P TOFINIS ESTATES LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ Φ.Π.Α, Υπόθεση Αρ. 453/2003, 16 Σεπτεμβρίου 2004 P. TOFINIS ESTATES LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ Φ.Π.Α, Υπόθεση Αρ. 453/2003, 16 Σεπτεμβρίου 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 453/2003)

16 Σεπτεμβρίου 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

P. TOFINIS ESTATES LTD,

Αιτήτρια,

- ν. -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ Φ.Π.Α.,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φ.Π.Α. από το 1992 και έχει ως επιχειρηματική δραστηριότητα τη λειτουργία ιδιόκτητου συγκροτήματος στην Αγία Νάπα, με 41 τουριστικά διαμερίσματα, πισίνα, μπαρ και εστιατόριο ενώ παράλληλα λειτουργεί και την παρακείμενη υπεραγορά. Κατόπιν ειδοποίησης προς την αιτήτρια το Επαρχιακό Γραφείο Λάρνακας διενήργησε έλεγχο που άρχισε στις 18 Απριλίου 2002 και ολοκληρώθηκε την 31 Ιανουαρίου 2003. Ο έλεγχος αφορούσε τις φορολογικές περιόδους από 1 Ιανουαρίου 1994 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2001. Έκθεση αναφορικά με τον έλεγχο, την οποία ετοίμασε η λειτουργός Μ. Χατζηματθαίου, εγκρίθηκε από κάποιο άλλο λειτουργό, τον Ε. Ευθυμίου. Ως αποτέλεσμα στάληκε στην αιτήτρια επιστολή, ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2003, αναφορικά με βεβαίωση φόρου, βάσει του άρθρου 34(1) του τότε ισχύοντος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90 όπως είχε τροποποιηθεί). Η επιστολή ήταν υπογεγραμμένη από τη Μ. Χατζηματθαίου για τον Έφορο Φ.Π.Α. Βεβαιώθηκε ως επιπρόσθετος οφειλόμενος φόρος, ποσό £46.971,32. Η επιστολή πληροφορούσε την αιτήτρια ότι:

«Εναντίον της πιο πάνω διοικητικής πράξης μπορείτε να υποβάλετε γραπτώς ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών, εντός 60 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής και νοουμένου ότι θα καταβάλετε ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό. Πρόσθετα μπορείτε να καταχωρήσετε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος, εντός 75 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής.»

 

Η αιτήτρια υπέβαλε στο Επαρχιακό Γραφείο Λάρνακας, μέσω των λογιστών της, «επιστολή αμφισβήτησης», ημερ. 24 Φεβρουαρίου 2003. Εκτίθεντο σ΄ αυτή λεπτομερώς οι λόγοι της αμφισβήτησης του βεβαιωθέντος φόρου και εζητείτο η «επανεξέταση της όλης υπόθεσης». Απάντηση δόθηκε στην αιτήτρια με επιστολή, ημερ. 7 Απριλίου 2003, η οποία ήταν υπογεγραμμένη από τον Ε. Ευθυμίου για τον Έφορο Φ.Π.Α. Απορρίφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις της αιτήτριας πλην μιας, με αποτέλεσμα την τροποποίηση, σε κάποιο βαθμό, της βεβαίωσης φόρου και τη μείωση του οφειλόμενου φόρου από £46.971,32 σε £44.216,20.

Τέθηκαν με την παρούσα προσφυγή και συζητήθηκαν διάφορα ζητήματα, περιλαμβανομένου και ζητήματος αρμοδιότητας. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε όχι από τον Έφορο Φ.Π.Α. αλλά από λειτουργό του γραφείου του χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή εκχώρηση εξουσίας και επομένως, αναρμοδίως. Αυτή η θέση συνδέεται με μια δεύτερη, που είναι ότι η εξέταση από τον ίδιο τον Έφορο Φ.Π.Α. της «ένστασης της», όπως η αιτήτρια την αποκαλεί, κατά της αρχικής του απόφασης, αποτελούσε παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης.

Η δεύτερη θέση της αιτήτριας, την οποία θα εξετάσω πρώτα, οφείλεται καθώς μου φαίνεται σε παρανόηση. Ένσταση προβλεπόταν από το άρθρο 52 του Νόμου. Και θα έπρεπε να απευθυνόταν προς τον Υπουργό Οικονομικών. Τέτοια ένσταση δεν υποβλήθηκε. Υποβλήθηκε μόνο αίτημα προς τον Έφορο για επανεξέταση. Η οποία, εξ ορισμού, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του οργάνου που πήρε την αρχική απόφαση, την εκτελεστή από τη γνωστοποίηση της: βλ. τη Cyprus Bureau of Shipping v. Υπουργού Οικονομικών κ.α., Α.Ε. 2546 ημερ. 25 Σεπτεμβρίου 2000. Δεδομένης όμως της διαφοροποίησης της αρχικής απόφασης, στη βάση προφανώς νέων στοιχείων, εκτελεστή κατέστη τελικά η προσβαλλόμενη, η οποία ήταν το αποτέλεσμα της επανεξέτασης.

Παραμένει το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από τον Έφορο ή νομίμως εκ μέρους του. Η Δημοκρατία εισηγήθηκε κατ΄ αρχάς ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να αμφισβητεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι του Εφόρου αφού η ίδια την προσβάλλει ως τέτοια. Πρόκειται για εσφαλμένη συλλογιστική. Η απόφαση προοριζόταν ως απόφαση του Εφόρου και παράγει έννομα αποτελέσματα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι λήφθηκε αρμοδίως, που είναι και το ζητούμενο. Αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να προσβληθεί. Την περαιτέρω επί του προκειμένου εισήγηση της Δημοκρατίας την παραθέτω όπως τη διατύπωσε η συνήγορος στη γραπτή της αγόρευση:

«Επιπρόσθετα, η συγκεκριμένη επιστολή υπογράφεται από Λειτουργό του Φ.Π.Α., ο οποίος ενεργεί για Έφορο Φ.Π.Α. Έχει νομολογηθεί ότι οι λειτουργοί ενεργούν και εκπροσωπούν τους ανωτέρους τους όταν υπογράφουν για αυτούς, οι αποφάσεις τους είναι δεσμευτικές και έχουν το κύρος ως να έχουν ληφθεί από τον ίδιο τον Προϊστάμενο. Σας παραπέμπω στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ροζάννας-Αμφιτρίτης Κούτσιου ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2875 ημερ. 15.11.01. Ως εκ τούτου, είναι ανυπόστατος ο συγκεκριμένος ισχυρισμός.»

 

Αυτή η εισήγηση φαίνεται να στηρίζεται στη διϊστάμενη απόφαση της μειοψηφίας (Πική, Π. και Κρονίδη, Δ.) στην αναφερθείσα υπόθεση. Παραγνωρίζει την απόφαση της πλειοψηφίας (Αρτέμη, Νικολάου, Καλλή, Δ.Δ.) την οποία έδωσε ο Καλλής, Δ.. Ενδιαφέρει το ακόλουθο απόσπασμα:

«Έχει νομολογηθεί ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να τηρούν έγγραφες καταχωρίσεις (written records) των αποφάσεων τους. Αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης (Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252, 283, Medcon Construction and Others v. Repubic (1968) 3 C.L.R. 535, 543, Kyprianou and Others (No. 2) v. Republic (1975) 3 C.L.R. 187).

Στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για τη μετάθεση έχει ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα θεωρούμε ότι το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεσθούν για να διενεργηθεί νόμιμα μια μετάθεση – καταγράφονται στις παραγ. (1) – (3), πιο πάνω. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων.

Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι η πρόταση για μετάθεση έχει γίνει από αναρμόδιο όργανο.»

 

Βάσει του σχετικού νόμου η αρμοδιότητα για τη λήψη της απόφασης ανήκε σε μόνο τον Έφορο Φ.Π.Α., στον οποίο αναφέροντο τα άρθρα 2 και 3. Δεν περιλαμβανόταν πρόνοια ότι αυτή η εξουσία μπορούσε να ασκηθεί και από εξουσιοδοτημένους λειτουργούς, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με ρητή πρόνοια στους περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμους: βλ. τον περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμο του 1961 (Ν. 58/1961 όπως τροποποιήθηκε) και τον ομώνυμο Νόμο του 2002, Ν. 118(Ι)/2002 που κατάργησε τον προηγούμενο. Όπως υπέδειξε ο συνήγορος της αιτήτριας, ο νόμος που εδώ ενδιαφέρει παρείχε τη δυνατότητα εξουσιοδότησης μόνο για παραλαβή δειγμάτων, βάσει του άρθρου 41, και για έρευνα σε υποστατικά ή τόπο, βάσει του άρθρου 42. Σημειώνω εξ άλλου πως δεν έχει γίνει εισήγηση ότι υπήρξε εκχώρηση εξουσίας δυνάμει του περί Εκχωρήσεως και Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμο του 1962 (Ν. 23/62), και ούτε εντοπίστηκε ο,τιδήποτε το σχετικό. Καταλήγω λοιπόν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως.

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο