ΜΑΡΩ ΚΛΗΡΙΔΟΥ-ΤΣΙΑΠΠΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 160/2003, 8 Ιουλίου, 2004 ΜΑΡΩ ΚΛΗΡΙΔΟΥ-ΤΣΙΑΠΠΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 160/2003, 8 Ιουλίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 160/2003)

8 Ιουλίου, 2004

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]

 

Αναφορικά με τα αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

 

ΜΑΡΩ ΚΛΗΡΙΔΟΥ-ΤΣΙΑΠΠΑ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η Αίτηση.

_________________

Χρ. Κληρίδης, για την Αιτήτρια.

Γ. Σεραφείμ, για την Καθ΄Ης η Αίτηση.

Το Ενδιαφερόμενο Μέρο 1 Τ. Πολυχρονίδου εμφανίζεται προσωπικά.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 3.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 11.1.2002 δημοσιεύθηκε μια θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), η ανάγκη για την πλήρωση της οποίας είχε προκύψει ως εκ της αναγκαστικής αφυπηρέτησης του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Παπασάββα με απόφαση της ΕΔΥ. Για τη θέση αυτή υπεβλήθησαν επτά αιτήσεις, όλες από πρόσωπα που ήδη υπηρετούσαν στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, περιλαμβανομένης της Αιτήτριας. Πριν η ΕΔΥ προχωρήσει στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, ο Γενικός Εισαγγελέας στις 12.3.2002 ζήτησε την πλήρωση άλλης μιας θέσης Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η οποία κενώθηκε ως εκ του διορισμού της Εισαγγελέα κας Φράγκου σε άλλη θέση. Η ΕΔΥ αποφάσισε στις 12.3.2002 να πληρώσει και τη θέση αυτή στα πλαίσια της εν εξελίξει διαδικασίας για πλήρωση της θέσης του κ. Παπασάββα χωρίς δημοσίευση. Η διαδικασία συνεχίσθηκε με την υποβολή έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία σύστησε και τους επτά υποψηφίους, και τις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, την απόδοση των οποίων αξιολόγησε, όπως το ζήτησε η ΕΔΥ, ο Γενικός Εισαγγελέας ο οποίος μετείχε σε αυτές. Σε αυτό το στάδιο ο Γενικός Εισαγγελέας στις 4.11.2002 ζήτησε την πλήρωση άλλης μιας θέσης Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η οποία κενώθηκε ως εκ του διορισμού της Εισαγγελέα κας Κουρσουμπά σε άλλη θέση. Η ΕΔΥ αποφάσισε πάραυτα την πλήρωση και αυτής της θέσης στα πλαίσια της εν εξελίξει διαδικασίας χωρίς δημοσίευση. Ακολούθως ο Γενικός Εισαγγελέας προέβη στη σύσταση του, συστήνοντας τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κ. Μάτσα, κα Πολυχρονίδου και κ. Βασιλειάδη. Η ΕΔΥ, αφού προέβη και στη δική της αξιολόγηση για την απόδοση των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις, και λαμβάνοντας υπ΄όψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, επέλεξε τα τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη στις 4.11.2002. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 6.12.2002.

Πριν υπεισέλθω στους λόγους ακύρωσης, να παρατηρήσω ότι θα επιληφθώ της προσφυγής μόνο ως προς την πρώτη θεραπεία που ζητείται με την προσφυγή, την ακύρωση δηλαδή της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία προήχθησαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Όπως υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, η δεύτερη θεραπεία που ζητείται με την προσφυγή, δηλαδή δήλωση ότι η απόφαση να μην προαχθεί η Αιτήτρια ή η παράλειψη να προαχθεί είναι άκυρη, δεν μπορεί εκ της φύσης της να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής. Προς τούτο, αρκεί να αναφερθώ στην υπόθεση Χατζηχαμπής ν. Δημοκρατίας, 768/88, 8.6.1990, στην οποία με παρέπεμψε ο κ. Σεραφείμ και στην υπόθεση Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1328, στην οποία με παρέπεμψε η κα Πολυχρονίδου. Και δεν εκπλήττει που ο κ. Κληρίδης δεν επανέρχεται στο θέμα στην απαντητική αγόρευσή του. Αντιλαμβάνομαι όμως την αναφορά που γίνεται στη δεύτερη θεραπεία ως αναφορά στο ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη προήχθησαν "αντί της Αιτήτριας", ώστε να συμπληρώνεται η παράλειψη αναφοράς στην πρώτη θεραπεία ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη προήχθησαν "αντί της Αιτήτριας".

Στην αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια εγείρει κατ΄αρχή το εξής θέμα το οποίο, αν και δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται η προσφυγή, θα εξετασθεί ως θέμα δημόσιας τάξης. Ο κ. Παπασάββας, υποδεικνύει ο κ. Κληρίδης, επανήλθε στη θέση του μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 31.1.2003 σε προσφυγή του κ. Παπασάββα κατά της απόφασης για αναγκαστική αφυπηρέτησή του. Η εξέλιξη αυτή, εισηγείται ο κ. Κληρίδης, αν και έγινε μετά από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, σημαίνει ότι δεν είναι πλέον έκτοτε κενή η πληρωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση θέση του κ. Παπασάββα. Ως εκ τούτου δε, παρασύρονται και οι άλλες δύο θέσεις οι οποίες επληρώθησαν όχι με δημοσίευση και δική τους διαδικασία αλλά στα πλαίσια της διαδικασίας που αφορούσε τη θέση του κ. Παπασάββα.

Η εισήγηση αυτή στερείται ερείσματος. Η απάντηση δίδεται από τον κ. Σεραφείμ όσο και από την κα Πολυχρονίδου και τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους κυρίους Μάτσα και Βασιλειάδη, με αναφορά στη σχετική νομολογία (Πανταζής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 107, Παπαμιλτιάδου ν. Δημοκρατίας, 1099/03, 21.1.2004, Ioannides v. Cyprus Grain Commission (1988) 3 CLR 1506), από την οποία και προκύπτει ότι, εφ΄όσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανακαλείται, δεν καθίσταται ipro facto άκυρη λόγω της εκ των υστέρων έκλειψης, έστω και αναδρομικώς, του νομικού καθεστώτος στο οποίο στηρίχθηκε, εφ΄όσον το καθεστώς εκείνο υφίστατο νομίμως όταν είχε ληφθεί η απόφαση. Εδώ η θέση του κ. Παπασάββα ήταν κενή όταν ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρχε μάλιστα εκ του νόμου υποχρέωση πλήρωσης της θέσης του. Η εκ των υστέρων ακύρωση της αναγκαστικής αφυπηρέτησης του δεν καθιστούσε αφ΄εαυτή άκυρη την πλήρωση της θέσης του παρά μόνο δημιουργούσε υποχρέωση ή δυνατότητα στην ΕΔΥ να ανακαλέσει την απόφαση της, πράγμα που δεν έγινε. Οι συνέπειες της παράλειψης αυτής αφορούσαν όχι τη νομιμότητα της απόφασης της ΕΔΥ κρινόμενης με τα δεδομένα που υπήρχαν κατά το χρόνο λήψης της αλλά τη διοίκηση γενικότερα, η οποία φαίνεται ότι μερίμνησε ώστε να μην επηρεασθούν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη με τη δημιουργία υπεράριθμης θέσης Εισαγγελέα. Ούτε βεβαίως προσβάλλεται εδώ η παράλειψη της ΕΔΥ να ανακαλέσει την απόφαση της αλλά η νομιμότητα αυτή καθ΄αυτή της απόφασης. Αλλά και εννόμου συμφέροντος φαίνεται να στερείται η Αιτήτρια ως προς τέτοιο λόγο ακύρωσης, όπως εισηγούνται περαιτέρω η Δημοκρατία και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη με αναφορά στη νομολογία. Καθ΄όσον η Αιτήτρια προσβάλλει το διορισμό των Ενδιαφερομένων Μερών αντί εκείνης στις επίδικες θέσεις, δεν μπορεί τώρα να ακούεται να λέγει ότι οι θέσεις είναι ανυπόστατες και έτσι να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει συγχρόνως το ίδιο το υπόβαθρο στο οποίο στηρίζει την προσφυγή της.

Ένα άλλο θέμα το οποίο ο κ. Κληρίδης δεν ήγειρε παρά μόνο στο στάδιο της απαντητικής αγόρευσης του, και το οποίο και πάλι εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, αφορά τη νομιμότητα της συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Από τα σχετικά έγγραφα, εισηγείται ο κ. Κληρίδης, δεν προκύπτει κατά πόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή συγκροτήθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθρο 32(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990. Το άρθρο 32(1)(γ) προνοεί:

"32.-(1) Συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων:

.................................. .................................................. .......................

(γ) για την πλήρωση κενών θέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο Δικαστικό Τμήμα, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία συνιστάται Επιτροπή:

 

(i) Από τον οικείο προϊστάμενο που θα ενεργεί ως Πρόεδρος και

(ii) από τους τέσσερις άλλους κατά σειρά λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος."

 

 

Το δε άρθρο 32(3) προνοεί:

"(3) Όταν, λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποία δεν υπάγεται η θέση που θα πληρωθεί, η επιλογή θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προϊσταται των υπαλλήλων αυτών."

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας, ως προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας, και έτσι και Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κρίνοντας ότι, πλην εκείνου και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, δεν υπήρχαν άλλοι κατάλληλοι λειτουργοί στη Νομική Υπηρεσία (που να κατείχαν δηλαδή θέση ανώτερη της υπό πλήρωση), ζήτησε από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως αρμοδία αρχή για Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων δυνάμει του άρθρου 2(δ), να καθορίσει τρεις Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων που θα ήσαν τα άλλα τρία μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε τρεις Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων.

Η εισήγηση του κ. Κληρίδη είναι ότι στην προκειμένη περίπτωση η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν έγινε από το Γενικό Εισαγγελέα σε συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο ως αρμοδία αρχή όπως προνοείται στο άρθρο 32(3) αλλά από το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο.

Η απάντηση της Δημοκρατίας επί τούτου είναι ότι το άρθρο 32(1)(γ) δεν δίδει εξουσία στο Γενικό Εισαγγελέα, ως προϊστάμενο της Νομικής Υπηρεσίας, να επιλέγει τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, παρά μόνο καθορίζει απ΄ ευθείας ποία θα είναι τα μέλη της. Ομοίως, και το άρθρο 32(3) δεν δίδει στο Γενικό Εισαγγελέα εξουσία επιλογής και ορισμού των Γενικών Διευθυντών Υπουργείων (όπως εδώ) που θα είναι τα άλλα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, παρά μόνο του επιβάλλει την υποχρέωση, ως Προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας, να συνεννοηθεί με το Υπουργικό Συμβούλιο, ως αρμόδια αρχή, ως προς το ποιοι Γενικοί Διευθυντές Υπουργείων θα ορισθούν.

Είναι καθαρό από το άρθρο 32(1)(γ) ότι η σύνθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής που αφορά τη Νομική Υπηρεσία καθορίζεται από τον ίδιο το νόμο αφού προνοείται ότι, πλήν του Γενικού Εισαγγελέα ως οικείου προϊστάμενου και προέδρου της, τα άλλα τέσσερα μέλη της θα είναι οι τέσσερις κατά σειρά λειτουργοί που ακολουθούν ιεραρχικά το Γενικό Εισαγγελέα. Το άρθρο 32(1)(γ) λοιπόν δεν δίνει εξουσία στο Γενικό Εισαγγελέα να επιλέγει τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Τώρα, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 32(3), εκείνο που απαιτείται είναι όπως υπάρξει συνεννόηση με την αρμόδια αρχή, εδώ το Υπουργικό Συμβούλιο, για την επιλογή των υπολειπόμενων μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Το άρθρο 32(3) όμως δεν ορίζει ρητά από ποίον γίνεται η συνεννόηση και από ποίον η επιλογή. Προφανώς η συνεννόηση θα πρέπει να γίνει από το Γενικό Εισαγγελέα ως προϊστάμενο της Νομικής Υπηρεσίας. Δεν είναι όμως προφανές από ποίον θα πρέπει να γίνει η επιλογή. Στην υπόθεση Βασιλειάδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, 665/2001, 2.2.2004, στην οποία με παρέπεμψε ο κ. Κληρίδης, ηγέρθη το ίδιο θέμα επί των ιδίων δεδομένων. Ο Αρέστης, Δ., έκρινε ότι η επιλογή πρέπει να γίνεται από τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δηλαδή το Γενικό Εισαγγελέα στην προκειμένη περίπτωση, σε συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο ως αρμόδια αρχή. Καθ΄όσον λοιπόν η επιλογή δεν είχε γίνει από το Γενικό Εισαγγελέα αλλά από το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο, ως ο Γενικός Εισαγγελέας να του είχε εκχωρήσει τη δική του αρμοδιότητα, κατέληξε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε συγκροτηθεί δεόντως. Έκανε μάλιστα αναφορά και στη δική μου απόφαση στην υπόθεση Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας, 384/2000, 15.4.2003, ως, αν και μη εγείρουσα το ίδιο θέμα, εν τούτοις στηρίζουσα την άποψη ότι η επιλογή γίνεται από το Γενικό Εισαγγελέα.

Στην υπόθεση Παπαδοπούλου όντως δεν είχε εγερθεί το θέμα αυτό. Εκεί η επιλογή είχε γίνει από το Γενικό Εισαγγελέα χωρίς όμως συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο παρά μόνο με τους επιλεγέντες Υπουργούς, που εκρίθη ως μη νόμιμο. Είναι όμως γεγονός ότι η απόφαση εβασίσθη στην άποψη, που ήταν κοινό έδαφος, ότι η επιλογή γίνεται από το Γενικό Εισαγγελέα, όχι όμως ως Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά ως οικείο προϊστάμενο, σε συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο. Διατηρώ αυτή την άποψη και στην προκειμένη περίπτωση που το θέμα εγείρεται προς κρίση. Φρονώ όμως ότι, επί των ενώπιον μου γεγονότων, ικανοποιήθηκε η πρόνοια για συνεννόηση με την αρμόδια αρχή. Ο καθορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο των τριών Υπουργών, τον οποίο ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ζητήσει, ήταν στα πλαίσια του όρου "σε συνεννόηση", τοσούτο μάλλον αφού ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ήδη ο ίδιος αποφασίσει ότι τα υπολειπόμενα μέρη της Συμβουλευτικής Επιτροπής θα έπρεπε να ήσαν Γενικοί Διευθυντές Υπουργείων και το μόνο που απέμενε ήταν ο επακριβής καθορισμός του ποίοι θα ήσαν αυτοί οι Γενικοί Διευθυντές. Στην υπόθεση Βασιλειάδης ν. Δημοκρατίας, ο Αρέστης, Δ., εν πάση περιπτώσει δεν απέκλεισε τη δυνατότητα τέτοιας ερμηνείας αφού είπε τα εξής (σ.8), τα οποία μαρτυρούν ότι η υπόθεση εκρίθη επί των δικών της δεδομένων:

"Ακόμη και μετά την επιλογή δε φαίνεται να υπήρξε άλλη διαβούλευση και συνεννόηση μεταξύ Γενικού Εισαγγελέα και του Υπουργικού Συμβουλίου."

 

 

Εν πάση περιπτώσει, η δική μου άποψη είναι ότι, εφ΄όσον ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε ότι τα υπολειπόμενα μέλη θα έπρεπε να ήσαν Γενικοί Διευθυντές, και του ήταν αδιάφορο ποίοι προσωπικά θα ήσαν αυτοί, ο απλός καθορισμός των συγκεκριμένων Γενικών Διευθυντών από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αναιρούσε το ότι η επιλογή είχε γίνει από το Γενικό Εισαγγελέα, παρά μόνο συνιστούσε τη δέουσα συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο, τοσούτο μάλλον αφού, με την αποδοχή των καθορισθέντων Γενικών Διευθυντών και τη λειτουργία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο Γενικός Εισαγγελέας ουσιαστικά απεδέχθη και ο ίδιος τους συγκεκριμένους Γενικούς Διευθυντές. Η αντίθετη άποψη μου φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται προς την ορθή ερμηνεία του άρθρου 32(3) σε συνάρτηση με την κοινή λογική και την πραγματικότητα. Θα ήταν δύσκολο να ερμηνευθεί το άρθρο 32(3) ώστε ο Γενικός Εισαγγελέας να μπορούσε να καθορίζει ο ίδιος τους συγκεκριμένους Γενικούς Διευθυντές των οποίων δεν είναι η αρμόδια αρχή. Και αν είχε τέτοια εξουσία, προς τι η συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο; Η συνεννόηση επιδιώκει ακριβώς να εξισορροπήσει τα πράγματα με την επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων κοινή συναινέσει. Και κοινή συναίνεση υπήρξε εδώ.

Πιο κοντά στην ουσία τώρα, η πρώτη εισήγηση του κ. Κληρίδη είναι ότι είναι αναιτιολόγητη η κρίση της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κυρίως κατά το ότι η καταληκτική αξιολόγηση δεν συνάδει με το φραστικό περιεχόμενο της καταγραφείσας αιτιολογίας για την απόδοση των υποψηφίων (ιδιαιτέρως ως προς τον κ. Μάτσα). Ας σημειωθεί ότι τόσο η Αιτήτρια όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη είχαν αξιολογηθεί ως "πάρα πολύ καλός/καλή", εκτός του κ. Μάτσα ο οποίος είχε αξιολογηθεί ως "εξαίρετος". Η δε αιτιολογία είχε ως εξής:

 

"Βασιλειάδης Αντώνιος

Συγκροτημένη εμφάνιση και διατήρηση ψυχραιμίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της εξέτασης. Πάρα πολλές σωστές απαντήσεις, αλλά σε ορισμένες υστέρησε κάπως σε σημείο που να δικαιολογούν την διαφοροποίηση του από τον Μάτσα Σάββα. Πολύ καλή νομική σκέψη και παρουσίαση επιχειρημάτων.

Μάτσας Σάββας

Συγκροτημένη εμφάνιση και διατήρηση ψυχραιμίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της εξέτασης, σωστές συνολικά απαντήσεις σε όλες σχεδόν τις ερωτήσεις. Εν πάση περιπτώσει συγκρινόμενος με άλλους υποψηφίους υπερείχε. Πάρα πολύ καλός τρόπος επιχειρηματολογίας και διατύπωσης απόψεων.

Πολυχρονίδου Παναγιώτα

Συγκροτημένη εμφάνιση και διατήρηση ψυχραιμίας καθ΄όλη τη διάρκεια της εξέτασης. Πάρα πολλές σωστές απαντήσεις, αλλά σε ορισμένες υστέρησε κάπως σε σημείο που να δικαιολογούν την διαφοροποίηση της από τον Μάτσα Σάββα. Πολύ καλή νομική σκέψη και παρουσίαση επιχειρημάτων.

Τσιάππα Μάρω:

Συγκροτημένη εμφάνιση και διατήρηση ψυχραιμίας καθ΄όλη τη διάρκεια της εξέτασης. Πάρα πολλές σωστές απαντήσεις, αλλά σε ορισμένες υστέρησε κάπως σε σημείο που να δικαιολογούν την διαφοροποίηση της από τον Μάτσα Σάββα. Πολύ καλή νομική σκέψη και παρουσίαση επιχειρημάτων."

 

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την επιχειρηματολογία η οποία γίνεται σε στήριξη της εισήγησης αυτής. Δεν είναι για την Αιτήτρια να καθορίσει το τι συνιστά "εξαίρετη" απόδοση, τοσούτο μάλλον αφού οι χαρακτηρισμοί "εξαίρετος" και "πάρα πολύ καλός" είναι σχετικοί προς τα διέποντα την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Είναι δε σαφές ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε ότι ο κ. Μάτσας υπερείχε σε σύγκριση με τους άλλους υποψηφίους, όπως η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή παρατήρησε, και ότι η Αιτήτρια όσο και τα άλλα Ενδιαφερόμενα Μέρη υστέρησαν τόσο ώστε να διαφοροποιείτο η απόδοση τους από εκείνη του κ. Μάτσα.

Η δεύτερη εισήγηση του κ. Κληρίδη είναι ότι δεν ήταν νόμιμη η αξιολόγηση από το Γενικό Εισαγγελέα της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της ΕΔΥ. Ούτε στο άρθρο 34, το οποίο διέπει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως ήταν η θέση, ούτε στο άρθρο 35, το οποίο διέπει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων προαγωγής (καθ΄όσον οι θέσεις επληρώθησαν ως θέσεις προαγωγής), υπάρχει, εισηγείται ο κ. Κληρίδης, πρόνοια για αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της ΕΔΥ από τον προϊστάμενο των υποψηφίων. Η σύντομη απάντηση στην εισήγηση αυτή, η οποία αναπτύσσεται εν εκτάσει στις αγορεύσεις της Δημοκρατίας και των Ενδιαφερομένων Μερών, είναι ότι η πρόσκληση και συμμετοχή του προϊσταμένου στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ και η αξιολόγηση του της απόδοσης των υποψηφίων σε αυτή είναι νόμιμη διαδικασία σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία γίνεται αναφορά στις εν λόγω αγορεύσεις.

Η τρίτη και ουσιαστική εισήγηση του κ. Κληρίδη είναι ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Σύμφωνα με την εισήγηση, η σύσταση είναι απλώς μια τυπική αναπαραγωγή των στοιχείων των φακέλων και δεν περιέχει ουσιαστική αιτιολογία. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε επισημάνει στη σύσταση του ότι, ως προς τη βαθμολογημένη αξία, με ιδιαίτερη αναφορά στις ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών, η Αιτήτρια και η κα Πολυχρονίδου ήσαν ισοδύναμες και υπερείχαν των άλλων υποψηφίων, ακολουθούσε ο κ. Βασιλειάδης και μετά ο κ. Μάτσας. Ως προς την αρχαιότητα της κατεχόμενης θέσης, παρατήρησε ότι υπερείχε ο κ. Μάτσας (1.6.1991), ακολουθούσε ο κ. Βασιλειάδης (1.4.1994), και έποντο η κα Πολυχρονίδου και η Αιτήτρια (15.7.1998), με την κα Πολυχρονίδου να θεωρείται αρχαιότερη κατά δευτερεύοντα λόγο (υπερτερούσε σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση κατά σχεδόν 4 χρόνια). Ως προς τα προσόντα, υπέδειξε ότι ο κ. Βασιλειάδης και ο κ. Μάτσας είχαν και δεύτερο πτυχίο το οποίο, αν και όχι πλεονέκτημα, έπρεπε να ελαμβάνετο υπ΄όψη. Ακόμα, ο Γενικός Εισαγγελέας αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική συνέντευξη ως "εξαίρετος" για τον κ. Μάτσα και την κα Πολυχρονίδου και "πάρα πολύ καλός" για την Αιτήτρια και τον κ. Βασιλειάδη. Έτσι αξιολόγησε και η ίδια η ΕΔΥ την εν λόγω απόδοση. Με όλα αυτά τα δεδομένα, ο Γενικός Εισαγγελέας σύστησε πρώτο τον κ. Μάτσα με το ακόλουθο σκεπτικό:

"Η συγκριτική υπεροχή κατ΄ αξία των υποψηφίων Πολυχρονίδου και Τσιάππα-Κληρίδου δεν μπορεί να υπερισχύσει έναντι της αρχαιότητας του Μάτσα, η οποία υπερβαίνει κατ΄ ολίγας ημέρας τα επτά χρόνια. Ο Μάτσας το 2001 είχε εξαιρετική απόδοση, την ίδια με τις υποψήφιες Πολυχρονίδου και Τσιάππα-Κληρίδου, η εικόνα δε αυτή, κατά την προσωπική μου γνώμη, εξακολουθεί να ισχύει και κατά το 2002 μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με τον Πίνακα που έχετε ενώπιον σας, ο Μάτσας ήλθε πρώτος ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ένας από τους δύο πρώτους στην εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ και το τελευταίο αυτό σύμφωνα με δική μου αξιολόγηση, διότι αγνοώ τη δική σας."

 

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας σύστησε δεύτερη την κα Πολυχρονίδου προφανώς στη βάση της υπεροχής της, κατά τη δική του αξιολόγηση, έναντι της Αιτήτριας, κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική συνέντευξη και δοθέντος ότι κατά τα άλλα οι δύο ήσαν απόλυτα ισοδύναμες πλην της κατά δευτερεύοντα λόγο υπεροχής της κας Πολυχρονίδου σε αρχαιότητα.

Με βάση τα πιο πάνω, ως προς την κα Πολυχρονίδου δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πάσχουσα σύσταση, και δεν είναι τυχαίο που είναι κατά κύριο λόγο ως προς τον κ. Μάτσα και τον κ. Βασιλειάδη που ο κ. Κληρίδης αναπτύσσει τις εισηγήσεις του ως προς το αναιτιολόγητο της σύστασης. Η κα Πολυχρονίδου και η Αιτήτρια ήσαν ισοδύναμες σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα κατεχόμενης θέσης, με την κα Πολυχρονίδου να έχει αρχαιότητα κατά δευτερεύοντα λόγο, ενώ η κα Πολυχρονίδου υπερείχε της Αιτήτριας ως προς την αξιολόγηση από το Γενικό Εισαγγελέα και την ΕΔΥ της απόδοσης κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορικής συνέντευξης. Η σύσταση για την κα Πολυχρονίδου ήταν απόλυτα αιτιολογημένη.

Δεν θα ήταν προφανές ότι μπορούσε να γίνεται λόγος για πάσχουσα σύσταση ούτε ως προς τον κ. Μάτσα. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν προέβη σε απλή αναπαραγωγή των στοιχείων αλλά, με αυτά ως υπόβαθρο, αιτιολόγησε τη σύσταση του για τον κ. Μάτσα έναντι της Αιτήτριας με αναφορά στη μεγάλη αρχαιότητα του, την καθ΄ όλα εξαίρετη αξιολόγηση του κατά το τελευταίο έτος 2001 και την εξαίρετη και υπερέχουσα αξιολόγηση του από τον ίδιο και την ΕΔΥ ως προς την απόδοση κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική συνέντευξη όσο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως προς την απόδοση κατά την ενώπιον της προφορική συνέντευξη, παρά την υπεροχή της Αιτήτριας σε συνολική βαθμολογημένη αξία. Να λεχθεί ακόμα ότι, όπως είχε αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας, ο κ. Μάτσας διέθετε και δεύτερο πτυχίο στο οποίο κάποια βαρύτητα μπορούσε να δοθεί, αν και αυτό δεν φαίνεται να εβάρυνε. Ο κ. Κληρίδης επισημαίνει όμως ότι, ενώ μεταξύ του κ. Μάτσα και της Αιτήτριας εβάρυνε η αρχαιότητα αντί η αξία, μεταξύ του κ. Μάτσα και άλλου μη επιλεγέντος υποψηφίου, του κ. Πασιά, ο οποίος ήταν αρχαιότερος του κ. Μάτσα αλλά υστερούσε αυτού σε αξία, εβάρυνε η αξία του κ. Μάτσα, αποκαλύπτοντας αντίφαση και απολήγοντας σε έλλειψη αιτιολογίας. Αλλά αυτό δεν είναι ακριβές. Δεν ήταν μόνο η υπεροχή σε αξία του κ. Μάτσα έναντι του κ. Πασιά που εβάρυνε στην κρίση του Γενικού Εισαγγελέα αντί της αρχαιότητας του κ. Πασιά έναντι του κ. Μάτσα η οποία, εξ άλλου, ήταν μόνο κατά ένα έτος, αλλά ουσιαστικά, όπως υπεδείχθη, η κριθείσα σε όλα τα επίπεδα ως εξαίρετη και υπερέχουσα απόδοση του κ. Μάτσα στις προφορικές συνεντεύξεις που, ας σημειωθεί, έναντι του κ. Πασιά ήταν ακόμα πιο εμφανής αφού αυτός είχε αξιολογηθεί μόνο "καλός" (που ήταν η πέμπτη διαβάθμιση) από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, το Γενικό Εισαγγελέα και την ΕΔΥ. Δεν είναι ορθό λοιπόν να λέγεται ότι η σύσταση για τον κ. Μάτσα έναντι της Αιτήτριας είναι αναιτιολόγητη, τοσούτο μάλλον αφού, προκειμένου περί θέσης ψηλά στην ιεραρχία, μπορούσε να δοθεί βαρύνουσα σημασία στην προφορική συνέντευξη.

Τώρα ως προς τον κ. Βασιλειάδη, αυτός υστερούσε της Αιτήτριας σε βαθμολογημένη αξία αλλά υπερείχε αυτής σε αρχαιότητα, ως προς δε τα προσόντα ο κ. Βασιλειάδης διέθετε και δεύτερο πτυχίο. Στις προφορικές συνεντεύξεις και οι δύο είχαν αξιολογηθεί "πάρα πολύ καλός" από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και από το Γενικό Εισαγγελέα και την ΕΔΥ. Το σκεπτικό του Γενικού Εισαγγελέα για τη σύσταση του κ. Βασιλειάδη δεν αναφέρεται σε σύγκριση του με την Αιτήτρια παρά μόνο σε σύγκριση του με άλλους μη επιλεγέντες υποψήφιους. Η αιτιολογία της σύστασης του κ. Βασιλειάδη έναντι της Αιτήτριας θα μπορούσε λοιπόν να ανευρεθεί στην απόδοση από το Γενικό Εισαγγελέα μεγαλύτερης σημασίας στα στοιχεία στα οποία υπερείχε ο κ. Βασιλειάδης αντί σε εκείνα στα οποία υπερείχε η Αιτήτρια. Αφού όμως κάτι τέτοιο δεν ελέχθη, πρέπει να κριθεί με αναφορά στην όλη προσέγγιση του Γενικού Εισαγγελέα. Είναι δεδομένο ότι και στην περίπτωση του κ. Μάτσα ο Γενικός Εισαγγελέας απέδωσε περισσότερη σημασία στην αρχαιότητα του παρά στην υπεροχή της Αιτήτριας σε βαθμολογημένη αξία. Όχι μόνο όμως η αρχαιότητα του κ. Μάτσα ήταν σχεδόν διπλάσια εκείνης του κ. Βασιλειάδη, αλλά και το τι εβάρυνε υπέρ του κ. Μάτσα ήταν η υπεροχή του στην προφορική συνέντευξη και η καθ΄ όλα εξαίρετη αξιολόγηση του το τελευταίο έτος 2001, ενώ δεν φαίνεται να εδόθη ιδιαίτερη σημασία στο δεύτερο πτυχίο του. Στην περίπτωση του κ. Βασιλειάδη δεν υπήρχε υπεροχή του έναντι της Αιτήτριας σε αυτούς τους τομείς, ούτε και πάλι εδόθη ιδιαίτερη σημασία στο δεύτερο πτυχίο του. Μάλιστα η βαρύνουσα σημασία που εδόθη από το Γενικό Εισαγγελέα στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη φαίνεται από το ότι ήταν ως εκ της υπεροχής του κ. Βασιλειάδη σε αυτή που έκρινε ότι η πλάστιγγα έγερνε υπέρ του κ. Βασιλειάδη έναντι του υποψηφίου κ. Πασιά ο οποίος ήταν μεν αρχαιότερος του κ. Βασιλειάδη αλλά υστερούσε αυτού σε βαθμολογημένη αξία, ενώ οι δύο ήσαν ισοδύναμοι σε προσόντα. Καταλήγω λοιπόν ότι, στην απουσία υπεροχής του κ. Βασιλειάδη σε απόδοση στην προφορική συνέντευξη, η σύσταση του έναντι της Αιτήτριας απέληγε να ήταν αναιτιολόγητη, ελλείψει μάλιστα οποιασδήποτε ρητής αιτιολόγησης της σύστασης από το Γενικό Εισαγγελέα.

Η κατάληξη ως προς το αιτιολογημένο της σύστασης του Γενικού Εισαγγελέα προδιαγράφει και τα επόμενα. Καθ΄όσον η ΕΔΥ εβασίσθη στη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα για επιλογή του κ. Βασιλειάδη, η απόφαση της καθίσταται τρωτή ως εκ του τρωτού της σύστασης για τον κ. Βασιλειάδη. Ως προς τα άλλα δύο Ενδιαφερόμενα Μέρη, απομένει να εξετασθεί η τελευταία εισήγηση του κ. Κληρίδη, ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Για τους ίδιους λόγους που διεπιστώθη ότι η σύσταση για την κα Πολυχρονίδου και τον κ. Μάτσα ήταν αιτιολογημένη, προκύπτει ότι και η επιλογή τους από την ΕΔΥ ήταν επαρκώς εύλογη και αιτιολογημένη. Ως προς την κα Πολυχρονίδου, η ΕΔΥ, παρατηρώντας ότι η Αιτήτρια και η κα Πολυχρονίδου ήσαν ισοδύναμες σε βαθμολογημένη αξία, έδωσε βαρύνουσα σημασία, όπως και είχε δικαίωμα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της, νοουμένου μάλιστα περί θέσης ψηλά στην ιεραρχία, στην υπεροχή της κας Πολυχρονίδου στην αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης από την ΕΔΥ και στο ότι η κα Πολυχρονίδου διέθετε τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα. Να πω δε ότι η κα Πολυχρονίδου είχε και αρχαιότητα, έστω και κατά δευτερεύοντα λόγο, στην οποία δεν απεδόθη ιδιαίτερη σημασία. Ως προς τον κ. Μάτσα, η ΕΔΥ δεν παρέβλεψε την υπεροχή της Αιτήτριας έναντι του κ. Μάτσα, στην οποία ανεφέρθη ρητώς. Έδωσε όμως βαρύτητα, όπως και πάλι είχε δικαίωμα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της, στην υπεροχή του στην αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της όσο και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, και στο ότι διέθετε τη σύσταση του Διευθυντή, σημειώνοντας συγχρόνως και την κατοχή από τον κ. Μάτσα πρόσθετου προσόντος.

Καταλήγοντας, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως προς την κα Πολυχρονίδου και τον κ. Μάτσα και επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς τον κ. Βασιλειάδη.

Εν όψει του συνολικού αποτελέσματος, δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα.

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο