεση του αιτητή έληξε στις 27.2.2003 και με απόφαση της αρμοδίας αρχής επέστρεψε στα καθήκοντα του στο νοσοκομείο Λεμεσού. Το θέμα θίγηκε ακροθιγώς στη διαδικασία, αλλά η συνήγορος του αιτητή δεν απέσυρε την προσφυγή.

Το προκύπτον θέμα αφορά την κατοχή από τον αιτητή του εννόμου συμφέροντος για τη συνέχιση της προσφυγής του. Με πάγια θέση της νομολογίας θέματα εννόμου συμφέροντος εξετάζονται αυτοδικαίως από το Δικαστήριο. Σύμφωνα επίσης με την πάγια νομολογία το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι υπαρκτό σε όλα τα στάδια της διαδικασίας από την έγερση μέχρι και την εκδίκαση της προσφυγής.

Το θέμα που μας απασχολεί έχει επιλυθεί από τη νομολογία. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 στις σελίδες 242 και 243 αναφέρονται τα εξής:-

«δδ΄. Πράξεις περιωρισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ΄ ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ΄ ον ίσχυσεν, εφ΄ όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις. Εφ΄ όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυεν πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου. Η πλέον πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ΄ όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ΄ ον χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχη λήξει η ισχύς ταύτης, εφ΄ όσον δεν ήρθησαν τα κατά τον χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα.»

Η πιο πάνω θέση υιοθετήθηκε και από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Για να θεωρηθεί ότι το έννομο συμφέρον του αιτητή εξακολουθεί και μετά την ανάκληση ή τη λήξη της επίδικης πράξης πρέπει ο τελευταίος να πιθανολογήσει ζημία, η οποία μπορεί να δημιουργήσει απαίτηση δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Στην παρούσα υπόθεση ουδεμία μνεία οποιασδήποτε ζημιάς πιθανολογείται από τον αιτητή ή τη δικηγόρο του στις γραπτές αγορεύσεις ή άλλως πως. Κατά συνέπεια βασική προϋπόθεση, αυτή της πιθανολόγησης ζημίας, δεν έχει τεκμηριωθεί από τον αιτητή και κατά συνέπεια έχει απωλέσει το έννομο συμφέρον του για την προώθηση της προσφυγής.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

&# 9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο