ΔΡ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Δ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 693/2003, 24 Σεπτεμβρίου, 2004 ΔΡ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Δ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 693/2003, 24 Σεπτεμβρίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 693/2003)

 

24 Σεπτεμβρίου, 2004

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΡ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Δ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Γ. Ερωτοκρίτου (κα.), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση της ημερ. 14.11.2001 (η πρώτη απόφαση) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) αποφάσισε την από 1.12.2001 προαγωγή του Ανδρέα Γεωργίου (το Ε.Μ.) στην μόνιμη θέση Ειδικού Ιατρού, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, Ειδικότητα της Πνευμονολογίας (η επίδικη θέση). Η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 30.5.2003 στην Προσφυγή 61/2002 (η ακυρωτική απόφαση), ύστερα από προσφυγή που είχε ασκηθεί από τον αιτητή στην παρούσα προσφυγή (βλ. Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 61/2002/30.5.2003). Η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για τον κάθε ένα από τους εξής λόγους:

  1. Ασυμφωνία της σύστασης του Διευθυντή με τα στοιχεία των φακέλων και διαμόρφωση υπεροχής υπέρ του Ε.Μ. σε σχέση με ήδη αξιολογηθέντα στοιχεία ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή.
  2. Πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με την εκτέλεση βρογχοσκοπήσεων.
  3. Πεπλανημένη προσέγγιση του στοιχείου της αρχαιότητας του αιτητή από την Ε.Δ.Υ..

Ύστερα από την ακυρωτική απόφαση η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε την πλήρωση της επίδικης θέσης στη συνεδρία της ημερ. 6.6.2003. Στη συνεδρία προσήλθε, για να προβεί σε νέα σύσταση, ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, κ. Κωνσταντίνος Μαλλής (ο Διευθυντής). Ο Διευθυντής ανέφερε τα εξής:

«Όλα όσα αναφέρω ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο και στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε.

Προκειμένου να προβώ σε σύσταση προαγωγής, μελέτησα το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, διαβουλεύτηκα και έλαβα υπόψη μου τις απόψεις των συνεργατών μου και άμεσα προϊσταμένων τους. Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω καθώς και τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης προσόντα, ως επίσης και τα καθήκοντα ή και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, τα οποία είναι ποικίλα, δύσκολα και πολύ ουσιαστικά, καθώς και τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα κριτήρια, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, και αφού μελέτησα, επίσης, τις αποφάσεις και σημείωσα τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίνω ως καταλληλότερο και συστήνω για προαγωγή τον Γεωργίου Ανδρέα.

Σημειώνω ότι είχα να αντιμετωπίσω μια ισοπεδωμένη αξιολόγηση, η οποία έδειχνε τους υποψηφίους να έχουν την ίδια βαθμολογία. Σε αρχαιότητα ο Γεωργίου υστερεί του Χριστοφίδη κατά πέντε χρόνια στην παρούσα τους θέση.

Ο Γεωργίου εργάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, ως Πνευμονολόγος, και εκτελεί τα καθήκοντά του, περιλαμβανομένων και δύσκολων διαδικασιών, με μεγάλη επιτυχία. Δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τους ασθενείς, ένα ενδιαφέρον που επεκτείνεται και πέραν του κανονικού ωραρίου. Δημιουργεί και διατηρεί άριστες εργασιακές σχέσεις. Αντέχει στην πίεση της εργασίας. Η αξιοποίηση του χρόνου του είναι η καλύτερη δυνατή. Όλες αυτές οι ιδιότητες και ικανότητες που διαθέτει, και τις οποίες διαθέτει περίπου στον ίδιο βαθμό και ο μη συστηνόμενος υποψήφιος, συμβάλλουν στην αύξηση της απόδοσης και παραγωγικότητας.

Για να γίνω σαφέστερος για τη σύστασή μου, θα ήθελα να αναφέρω τα πιο κάτω: Η Εθνική Φρουρά, σε ανύποπτο χρόνο, είχε ζητήσει τις υπηρεσίες του Γεωργίου ως εφέδρου και τόσο ο Δρ. Α. Χατζηχάννας, Πρώτος Ιατρικός Λειτουργός, Διευθυντής Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όσο και ο Δρ. Π. Μαυρίδης, Ανώτερος Ειδικός Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος, Διευθυντής Κλινικής Στηθικών Νοσημάτων, με επιστολή τους προς τον Υπουργό Άμυνας ημερ. 10.1.00 (σελ. 35 Φακ. 24247/ΙΙ) αναφέρουν, μεταξύ άλλων,

‘Η απουσία του από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας θα δυσχεράνει την εύρυθμη λειτουργία των διαφόρων τμημάτων της Πνευμονολογικής Κλινικής όπως:

  1. Του τμήματος των ενδοσκοπήσεων το οποίο καλύπτει παγκύπρια τις ανάγκες του τμήματος των βρογχοσκοπήσεων. Για το τμήμα αυτό είναι υπεύθυνος παγκύπρια.
  2. Της διεκπεραίωσης των δύσκολων διασωληνώσεων τις οποίες μόνο αυτός εκτελεί.
  3. Της παρακολούθησης και θεραπείας των ασθενών που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση του πνεύμονα. Το εξειδικευμένο αυτό αντικείμενο γνωρίζει αποκλειστικά ο ιατρός Γεωργίου.
  4. Η χρήση laser και η έναρξη της λειτουργίας του εργαστηρίου αυτού θα επηρεαστεί αφού είναι ο μόνος που έχει μετεκπαιδευτεί στην επεμβατική αυτή τεχνική.
  5. Την κάλυψη των περιστατικών άλλων κλινικών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας που καλύπτονται από τη δική του δραστηριότητα.’

Η επιστολή αυτή ομιλεί αφ΄ εαυτής για τις ικανότητες και δυνατότητες του υποψηφίου και δεδομένου ότι το εύρος των δραστηριοτήτων του Πνευμονολόγου είναι αυτό στο οποίο έχω ήδη κάμει αναφορά κρίνω ότι είναι καταλληλότερος για προαγωγή.

Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη καθώς και από τις πληροφορίες που συνέλεξα και από προσωπική γνώση και εμπειρία που έχω για τους υποψηφίους, κρίνω τον Γεωργίου ως καταλληλότερο για να αναλάβει τα καθήκοντα της θέσης Ειδικού Ιατρού και είμαι πεπεισμένος ότι θα ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντα αυτά.»

Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψήφιων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και έλαβε επίσης υπόψη τις κρίσεις και τη σύσταση του Διευθυντή.

Έλαβε, επίσης,υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη.

Περαιτέρω η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων. Έκρινε ότι το Ε.Μ. υπερέχει του άλλου υποψηφίου, τον επέλεξε ως πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτόν προαγωγή, αναδρομικά από 1.12.01 στην επίδικη θέση.

Επιλέγοντας το Ε.Μ. η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη ότι αυτός έχει τα ίδια περίπου με τον ανθυποψήφιο του προσόντα, καθώς και αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή.

Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι το Ε.Μ. υστερεί σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή. Ωστόσο, ο παράγοντας αρχαιότητα σε θέση ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα, συνεκτιμώμενος με τα υπόλοιπα κριτήρια, έχει περιορισμένη σημασία και, ως εκ τούτου, η αρχαιότητα από μόνη της δεν μπορεί να αποβεί καθοριστικό στοιχείο.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης της Ε.Δ.Υ..

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει ως γενική, αόριστη, αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων «αφού ουσιαστικά δεν διαφέρει από την ήδη κριθείσα ως αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων από το Δικαστήριο στην προηγηθείσα πράξη».

Ανάγνωση της σύστασης αποκαλύπτει ότι η προτίμηση του Ε.Μ. από το Διευθυντή οφείλεται στους εξής λόγους:

  1. Στην εκτέλεση των καθηκόντων του, περιλαμβανομένων και δύσκολων διαδικασιών με μεγάλη επιτυχία.
  2. Στο ξεχωριστό ενδιαφέρον του για τους ασθενείς, ενδιαφέρον που επεκτείνεται και πέραν του κανονικού ωραρίου.
  3. Στη δημιουργία και διατήρηση άριστων εργασιακών σχέσεων.
  4. Στην ανοχή του στην πίεση εργασίας.
  5. Στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του χρόνου.
  6. Στο περιεχόμενο επιστολής του Διευθυντή Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας ημερ. 10.1.2000 προς τον Υπουργό ΄Αμυνας η οποία – σύμφωνα με το Διευθυντή – ομιλεί αφ΄ εαυτής για τις ικανότητες και δυνατότητες του Ε.Μ..

Στο Μέρος ΙΙ – εκτίμηση της επαγγελματικής αξίας του υπαλλήλου – των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων οι υπάλληλοι αξιολογούνται σε σχέση με τα πιο κάτω στοιχεία αξιολόγησης:

«(1) Επαγγελματική κατάρτιση:

Παρακολουθεί τις εξελίξεις στον τομέα της εργασίας του και εμπλουτίζει τις γνώσεις του γι΄ αυτή;

  1. Απόδοση:
  2. Αποδίδει στην εκτέλεση της εργασίας του;

    (Λάβετε υπόψη τους παράγοντες ποσότητα και ποιότητα)

  3. Υπηρεσιακό ενδιαφέρον:
  4. Επιδεικνύει το ενδεικνυόμενο ενδιαφέρον και ζήλο κατά την εκτέλεση της εργασίας του;

  5. Υπευθυνότητα:
  6. Επιδεικνύει υπευθυνότητα και σοβαρότητα στα καθήκοντά του;

  7. Πρωτοβουλία:
  8. Επιδεικνύει πρωτοβουλία κατά την άσκηση των καθηκόντων του και είναι πρόθυμος να αναλάβει ευθύνες;

  9. Συνεργασία/Σχέσεις:
  10. Συνεργάζεται με τους προϊσταμένους του και τους άλλους συναδέλφους του κατά τη διεκπεραίωση του υπηρεσιακού έργου και έχει αρμονικές σχέσεις μαζί τους;

  11. Συμπεριφορά προς τους πολίτες:
  12. Εξυπηρετεί με προθυμία, ευγένεια και υπομονή τους πολίτες και γενικά όσους συναλλάσσονται με την υπηρεσία του;

  13. Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα:

(Να συμπληρωθεί μόνο για υπαλλήλους από την Κλίμακα Α6 και πάνω).

Διαθέτει τις απαιτούμενες ικανότητες για αποτελεσματικό προγραμματισμό, οργάνωση, διεύθυνση, συντονισμό, εποπτεία και έλεγχο της εργασίας του και του προσωπικού που έχει ή που μπορεί νάχει στη διάθεσή του;»

Σύγκριση των στοιχείων αξιολόγησης με τους λόγους της σύστασης με αρ. (1) – (5) πιο πάνω αποκαλύπτει ότι οι λόγοι της σύστασης σχετίζονται κυρίως με την ποιότητα και απόδοση, το υπηρεσιακό ενδιαφέρον, τη συνεργασία με τους προϊσταμένους και άλλους συναδέλφους και τη συμπεριφορά προς τους πολίτες. Όλα αυτά τα στοιχεία βαθμολογούνται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις στις οποίες σύμφωνα με το Διευθυντή οι δύο υποψήφιοι «έχουν την ίδια βαθμολογία».

Φαίνεται δε ότι ήταν η ισοβαθμία στις υπηρεσιακές εκθέσεις που οδήγησε το Διευθυντή στην εξής δήλωση: «Όλες αυτές οι ιδιότητες και ικανότητες που διαθέτει, και τις οποίες διαθέτει, περίπου στον ίδιο βαθμό και ο μη συστηνόμενος υποψήφιος, συμβάλλουν στην αύξηση της απόδοσης και παραγωγικότητας».

Εν όψει των ανωτέρω διαπιστώνω ότι ο Διευθυντής διαμόρφωσε υπεροχή υπέρ του Ε.Μ. και τον έκρινε καταλληλότερο από τον αιτητή αφού έλαβε υπόψη ιδιότητες και ικανότητες που αξιολογούνται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις στις οποίες, όμως, οι δύο υποψήφιοι ισοβαθμούν. Τονίζεται ότι και ο ίδιος ο Διευθυντής ανέφερε ότι ο αιτητής διαθέτει τις ίδιες ιδιότητες και ικανότητες περίπου στον ίδιο βαθμό.

Περαιτέρω: Τα όσα ανέφερε ο Διευθυντής τα ανέφερε συγκριτικά (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852/25.10.2002). Διαπιστώνω επομένως ότι στο βαθμό που η σύσταση φέρει το Ε.Μ. να υπερέχει του αιτητή, ενώ σύμφωνα με τις υπηρεσιακές εκθέσεις δεν υπερέχει, η σύσταση δεν είναι σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.

Ένας άλλος λόγος που οδήγησε στη σύσταση του Διευθυντή ήταν το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του Διευθυντή του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας προς τον Υπουργό Άμυνας ημερ. 10.1.2002.

Παρατηρώ: Θέμα της πιο πάνω επιστολής ήταν η αναστολή υπηρεσίας του Ε.Μ. στην Εθνική Φρουρά. Στην επιστολή εκείνη παρατέθηκαν οι υπηρεσιακοί λόγοι «που καθιστούν αδύνατη» την απουσία του Ε.Μ. από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και ζητήθηκε από τον Υπουργό όπως το Ε.Μ. απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του.

Έχω την άποψη πως η απαρρίθμηση των λόγων που συνηγορούσαν υπέρ της απαλλαγής του Ε.Μ. από τις υποχρεώσεις του στην Εθνική Φρουρά δεν μπορούν να αποτελέσουν έγκυρη αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή. Σκοπός τους ήταν η απαλλαγή του Ε.Μ. από τις πιο πάνω υποχρεώσεις του. Δεν μπορούσαν να αποτελέσουν έγκυρο λόγο προτίμησης του από το Διευθυντή. Έγκυρο δείκτη της επαγγελματικής αξίας των υποψηφίων αποτελούν μόνο οι υπηρεσιακές εκθέσεις. Αυτό γιατί στις υπηρεσιακές εκθέσεις οι υποψήφιοι βαθμολογούνται επί όλων των στοιχείων που συνθέτουν την επαγγελματική τους αξία. Όπως επί του προκειμένου λέχθηκε στην Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2374/15.9.99:

«Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο.»

 

Ο κ. Κωνσταντίνου, εκ μέρους του Ε.Μ., στη γραπτή του αγόρευση επισύναψε την πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας ημερ. 10.1.2000, καθώς και 7 άλλες επιστολές, για να καταδείξει κυρίως την υπεροχή του Ε.Μ. λόγω της ειδικότητας του στον τομέα των βρογχοσκοπήσεων. Έχω ήδη αποφανθεί επί της επιστολής ημερ. 10.1.2000. Τρεις από τις επιστολές φέρουν ημερομηνία μετά τον ουσιώδη χρόνο. Επομένως δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. για να τις αξιολογήσει πρωτογενώς. Τονίζεται ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στις εν λόγω επιστολές αλλά έργο της Ε.Δ.Υ. (βλ. Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ., Προσφυγή 619/94/18.4.97 – απόφαση Ολομέλειας). Αναφορικά με τις υπόλοιπες επιστολές αυτές αναδεικνύουν την ικανότητα του Ε.Μ. στο συγκεκριμένο τομέα – στις βρογχοσκοπήσεις . Γεγονός όμως παραμένει ότι με τις υπηρεσιακές εκθέσεις και κάτω από το κεφάλαιο «Αξιολόγηση-Εκτίμηση της Επαγγελματικής Αξίας» ο αιτητής έχει από το έτος 1992 – έτος καθιέρωσης του νέου εντύπου αξιολόγησης – βαθμολογηθεί με το βαθμό εξαίρετα σε όλα τα 8 στοιχεία τα οποία συνθέτουν την επαγγελματική του αξία. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν, ανάμεσα σ΄ άλλα, την επαγγελματική κατάρτιση και την ποσοτική και ποιοτική απόδοση. Όπως έχει επισημανθεί στην ακυρωτική απόφαση αυτό σημαίνει ότι εκτελεί με τρόπο άρτιο και άψογο και με τρόπο που δεν παρουσιάζει ελλείψεις τα καθήκοντα του. Αυτό που έχει σημασία είναι η απόδοση του υποψηφίου στα καθήκοντα που του ανατίθενται και όχι η εκτέλεση ή μη ορισμένων καθηκόντων (βλ. Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, 255). Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να δείχνει ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να διενεργεί βρογχοσκοπήσεις ή ότι του ανατέθηκαν και αρνήθηκε να τις εκτελέσει. Αντίθετα, σύμφωνα με επιστολή ημερ. 16.5.2000 (Τεκ. 9 στην αγόρευση του κ. Κωνσταντίνου) αναφέρεται ότι «κατέχει το τυπικό προσόν αφού εκπαιδεύτηκε στις βρογχοσκοπήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο για περίοδο 6 εβδομάδων αλλά όμως δεν ασχολήθηκε με βρογχοσκοπήσεις, δηλαδή δεν έχει την απαιτούμενη πείρα ....». Είναι αξιοσημείωτη η πιο κάτω αναφορά του Προϊστάμενου Λειτουργού του αιτητή στην υπηρεσιακή έκθεση του έτους 1999: «.... εξυπηρετεί τους ασθενείς και έχει αναλάβει τον τομέα της φυματίωσης με άριστα αποτελέσματα».

Για τους πιο πάνω λόγους δεν θα αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στις επιστολές που έχει παρουσιάσει ο κ. Κωνσταντίνου.

Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες των πιο πάνω διαπιστώσεων μου περί ασυμφωνίας της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου και της διαμόρφωσης υπεροχής υπέρ του Ε.Μ. σε σχέση με ήδη αξιολογηθέντα στοιχεία ενώ οι ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή. Τις έχω παραθέσει στην πιο πάνω ακυρωτική από την οποία μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

«Οι συνέπειες των πιο πάνω διαπιστώσεων μου έχουν αναλυθεί στη Μάρκου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 224/2001/22.1.2002, από την οποία παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα:

‘’Εχει νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και ότι οι συστάσεις διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97, Ρούσος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2064/21.7.99 και Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974-75/31.3.99).

Το διορίζον όργανο, σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454).

Η ασυμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων εξασθενεί την βαρύτητα της (Βλ. Στυλιανού και Βασιλείου, πιο πάνω).

Κρίνω ότι η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου εξουδετερώνει την εγκυρότητα της και αποτελεί λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Αναφορικά με την δεύτερη διαπίστωση μου, οι συνέπειες της διαμόρφωσης υπεροχής - με τη σύσταση – ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή, έχουν αναλυθεί στην Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2374/15.9.99 στην οποία λέχθηκε:

‘Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.’

Τα νομολογηθέντα στην Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) έχουν υιοθετηθεί στην Κουάλη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2402/11.11.99 στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:

‘΄Οπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων προσώπων όλοι είναι περίπου ισάξιοι. Κρίνουμε ότι το αποτέλεσμα της σύστασης του Διευθυντή καταλήγει σε ανατροπή των αξιολογήσεων αυτών, αφού για θέματα που έχουν ήδη αξιολογηθεί παρόμοια όλοι, διαχωρίζονται ορισμένοι οι οποίοι συστήνονται με γενικές παρατηρήσεις που στην ουσία ανατρέπουν την αξιολόγηση αυτή.

.................................. .................................................. .................................................. ...............

΄Ετσι όπως και στη Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) κρίνουμε ότι η σύσταση πάσχει όχι αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας σε συνάρτηση με την αποκάλυψη των πηγών των πληροφοριών για τη διαμόρφωση της κρίσης αλλά γιατί ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε έξω από το πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την ίδια αξιολογούμενη ποιότητα των υποψηφίων. Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο.’

Στην Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2434/20.3.2000 λέχθηκε:

‘΄Ολες οι ιδιότητες που αποδόθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος ως χαρίσματα που δικαιολογούν την επιλογή της σε σύγκριση πάντα με τον εφεσείοντα, περιέχονται στις διάφορες κατηγορίες των εμπιστευτικών εκθέσεων. Η επιστημονική κατάρτιση, η απόδοση, το ενδιαφέρον, η υπευθυνότητα, η πρωτοβουλία, οι σχέσεις με τους προϊσταμένους και το κοινό και η διευθυντική ικανότητα βαθμολογούνται στις εκθέσεις. Από τις εκθέσεις δεν προκύπτει ο,τιδήποτε που να δικαιολογεί την προτίμηση του Διευθυντή προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Ούτε η σύσταση περιέχει οποιοδήποτε σχόλιο που να αιτιολογεί την προτίμηση προς το ενδιαφερόμενο μέρος.’

Στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1047/97 και 5/98/21.3.2000 ο Νικολάου, Δ. παρατήρησε ότι ο Διευθυντής δεν μπορεί με τη σύσταση του ‘να διαφοροποιεί την εικόνα που προκύπτει από τη βαθμολογημένη αξία: ανεβάζοντας τον ένα και συνακόλουθα κατεβάζοντας τον άλλο’. Αφού παρέθεσε το πιο πάνω απόσπασμα από την Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) ο Νικολάου, Δ. συνέχισε ως εξής:

‘Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμηση του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης.’

Πρέπει να λεχθεί ότι οι υποθέσεις Χριστοδουλίδου, Κουάλη, Σταυρινίδη και Κωνσταντίνου έχουν αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Δημοκρατία ν. Πογιατζή, Α.Ε. 2767/20.9.2001. Στην πολύ πρόσφατη αυτή απόφαση υποδεικνύεται ότι τρεις πρόσφατες αποφάσεις (Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2692/27.2.2001, Μέζου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2752/11.4.2001 και Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2737/7.5.2001) δεν φαίνονται ευθυγραμμισμένες με την Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) ‘και δεν περιέχουν καμιά αναφορά στη Χριστοδουλίδου και τις άλλες για συζήτηση και αμφισβήτηση του λόγου τους’. Λέχθηκε, επίσης, πως δεν διακρίνεται έδαφος για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στη Χριστοδουλίδου.’

 

Οι αρχές που έχουν διαμορφωθεί στις υποθέσεις Χριστοδουλίδου, Κουάλη, Σταυρινίδη και Κωνσταντίνου (πιο πάνω) έχουν υιοθετηθεί στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Μοδίτη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852/25.10.2002. Στην απόφαση της πλειοψηφίας η οποία ετοιμάσθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., λέχθηκαν τα εξής:

‘Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ’ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η Ε.Δ.Υ. έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.

.................................. .................................................. .................................................. ...............

’Οσα εξειδικεύει ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε. Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά. Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει. Κατ΄ ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. ’Ωστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. (Βλ. συναφώς Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2037, ημερ. 20.11.98). Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους και η επίκληση από τον προϊστάμενο της προσωπικής του γνώσης, εισάγει πηγή πληροφόρησης αντίθετη προς το Νόμο και, πάντως, η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων. Σημειώνουμε συναφώς πως ο ίδιος προϊστάμενος αξιολόγησε τον αιτητή τα δύο τελευταία χρόνια, το 1996 και το 1997. Και τον βρήκε εξαίρετο σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία αξιολόγησης. Οπότε, κατά την πάγια νομολογία μας, δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί βαρύτητα.’»

΄Οπως και στην ακυρωτική απόφαση υιοθετώ τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Μοδίτη, Χριστοδουλίδου, Κουάλη, Σταυρινίδη, Κωνσταντίνου και Πογιατζή (πιο πάνω). Για τους λόγους που υποδεικνύονται σε εκείνες τις υποθέσεις η σύσταση πάσχει. Η υπεροχή που έχει αποδώσει ο Διευθυντής στο Ε.Μ. δεν προκύπτει από τους φακέλους. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην επιτυχία της προσφυγής και στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Περαιτέρω κρίνω ότι η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου εξουδετερώνει την εγκυρότητα της και αποτελεί – και αυτή - λόγο ακύρωσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι’ αυτό το λόγο.

Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης ο κ. Αγγελίδης ισχυρίστηκε ότι η Ε.Δ.Υ. παραβίασε το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης σε σχέση με το ζήτημα της αρχαιότητας.

Η προσέγγιση του θέματος της αρχαιότητας από την Ε.Δ.Υ. στην πρώτη απόφαση, όπως έχει καταγραφεί στην ακυρωτική απόφαση, έχει ως εξής:

«Όσον αφορά την αρχαιότητα, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι το Ε.Μ. υστερεί έναντι του αιτητή. Ωστόσο έκρινε ότι η αρχαιότητα αυτή, αν και είναι σημαντική σε διάρκεια, εν τούτοις από μόνη της δεν μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας, καθότι πρόκειται για την πλήρωση θέσης ψηλά στην ιεραρχία, στην Κλίμακα Α15, οπόταν το στοιχείο της αρχαιότητας ατονεί συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης. Δεδομένου μάλιστα ότι και οι δύο υποψήφιοι παρουσιάζονται ίσοι όσον αφορά τα προσόντα και την αξία, η Ε.Δ.Υ. «κρίνει ότι η αναλυτική και τεκμηριωμένη σύσταση του Διευθυντή, η οποία έχει φέρει στην επιφάνεια ιδιότητες και ικανότητες του Γεωργίου που τον καθιστούν πιο ικανό να αναλάβει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, επιτρέπει στην Επιτροπή να επιλέξει τον Γεωργίου, θεωρώντας ότι η σύσταση του Διευθυντή έχει βαρύνουσα σημασία σε σχέση με την αρχαιότητα».

Το Δικαστήριο προσέγγισε ως εξής το θέμα της αρχαιότητας στην ακυρωτική απόφαση:

«Τα όσα ανέφερε η Ε.Δ.Υ. για το στοιχείο της αρχαιότητας – ότι ατονεί όταν πρόκειται για την πλήρωση θέσης ψηλά στην ιεραρχία – αποτελούν θέσεις της νομολογίας. Ωστόσο αυτές οι θέσεις της νομολογίας δεν τυγχάνουν εφαρμογής όπου ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία. Αυτό έχει βεβαιωθεί στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.α., Α.Ε. 2878, 2881, 2882/12.11.2001 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.) στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

‘Η Δημοκρατία επικαλέστηκε νομολογία αναφορικά με τη σχετικά μειωμένη αξία της αρχαιότητας στην περίπτωση θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία. Αυτό, όμως, σε συνάρτηση προς τα άλλα κριτήρια, ιδίως εκείνο της αξίας. Σε σχέση με την οποία διαχρονικά, κάθε άλλο παρά υστερούσε ο Μ. Αντωνίου έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ενώ, όπως ήδη σημειώσαμε, και ως προς τα προσόντα ήταν ίσοι.’

Στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Ε.Δ.Υ., ο αιτητής δεν υστερεί σε αξία και προσόντα του Ε.Μ.. Επομένως το στοιχείο της αρχαιότητας δεν ατονεί. Η περί του αντιθέτου κρίση της Ε.Δ.Υ. βρίσκεται σε αντίθεση με τη σχετική αρχή του διοικητικού δικαίου όπως έχει διαμορφωθεί στην Αντωνίου (πιο πάνω). Κατά συνέπεια αποτελεί κρίση αντίθετη προς το Νόμο εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος (βλ. Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341). Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και γι΄ αυτό το λόγο (Βλ. και Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71: ‘Η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του Προϊσταμένου, όταν οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία’).»

Η προσέγγιση της αρχαιότητας από την Ε.Δ.Υ. στην παρούσα υπόθεση (έχει καταγραφεί στη σελ. 4, πιο πάνω) δεν διαφέρει ποσώς από την προσέγγιση της στην πρώτη απόφαση. Η Ε.Δ.Υ. ανέφερε ότι ο αιτητής «έχει τα ίδια περίπου με τον ανθυποψήφιο του προσόντα, καθώς και αξία» και σημείωσε ότι το Ε.Μ. υστερεί σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή. Ωστόσο αγνόησε το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ήτοι ότι το στοιχείο της αρχαιότητας δεν ατονεί ακόμη και στην περίπτωση θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, όπου ο αποτυχών υποψήφιος διαχρονικά – όπως είναι εδώ η περίπτωση – δεν υστερεί του Ε.Μ. σε αξία. Έπεται πως η Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει για δεύτερη φορά κατά παράβαση της αρχής του διοικητικού δικαίου, όπως έχει διαμορφωθεί στην Αντωνίου (πιο πάνω). Αυτό ισοδυναμεί με παράβαση του δεδικασμένου. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω παράβασης του δεδικασμένου.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του Ε.Μ..

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο