ΑΘΗΝΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 345/03, 14 Ιουνίου, 2004 ΑΘΗΝΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 345/03, 14 Ιουνίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 345/03

14 Ιουνίου, 2004

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΘΗΝΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,

Αιτήτρια,

- ν. -

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθού η αίτηση

------------------------

Λ. Ν. Κληρίδης με Ε. Μηλιδώνη (κα), για την αιτήτρια

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τον καθού η αίτηση

---------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα υπόθεση η αιτήτρια Αθηνά Τουμάζου ζητά δήλωση του δικαστηρίου, που να ακυρώνει την απόφαση του Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας με την οποία απέρριψε αίτημα της για χορήγηση σύνταξης χηρείας του αποθανόντος συζύγου της Αντώνη Τουμάζου, η οποία απόφαση περιέχεται σε επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερ. 16/12/02, αλλά επεδόθη, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της αιτήτριας, στον αδελφότεκνο της Γεώργιο Μηνά και περιήλθε σε γνώση της κατά ή περί το τέλος Ιανουαρίου 2003.

Νομική βάση της αίτησης, η οποία γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος, είναι τα άρθρα 22 του Νόμου 9/67 και 137(3) [(προφανώς θα εννοεί το 37(3)] του Ν. 97(1)/97. Γίνεται ισχυρισμός ότι η απόφαση αντίκειται και προς το άρθρο 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας για το λόγο ότι ενώ καθιερώνεται η καταβολή σύνταξης χηρείας, το δικαίωμα αυτό αφαιρείται από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις οι οποίες προνοούν ότι το δικαίωμα αυτό δεν ισχύει σε γάμο που τελέστηκε όταν ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος.

Τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνεται ότι αποτελούν κοινό έδαφος και έχουν περιληπτικά ως εξής: ο Αντώνης Τουμάζου ήταν εκπαιδευτικός και αφυπηρέτησε στις 1/4/84. Ήταν χήρος. Στις 13/11/88 (ενώ δηλαδή ήταν συνταξιούχος) ετέλεσε γάμο με την αιτήτρια Αθηνά Τουμάζου με την οποία συζούσε μέχρι τις 25/10/02 οπότε ο σύζυγος απεβίωσε. Στις 31/10/02 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για σύνταξη χηρείας η οποία όμως απερρίφθη από το Γενικό Λογιστή με επιστολή του ημερ. 16/12/02, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως ακολούθως:

«Αναφέρομαι στην αίτηση σας για σύνταξη χηρείας και με λύπη μου σας πληροφορώ πως δεν δικαιούστε σύνταξη χηρείας επειδή ο γάμος σας τελέστηκε όταν ο αποβιώσας σύζυγος σας Αντώνης Τουμάζου έπαυσε να είναι υπάλληλος. Το άρθρο 37(3) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν. 97(1)/97) είναι σχετικό.

Εσωκλείεται η επιταγή με αρ. 05-678109 ημερομηνίας 23/12/2002 που αντιπροσωπεύει τη σύνταξη του αποβιώσαντα συζύγου σας για την περίοδο 01/10/2002 μέχρι 25/10/2002 και 10/12 13ης σύνταξης για το έτος 2002.»

 

Στις 14/4/03 η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή και ζητά ακύρωση της πιο πάνω απόφασης όπως ήδη αναφέρθηκε.

Οι διάδικοι έχουν διαφορά ως προς το χρόνο που περιήλθε σε γνώση της αιτήτριας η πιο πάνω απόφαση. Γιαυτό άλλωστε ένας από τους λόγους ένστασης είναι και προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι η εν λόγω επιστολή δεν ταχυδρομήθηκε από το Γραφείο του Γενικού Λογιστή προς την ίδια αλλά εδόθη προς τον προαναφερθέντα αδελφότεκνο, ο οποίος της παρέδωσε αυτή «κατά ή περί το τέλος Ιανουαρίου 2003» (όπως διατυπώνεται στο αιτητικό και παράγραφο 7 των γεγονότων της αίτησης) και έτσι η προθεσμία των 75 ημερών πρέπει να αρχίζει από το τέλος Ιανουαρίου 2003 ως η πρόνοια του άρθρ. 146.3 του Συντάγματος. (βλ. παράγραφος 9 των γεγονότων της αίτησης).

Η πλευρά του καθού η αίτηση εκτός από το εκπρόθεσμο της προσφυγής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ορθή, νόμιμη και δεόντως αιτιολογημένη.

Μετά την ημερομηνία της προσβαλλόμενης απόφασης της 16/12/02, οι δικηγόροι της αιτήτριας, με επιστολή τους ημερ. 30/1/03 απευθυνόμενης προς το Γενικό Λογιστή ανέφεραν τα εξής:

«Αναφερόμαστε στην επιστολή σας ημ. 16/12/02 προς την πελάτιδα μας κα Αθηνά Τουμάζου από τους Αγίους Τριμιθιάς σχετικά με την σύνταξη χηρείας από τον αποβ. σύζυγο της Αντώνη Τουμάζου και εις απάντηση σας πληροφορούμε τα εξής:

Α) Είναι ο ισχυρισμός μας ότι η τροποποίηση του άρθρου 37(3) της νομοθεσίας περί Συντάξεως με το Νόμο 37(1)/97 είναι αντισυνταγματική διότι η σύνταξη χηρείας είναι δικαίωμα το οποίον δεν είναι δυνατόν να εξαφανίζεται με τον περιορισμό που εισάγεται από το άρθρο 37(3) ο οποίος προνοεί ότι δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν γάμος που τελέστηκε όταν ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος.

Β) Περαιτέρω ισχυριζόμαστε ότι έστω και αν το άρθρ 37(3) δεν είναι αντισυνταγματικό η πιο πάνω πρόνοια δεν μπορεί να ισχύει στην προκειμένη περίπτωση εφ’ όσον όταν η πελάτις μας ετελούσε τον γάμο της με τον Αντώνη Τουμάζου στες 13.11.88 δεν υπήρχε τέτοια πρόνοια η οποία δεν μπορεί να έχει ισχύ στην περίπτωση της αφού εθεσπίσθη εκ των υστέρων και ο νόμος 37(3) δεν έχει αναδρομική ισχύ.

2. Εν’ όψει των ανωτέρω η πελάτις μου εξαιτείται την καταβολή της σύνταξης χηρείας την οποία δικαιούται.»

Στην πιο πάνω επιστολή ο Γενικός Λογιστής απάντησε με την επιστολή του ημερ. 21/2/03 (παράρτημα 6 στην ένσταση) επιμένοντας ότι η απόφαση λήφθηκε με βάσει το άρθρο 37(3) το οποίο δεν αφαιρεί κανένα υφιστάμενο δικαίωμα σύνταξης αφού παρόμοια πρόνοια υπήρχε από το 1967. Έτσι ακολούθησε η παρούσα προσφυγή κατά της απόφασης της 16/12/02. Άλλωστε η εν λόγω επιστολή της 30/1/03 δε θα μπορούσε να αναστείλει ή διακόψει την επιτακτική προθεσμία των 75 ημερών. (βλ. Gabbiano Overseas Ltd. N. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1343,σελ. 1350).

Με οδηγίες του δικαστηρίου οι συνήγοροι καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις και η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις. Στο στάδιο αυτό των διευκρινίσεων οι ευπαίδευτοι συνήγοροι απλώς υιοθέτησαν τις αντίστοιχες αγορεύσεις τους. Κατατέθηκε επίσης και ο σχετικός φάκελος της διοίκησης ως τεκμήριο.

Με την αγόρευση τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας επιμένουν στο εμπρόθεσμο της προσφυγής αφού επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό ότι αυτή παραδόθηκε στον αδελφότεκνο της ο οποίος όμως της παράδωσε την επιστολή « κατά ή περί το τέλος Ιανουαρίου 2003».

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθού η αίτηση στο θέμα αυτό δηλαδή κατά πόσον η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη ή όχι, στην αγόρευση του αναφέρει ότι «με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας η επιστολή, προσβαλλόμενη πράξη, ταχυδρομήθηκε στη διεύθυνση της αιτήτριας και δεν παραδόθηκε σε κανένα». Έτσι παρόλο που δέχεται και δηλώνει ότι το βάρος απόδειξης του εκπρόθεσμου βαρύνει τον καθού η αίτηση εντούτοις αφού ο ισχυρισμός της αιτήτριας για παράδοση της επιστολής σε τρίτο πρόσωπο βρίσκεται έξω από τη συνήθη διαδικασία και μέσα στον έλεγχο της αιτήτριας, θα έπρεπε να αποδειχθεί από την ίδια. Προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης πριν από τις 30/1/03 αφού ο δικηγόρος της στις 30/1/03 έστειλε προς τον καθού η αίτηση την επιστολή ημερ. 30/1/03 (τεκμ. 5 στην ένσταση).

Αρχίζω την εξέταση της υπόθεσης από την προδικαστική ένσταση καθότι αν φανεί ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη αυτός είναι αρκετός λόγος για απόρριψη της, χωρίς την ανάγκη να εξεταστεί αυτή και στην ουσία της.

Το θέμα αυτό της προθεσμίας των 75 ημερών που θέτει το άρθρο 146.3 του Συντάγματος είναι τόσο σημαντικό που το δικαστήριο έχει εξουσία να εγείρει τούτο και αυτεπάγγελτα. Το ίδιο το άρθρο 146.3 προβαίνει σε διαχωρισμό μεταξύ πράξεων ή αποφάσεων που δημοσιεύονται οπότε η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσης και αυτών που δεν δημοσιεύονται (καθώς και την περίπτωση παράλειψης) οπότε η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία που ο αιτητής λαμβάνει γνώση της απόφασης και/ή παράλειψης, ανάλογα με την περίπτωση. Υπάρχει αρκετή νομολογία επί του θέματος. Αρκούμαι να αναφερθώ στην υπόθεση L΄Union Nationale (Tourism and Sea Resort) Ltd. V. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (1998) 3 Α.Α.Δ. 513 όπου ο Καλλής Δ ανάφερε τα εξής:

«Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να εγείρουν στο στάδιο της έφεσης την πιο πάνω προδικαστική ένσταση για το εκπρόθεσμο των προσφυγών ενόψει της έγερσης της και εγκατάλειψης της κατά το στάδιο της ακρόασης των προσφυγών από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Έχει νομολογηθεί ότι οι σχετικές με την προθεσμία επιταγές του άρθρου 146.3 του Συντάγματος είναι επιτακτικές και πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής προς το δημόσιο συμφέρον. Το ζήτημα της προθεσμίας μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο έστω και αν δεν εγερθεί από τους διαδίκους (Βλ. Holy See of Kitium v. Municipal Council of Limassol, 1 R.S.C.C. 15, Moran v. Republic, 1 R.S.C.C. 10, Marcoullides v. Republic, 4 R.S.C.C. 7, Megalemou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 581, Protopapas v. Republic (1967) 3 C.L.R. 41, Mourtouvanis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 108, Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566, Pappous v. Republic (1966) 3 C.L.R. 77, Miliotis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 597). Aκολουθεί πως οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να εγείρουν την προδικαστική ένσταση.»

Το βάρος απόδειξης ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη το φέρει αυτός που προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό, εδώ ο καθού η αίτηση. (βλ. Kritiotis v. Municipality of Paphos & others (1986) 3 C.L.R. 322, 346, Μαρκίδου ν. Κ.Ο.Τ. (1992) 4 (Στ) Α.Α.Δ. 4472, 4482). Εδώ από τη στιγμή που η ίδια η αιτήτρια δέχεται ότι η επιστολή έφυγε από τον καθού η αίτηση από τις 16/12/02 το βάρος μετατοπίζεται στην ίδια να δείξει πότε ακριβώς πήρε την επιστολή. Από τις 16/12/02 που λήφθηκε η απόφαση και που σύμφωνα με την ίδια την αιτήτρια ο καθού η αίτηση ενεχείρισε τούτη στον αδελφότεκνό της μέχρι τις 14/4/03 που καταχωρήθηκε η προσφυγή είναι μια περίοδος κάπου 118 ημερών. Έτσι, εκ πρώτης όψεως, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη εκτός αν το δικαστήριο δεχτεί την προβαλλόμενη από πλευράς της αιτήτριας εξήγηση.

Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις. Η αιτήτρια στην παράγρ. 5 των γεγονότων της αίτησης αναφέρει ότι «Στες 16/12/02 ο Γενικός Λογιστής και/ή αντιπρόσωπος του ενεχείρισε στον αδελφότεκνο της αιτήτριας απάντηση του Γραφείου του με την οποία πληροφορούσε την αιτήτρια ότι δεν δικαιούτο σε σύνταξη χηρείας επειδή ο γάμος της τελέστηκε όταν ο αποβιώσας σύζυγος της έπαυσε να είναι υπάλληλος. Επισυνάπτεται αντίγραφο της επιστολής». Προχωρούν όμως και προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι ο αδελφότεκνος της έδωσε την επιστολή στην αιτήτρια «κατά ή περί το τέλος Ιανουαρίου 2003.» Η πλευρά του καθού η αίτηση στα γεγονότα της ένστασης λέγουν ότι «η κα Αθηνά Τουμάζου ενημερώθηκε σχετικά με την επιστολή μας 16/12/02 (παράρτημα 4)». Δεν εξηγούν εκεί το ενημερώθηκε. Στην αγόρευση λέγουν ότι ταχυδρομήθηκε παρόλο που η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν ταχυδρομήθηκε.

Προφορική μαρτυρία ή έστω και με τη μορφή ένορκης δήλωσης δεν προσκομίστηκε από οποιοδήποτε των διαδίκων. Από το φάκελο της διοίκησης δε φαίνεται ο τρόπος αποστολής της επιστολής ή σημείωση αν δόθηκε σε οποιονδήποτε. Η ίδια η επιστολή της 16/12/02 φαίνεται να απευθύνεται στην ίδια την αιτήτρια στην εξής διεύθυνση: «Κυρία Αθηνά Τουμάζου, Μιχαήλ Κουτσόφτα 5, 2671 Αγιοι Τριμιθιάς, Λευκωσίας». Η ίδια δηλαδή διεύθυνση που δήλωσε η αιτήτρια στην αίτηση της ημερ. 30/10/02.

Εξέτασα τα πιο πάνω γεγονότα με προσοχή. Από τη στιγμή που από πλευράς της αιτήτριας προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επιστολή της 16/12/02 «ενεχειρίστη» στον αδελφότεκνο της από την εν λόγω ημερομηνία δηλαδή 16/12/02 και αυτός κρατούσε την επιστολή χωρίς να της την παραδώσει μέχρι «κατά ή περί το τέλος Ιανουαρίου 2003» αυτό αποτελεί ουσιώδη ισχυρισμό γεγονότων που ήσαν στην αποκλειστική γνώση της αιτήτριας και έπρεπε να φέρει μαρτυρία (α) γιατί να παραδοθεί η επιστολή στον αδελφότεκνο της και πώς υπεισήλθε αυτός στην όλη υπόθεση, και (β) ότι πράγματι κρατούσε την επιστολή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν την παρέδωσε στην θεία του-αιτήτρια, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι μαζί με την επιστολή αποστέλλετο στην αιτήτρια και σχετική επιταγή με ημερ. 23/12/02 για σύνταξη που αφορούσε σύνταξη του αποβιώσαντος συζύγου της για την περίοδο που εκεί αναφέρεται.

Στο σύγγραμμα Πορίσματα του Συμβουλίου Νομολογίας 1929-1959, σελ. 252 φαίνεται ότι η κοινοποίηση μιας πράξης και/ή απόφασης δύναται να γίνει «είτε προς τον αιτούντα είτε και εις τον πληρεξούσιον αυτού δικηγόρον». (βλ. επίσης Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197). Γιατί εδώ η διοίκηση να παραδώσει την επιστολή της 16/12/02 - και μάλιστα την ίδια ημέρα - στον αδελφότεκνο της αιτήτριας δεν έχει εξηγηθεί.

Στο ίδιο σύγγραμμα σελ. 250 διαβάζουμε ότι έχει διαμορφωθεί «νομολογιακός κανών, καθ’ ον εν αμφιβολία η αίτησις ακυρώσεως κρίνεται ως εμπροθέσμως ασκηθείσα». Ότι σε περίπτωση αμφιβολίας το θέμα θα πρέπει να αποφασίζεται υπέρ του αιτητή προκύπτει και από τη δική μας νομολογία. (Βλ. μεταξύ άλλων Ποταμίτη κ.α. ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (1990 3 (Ε) Α.Α.Δ. 4103, 4106 Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990 3 (Στ) Α.Α.Δ. 4417, 4421).

Πιο πάνω ανάφερα ότι όπως είχαν τα γεγονότα της υπόθεσης η αιτήτρια έπρεπε να προσκομίσει μαρτυρία, όπως για παράδειγμα να καλέσει τον αδελφότεκνο της που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι έλαβε γνώση «κατά ή περί το τέλος Ιανουαρίου 2003», όπως ήδη αναφέρθηκε ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι τα γεγονότα που επικαλείται είναι στη δική της αποκλειστική γνώση. (Βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Halsbury΄s Laws of England 3η έκδοση, τόμος 10 σελ. 437, παραγρ. 81). Παρόλο που η εν λόγω υπόθεση και σύγγραμμα αναφέρονται σε γεγονότα που είναι στην ίδιαίτερη γνώση του κατηγορούμενου πιστεύω ότι τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής. Στην υπόθεση Αντώνιος Πατάτας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248 σελ. 252, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Καμιά μαρτυρία δεν προσήγαγε στο δικαστήριο ο αιτητής. Ούτε με ένορκη δήλωση του ούτε προφορικά και κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του ότι η επιστολή πραγματικά λήφθηκε στις 29/6/1988.

«Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού αυτού ήταν πάνω στον αιτητή. Στην υπόθεση HadjiGavriel v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 52, στη σελ.ίδα 57 λέχθηκαν τα εξής σχετικά με παρόμοιο θέμα.

«The present recourse was filed on 30.5.1985. Even assuming that the decision contained in the letter of 7.3.85 was of an executory nature, again the present recourse having been filed on 30.5.1985 was filed more than 75 days after the 7.3.1985;

“It is correct that this point has not been raised by counsel for respondent but it is a matter which this Court is bound to note of its own motion in view of the fact that Article 146.3 is a mandatory provision which has to be applied in the public interest.” (Vide Moran and the Republic, 1 R.S.C.C. 10 at p. 13, Protopapas v. the Republic (1967) 3 C.L.R. 411 at p. 416).

Although nothing was said before me by either side and in spite of the fact that nothing appears in the material placed before me, the letter of 7.3.85 must have been communicated to the counsel for applicant either on the same day or the maximum within a week, in which case the recourse having been filed on 30.5.85 is definitely out of time.”

Μια και ο αιτητής στην προκειμένη περίπτωση, όπως ανάφερα πιο πάνω, δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο ούτε μαρτυρία που να ενισχύει τον ισχυρισμό του ότι η επιστολή αυτή λήφθηκε με καθυστέρηση 12 ημερών και υιοθετώντας τη γνώμη που εκφράστηκε στην πιο πάνω απόφαση, βρίσκω πως η προσφυγή αυτή καταχωρίσθηκε εκπρόθεσμα.»

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η παρούσα προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 14/4/03 είναι σαφώς εκπρόθεσμη και επομένως θα πρέπει να απορριφθεί γιαυτό και μόνο το λόγο.

Παρά το ότι με την πιο πάνω απόφαση μου η παρούσα υπόθεση αποπερατώνεται, προτιμώ να εξετάσω αυτή και στην ουσία της, έστω κάπως πιο περιληπτικά απ’ ότι κανονικά θα έπραττα αν δεν υπήρχε το θέμα του εκπροθέσμου.

Εξέτασα την προσβαλλόμενη απόφαση η οποία στηρίζεται ουσιαστικά στο λεκτικό του σχετικού νόμου δηλαδή στο άρθρο 37(3) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν. 97(1)/97). Παραθέτω ολόκληρο το άρθρο 37 που έχει ως ακολούθως

«37.(1) Σύνταξη χήρας καταβάλλεται στην επιζώσα σύζυγο από το θάνατο του συζύγου της μέχρι το θάνατό της.

(2) Σύνταξη χήρας δε χορηγείται αν η χήρα ξαναπαντρεύτηκε μετά τον θάνατο του συζύγου της. Αν, μετά τη χορήγηση σύνταξης η χήρα ξαναπαντρευτεί, η σύνταξη τερματίζεται από την ημερομηνία του νέου γάμου:

Νοείται ότι σε περίπτωση διάλυσης του νέου γάμου ή θανάτου του νέου γάμου ή θανάτου του νέου συζύγου ο Υπουργός μπορεί, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις της περίπτωσης, να επιτρέψει την καταβολή στη χήρα σύνταξης μέχρι του ύψους που θα ήταν αν δεν είχε διακοπεί.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, δε λαμβάνεται υπόψη γάμος που τελέστηκε όταν ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος:

Νοείται ότι, εάν ο θανών είχε σύζυγο κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του, η οποία απέθανε μετά την αφυπηρέτηση του και ακολούθως αυτός νυμφεύθηκε εκ νέου, η τελευταία σύζυγος του θεωρείται ως χήρα για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους.»

 

Στη δική μας περίπτωση ο γάμος της αιτήτριας έλαβε χώρα (με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω) σε χρόνο που ο σύζυγος της (πρώην εκπαιδευτικός) είχε παύσει να είναι υπάλληλος. Επίσης ο αποβιώσας δεν είχε σύζυγο κατά την αφυπηρέτηση του η οποία να απέθανε μετά την αφυπηρέτηση του οπότε η αιτήτρια ως τελευταία σύζυγος του θα δικαιούτο σύνταξη με βάση την επιφύλαξη του άρθρ. 37(3).

Με την πιο πάνω ερμηνεία φαίνεται να συμφωνεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας. Γιαυτό άλλωστε και ο ουσιαστικός ισχυρισμός του είναι ότι το εν λόγω άρθρο είναι (α) αντισυνταγματικό και (β) ότι επηρεάζει κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας.

Αναφορικά με την (α) θέση ενόψει του τεκμηρίου συνταγματικότητας των νόμων το εν λόγω άρθρο τεκμαίρεται συνταγματικό εκτός αν αυτός που το αμφισβητηθεί, εδώ η αιτήτρια, αποδείξει το αντίθετο και μάλιστα στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Βλ. μεταξύ άλλων Αttorney General v. Imbrahim (1964) C.L.R. 195, σελ. 232, The Board for Registration of Archtitects and Civil Engineers v. Kyriakides (1996) 3 C.L.R. 650 sel. 654-655, Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245 σελ. 258, Republic v. Nishan Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294, Antoniades a.o v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641, Savvas Raftis & Co. Ltde. V. Municipality of Paphos (1982) 2 C.L.R. 1, σελ. 6, Alecos Constantinides v. Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 798, σελ. 807, Aloupas v. National Bank of Greece (1983) 1 C.L.R. 55, Nicos Mylonas v. Republic a.o. (1984) 3 C.L.R. 1094 σελ. 1103, Papanicopoulos v. Morphou Co-operative Credit Society (1986) 1 C.L.R. 288, Papanicopoulos v. Morphou Co-operative Credit Society (1986) 1 C.L.R. 288, Meropi Michael Loizou v. Sewage Board of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122 σελ. 127 κλπ.)

Εδώ ο ισχυρισμός στην Αίτηση είναι ότι παραβιάζεται το άρθρο 28 του Συντάγματος δηλαδή της ίσης μεταχείρισης προσώπων που λαμβάνουν σύνταξη χηρείας. Στη γραπτή αγόρευση φαίνεται να εγκαταλείπεται ο ισχυρισμός ότι παραβιάζεται το άρθρο 28 και προβάλλεται τώρα ο ισχυρισμός ότι παραβιάζεται το άρθρο 22 του Συντάγματος δηλαδή, το δικαίωμα σύναψης γάμου.

Εξετάζοντας το λεκτικό του άρθρου 22 του Συντάγματος από τη μιά καθώς και το λεκτικό του άρθρου 37(3) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 από την άλλη, δεν βρίσκω το άρθρο 37(3) να επηρεάζει άμεσα το δικαίωμα γάμου. Το ότι μια γυναίκα δε θα δικαιούται σύνταξη είναι πολύ έμμεσος περιορισμός του γάμου. Για να είναι ένας νόμος αντισυνταγματικός θα πρέπει η επίπτωση να είναι άμεση και όχι έμμεση (βλ. Antoniades & others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641 και Παύλου κ.α. ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών κ.α. (1987) 1 Α.Α.Δ. 252, 267).

Ενόψει των πιο πάνω ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας απορρίπτεται.

Τέλος μένει για εξέταση ο ισχυρισμός ότι το άρθρο 37(3) επηρεάζει κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας. Όμως ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί καθότι κατά την 13/11/88 που η αιτήτρια συνήψε γάμο, η νομική κατάσταση ήταν η ίδια, δηλαδή και πάλιν δεν είχε δικαίωμα για σύνταξη. Τούτο είναι σαφές από το λεκτικό του άρθρου 22 του περί Συντάξεων Νόμου Κεφ. 311, όπως είχε τροποποιηθεί με το Ν. 9/67.

Μπορεί η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια του άρθρου 37(3) του Ν. 97(1)/97 (όπως και αυτή του άρθρου 22 του Κεφ. 311 που προϋπήρχε από το 1967) να είναι κάπως παράλογη και/ή άδικη. Ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου δικηγόρου του καθού η αίτηση ότι υπήρχε λόγος για εισαγωγή τέτοιας νομοθεσίας, δηλαδή για να μη γίνεται εκμετάλλευση ηλικιωμένων ανθρώπων σε βάρος των δημοσίων οικονομικών, δε νομίζω να εχρειάζετο μια γενική αποστέρηση της σύνταξης. Θα μπορούσε το θέμα να ρυθμίζετο με πιο συγκεκριμένες πρόνοιες που να αφορούν ειδικά τέτοιες περιπτώσεις όπου η εκμετάλλευση ηλικιωμένων θα ήταν προφανής. Όμως αυτό είναι θέμα της νομοθετικής εξουσίας. Εκεί που το λεκτικό ενός νόμου είναι σαφές το δικαστήριο πρέπει να εφαρμόζει τούτο έστω και αν καταλήγει σε άδικα, αυθαίρετα και/ή παράδοξα αποτελέσματα. (βλ. Loizos Chr. Kanari v. Osman Tosoun (1967) 1 C.L.R. 637). Στη σελ. 643 της εν λόγω υπόθεσης λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“In construing section 7 ot the Animals Certificates Law, Cap. 29, I must first ask myself whether the words of the section are clear or not, as it is a general rule of construction that where, by the use of clear and unequivocal language capable of only one meaning, anything is enacted by the legislature, it must be enforced, even though it be absurd or mischievous. According to Maxwell on Interpretation of Statures, 11th edition, at page4, and the cases quoted in support, the words cannot be construed, contrary to their meaning, as embracing or excluding cases merely because no good reason appears why they should be excluded or embraced. However unjust, arbitrary or inconvenient the meaning conveyed may be, it must receive its full effect. When once the meaning is plain, it is not the province of a Court to scan its wisdome or its policy. Its duty is not to make the law reasonable, but to expound it as it stands, according to the real sense of the words. As Lord Birkenhead said in Sutters v. Briggs (1922) 1 A.C. 1, at page 8, “Where, as here, the legal issures are not open to serious dobut our duty is to express a decision, and leave the remedy (if one be resolved upon) to others.”

Having given the matter anxious consideration, I am of the view that the language of section 7 of our Cap. 29 is clear and unequivocal, and it is, therefore, out duty to give full effect to it, irrespective of the consequences.”

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

Εν όψει όλων των πιο πάνω θα απέρριπτα την παρούσα υπόθεση και στην ουσία της. Όσον αφορά τα έξοδα ενόψει της άποψης που εξέφρασα για την κάποια αδικία που εμπεριέχει η εν λόγω νομοθετική πρόνοια, δε θα προβώ σε οποιαδήποτε διαταγή.

Η υπόθεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

Μ. Φωτίου, Δ.

/KAs


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο